Further tags

Φράση που ξεκίνησε να ακούγεται τη δεκαετία του '60 στην Ελλάδα χαρακτηρίζοντας τους νεαρούς με ατημέλητο κούρεμα που άκουγαν Beatles, Rolling Stones και λοιπά ροκ εν ρολ συγκροτήματα οι στίχοι των οποίων περιείχαν σε υπερβολικές δόσεις τη λέξη «yeah».

Οι περισσότερες Ελληνικές κωμωδίες της δεκαετίας του '60-'70 περιέχουν από μια τουλάχιστον αναφορά στους γιεγιέδες.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Εκνευρισμένος, νευριασμένος, έτοιμος για καβγά. Συνώνυμα: παρμένος, συφιλιασμένος

  2. Αποφασισμένος, ετοιμοπόλεμος, με τσαμπουκά.

  1. - Τι έχει πάλι ο Πίπης; Του είπα γεια και μόνο που δεν με βάρεσε. Γυρεύοντας πάει;
    - Όχι μωρέ. Ποιός ξέρει, πάλι φορτωμένος απ' τη γκόμενα θα είναι. Τού 'χει κάνει τη ζωή πατίνι τελευταία, σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε. Πού να ξεσπάσει κι' αυτός...

  2. Γαμώ τα ματς ρε φίλε, μπήκαν μέσα τελείως φορτωμένοι. Μέσα σε δέκα λεπτά βάλαν δύο γκολ μιλάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο υποταγμένο στις επιθυμίες άλλου (συνήθως μέσα σε φιλική ή ερωτική σχέση). Συνώνυμα: σκλάβος, υπηρέτης

- Την είδες ρε την Φούλα τελευταία; Απο τότε που τά 'φτιαξε με το βόιδι τον Φούλη έχει γίνει άλλος άνθρωπος. Ούτε συναυλίες πάει πια, ούτε πορείες, ούτε τίποτε. Άσε που χάλασε και τα ράστα.
- Γιατί έτσι;
- Γιατι δέν την αφήνει ο Φούλης. Κάνει ό,τι της λέει αυτός, το σκυλάκι του κατάντησε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά γκομενιάρης, αυτός που το μόνο που σκέφτεται όλο το 24ωρο ειναι οι γυναίκες.

-Την είδες την καινούργια του Μάκη;
-Καινούργια; Πότε πρόλαβε ο πούστης;
-Αφού τον ξέρεις ρε, ειναι τρελός μουνάκιας!

Βλ. και φούστης.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο έχων σύφιλη ή άλλα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, ο βρωμιάρης.

-Και τι έγινε, την πήδηξες τελικά ή μπα;
-Πλάκα κάνεις; Θα μαραινόταν η ψωλή μου με την παλιοσυφιλιάρα!

Got a better definition? Add it!

Published

Το χείλος του γυναικείου αιδοίου. Χρησιμοποιείται και σαν βρισιά.

Κοινώς:
Έχω μια ελιά στο μουνόχειλο.

Βρισιά:
Άμα σε πιάσω ρε μουνόχειλο θα σε σκίσω!

Got a better definition? Add it!

Published

Η εθνική μας λέξη θα ήταν καλύτερο να λάμψει διά της απουσίας της...

Μα, τι σκέφτομαι ο μαλάκας. Αυτή η λέξη πάει παντού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων άθλιες διατροφικές συνήθειες, ο σαβουροφάης, ο έχων στομαχικά / εντερικά προβλήματα με έντονα συμπτώματα (αέρια, δυσκοιλιότητα κ.λπ.).

-Πάλι με πιτόγυρα θα την βγάλεις ρε σαπιέντερε;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο διαρρήκτης χρηματοκιβωτίων.

- Πάρε μαζί σου και τον Μπάμπη, ειναι παλιός κασαδόρος γνωστός στην πιάτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που έχει φτάσει στο υπέρτατο στάδιο εξαθλίωσης, που έχει κατέβει όλα τα σκαλιά της παρακμής, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα.

Η λέξη σημαίνει επίσης κουρέλι.

Άσε τον πέτυχα στο δρόμο, σκέτο παρτάλι είναι ο τύπος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified