Γενικά ο βλάκας, ο χαζός, ο μαλάκας. Ιδιαίτερα εύηχο.
- Πάλι άρχισες τις βλακείες ρε τιριτόμπα;
Γενικά ο βλάκας, ο χαζός, ο μαλάκας. Ιδιαίτερα εύηχο.
- Πάλι άρχισες τις βλακείες ρε τιριτόμπα;
Got a better definition? Add it!
Ο ανάξιος εμπιστοσύνης και χωρίς βαρύτητα λόγου άνθρωπος.
-Ναι ρε εμπιστέψου με, δεν μιλάς με τον τσιπλάκη.
...
-Ό,τι να 'ναι, μου είπαν όταν ρώτησα οι τσιπλάκηδες.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του μαλάκας. Γενικά ο βλάκας/χαζός που κάνει μαλακίες. Ιδιαίτερα εύηχο.
Πού πα ρε ντελημπάσκο μέσα στη μέση του δρόμου...
Got a better definition? Add it!
Ο πωρωμένος με το body building (εξ' ου και bod-έος). Συνήθως χρησιμοποιείται αρνητικά, για να χαρακτηρίσει κάποιον που η κρεατίνη και τα στεροειδή του έχουν καταστρέψει τον εγκέφαλο.
Εμφανίζεται και ως ουδέτερο: το μποντέο.
- Πόσα σηκώνεις πάγκο;
- 195 κιλά
- Έλα ρε μποντέο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γρήγορος, φορτσάτος, όταν κάνει κάτι «τακ τακ».
-Θα πάμε μέχρι του Βάγγου;
-Άντε, πάμε τακτόβιοι.
Got a better definition? Add it!
Αγγλική λέξη η οποία ετυμολογούμενη στα ελληνικά συνθετικά της (Lipo+san), σημαίνει τον χοντρό Γιάννη. Στη θέση του ονόματος μπαίνει οποιοδήποτε όνομα ανάλογα με την περίσταση. Ο τύπος Liposan είναι γνωστός και όλοι λίγο ως πολύ είχαμε έναν στο γυμνάσιο: χοντρός, γυαλάκιας και κατά κανόνα απουσιολόγος.
-Θα κάνεις κοπάνα 3η ώρα;
-Ναι. Πες ρε συ στο Liposan να μην μου βάλει απουσία, οκ;
-Έγινε!
Βλ. και αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, μπλαμούτσα, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς, μπόγος, ντουρντούβαλο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο εκτελών χρέη ψυχολόγου / λογοθεραπευτή, συνοδού και security, χωρίς να της ακουμπάει ούτε το χεράκι όμως. Συνήθως γλοιώδης τύπος που τον εκμεταλλεύεται κάποια γυναίκα προκειμένου να της ανορθώνει το ηθικό της και να αποδείξει ότι την προτιμούν οι άντρες.
Και τι έγινε που συνοδεύεται ρε, δεν τον βλέπεις, γκομενοφύλακας είναι ο μαλάκας, όρμα την στ' αυτιά!
Δες ακόμη: γκομενοβοσκός, μουνοβοσκός, χαρεμάκιας, μουνοφύλαξ, bye sexual, καληνυχτάκιας
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για λεξιπλαστικό όρο (τσούλα με την κατάληξη επιθέτου «-ίδου») ο οποίος χρησιμοποιείται αντί του επιθέτου και περιγράφει την γυναίκα εκείνη που συγκεντρώνει στο πρόσωπό της όλα τα χαρίσματα της τσούλας.
- Τη βλέπεις αυτή εκεί; Χριστίνα Τσουλίδου με τ΄όνομα. Δεν της έχει γλιτώσει τίποτα αρσενικό!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όρος λεξιπλαστικός, ο οποίος χρησιμοποιείται για γυναίκες ελαφρών ηθών που παράλληλα με τη δουλειά τους αρέσκονται στην χρήση διαστροφικών τρόπων συνεύρεσης. Το «μαλακοπουτανιάρα» είναι απλώς χαριτωμενιά.
(διάλογος ανδρών) -Την ξέρεις την Τάνια από το κάτω διαμέρισμα;;;; -Όχι! -Μιλάμε, τρελή μαλακοπουτανιάρα η τύπισσα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το ρεζίλι της κοινωνίας.
Η Ρούλα; Αυτή η ρεντικολέντζα... που παντρεύτηκε τον παππού και τον «έστειλε» την πρώτη νύχτα στα κυπαρίσσια...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified