Further tags

Την λέξη έχω ακούσει μόνο από τον πατέρα μου και όταν τον ρώτησα τι σημαίνει, μου απάντησε: "διαμπερές".

Ψάχνοντας, βρήκα ότι ναι μεν σημαίνει κάτι παρόμοιο (πχ. στον Δρυμώνα Τριχωνίδας έχει την έννοια του πέρα για πέρα ανοιχτά, βλ. εδώ), αλλά βρήκα και τη σημασία λίμπα (στην ντοπιολαλιά των Γαργαλιάνων, βλ. εδώ.

Όποιος έχει να προσθέσει κάτι ας το γράψει στα σχόλια κ θα επιληφθεί η ΣΟ του θέματος, θένκια...

(παράδειγμα γιόκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Μήτσο έχεις μεγάλο σπίτι;
- Ναι, είναι αρκετά ευήλιο, και μάλιστα και πολύ ευγάμηστο;)

Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσουμε ένα τόπο-χώρο που προκαλεί των-την ληπτη σε γεματες σεξουαλικες συζητήσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λιακός στην Λακωνική διάλεκτο είναι η ταράτσα.

Απλώσαμε τα σύκα να ξεραθούνε στον λιακό.

Στρώσαμε να κοιμηθούμε στον λιακό.

Got a better definition? Add it!

Published

Ρε παιδιά, αυτός ο ορισμός της απόμακρης ερημιάς, αγγλισμός δεν είναι? Που γουγλίζεται και λέγεται εβραίως και παλαιστινίως? Που πρέπει να 'σκασε κατά δω μεριά από ογδόνταζ και πέρα? Ας με σταματήσει κάποιος αν λέω μαλακίες.

in the middle of nowhere. In a very remote location, as in We found a great little hotel, out in the middle of nowhere. [Early 1900s ]

δέαρ

Μαγική καλύβα στη μέση του πουθενά

20 πανέμορφα μικρά σπιτάκια στη μέση του πουθενά

10 ελληνικά εστιατόρια στη μέση του πουθενά!

Χλιδάτα ξενοδοχεία στη μέση του πουθενά

Πράγματι, το Tristan de Cunha είναι ένα απόλυτα απομονωμένο νησί που βρίσκεται κυριολεκτικά στη μέση του πουθενά

φρομ δε νετ

Got a better definition? Add it!

Published

Έτσι λένε στην αργκό των φυλακισμένων τις φυλακές ανηλίκων.

15 χρονώ έσπρωχνε ρούχλα στη Γκράβα, κατέληξε στα ανήλικα.

Φυλακές ΑνηλίκωνΦυλακές Ανηλίκων

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)

Εμπνευσμένο από τη κ. Κατέλη στο 0:25

Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.

Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.

Got a better definition? Add it!

Published

Συντομία για το " Λα τζούρα κλάμπ". Το μέρος στο προαύλιο ενός λυκείου στο οποίο μαζεύονται οι καπνιστές για να καπνίσουν στο διάλειμμα. Σε κάποιες περιπτώσεις όταν ο καθηγητής γνωρίζει το σημείο αυτό, έχουν δημιουργηθεί υποδιαιρέσεις σε διαφορετικά σημεία του σχολείου με ονόματα όπως 'λα καβάτζα'

- Μήτσο, πάμε λα τζούρα έχω χαρμανιασει

- Ξέχνα το, έχει εφημερία ο Παπαγεωργίου θα μας πάει γραφείο

- Άραξε πάμε λα καβάτζα τοτε

Got a better definition? Add it!

Published

Συνώνυμο του πουτσοχώραφο.

Μέρος γεμάτο με άντρες.

- Έχετε γυναίκες στη σχολή σου;
- Μπα φίλε, πουτσολίβαδο είμαστε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε στο Βελιγράδι, αλλά στον Βόλο, όπου δήμαρχος είναι ο Αχιλλέας Μπέος.

Το Μπέογκραντ είναι γεμάτο λάσπες, αλλά μας μάραναν τα φωτάκια που θα εγκαινιάσουν την εορταστική περίοδο. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Το Κολωνάκι στα ψευδοτουρκικά.

Πήγε από τον Παραλή Μαχαλά στο Σύνταγμα να βάλει κάρτα στο κινητό του.

Got a better definition? Add it!

Published