Further tags

Ο φλώρος, το μαμμόθρεφτο.

Άντε ρε μαλακομπούκωμα από 'δώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Unpektable. Αγγλιστί. Ο «άπαικτος» χρησιμοποιείται όμως με πιο ειρωνικό τόνο.

Εντάξει ρε φίλε, είπαμε... Eσύ είσαι unpektable!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του γκομενοφύλακα, αλλά αναφέρεται στην περίπτωση που οι γκόμενες είναι πολλές. Μάλιστα η παρουσία του γκομενοβοσκού αποτρέπει τους άλλους άνδρες να την πέσουν στα κορίτσια που τον συνοδεύουν, ενώ συχνά δίνει αναφορά στους γκόμενους των κοριτσιών, εξού και το «βοσκός», τις φυλάει από το φλερτ των άλλων ανδρών.

Σχετικό λήμμα: μουνοβοσκός, γκομενοφύλακας

- Κοίτα τον ρε με πόσες γκόμενες κυκλοφορεί!
- Όχι ρε, γκομενοβοσκός είναι ο τύπος,τις φυλάει για να μην τους την πέσουν αληθινοί άνδρες.

"Μα ναι κύριε ιδιοκτήτα μου, το θέλω το χωράφι, βοσκός είμαι - τί εννοείτε που είναι οι κατσίκες; αυτές που έχω εδώ να τις φυλάω δεν σου γεμίζουν το μάτι;" (από Galadriel, 27/02/09)

Σύγκρινε: χαρεμάκιας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς = μπουζούκι. Ο «έχω πάντα δίκιο», το αγύριστο κεφάλι, ο ξερόλας.

- Ρεε μην επιμένεις, ο μεγάλος σεισμός στην Αθήνα είχε γίνει το 2000 όχι το 1999.
- Πωωω, ρε φίλε, τι μπουζούκι είσαι εσύ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιούν οι γκόμενες για τους άντρες, επειδή ή τις φτύνουν, ή δεν ανταποκρίνονται πια στον ρόλο του «άντρα κυνηγού» ή τέλος πάντων δεν τις διεκδικούν όπως θα ήθελαν. Πάντως, και πέρα από αυτές τις προϋποθέσεις, οι κοπέλες χρησιμοποιούν τον όρο αυτό συνθηματικά όταν θέλουν να αναφερθούν σε άντρες.
Παράγωγα: υπέρκοτάρα (μούναρος), κοτέτσι (βλέπε τουμπανίαση -με άντρες όμως), κόκορας (όταν η κότα συνοδεύεται από κάποια, η κάποια είναι ο κόκορας)

- Κοίτα την κότα που μπήκε τώρα! Υπερκοτάρα!
- Αυτή η κότα νομίζω είναι κότα ηθοποιός, την έχω δει στην τηλεόραση.

Ένα από τα κόμματα στις εκλογές του 2009 (από Khan, 05/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς = φουντούκια. Βλέπε ημοκοράς, μόνο που για να το προσδιορίσουμε καλύτερα είναι οι τύποι, τύπισσες που τα μαλλιά τους συνήθως είναι σγουρά ή κατσαρά και δεν τους κάθονται όπως θα ήθελαν και, προσοχή, ποτέ δεν κυκλοφορούν μόνοι τους. Να σημειωθεί ότι ο όρος χρησιμοποιούταν και πριν την ύπαρξη του όρου ημοκόρος για τους brit – popάδες που σύχναζαν στο decadence και στο pop. Γενικά οι alternative, εναλλακτικοί τύποι.

- Αυτή δίπλα είναι η παρέα με τους κεφτέδες που τους πετυχαίνουμε όλο στο booze;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1) Πρόκειται για όρο ενδεικτικό της κατάστασης μιας απεριποίητης ηβικής περιοχής, η οποία θυμίζει έντονα τον επεξηγούμενο όρο.
2) Παρασυνθηματική λέξη για το χασίς.

1) Η Λυδία, μεγάλη φούντα... Ρώτα όλους τους πρώην της. 2) Στο πάρτυ θα έχει φούντα ή να φέρω από το σπίτι;;;

εδώ βαράει εξαφάνιση το ίδιο το αντικείμενο, δε θα βαράει η αργκό του;) (από xaxac, 07/10/08)και με τις 2 σημασίες (από Khan, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντμηση για «Displaced Person», ο επίσημος όρος στα Αγγλικά για πρόσφυγες ή αυτούς που μεταναστεύουν λόγω πολέμου ή λιμού, χωρίς να θέλουν και με το ζόρι. Χρησιμοποιείται από τους ομογενείς της Αμερικής για να περιγράφουν κάποιον Έλληνα που, παρόλο που ζει 50 χρόνια στην Αμερική, δεν μιλά ούτε μια λέξη Αγγλικά και συμπεριφέρεται ακριβώς σαν να βρισκότανε στο χωριό του.

Χρησιμοποιείται επίσης ειρωνικά για «Αμερικανάκι» της δεύτερης-τρίτης γενιάς που π.χ. φοράει ελληνικές ποδοσφαιρικές φανέλες ή είναι μέλος μιας ομάδας παραδοσιακού χορού.

  1. - Πάμε στο καφενείο του θείου σου; - Όχι ρε μαλάκα, είναι γεμάτο D.P. και θα μας αγριοκοιτάζουν που φοράμε βερμούδα.

  2. - Ωραίο μουστάκι έβγαλες ρε D.P. Δεν βγάζεις και την τσαμπούνα σου να μας παίξεις μια σούστα να χορέψουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος όμοιος με το «κακσάκας» (από το αγγλικό «cocksucker»), αλλά βαρύτερος.

- Νά τον κακσάαααακαρα που είπε την αδελφή μου πουτάνα μπροστά σ' όλους. Άντε, μάζεψε τα δόντια του άμα τελειώσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό «cocksucker», δηλαδή πουτσογλείφτης. Χρησιμοποιείται κυρίως από τους Έλληνες της Αμερικής, με την έννοια, όπως στα Αγγλικά, του «μαλάκας».

  1. Έλα 'δώ ρε κακσάκα να σε γαμήσω.

  2. Είδες τον κακσάκα πώς κοιτάζει την αδελφή σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified