Further tags

Όπως όλοι οι κολλημένοι με κάτι, έτσι και οι φαν των ενυδρείων έχουν τη δική τους ζαργκόν.

Στο παράδειγμα θα δείτε κάποια μπέιζικς, για να μαθαίνετε.

Σ.ς.: το Μπαρμπουνιώτης στο παράδειγμα, όλα τα λεφτά!

Και για να μην δημιουργούμε μεγάλα μυστήρια, ούτε να σας βάζουμε να ψάχνετε σε λεξικά (που δεν θα σας βοηθήσουν άλλωστε) ας δώσουμε λίγες εξηγησεις:

  • δισκοβοσκός = αυτός που έχει στο ενυδρείο του ψάρια που τα λένε δίσκους ( λόγο του σχήματος τους.)
  • μποστανάς = αυτός που έχει ενυδρείο με φυτά (κι εγώ μποστανού είμαι)
  • νταμάρι = ενυδρείο χωρίς φυτά που έχει για διακόσμηση μόνο πέτρες
  • ξερακιανός = αυτός που έχει ενυδρείο ... νταμάρι
  • αφρικάνες = είδος ψαριού από την αφρική (κιχλίδες από την λίμνη Μαλάουι ή την λίμνη Ταγκανίκα)
  • σαμπ = είδος φίλτρου ενυδρείου.

Μ' αυτή τη «γλώσσα» τι να σου κάνει ο Μπαρμπουνιώτης .... έναν ψαροβλαμένο χρειάζεσαι!!!

Από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συγκεκριμένο πρόθεμα προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και δηλώνει την έννοια του «μακριά». Χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στην εποχή της βιομηχανικής επανάστασης κυρίως στην Αγγλική και στη Γαλλική γλώσσα στη σύνθεση λέξεων οι οποίες περιέγραφαν εφευρέσεις οι οποίες κυρίως έδιναν τη δυνατότητα στους ανθρώπους να επικοινωνούν από μακρινές αποστάσεις, π.χ. telegraph, telephon, television. Επειδή αυτές οι λέξεις είναι συντεθειμένες από ελληνικές ρίζες, ευκολότατα εισήχθησαν στην ελληνική γλώσσα ως αντιδάνεια. Έτσι έχουμε τους πασίγνωστους όρους «τηλεόραση», «τηλέφωνο», «τηλέγραφος» κλπ.

Η σλανγκική όμως έννοια του προθέματος τηλε-,την οποία πραγματεύεται το παρόν άρθρο, συνίσταται κυρίως στη χρήση του προθέματος στην τηλεόραση και κατ' επέκτασιν με τη μεταφορά του σε άλλες λέξεις οι οποίες χαρακτηρίζουν ανθρώπους με μία ελαφρώς ή και εντόνως μειωτική χροιά.

Μπορεί τα τελευταία χρόνια η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων να είναι εξοικειωμένη με αυτό το επικοινωνιακό μέσο, αλλά η έννοια της τηλεόρασης, ιδίως την τελευταία εικοσαετία με την είσοδο των ιδιωτικών σταθμών, έχει καταστεί συνώνυμη στο υποσυνείδητό μας με έννοιες όπως η παρακμή, η ρηχότητα και η κιβδηλότητα και κατ' αυτόν τον τρόπο οτιδήποτε προβάλλεται (ιδίως όταν αυτό συμβαίνει πολύ συχνά) από το συγκεκριμένο μέσο, φαίνεται να αποκτά αυτές τις ιδιότητες.

Έτσι, το επάγγελμα του βιβλιοπώλη, καθ' όλα σεβαστό κατά τ'άλλα, όταν πάρει το πρόθεμα τηλε- γίνεται μειωτικός όρος και, όπως γνωρίζουμε, χρησιμοποιείται κυρίως από όσους θέλουν να μειώσουν τον Άδωνι Γεωργιάδη ο οποίος μέσω της εκπομπής του έκανε αυτό το επάγγελμα. Αντίστοιχα, ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για διάφορους οι οποίοι κάνουν οικονομολογικές αναλύσεις μέσω τηλεοράσεως ιδίως τα τελευταία χρόνια με το πρόβλημα της κρίσης ή τους μάγειρες οι οποίοι παρουσιάζουν εκπομπές μαγειρικής αλλά και άλλες περιπτώσεις.

Με λίγα λόγια, υπάρχει η συνυποδήλωση ότι στην πραγματικότητα όσοι παίρνουν αυτήν την ιδιότητα αντιμετωπίζουν το θέμα τους ως ένα τηλεοπτικό προϊόν το οποίο θέλουν να προωθήσουν στους καταναλωτές. Αυτό βέβαια συμβαίνει επειδή η ιδιωτική τηλεόραση στηρίζει τη χρηματοδότησή της από τις διαφημίσεις και ως εκ τούτου τίποτα δε γίνεται από αγνό ενδιαφέρον για το κάθε αντικείμενο, αλλά μόνο και μόνο για οικονομικούς σκοπούς.

Όπως είπα και πριν, ο μειωτικός τόνος τον οποίο προδίδει σε κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα αυτό το πρόθεμα, δεν είναι πάντοτε ο ίδιος και αυτό εξαρτάται από τα συμφραζόμενα τα οποία χρησιμοποιεί ο κάθε ομιλητής. Ενδεχομένως, κάποιες φορές να μην υπάρχει καν μειωτικός τόνος, όπως παραδείγματος χάριν στη λέξη «τηλεπαρουσιαστής». Εγώ πάντως στέκομαι περισσότερο στις περιπτώσεις όπου η χρήση είναι τέτοια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυσχιδής και άκρως γαμοσλανγκοπρεπής εκδοχή του επιδέχομαι.

Μερικές πρακτικές εφαρμογές:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κατέλαβε το Κουβέιτ το 1991, ο Σαντάμ Χουσεΐν απείλησε ότι θα εξαπέλυε την μητέρα όλων των μαχών. Τελικά όμως δημιούργησε την μητέρα όλων των κλισέ.

Η pas tellement slangue αυτή έκφραση χρησιμοποιείται ad nauseam επί παντός επιστητού και αποτελεί σημείο των καιρών.

Σλανγκασίστ : صدام حسين عبد المجيد التكريتي

Υπάρχουν πιστοποιημένες μητέρες όλων των...

κ.ο.κ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί και η θάλασσα είναι οι μήτρες της ζωής. Ωσεκτουτού, εμείς οι Έλληνες με 14.000 χιλιόμετρα ακτογραμμή και αιώνες ναυτικής παράδοσης είμεθα κατ εξοχήν έθνος θαλασσόκαβλων. Η Ελλάδα μας είναι η γης όπου για πρώτη φορά έβερ μουνί έσυρε καράβι (και συνεχίζει να το πράττει).

Σαν λαός γνωρίζουμε καλά ότι το ψάρι θέλει υπομονή και το μουνί κυνήγι· με φουσκοθαλασσιές στο παντελονόψαρο ψωλαρμενίζουμε την πουτάνα τη θάλασσα και βουτάμε ως αφρο-δύτες στα βαθειά με καμάκι ανά χείρας εις άγραν θαλάσσιας μουνίδας.

Οι πιο τυχεροί θα βγάλουν καμιά χταποδιάρα, οι λιγότερο θα μπλέξουν στα δίχτυα κάποιας φαρμακομούνας μύδουσας. Άλλοι πάλι θα πάρουν τον λούτσο, τρώγοντας μυδοπίλαφο από κάποια λείψυδρη στρειδομούνα και θα μείνουν σαν μια πούτσα στο Αιγαίο. Οι πιο φρόνιμοι θα συνεχίσουν τον αέναο κύκλο: δε γαμείς που δε γαμείς, δεν πας για ψάρεμα;

Ας πανηγυρίσουμε λοιπόν την θαλασσινή μας μουνοπαράδοση με το μικρό αυτό θαλασσομουναπάνθισμα:

♪♫ Το μουνί και το δελφίνι
να ησυχάσω δε μ' αφήνει
πότε τρύπα πότε ψάρι
δε μου κάνουνε τη χάρη ♪♫

(Τζιπάκος)

() *Πηγή: Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», Selected Papers (Democritus University of Thrace, 2012)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουμπώνω το παιχνίδι: ποδοσφαιρική σλανγκιά για το «στήσιμο» ενός παιχνιδιού.

Δράττομαι της ευκαιρίας να αναπαράγω αυτολεξεί to γλωσσάρι στη αργκούς των στημένων παιχνιδιώνε (από εδώ):

  • Κύκλωμα: Με τη λέξη αυτή αποκαλούσε ο Μάκης Ψωμιάδης τους διαιτητές που πίστευε ότι ήλεγχε ο Αχιλλέας Μπέος.
  • Σύστημα: Με τη λέξη αυτή αποκαλούσε ο Μπέος τους διαιτητές που πίστευε ότι μπορεί να είχαν σχέση με τον Νίκο Πατέρα.
  • Θάνατος: Ο διαιτητής που παίζει για να καθαρίσει τον αντίπαλο.
  • Μεσαίος: Ο πρώτος διαιτητής. Πρόκειται για νεοεισερχόμενη λέξη, αφού οι βοηθοί του αποκαλούνται πλαϊνοί.
  • Χημικοί: Εκείνοι που βγάζουν τις αποδόσεις των αγώνων
  • Τα σπόρια: Ευνοώ τη μια ομάδα. Προέρχεται από τη φράση «κόβει το καρπούζι στη μέση και δίνει τα σπόρια στη μια ομάδα».
  • Κοίμισμα: Η τακτική να δίνουν υποσχέσεις και να δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι θα γίνει η δουλειά.
  • Ξεθαρρεύω: Αφορά τους παίκτες που αρχίζουν να κάνουν του κεφαλιού τους.
  • Βγάζω καφέ: Δίνω ποσοστά επί των κερδών σε αυτόν που «έτρεξε» τη δουλειά.
  • Παίρνω εργολαβία: Αναμένω αποστολή.
  • Ανακατεμένος: Αυτός που περιμένει κλήση από τη Δικαιοσύνη.
  • Κατηφόρα: Η πτώση της απόδοσης σε έναν αγώνα.
  • Μπούμερανγκ: Η ανατροπή του αποτελέσματος.
  • Κάνω τη ζημιά: Κάνω την έκπληξη ή τη νίκη εκτός έδρας.
  • Γίνεται κέντα: Άσχημη εξέλιξη ενός αγώνα.
  • Ασφάλεια: Ο άνθρωπος που θα εγγυηθεί πως ό, τι συμφωνήθηκε θα γίνει στο γήπεδο.
  • Πρώτη δημοτικού: Σημαίνει ότι κάποιος δεν γνωρίζει τον χώρο των διαιτητών.
  • Μαρμίτα: Το κέρδος από κάθε παιχνίδι.
  • Νηστικός: Αυτός που έχει χάσει αρκετά χρήματα.
  • Υλικό: Τα αναβολικά.
  • Κελαηδούν τα ράδια: Θα γίνει ντόρος.
  • Θα σου φέρνω τσιγάρα: Θα μπεις στη φυλακή.
  • Τρώω παπά: Μου λένε ψέματα.
  • Μπροστινός: Επιθετικός
  • Πισινός: Αμυντικός.

1.
Άγνωστος: - Αδελφέ;
Αχιλλέας Μπέος: - Ποιος είναι;
Άγνωστος: - Ελα, στο κούμπωσα ρε. Το παιχνίδι. Μην παίρνεις κανέναν τηλεφωνο.
Αχιλλέας Μπέος: - Τι;
Άγνωστος: - Εβαλα τον Πατμανίδη.
Αχιλλέας Μπέος: - Μαλάκα!
(Οι διάλογοι: Ετσι «έστηναν» τα ματς)

2.
Κούμπωμα παρατηρητή στο ΑΕΛ-Ολυμπιακός Βόλου! Συνομιλία για το ποιος παρατηρητής θα τοποθετηθεί σε αγώνα Superleague την σεζόν 2010-2011, αποκαλύπτει δικαστικό έγγραφο.

  1. Έγινε κέντα, αλλά το κούμπωσα το παιχνίδι και επειδή είσαι νηστικός και έτρεξες θα σου βγάλω καφέ!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κατάληξη -νέτο δηλώνει καθαρά σεξουαλικό περιεχόμενο όταν πρόκειται για γυναίκες, γεννητικά μόρια και μεγέθη, έχει χαρακτήρα χιουμοριστικό, κυρίως παιχνιδιάρικο.

  2. Το νέτο ως σκέτο συναντάται για καταστάσεις που έχουν ολοκληρωθεί, προέρχεται από τα λατινικά και είναι συνώνυμο του καθαρός.

  3. Δάνειο απά τα ιταλικά το οποίο δηλώνει το μέγεθος, κυρίως αν κάτι είναι σχετικά μικρό σε πρακτική χρήση.

1.- Ρε συ τι γκομενέτο μας κουβάλησε πάλι αυτός σήμερα; - Καλά δεν τα 'μαθες; Το νιμού σέρνει καράβι.

  1. Το φραουλέτο πήγε νέεετο (στη λαϊκή)

3.- Δώσ' μου μωρέ εκείνο εκεί να ανάψω...
- Ποιο;
- Αυτο εκει μωρε,το παπαρδελετο
- Το καμινέτο βρε μαλακα;

(από Khan, 13/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός απ' το να *παθαίνεις το όνομα*, όπως λέει ο πρώτος ορισμός, μπορείς να πάθεις και το ... ρήμα!

Όταν με λέτε γκαύλα...Παθαίνω το ρήμα! (εδώ)

Ακριβώς αυτό! Το αξιοσημείωτο λοιπόν γεγονός είναι οτι το "παθαίνω", τα τελευταία χρόνια συντάσσεται και με ουσιαστικά που σημαίνουν ακριβώς το ίδιο με υπάρχοντα -ομόρριζα με τα ουσιαστικά-, ισχυρότατα (και όλα τα λεφτά) ρήματα. Δηλαδή, αντί για ερωτεύτηκα ή μορφώθηκα, κουλτουριάστηκα, εντυπωσιάστηκα, λες: έπαθα έρωτα, έπαθα μόρφωση, έπαθα κουλτούρα, έπαθα ποιότητα, εντύπωση, ευτυχία, θλίψη, ευεξία και άλλα τέτοια πολλά και κουλά.

Σημείωση (γιατί όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας): Συμβαίνει, για λόγους απλοποίησης ή γιατί δεν σού'ρχεται η λέξη να λες π.χ. έπαθα σοκ, έπαθα πανικό, αντί για σοκαρίστηκα ή πανικοβλήθηκα.

Το ρ. παθαίνω χρησιμοποιείται και με δύο ακόμη τρόπους:

  1. Κανονική σύνταξη με νορμάλ (!) ουσιαστικά, π.χ. παθαίνω εγκεφαλικό, αφυδάτωση, ιλαρά, αγκύλωση, ντεζαβού κ.ά., όπου, όταν υπάρχει αργκό αυτή χαρακτηρίζει μόνο το ουσιαστικό, γιατί το παθαίνω παίζει εδώ βοηθητικό, διακριτικό ρόλο (δεν 'παθαίνεις εντύπωση' μαζί του).

  2. Σύνταξη με ευφάνταστα, πειραγμένα ουσιαστικά όπως τα καρασλανγκισθέντα:
    παθαίνω μιλφόπλακα,
    σεντόνι,
    πλάκα,
    κάζο,
    ντουβρουτζά,
    κωλομπέρδεμα,
    λαλά,
    μπακακάο,
    κολούμπρα,
    κοκομπλόκο,
    τραμπάκουλο,
    μουνόπλακα,
    τη μούνα μου.
    Μπορούν να προστεθούν και τα παθαίνω ζημιά και παθαίνω τσιμπουκόφσκι. (Δες παράδειγμα 5).

Σλανγκασίστ: Galadriel, εδώ.

  1. Παθαίνω έρωτα, καύλα, αναστάτωση βλέποντάς σε να μου χαμογελάς. Συνέχισε, μη σταματάς. (εδώ)

  2. Πάθαμε ευτυχία για τρια δευτερόλεπτα στο κεντρο. τοσο χιονισε (εδώ)

  3. Είμαι στη φάση που χαίρομαι που έφυγα από το γραφείο στο 9ωρο αντί για 10- ή 11ωρο, μη μου μιλάτε για τις διακοπές σας, παθαίνω θλίψη. (εδώ)

  4. Έχετε μπερδέψει τον έρωτα με πάρτυ. Σε πάρτυ κάνουμε εντύπωση. Στον έρωτα παθαίνουμε εντύπωση (εδώ)

  5. Έπαθα τσιμπουκόφσκι. (εδώ)

  6. Έπαθα αξιοπρέπεια. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάληξη για κάτι μεγάλου μεγέθους, που σημαίνει -άρα.

Φιλούμπες = φιλάρες, αρχιδούμπες = αρχιδάρες, κρεμμυδούμπες = κρεμμυδάρες.

Δες και γαμοσλανγκοτέτοια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλες οι παροιμίες που εμπεριέχουν άμεσες αναφορές σε κάποια ερωτική πράξη, συμπεριφορά, κατάσταση ή ιδιότητα. Το απαύγασμα της λογοκριμένης, αλλά επίμονα παρούσας, λαϊκής σοφίας (και φιλοσοφίας). Η εκδίκηση της γλωσσικής υποκουλτούρας.

Λέγεται και «σεξορητό» ή «πορνορητό». Αρκετές φορές σπάει το ηθικοπλαστικό φράγμα με το βάρος της λογικής της και καθιερώνεται στην καθημερινή γλώσσα.

Μερικά δείγματα:

(Μεταξύ γυναικών)

- Τι λέει ο καινούργιος σου στο κρεβάτι;
- Γι' αυτόν δεν ισχύει η σεξοπαροιμία «μικρός στο μάτι μεγάλος στο κρεβάτι». - Δηλαδή; - Θα έπρεπε να την αλλάξουν σε «μικρός στο μάτι, αρχίδια στο κρεβάτι».

Μάσκες και αποκριά, είναι του γέρου η χαρά... (από Marco De Sade, 25/03/09)Από ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα... (Άκυρο. Καλύτερα να την κόψω.) (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified