Further tags

Χασίστες και οι φουντικοί: οι δυο μεγάλες κατηγορίες Ελλήνων που αμφιμαστουρώνουν ανάμεσα στον πατέρα τους τον Μπάτη (που ήρθε απ' την Σμύρνη το 22, κλπ) και την κουτσουμπήλω του Bob.

Ας πανηγυρίσουμε τον ανθό τση μάνας γης με ένα λημματογραφικό απάνθισμα για το χασισάκι του Θεού, από όπου κι αν προέρχεται.

Αλφαβητάρι του χασίστα

(σ.ς. Χασίσι: ο επεξεργασμένος και πρεσαριστός ανθός της ινδικής κάνναβης)

  • αλάδωτο, χασίσι μούφα χωρίς τετραϋδροκανναβινόλη%
  • αφγάνι, σπάνια και ακριβή ποιότητα χασισακίου από το Αφγανιστάν%
  • ζήρο-ζήρο, πράσινο μαροκινό εξαιρετικής ποιότητας, εξ ουστ και το διπλό ζήρο (σύμβολο του άπειρου)%
  • καϊνάρι, το γλυκό και εξαιρετικής ποιότητας λεβεντοχασίσι%
  • κασκαούτι, το χασισάκι%
  • κέρατο, το άτιμο το μπαμπέσικο το χασίσι%
  • κασέρι, το ευωδιαστό χασίσι%
  • κογιανό, σαλλλονικιώτικο για το χασίσι. Καμιά σχέση με το κουγιανό%
  • λάδι, το χασισέλαιο, απόσταγμα από την ρητίνη του ανθού%
  • λάφινγκ, μαροκινό γελαστό πράσινο(laughing)%
  • λιβάνι, ψιλοάθλιο αλάδωτο χασίσι από το Λίβανο%
  • μαρόκο, μαροκάνικο, πρασινόμαυρο από το Μαρόκο%
  • μπόρντερ, μαυροπράσινο, από τα σύνορα (border) Αφγανιστάν-Πακιστάν-Ινδία%
  • νταμίρα, άλλη μια ονομασία για το άγιο χασισάκι%
  • μαυράκι, το χασισάκι, υποκοριστικό του...%
  • μαύρο, το κατεργασμένο χασίσι%
  • μπουμπάρι, χασισάκι σε λεπτή σκόνη%
  • πλαστελίνη, είδος μαλακού ψημένου μαυρακίου από Αφγανιστάν μεριά%
  • πράσινο, ειδος πράσινου χασισακίου%
  • πρέσα, το συμπαγές πρεσαριστό χασίσι%
  • προυσαλιό, το μαυράνι του ρεμπέτη: μόλις ήρθα από την Προύσα, να ξεφύγω δεν μπορούσα...%
  • σταφ, το πράγμα%
  • ρόκομα, το μαρόκο στα ποδανά%
  • σοκολάτα, καφετί και ευωδιαστό χασίσι, πρεσαρισμένο σε μορφή τσιγκουλάτας%
  • τάϊ στικ, εξαιρετικό χασίσι από την Ταιλάνδη, σε σχήμα ραβδακίου%
  • τουμπεκί, μείγμα μαύρου και ταμπάκου%
  • τσόκο, βλ. σοκολάτα

Aλφαβητάρι του φουντικού

(σ.ς. φούντα: το άνθος του θηλυκού δενδρύλλιου ινδικής κάνναβης: ο αποξηραμένος ανθός της ινδικής κάνναβης)

  • albanian haze ή tirana haze, λολοπαίγνιο στο γκουμεδιάρικο χέηζ για την τρισάθλια αλβανική φούντα%
  • αλβανός, κακής πχοιότητας χόρτο από την σκιπερία%
  • αμερικάνικη φούντα, η μαριχουάνα%
  • άψητο, ακατέργαστη μορφή χασισακίου, φούντα%
  • βρομ, συνθηματικό για την φούντα%
  • γελαστό, προσωνύμιο του χόρτου ή καθώς προκαλεί ευθυμία%
  • γκάντζα, η φούντα στα τζαμαϊκανά. Legalize it!%
  • γκρας, το γρασίδι%
  • γρασίδι, το χόρτο%
  • ελληνική φούντα φούντα από τον τόπο σου τ. πα μαλ, πα μαλ. Ο Ψηλορείτης και ο Ταΰγετος, τα δυο βουνά μαλώνουν γαι ποιο βγάζει το καλύτερο%
  • καλαματιανό, παγκοσμίως γνωστό ως kalamata founta, το Maui Wowie της Ελλάδος%
  • κανναβέττο, το χόρτο%
  • μπάγκο, αυτοφυής αφρικάνικη φούντα. Κόβεις όπου βρεις και πίνεις%
  • μπριζόλα, δυσάρεστη φούντα με πολλούς σπόρους που βρωμοκοπάει όταν καίγεται%
  • νταφ, η φούντα (νταφού)%
  • νταφού, η φούντα στα ποδανά%
  • μαριχουάνα, τα φύλλα δενδρύλλιου ινδικής κάνναβης%
  • μαρουγάνα, μπρούκλικο για την μαριχουάνα%
  • μπαμπάνα, τρισάθλιο αλβανικό χόρτο%
  • μπουρούχα, τζουφια φούντα από αρσενικό δενδρύλλιο%
  • πακιστανικό, φούντα που πωλούν πάκηδες%
  • πασπάλια, άσχετα κλαράκια και φύλλα με τα οποία νοθεύεται η νταφού%
  • παστάλι, άθλια φούντα αποτελούμενη από κλαδάκια, σκόνη, σπόρους, κ.ά. κατακάθια%
  • πράσο, η φούντα%
  • πρεζόφουντα, ειδος βαριάς φούντας που και καλά φτιάχνεται κάνοντας ενέσεις πρέζας στην ρίζα τουδενδρύλλιου.%
  • σένσι ή σενσιμίλια, τζαμάτη γκάντζα χωρίς σπόρους
  • ρεφούζι, κατακάθι νταφού του αισχίστου είδους, εκ του refuse%
  • ρίγανη, κακής ποιότητας χόρτο%
  • σκανκ, σκληρή μεταλλαγμένη φούντα νέας κοπής υψηλών οκτανίων (διπλάσια περίπου ποσότητα τετραϋδροκανναβινολης) με δυσάρεστες μάλλον παρενέργειες%
  • σκανόφουντα, μπάσταρδη φούντα από σπόρους σκανκ που καλλιεργούνται στην ελληνική και αλβανική ύπαιθρο με διάφορες μεθόδους%
  • τούφα, η φούντα%
  • φου, η φούντα%
  • φουφού, η φούντα-φούντα%
  • χάχα, η φούντα, επειδή φέρνει γέλιο%
  • χέηζ (haze), εκλεκτό υβρίδιο σένσι με έντονο άκουσμα. Υπάρχουν διάφορε ποικιλίες: purple, silver, και ταλιμπάν%
  • χόρτο η φούντα, εκ του αγγλικάνικου weed.

Φουντοχασιστικά γάρα, παραφερνάλια κ.ά.

  • δοντιά, η δια δαγκώματος πρόχειρη μονάδα μέτρησης και διάθεσης του μαύρου%
  • γαρδούμπι, μπάφος με χασισάκι%
  • γάρο, το τσιγαρλίκι%
  • γελαστό τσιγάρο, το ενισχυμένο τσιγάρο%
  • γεμιστάκι, τσιγάρο που του αφαιρούμε τον καπνό και το γεμίζουμε με φούντα%
  • γουργού, ο κλασικός ναργιλές που γουργουρίζει%
  • θανάσης, ονομασία λουλά, εκ της εκφράσεως ποιος Θανάσης;%
  • καρότο, ο μεγάλος μπάφος-υπερπαραγωγη%
  • κατιμάς, τα τρίμματα που περισσεύουν%
  • λουλάς, το επιστόμιο του ναργιλέ%
  • μάρλευ, μονάδα μέτρησης%
  • μελαχρινή, μικρή ποσότητα ναζιάρας και σκερτσόζας φούντας εν είδει μερίδας%
  • μονόφυλλο, γάρο από ένα φύλο%
  • μπόμπα, πολύ χοντρός μπάφος, ιδανικός για περιφορά%
  • μπονγκ, είδος νερόπιπας για χόρτο%
  • μπουκαλάκι, περίπου 3 γρ λάδι σε μπουκαλάκι βανίλιας%
  • μπουρί, ο χοντρός και μεγάλος μπάφος%
  • ξεροτσίμπουκο, το κάπνισμα μαύρου με πίπα ξεροσφύρι (χωρίς καπνό)%
  • ποτηράτο, αυτοσχέδιος τρόπος πόσης με άντεστραμμένο ποτήρι%
  • ρο, εκ του γάρο%
  • σουσανές, τοπικός ιδιωματισμός (Δωδεκάνησα, Πελοπόννησος) για τον μπάφο%
  • τάκος, μαύρο σε συσκευασία μισόκιλου%
  • ταφάκι, το δίφυλλο γάρο.%
  • τζόιντ, ο μπάφος στα αμερικλάνικα%
  • τρίφυλλο, μεγάλο τσιγαρλίκι από τρία φύλλα χαρτιού
  • τσίκα, «μερίδα» χασισιού για ναργιλέ%
  • τρομπόνι, ο φοσμπά-γαργαντούας%
  • τσιγαριλίκι, με χαρμάνι καπνού και φούντας%
  • τσίλουμ, είδος ινδικής πίπας%
  • φέος, ο μπάφος (εκ του μπαφέος). Προσοχή στους τσέους όταν το πίνετε.%
  • φοσμπά, ο μπάφος στα ποδανά%
  • φοσμπέιν, ο μπάφος στα ποδανά%
  • ψίλος, η μικρότερη δυνατόν αξιοποιήσιμη ποσότητα χασισιού

Υστερόγραφο: σούρα, τζούρα και μαστούρα

  • ανέβασμα, δυναμικά αυξανόμενη πορεία τση μαστούρας, εκ του αγγλικάνικου get high%
  • βινάρω, πίνω χασισάκι%
  • γκον, πάει αυτός, τον χάσαμε%
  • διάρκεια, της μαστούρας ωτς. Ποικίλλει με την ποιότητα.%
  • κάνω κεφάλι, το πάνω εννοείται%
  • καριβαρία, όταν κάνεις κακό κεφάλι (εκ των κάρα και βαριά)%
  • κιούσμπα, κακό τριπάκι από τρίμμα φούντας%
  • κλάσιμο, espèce de mastoure%
  • λιάδα, η ούμπερ ντούπερ μαρτούρα%
  • λιωσμάρα, το λιώσιμο%
  • μαστουρλούκι, το φαγητό (συνήθως γλυκό) που μασουλάς όταν κάνεις κεφάλι. Αγγλικανιστί: munchies%
  • νεφέσι, η απόλαυση στη ρουφιξιά γάρου%
  • ντάγκλα, το απόγειο τση μαστούρας%
  • σούστα, η γερή ντάγκλα όπου το κεφάλι κάνει ντόϊνγκ-ντόϊνγκ%
  • την ακούω, μαστουρώνω όμορφα κι ωραία%
  • τριπάκι, η ψυχεδελομαστούρα.%
  • χάλια, δεν ήξερες, δεν ρώταγες;

Βλ. επίσης: Το λεξικό της ντάγκλας, Λ. Χρηστάκη και Ν. Επάρατου (Εκδόσεις Opera 1995).

(από Khan, 21/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρύβουμε όλοι μέσα μας ένα μικρό μάγο που δεν χάνει ευκαιρία να εξαπολύει κατάρες και ξόρκια, ενίοτε σλανγκικά.

Σύμφωνα με τον Richard Dawkins, υπάρχουν τρεις μεγάλες κατηγορίες μαγείας:

  • Τα παραμύθια: καλές νεράιδες καβάλα σε μονόκερους, θεότητες που κάνουν κατακαλόκαιρα πατινάζ σε λίμνες, λυσσάρες που φιλάν βατράχια για να βρουν χαρά στα σκέλια τους.
  • Οι τσαρλατανιές: αστρολόγοι, μέντιουμ, σαμάνοι, ταχυδακτυλουργοί. Εδώ διακρίνουμε δύο υποκατηγορίες: τους έντιμους που παραδέχονται ότι κάνουν μαγικά τρικ και τους μπαγαπόντες τ. Ούρι Γκέλερ που υποστηρίζουν ότι παραβιάζουν φυσικούς νόμους γιατί μπορούν. Πέον να σημειωθεί ότι οι αρχαίοι ημών προγόνjοι επέβαλαν «φόρο βλακείας» – το βλακεννόμιον τέλος – στους τέτοιους απατεώνες, καθώς πλουτιζόσαντε σε βάρος του ευαπάτητου πόμολου.
  • H πραγματική μαγεία: ατενίζεις τα άστρα, θαυμάζεις το ουράνιο τόξο, σκοράρεις ένα καϊνάρι.

Οι κατάρες ανήκουν στην δεύτερη υποκατηγορία των τσαρλαταλιών και ωσεκτουτού έχουν μεγάλη πέραση και προϊστορία στον λαό που εφηύρε το σκατοτάϊσμα. Ευτυχώς όμως «πιάνουν» μόνο εκεί που θα’ πρεπε, δηλαδή σε δεισιδαίμονα και αυθυποβολιάρικα σούργελα.

Ακολουθεί μια σχετική ανθολογία, επιλεγμένη απ'εδώ κι απ'εκεί στο νέτι, καθώς κι από σχόλια σύσλανγκων.

  • Άι σιχτίρ!
  • Άι στα τσακίδια!
  • Άι στον άνεμο!
  • Άι στον κόρακα!
  • Ανάθεμα στο κεφάλι σου!
  • Απ' τα παιδιά σου να τα βρεις!
  • Απ' το θεό θα το βρεις!
  • Διαλέμπαμεσασου!
  • Έτσι να κάνει ο κώλος σου!
  • Κακό σπυρί στον κώλο σου!
  • Καρκίνος σε σένα και στο σόι σου!
  • Κατάρα στον λαδέμπορα!
  • Κόρακας και περίδρομος να σε κόψει!
  • Μ' έκαψες που να καείς, σαν το κεράκι τση Λαμπρής!
  • Μόρα και κασίδα
  • Νέκρα και κασίδα!
  • Όλα είναι δανεικά!
  • Ουναμουχαθείς!
  • Ποτέ σου!
  • Που ανθρώποι να σε θάβουνε και διαόλοι να σε ξεχώνουνε!
  • Που βίδες να θες και παξιμάδια να βρίσκεις!
  • Που κακό χρόνο να 'χεις!
  • Που κακό σπυρί να βγάλεις!
  • Που κακό ψόφο να 'χεις!
  • Που λύκος Σαββατιανός να σε φάει!
  • Που μαλίνα να σε βαρέσει!
  • Που μολύβι στο κατούρημα - μπαμπάκι στο γαμήσι!
  • Που μουνί να πιάνεις και πούτσα να γίνεται!
  • Που μουριά να βγάλει το σπίτι σου!
  • Που να αβέλεις πιασμαντό σε σερμελιά και μουτζό να γίνεται!
  • Που ν' αβέλεις τεκνό και να σου βγεί ρούνα!
  • Που να βουλώσει ο κώλος σου να μη μπορείς να χέσεις!
  • Που να βρεις ξένες παντόφλες κάτω από το κρεβάτι σου!
  • Που να γαμιέσαι χωρίς να το θες!
  • Που να γεννήσει η γάτα σου κουταβάκια!
  • Που να γίνεις γουβί!
  • Που να γίνεις χανταβούλα!
  • Που να δεις τα παιδιά σου να βγάζουν σπυριά στα μάτια!
  • Που να δεις το παιδί σου στην Ομόνοια!
  • «Που να είστε όλοι καλά!» (Μητσοτάκης)
  • Που να ζητάς ψωλή και να μη βρίσκεις ούτε δάχτυλο!
  • Που να θες πούτσα και να μην βρίσκεται ούτε κωλοδάχτυλο!
  • Που να ιδρώνεις χειμώνα καλοκαίρι!
  • Που να λαλήσουν κουκουβάγιες στα κεραμίδια σου!
  • Που να λιώνεις και να παρακαλάς για την αγάπη μου όπως εγώ!
  • Που να λιώσουν πρώτα τα πόμολα της κάσας σου κι ύστερα το κουφάρι σου!
  • Που να λιώσεις όρθιος!
  • Που να μείνεις αγάμητη!
  • Που να μείνεις κουλός και καυλωμένος!
  • Που να μείνεις στ' αζήτητα!
  • Που να μη δεις χαρά στα σκέλια σου!
  • Που να μη σ’ εύρει ο χρόνος!
  • Που να μη σώσεις!
  • Που να μην δεις άσπρη μέρα!
  • Που να μην δεις φράγκο στην τσέπη σου!
  • Που να μην λιώσεις ποτέ!
  • Που να μην μπορείς να χέσεις!
  • Που να μην ξημερωθείς!
  • Που να μην προλάβεις να δεις εγγόνια!
  • Που να μην σώσεις!
  • Που να μη σε θέλει ούτε η μάνα σου!
  • Που να μπει ο διάολος μέσα σου και να' ναι σερνικοθήλυκος!
  • Που να μπερδευτούν η απάνω με την κάτω τρύπα του!
  • Που να μπουν ούλοι οι διαούλοι μέσα σου!
  • Που να ξεράσεις τα άντερα σου και τα συκώτια σου!
  • Που να ξερομαραθείς!
  • Που να πας και να μη σώσεις να γυρίσεις!
  • Που να πεις το μουνί-μουνάκι!
  • Που να πεις το ψωμί-ψωμάκι!
  • Που να πλαντάξεις!
  • Που να σε αγαπήσει κάποιος όπως με αγάπησες εσύ!
  • Που να σε κλάσουν τα παιδιά σου!
  • Που να σε νεκροφιλήσουν
  • Που να σε παίρνουν τηλέφωνο μόνο για φάρσα!
  • Που να σε πάνε τέσσερις!
  • Που να σε πει παπάς στ' αυτί και διάκος στο κεφάλι!
  • Που να σε πιάσει η κακιά η μούντζα!
  • Που να σε πιάσει σιγηνικό!
  • Που να σε πιάσει το ζαλιακό!
  • Που να σε πλύνω! (τα κοκάλα μετά την εκταφή)
  • Που να σε τσιμπήσει κουνούπι στο μουνί!
  • Που να σε φάει ο λύκος ο γκαβός και να΄ναι και φαφούτης!
  • Που να σε φάει το μαύρο φίδι!
  • Που να σε φάει το χώμα!
  • Που να σε φάν' τα σκυλιά και τα όρνια!
  • Που να σε φιλήσει η μάνα σου κρύο!
  • Που να σου βγουν τα μάτια!
  • Που να σου γαμηθεί η αδερφή με δίμετρο αράπη!
  • Που να σου επιτεθούν κατσαρίδες και να σου φάνε τα βυζιά!
  • Που να σου καεί ο εγκέφαλος του αυτοκινήτου στα Καμένα Βούρλα, βούρλο!
  • Που να σου καεί το βίντεο!
  • Που να σου καεί το iPhone
  • Που να σου καούν οι τρίχες από τις βαφές!
  • Που να σού κολλήσει το status στο msn!
  • Που να σου ξεραθεί η τρύπα!
  • Που να σου 'ρθει κόλπος!
  • Που να σου 'ρθει ταμπλάς!
  • Που να σου σηκωθεί η πέτσα ανάποδα!
  • Που να σου φύγει κλάσιμο στο πρώτο γαμήσι!
  • Που να στα φάνε οι τράπεζες!
  • Που να σταθεί το κάτουρο σου!
  • Που να στο πει ο παπάς στ' αυτί!
  • Που να στουκάρεις στην πρώτη κολώνα!
  • Που να τα κάνεις σάβανα!
  • Που να τα φας για τα στέφανα των παιδιών σου!
  • Που να τα φας για παρθενορραφή!
  • Που να τα φας στους γιατρούς!
  • Που να τα φας στα μνημόσυνα!
  • Που να τρως κωλοδάχτυλο και να λες «πάλι καλά που δεν ήταν πούτσα»!
  • Που να φας τα κόκαλα σου!
  • Που να φας τα μυαλά σου σαλάτα!
  • Που να χαθείς και να μη φανείς!
  • Που να χέσεις διάρροια στο πρώτο ραντεβού!
  • Που να χεστείς σ' επιθεώρηση Ναυάρχου και να' ναι καλοκαίρι!
  • Που να χεστείς σε ίντερβιου!
  • Που να χτυπήσει το τηλέφωνό σου νύχτα!
  • Που να ψοφήσεις και συ και το συσελέκι σου!
  • Που να ψοφολογήσεις από άγνωστη αρρώστια, που θα πάρει τ' όνομά σου!
  • Που ό,τι επιθυμείς να το πάθεις!
  • Που ό,τι πιάνεις στάχτη και μπούλμπερη να γίνεται!
  • Που οχιά να σε φάει!
  • Που σκατά να φας!
  • Που φουστάνι να πιάνει και να γίνεται σώβρακο!
  • Που φωτιά να πέσει να σε κάψει!
  • Που χαΐρι και προκοπή να μην κάνεις!
  • Που χάπια να τα πιείς!
  • Που χρυσάφι να πιάνεις - σκατά να γίνεται!
  • Σκατά να φας, σκατά να πιεις, σκατά να πας να χέσεις, από σκατά να σηκωθείς και σε σκατά να ξαναπέσεις!
  • Σκατά στα μούτρα σου!
  • Σκατά στη γενεά σου!
  • Σκατά στο γονιό σου!
  • Σού εύχομαι, ότι εύχεσαι για μένα επί δέκα!
  • Στα παιδιά σου να τα βρεις!
  • Στο λαιμό να σου κάτσει!
  • Στον κώλον σου ρεπάνι!
  • Στους γιατρούς να τα δώσεις!
  • Στρόφι ντε!
  • Την κακή σου και την ψυχρή σου ημέρα!
  • Τον κακό σου τον φλάρο!
  • Τον κακό σου τον καιρό!
  • Τρεις να είναι οι ώρες σου κι εκείνες στο κρεβάτι!
  • Τρομάρα και λαχτάρα να σου 'ρθει!
  • Υπάρχει θεός και βλέπει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάμπολλες από τις εκφράσεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά, κυρίως πια αστειευόμενοι ή χαριτολογώντας, προέρχονται από την βίβλο, τους ψαλμούς του Δαβίδ, τις επιστολές των αποστόλων, τα Ευαγγέλια, την Αποκάλυψη κλπκλπ.

Μερικές σλανγκίζονται άγρια (ή μάλλον η σλανγκ αντλεί την έμπνευσή της από την παραποίησή τους) και εδώ ας με συχωρέσουν οι θεοσεβούμενοι που θα πλακώσουν με μηνύσεις μόλις τσιμπήσουν το λήμμα αυτό: δεν έχω διάθεση να προσβάλω ή να κοροϊδέψω τα θεία και όσους πιστεύουν σε αυτά, απλώς, με ορισμένα λυνξ* που δίνω, θέλω να επισημάνω πώς, κάμποσες από τις πρόστυχες εκφράσεις, δεν θα υπήρχαν (ή, ακόμα χειρότερα για τους θεοσεβείς: δεν θα είχαν καμία επιτυχία και πέραση) αν μέσα στο συλλογικό υποσυνείδητο δεν ήταν καταγεγραμμένες οι εκφράσεις των ιερών κειμένων.

Από κει και πέρα, υπάρχουν πολλές άλλες που δεν είναι απαραιτήτως σλανγκ, αλλά μιας και χώσαμε εδώ την Χάβρα, το Άρον-άρον και άλλα, είπα να καταγράψω όσα μπόρεσα.

Πηγές μου οι Εξομολογήσεις του Αγίου Αυγουστίνου και το σάιτ που αναφέρεται στο παράδειγμα. Εννοείται ότι δεν είναι εξαντλητικό το ανθολόγημά μου. Στο εν λόγω σάιτ θα βρείτε κι άλλα. Και υποθέτω ότι αν κάτσει κανείς να μελετήσει τους Ψαλμούς, θα βρει πολλά περισσότερα. Αλλά προς το παρόν, μέρες πού 'ναι, ιδού αυτά τα ολίγα.

Εννοείται ότι δεν έχω βάλει στον κατάλογο τα χιλιάδες Φως των ματιών μου / της χαράς μου / της ζωής μου, Θησαυρέ μου και λοιπές, ερωτικές στην ουσία, προσφωνήσεις-εκκλήσεις του απεγνωσμένου Αυγουστίνου προς τον θεό του.

*Μπορεί να μην τα θυμήθηκα όλα, παρακαλώ λοιπόν τους συμμοντουλαίους να χώσουν ό,τι θυμηθούν, στω.

Από Αυγουστίνο

  1. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου (Αυγουστίνος, βιβλίο Δ, παρ. 22)
  2. Από μέρα σε μέρα (Σειράχ 5,7)
  3. Εν ριπή οφθαλμού (Προς Κορινθίους Α, 15,52)
  4. Κατά πρόσωπο (Ψαλμοί 49,21)
  5. Κυλισμένος στη λάσπη (Ψαλμοί 68,3)
  6. Προφάσεις εν αμαρτίαις (Ψαλμοί 140,4)
  7. Σηκώσατε κεφάλι (Ψαλμοί 72,9)
  8. Σημεία και τέρατα (Ιω., 4,48)
  9. Φτού Φυλακήν τω στόματί μου (Ψαλμοί 140,3)
  10. Φως των ματιών μου (Ψαλμοί 7,9-11)

Από εδώ

  1. Aνάστα ο Κύριος (Ψαλμοί)
  2. Αγρόν αγόρασε (Λουκ. ιδ΄, 18).
  3. Άκουσον, άκουσον (Π.Δ. 2 Βασιλ., κ΄, 16)
  4. Αλλουνού παπά Βαγγέλιο
  5. Ανακατεμένος ο ερχόμενος (παρωδία από Ματθ., κα΄, 9)
  6. Απ' τον καιρό του Νώε (Π.Δ. Γεν., στ΄,9)
  7. Άπιστος Θωμάς (Ιω., κ΄, 25)
  8. Από Θεού άρχεσθαι
  9. Αποδήμησε εις Κύριον
  10. Απολωλός πρόβατο (Λουκ., ιε΄,6)
  11. Άρον άρον (Ιω., ιθ΄, 15)
  12. Βίος και πολιτεία
  13. Βρώμα κι δυσωδία (από τη νεκρώσιμη ακολουθία Δαμασκηνού)
  14. Γενεές δεκατέσσερις (Ματθ. α΄, 17)
  15. Γίνηκε θέατρο στον κόσμο (Προς Κορινθίους επιστολή Παύλου)
  16. Δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις (Ευαγγελικό)
  17. Δεν είν' άξιος ούτε τα κορδόνια μου να λύσει (Ευαγγελιστής Ιωάννης)
  18. Έδωσε τόπο στην οργή (Προς Ρωμαίους 12-19)
  19. Εκ του πονηρού (Ματθ., ε΄, 37)
  20. Έλιωσε σαν το κερί (όρθρος, Κυριακή του Πάσχα)
  21. Εν τόπω χλοερώ (νεκρώσιμη ακολουθία)
  22. Έσκαψε το λάκκο του (Δαβίδ)
  23. Κακήν κακώς (Παραβολή αμπελώνα)
  24. Κάνει τη λευκή περιστερά
  25. Κεκλεισμένων των θυρών (Ιωάν., κ΄, 19.)
  26. Κλαίει κι οδύρεται (Από στιχηρό του εσπερινού της Απόκρεω)
  27. Κοντός ψαλμός αλληλούια
  28. Κορβανάς (Μαρκ., ζ΄, 11 & Ματθ., κζ΄, 6)
  29. Κουστωδία (Ματθ., κζ΄, 65)
  30. Κρανίου τόπος (Ματθ., κζ΄, 33 & Ιωάν., ιθ΄, 17. Απόδοση)
  31. Λιμοί, σεισμοί, καταποντισμοί (Ματθ., κδ΄, 7)
  32. Λύνει και δένει (Ματθ.)
  33. Μέλι γάλα (Ακάθιστος ύμνος και Άσμα Ασμάτων δ' II)
  34. Μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας (Παύλου, 1 Κορινθ., ιε΄, 42)
  35. Μη μου άπτου (Ιωαν., κ΄, 17.)
  36. Μη με πιλατεύεις (Λουκ., κγ΄, 1-25.)
  37. Ξίδι
  38. Ο ήλιος βγαίνει για όλο τον κόσμο (Ματθ. ευαγγέλιο)
  39. Ο θάνατός σου η ζωή μου (Ιωάννη Δαμασκηνού)
  40. Ο νοών νοείτω (Καινή Διαθήκη)
  41. Ό,τι σπείρεις θα θερίσεις (Παύλου, Γαλάτ.)
  42. Όσο η ανατολή απ' τ' δύση (Ψαλμοί)
  43. Ουαί κι αλλοίμονό σου
  44. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση (Π.Δ. 3, Βασιλ., ιη΄, 26)
  45. Πανταχού παρών (Προσευχή του Παρακλήτου)
  46. Περίοδος ισχνών αγελάδων (Π.Δ. Γέν., μα΄, 3)
  47. Σιγά τον πολυέλαιο
  48. Στο δόξα πατρί
  49. Τα καλά και συμφέροντα
  50. Τι μέλλει γενέσθαι (Αποκάλυψη, α΄, 19).
  51. Του ‘ψαλε τον εξάψαλμο (από τους έξι ψαλμούς της αρχής του όρθρου)
  52. Χάβρα Ιουδαίων
  53. Χάθηκε από προσώπου γης (Π.Δ. Γέν. δ΄, 14)
  54. Χαράς ευαγγέλια (εσπερινός του Ευαγγελισμού)
  55. Χτίζει στην άμμο (Ματθ. ευαγγέλιο)
  56. Ως εκ θαύματος (Από εσπερινό Κυριακής)

Σλανγκ που αναφέρεται σε χριστιανικά φαινόμενα, χωρίς να αντλείται κατ’ ανάγκη από ρήσεις της Βίβλου ή εκκλησιαστικούς θεσμούς

  1. αγιασμός
  2. αγριοχρίστιανος
  3. αδιάβαστος (πήγε)
  4. άνοιξε το τριώδιο
  5. άξιος άξιος!!!
  6. Αρσένιε, τα ομόλογα να είναι δομημένα!
  7. αρσενοκνίτης
  8. ασαράντιστος είσαι;
  9. βαλτοπαίδι
  10. βάπτισμα
  11. βοθροδοξία
  12. βυζαντινοτέτοιος
  13. βυζαντινοφωνίξ
  14. γυναίκα από σόγια
  15. έγινε το ανάστα ο Κύριος
  16. εισπήδησις
  17. έπιασε τον πάπα απ' τα αρχίδια
  18. Επιτάφινγκ
  19. θεία μετάληψη
  20. κηδεία
  21. ... λαβών ο Ιησούς άρτον και ευλογήσας έκλασε και δους τοις μαθηταίς... (Ματθαίος 26/κς΄ 26-29).
  22. λήμμα, ο απεδοκίμασεν ο Μπαμπινιώτης, τούτο εγενήθη εις κεφαλήν της σλανγκ
  23. McΣαρακοστή / Mcσαρακοστιανά
  24. μαρξορθόδοξος, ο/με Μαρξ, ορθοδοξία και μια ζεϊμπεκιά
  25. μας πιάσανε στα πράσα και δεν φοράμε ράσα
  26. μοναχισμός, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού
  27. μοναχοπώλιο
  28. Μπιγκ Μακ
  29. νηστεύω τα νηστίσιμα
  30. νηστίσιμη
  31. ο αναμάρτητος πρώτος χορεύει μπαλέτο
  32. ο γάμος
  33. όλα τα θυμιατά πάνω μου, εδώ σε μένα!
  34. παπαράτσι
  35. πέτρα του σκανδάλου
  36. Πιάνω στασίδι
  37. Πιο αργός από τον επιτάφιο
  38. σαν ταμένο
  39. σαρακοστιανός - σαρακοστιανή
  40. σκύψε ευλογημένη
  41. του κώλου τα εννιάμερα

Χριστοσλάνγκ:

  1. βλέπω τον Χριστό φαντάρο (I saw G.I. Christ)
  2. δεν καταλαβαίνω Χριστό
  3. έλα Χριστέ και μπούκωνε
  4. θέλοντας ο βλάχος, μη θέλοντας ο ζωγράφος, βάλανε στον Χριστό κόκκινα τσαρούχια
  5. ο Χριστός και ο Απόστολος Γκλέτσος
  6. ο Χριστός κι η μάνα του!
  7. ο Χριστός κι ο δούλος
  8. προσκυνώ την πορδούλα σου, Χριστούλη μου!
  9. σερβιτόρος ο Χριστός
  10. σταυρόχριστοι
  11. τον Χριστό σου Ανέστη
  12. Χριστέ και Χατζηπαναγιά μου
  13. χριστέμπορας
  14. χριστιανοταλιμπάν
  15. χριστιανοτρόλ
  16. χριστιανόφατσα
  17. χριστιανόφουστα
  18. χριστοπαναγίες

Παπαδοσλάνγκ:

  1. αγγέλους και παπάδες
  2. αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας
  3. η ζέστη, τα λόγια του παπά...
  4. ή παπάς παπάς, ή ζευγάς ζευγάς
  5. θα δεις παπά κώλο
  6. κλασοπαπαδιά
  7. μπλέκω σαν τον παπά στα βάτα
  8. ούτε στον παπά
  9. παίζω παπάδες
  10. παπαδαριό
  11. παπατζής
  12. παπάς
  13. παπάτζα (το παπαδαριό)
  14. παπατζιλίκι
  15. πρωκτόπαπας
  16. σιγανοπαπαδιά
  17. τραγόπαπας
  18. τρεις παπάδες με μαγιό
  19. τώρα που βρήκαμε παπά, ας θάψουμε πεντ’ έξι

μέρος της Παπαδοσλάνγκ είναι και λίγη Ναρκοσλάνγκ:

  1. αρχιεπίσκοπος
  2. παπαδάκι
  3. παπαδέρα

και τέλος, τα γαμοσταυρίδια, τα χριστοπαναγίδια, οι χριστοπαναγίες και ολίγη Παναγοσλάνγκ:
1. είμαι σκέτη Παναγία
2. Παναγία η Κτηματομεσίτρια

(από electron, 30/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επίθημα -άδικο πάντα κείτουνταν στο μεταίχμιο του δόκιμου (βενζινάδικο, επιπλάδικο) και τση αργκούς (σκυλάδικο, κωλάδικο). Η χρήση του ως γαμοσλανγκοτετοιο διευρύνθηκε στα ογδόνταζ (φαστφουντάδικο, βιντεοκασετάδικο) και ξέφυγε στα ενενήνταζ με νεόκοπες για την εποχή έννοιες όπως πρωινάδικο και μεσημεράδικο.

Τότενες ξεκίνησε και η εκνευριστική τάση μαγαζιών να υιοθετούν ονομασίες που το εμπεριείχαν, με πρώτο το Βαρελάδικο στον Πειραιά (του οφείλουμε και την έννοια του ελληνικάδικου / ελληνάδικου). Τελικά το γαμήσαμε και ψόφησε· κυριολεκτικά μάλιστα, αν αναλογιστούμε ότι θανατάδικο φέρει την μπράντα «Το Συγχωράδικο».

Το σλανγκρρ γέμει σχετικών λημμάτων που εξακολουθούν να ξεπετάγονται σαν πούτσες σε εαρινό αρχιδόκαμπο. Βουαλά κι ένα σχετικό κατεβατό:

1. Φαγάδικα κ.ά. μαγαζάδικα (ενίοτε δηθενάδικα)

2. (Ξε)νυχτάδικα, ελληνάδικα κ.ά. μουσικάδικα (λαϊβάδικα τε και πεθαμενάδικα)

3. Μουνάδικα, κωλάδικα κ.ά. γαμάδικα

4. Καλτάδικα, καμενάδικα και ταλιμπανάδικα

Κλείνοντας, πεοτείνω ότι κάθε λήμμαν αυτής της συνομοταξίας υποκρύπτει μεγάλο άδικο.

1.
Ήταν η εποχή που η πόλη αλλά και το Πανελλήνιον είχε γεμίσει μαγαζιά με την... πρωτότυπη κατάληξη «-άδικο»

2.
Έχουμε ανοίξει και λειτουργούμε στην οδό Μεσογείων 33-37, Αμπελόκηποι, Αθήνα γραφείο τελετών TΟ «ΣΥΓΧΩΡΑΔΙΚΟ»>> , το οποίο εκτελεί τελετές κηδειών, μνημόσυνων, στολισμούς, αποστολή στεφάνων, ως επίσης...

3.
Ο ένας τσαγάκι, η άλλη ουίσκι.Αυτός κουράζεται, εκείνη δεν πάει στα βαρελάδικα ; Στά ξενυχτάδικα ; Λατιν, έξαλλο ρόκ ή ντίσκο αυτή, αυτός όμως ...τί ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή αλλιώς πορδή... Γνωστή προφανώς η σημασία της λέξης και κάθε άλλο παρά slang έννοια... Σε ένα blog όμως βρήκα ένα ξεκαρδιστικό κατάλογο από είδη κλανιών που πραγματικά είναι εξαιρετικός! Προτού παραθέσω τα γραφόμενα του blog, σημειώνω ότι στο site υπάρχουν ήδη κάποια είδη που αναφέρονται(κομπολογάτη)...

Λεβεντόπορδος

Το λέει και το όνομα… περήφανος που δεν διστάζει να λέει τα πάντα, μα τα πάντα με το όνομά τους. Που δεν ντρέπεται για αυτό που είναι!! Και το φωνάζει σε κάθε ευκαιρία!!! Μπορεί να τον συμπαθήσεις, να τον μισήσεις, ή να σε κάνει να χαμογελάσεις, να γελάσεις ή ακόμα να μουτρώσεις ή ακόμα και να ξινίσεις. Σε κάθε περίπτωση κερδίζει τον σεβασμό. Να έχεις πάντα το θάρρος της γνώμης σου!

Σωβρακοξεσκίστρα

Και ξαφνικά όλα γύρω σου τρέμουν! Πέφτει η τάση του ρεύματος, ξεκρεμάνε τα κάδρα και σπάνε όλα τα γυαλικά, τα τζάμια ραγίζουν και εσύ τα έχεις χαμένα. Αναρωτιέσαι αν μόλίς τώρα πέρασε ένα αεροπλάνο… Μήπως ρε παιδί μου ξύπνησε η μάνα Γη και τρέμει το έδαφος, μήπως ενεργοποιήθηκε το ρήγμα των Κυθήρων. Όχι αγαπητά μου ρεμάλια. Απλά έκανε την εμφάνισή της η σωβρακοξεσκίστρα. Γρήγορη, άμεση, αποτελεσματική που καμιά ραφή εσωρούχου δεν μπορεί να αντισταθεί στη δύναμή της, που κανένα ντεσιμπελόμετρο δε μπορεί να μείνει ασυγκίνητο. Κανένα κεφάλι δε μπορεί να γυρίσει με απόλυτη ανησυχία.

Κομπολογάτη

Μην είναι 10 να πάρω δρόμο; Μην είναι 100 να πάρω το ασθενοφόρο; Μην είναι 1.000 να πάρω τον πούλο; Εντάξει ρεμάλια, 1.000 δύσκολα θα έφτανε κανείς (όποιος φτάσει… πάνε τα φυτά της διπλανής αυλής) αλλά τα 10, 20 άντε 30 είναι ένα λογικό νούμερο… και μπορεί να επιτευχθεί με λίγη παραπάνω προσπάθεια. Οι καλά εκπαιδευμένοι πισινοί μπορούν να την αναπαράγουν σε κάθε στάση-θέση, ενώ οι λιγότεροι έμπειροι χρησιμοποιούν το περπάτημα “δεκανίκι” ώστε σε κάθε τους βήμα να αμολούν και μία! Κάνει ωραίο εφε στη παρέα καθώς όλοι προσπαθούν να τις μετρήσουν για να δουν μέχρι που αντέχει η χάρη τους…

Παραπονιάρα

Αν η θλίψη που αφήνει πίσω της, δεν κάνει κανέναν να δακρύσει, τότε το μοιρολόι της δεν θα άφηνε κανέναν ασυγκίνητο! Εκφράζει το ανολοκλήρωτο, το πιεσμένο, αυτό που ήθελε να βγει και να μιλήσει αλλά ποτέ δεν είχε την ευκαιρία. Ενός λεπτού σιγή σας παρακαλώ αγαπητά ρεμάλια!!

Θου-Βου (Θανάσιμα Βρομερή)

Εδώ αγαπητά μου ρεμάλια τα πράγματα σοβαρεύουν απότομα! Εδώ τα παιδιά ξεχωρίζουν από τους άντρες! Πίσω από τις αστείες και χιουμοριστικές ταινίες που κρύβει το όνομά της, κρύβεται το δράμα, η ασφυξία και η προσπάθεια για επιβίωση. Η Θου-Βου δεν παίρνει ποτέ αιχμάλωτους. Δεν καταλαβαίνει από γυναικόπαιδα. Μόλις σκάσει η βόμβα… ο σώζων εαυτόν σωθείτω. Κατευθυνθείτε προς την πλησιέστερη έξοδο και κρατήστε την αναπνοή μας! Α, και αγαπητά ρεμάλια… προς Θεού, μην ανάψετε αμέσως τσιγάρο! Κίνδυνος ανάφλεξης!!

Βεντουζωτή
Εκεί ρεμάλια που νομίζαμε πως όλα αντιμετωπίζονται με το άνοιγμα του παραθύρου και μιας πόρτας για την δημιουργία ρεύματος… (ΑερίζουμεεεΕεεεεΕΕΕΕ) ή ακόμα και το πέρασμα του χρόνου, που συνήθως γιατρεύει τα πάντα, η Βεντουζωτή έρχεται να ανατρέψει όλη μας την κοσμοθεωρία και όλους τους νόμους της Φυσικής! Γιατί επιμένει παρότι το παράθυρο παραμένει ερμητικά ανοικτό! Παραμένει αλώβητη παρόλο που ανοίξαμε και την πόρτα διάπλατα, ακόμα και αν ανοίξαμε ότι ανοίγει με το έξω κόσμο… μέχρι και το απορροφητήρα της κουζίνας!!!! Και αφού της δώσαμε και αρκετή ώρα να αποδράσει με την ησυχία της, εκείνη παραμένει στο χώρο και με το που μας βλέπει μας κλείνει πονηρά το μάτι!!!

Κρότου - Λάμψης

Εντυπωσιακή, σαν την γκομενάρα με το φοβερό σώμα που σκάει μύτη στην παραλία το καλοκαίρι! Αλλά και ακίνδυνη σαν την γκομενάρα που δεν μπορεί να ρίξει εκείνο το παιδί στην παραλία που εξέχει το πλωμάρι του 10 εκατοστά από το μαγιό του…. Αυτή είναι κρότου-λάμψης, μαγκιά, κλανιά και κώλο φινιστρίνι (κυριολεκτικά, και μεταφορικά). Σαν λιοντάρι που τρώει μόνο το γρασίδι, τρομάζει τους πάντες με την πυγμή και την αποφασιστικότητά της και εκεί που όλοι περιμένουν τα χειρότερα, αποδεικνύεται για false alarm. Κάτι σαν άσκηση ετοιμότητας πάνω κάτω…

Μουλωχτή (Ή ύπουλη ή τζούφια)

Δεν την πιάνει το μάτι σου, αλλά την πιάνει όμως η μύτη σου! Ίσα που ακούγεται και κάνει αισθητή την παρουσία της! “Ψωράλογο” λες, μόνο που μετά από την λέξη “ψωράλογο” που θα πείς, σηκώνεται στα πίσω πόδια, και τρέχει σαν αστραπή! Η μουλωχτή θέλει το χρόνο της να εξαπλωθεί και να κατακτήσει το χώρο και να επιτεθεί με την ησυχία της. Μην την υποτιμήσετε ποτέ αγαπητά ρεμάλια! Αλλιώς την βάψατε!

Μακράς Διάρκειας (Ή LP)

Ανακαλύψτε τα όρια σας! Γιατί συνεχίζει συνεχίζει συνεχίζει συνεχίζει… και κερδίζει! Δεν καταπιέζεται καθόλου. Ότι έχει να το πει, θα το πει, χωρίς το άγχος χρόνου καθώς δεν κάνει οικονομία χρόνου! Θα πλατειάσει, θα φλυαρήσει, θα επεκταθεί, θα επαναλάβει τις ίδιες κουβέντες. Θα εντυπωσιάσει, θα σχολιαστεί, θα προκαλέσει δέος, θα αποστομώσει τους πάντες. Δεν σηκώνει όμως πολλά πολλά! Όταν καπνίζει ο λουλάς, εσύ δεν θα πρέπει να μιλάς! Μην την διακόψετε… που θα πάει θα ολοκληρώσει….

Αγχωμένη
Πρέπει να “τα πει” αλλά ντρέπεται τι θα πει ο κόσμος για αυτήν! Φοβάται μην πει τίποτα παραπάνω από αυτά που θέλει να πει! Φοβάται μην φωνάξει αυτό που θέλει να πει, παραπάνω από ότι πρέπει. Αλλά αν δεν μιλήσει, θα σκάσει! Το άγχος είναι ολοφάνερο! Προσπαθεί να είναι σύντομη και αθόρυβη. Να προλάβει να ολοκληρώσει ότι έχει να πει, στα λίγα δευτερόλεπτα από την ώρα που ο καλός κύριος της ανοίξει την πόρτα να μπει, μέχρι να κάνει το γύρω του αυτοκινήτου εκείνος και μπει και κάτσει δίπλα της. Να εκμεταλλευθεί έναν ήχο που θα παραχθεί από έξω και προλάβει να καλυφτεί και να καλύψει τα ίχνη της. Είναι όμως καταπιεσμένη, γιατί νιώθει μη κοινωνικά αποδεκτή και αυτό το στίγμα θα την κυνηγάει για πάντα.

Παιχνιδιάρα

Το μέτρο και τα σταθμά χάνονται! Όλοι οι κανόνες παραμερίζονται και ξεχνιούνται για όσο η χαρωπή και παιχνιδιάρα αναλάβει να σκορπίσει το κέφι γύρω της! Ξεκινάει αργά και αναγνωριστικά και στην συνέχεια ανεβάζει στροφές, γίνεται και λίγο κομπολογάτη και ρίχνει μερικά σκασίματα σαν παλιά εξάτμιση και συνεχίζει στο δικό της τέμπο, όσο βέβαια της επιτρέπουν οι δυνάμεις της! Σε όσο κακή διάθεση και να είσαι δεν μπορείς να μην της σκάσεις ούτε ένα χαμογελάκι. Ειδοποιεί επίσης τον σκύλο ότι είναι ώρα για να φάει!

(http://www.rhodesblogs.gr)

«Μιλάνε» άπο μόνες τους!!

(από Galadriel, 04/03/09)Να και μία του Πάγκαλου που θα έπρεπε να απογορευτεί με διεθνείς συνθήκες! (από Cunning Linguist, 21/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κείνο που μας τρώει, κείνο που μας σώζει.

  1. Calypso lit dans un mou nid au bord de l'eau.
  2. Chamonix
  3. mea colpa
  4. άβυσσος το μουνί της γυναίκας!
  5. αγαθομούνα
  6. αγαρμπομούνα
  7. αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata
  8. αιδοιόκυνος
  9. Αιδοίον πέλαγος
  10. αιδοιοφόρο
  11. αιδοιοφόρος ορίζοντας
  12. ακατάσχετη μουνορραγία
  13. άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως
  14. Αμοκάτσι ... Αμουνίκε ... Ρουφάι
  15. ανάγκη πού'χει η Μάρω, πού 'ν' το μουνί της μαύρο
  16. αναμουνή
  17. αναρχομούνι
  18. αντρικό μουνί
  19. άπατα
  20. Από τον κώλο στο μουνί, δυό δάχτυλα και κάτι τι.
  21. από φωνή... μουνάρα!
  22. αραχνομούνα
  23. αρχιμύδεια
  24. αρχοντομούνα
  25. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  26. βρακί αυτοκινήτου - εσώρουχο με τρύπα
  27. βρήκαμε μουνί, το θέλουμε και ξυρισμένο
  28. βρωμομούνα
  29. γαμώ το μουνί που σε πέταγε
  30. γαμώ το μουνί της Εύας
  31. γαμώ το μουνί της Καλιρρόης
  32. γαμώ το μουνί της οικογένειάς του!
  33. γατάκι
  34. γκαστρωμένο μου μουνί, του πούτσου μου μεζές
  35. γκόμενα με αρχίδια
  36. γλειφομούνι
  37. γλωσσίδι
  38. δαγκωτό
  39. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί ξυρίζεται
  40. εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται
  41. έλα μουνί στον τόπο σου
  42. εμού του αιδοίου
  43. επική μουνάρα
  44. έχει να δεί μουνί από βάφτιση
  45. έχει πήξει το μουνί μας
  46. έχει πιξελιάσει το μουνί μας!
  47. ζαχαρομούνα
  48. Η λάρα, η νάρα και το καυτό συναπάντημα
  49. η ωραία μέρα του μήνα
  50. θεομουνία
  51. θεόμουνο
  52. θρυλική μουνάρα
  53. καβλομούνα
  54. και οι παντρεμένες έχουν μουνί
  55. κάλπη
  56. καμένο ντουί
  57. καμηλό
  58. κι άμα γεράσει το μουνί, η τρύπα δεν εφράζει, μα της ψωλής τα γηρατειά είναι πικρό μαράζι
  59. κλαμμένο μουνί
  60. κλαψομούνα
  61. κουτί
  62. λεβεντομούνα
  63. λιβαδομούνι, φυλάω
  64. μαδομούνι
  65. μαλλιαρομούνα
  66. Μανάρα
  67. μαυρομούνα
  68. με υπομονή κι επιμονή, ο κώλος γίνεται μουνί
  69. μύδι
  70. μι εις τη νιοστή
  71. μινέτο
  72. -μούνα, -γκόμενα
  73. μουνάθροιση
  74. μουνάκιας
  75. μουνάντερο
  76. μουνάρα
  77. μουναρδέλι
  78. μουνάρχιδο
  79. μουνάτο
  80. μουνί απ' τα Καλάβρυτα
  81. μουνί καλλιγραφία
  82. μουνί καπέλο
  83. μουνί κλαμένο
  84. μουνί με ρύζι
  85. μουνί της λάσπης και του αγρού
  86. μουνί τραγιάσκα
  87. μουνί τσοκολάτα
  88. μουνιδάκι
  89. μουνίκακας
  90. μουνίλα
  91. Μουνιόθ
  92. Μουνιόθ Καπέλο
  93. μουνιού, του
  94. μουνισμός
  95. Μουνίτις, Πέδρο
  96. μουνίτσα
  97. μουνοβατερλώ
  98. μουνόγαλα
  99. μουνοείλωτας
  100. μουνόλυσσα
  101. μουνομάχος
  102. μουνοπλαγιά
  103. μουνοπλακέτα
  104. μουνοπλημμύρα
  105. μούνος
  106. μουνόσκυλο
  107. μουνότριχα
  108. μουνοτρύπανο
  109. μουνούχω / ευνουχομούνα / μύδουσα
  110. μουνόχειλο
  111. μούνστορμ
  112. μουνώνας
  113. μουτζό
  114. μούτι
  115. μπαγαποντοξούρα
  116. μπαγαποντοπλαστική
  117. μπαργομούνα
  118. μπερδεψομουνιά
  119. μπικίνι
  120. μπουζουκομούνι
  121. μπροστομούνα
  122. μύδι
  123. νάρα
  124. νιμού
  125. ξανθό μουνί, τρελό γαμήσι
  126. ξεκωλόμουνο
  127. ξεμουνιάζω
  128. ξινομούνα
  129. ξινομουνίαση
  130. ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος
  131. οδοντογλειφίδα
  132. παλιομούνι
  133. παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι
  134. πες μου πότε έχεις περίοδο, να 'ρθω να μεταλάβω
  135. πηγαδομούνα
  136. πηγάδω
  137. πήρε άδεια το μουνί να παίξει πασαβιόλα
  138. πιάνω αράχνες
  139. πινελάκι
  140. πινέλο
  141. πλακομούνα
  142. πλακομούνι
  143. πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα
  144. πουνάνι
  145. πουτόπιστος
  146. πουτσοπαγίδα
  147. πούττος
  148. πυξλαμούν
  149. ραδίκι σγουρό
  150. σάντομουνιτς
  151. σεισμομούνα
  152. σίστος / σσιήστοςσισυφομούνα
  153. σκαντζόχοιρος
  154. σκεφτόμουνα
  155. σπαθί
  156. στο μουνί μου το ιδιότροπο
  157. στρειδομούνα
  158. τεστ ντράιβ
  159. την έγλειφα και άπλυτη
  160. της έδωσα το μουνί στο φουαγιέ
  161. της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο
  162. τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής;
  163. το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει
  164. το μουνί και το χταπόδι όσο το χτυπάς απλώνει
  165. το μούνι πηγάδι, της έκανα
  166. το μουνί σέρνει καράβι
  167. το μουνί στο πιάτο
  168. το μουνί της Χάιδως
  169. το μουνί το δίφορο, παίρνει τον κατήφορο.
  170. το μουνί το λένε βιόλα και τον πούτσο πασαβιόλα
  171. το μουνί το λένε Γιώτα και τον πούτσο Παναγιώτα
  172. του μουνιού το πανηγύρι
  173. Τουβλομούνα
  174. τούνελ
  175. τρε μουνι
  176. τριφασικό μουνί
  177. τρύπα
  178. βγάζω το φίδι από την τρύπα
  179. τρώω το μύδι με το τσόφλι
  180. φαρμακομούνα
  181. φλίτσι-φλίτσι
  182. χαζομούνα
  183. χαυνομούνης
  184. χοάνη
  185. χωρίστρα
  186. ψωλότσεπη
  187. ωδείο

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρακλασική έκφραση που σημαίνει ότι αδιαφορώ τελείως για κάποιον, τον περιφρονώ, και κυρίως αδιαφορώ για υποδείξεις, συμβουλές, προτροπές, νόρμες, κανόνες.

  1. Ποιο σύστημα; Τους γράφω στα αρχίδια μου. Το σύστημα δε με αντέχει εμένα, το έχω χακάρει. Τώρα προσπαθεί να με αγκαλιάσει, τώρα που βλέπει ότι δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. (Εδώ).
  2. Στ' αρχίδια μου γράφω τους νόμους. (Εδώ).
  3. Άνδρας των ΜΑΤ: "Τον γράφω στα αρχίδια μου τον Υπουργό". (Εδώ).

Σωστή χρήση

Λίγο πιο εύσχημο είναι το γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια, ενώ το γράφω στα αρχίδια μου έχει δώσει το έναυσμα για τις παρακάτω εκφράσεις:

"Στ' αρχίδια μου τον γράφω τον Αρούλη, σύνθημα του ΠΑΟΚ"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς, τον παίρνει. Για ευνόητους λόγους η έκφραση είναι ιδιαιτέρως παραστατική.

Όπως είπε και ο Ισαάκ Νεύτων μεταξύ άλλων, στέκομαι πάνω στους ώμους γιγάντων και δράττομαι της ευκαιρίας να συμπληρώσω την εμβληματική δουλειά του χρήστη tarantula, επεκτείνοντας τη λίστα με τις παρεμφερείς εκφράσεις, μνημείο της ευρηματικότητας και επινοητικότητας του Έλληνος.

Τα παραδείγματα δεν εξαντλούν τη λίστα αλλά αποτελούν μία καλή αρχή προς επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού, ο οποίος είναι η χρήση μίας μοναδικής έκφρασης ανά αδελφή εντός του ελλαδικού χώρου.

τα βερνικώνει τα φασόλια
τα κουνάει τα ζάρια
τα λέει τα κάλαντα
τα τραβάει τα βυζιά της πεταλούδας
τη βάζει τη κάλτσα στο συρτάρι
τη γαργαλάει την μπάμια
τη γυαλίζει την κάννη
τη γυρνάει τη μπετονιέρα
τη ζευγαρώνει την κάλτσα
τη μαδάει τη μαργαρίτα
τη μαδάει την παπαρούνα
τη μαρκαλίζει την κατσίκα
τη ματσακονιάζει τη βάρκα
τη ρυθμίζει την ένταση
τη σουρώνει την κουρτίνα
τη σουρώνει την ψαρόσουπα
τη στύβει την αντσούγια
τη φυσάει την σούπα
τη χαλαρώνει τη βαλβίδα
την αδειάζει την μπομπονιέρα
την ανοίγει την πίσω πόρτα
την ζουπάει την κέτσαπ
την καβουρδίζει την καραμέλα
την καθαρίζει την οδοντόβουρτσα
την καίει τη βάτα
την καρφώνει την μπαγλαντόπηχα
την καρφώνει την τσιμούχα
την κομποζάρει την πολυθρόνα
την κουνάει την αχλαδιά
την κουνάει την καμπάνα
την κρατάει την τιάρα
την κυνηγάει την πέρδικα
την ματσακονιάζει τη βάρκα
την ξελεπιάζει την ζαργάνα
την ξεφλουδίζει τη μπανάνα
την ξυρίζει τη μασχάλη
την οπισθογραφεί την επιταγή
την παριστάνει τη μπασκέτα
την παριστάνει τη σκούπα
την πλένει την εξωλέμβιο
την τζαγκουρνάει την πεύκα
την τινάζει την βερικοκιά
την τυπώνει τη σελίδα
τις βλέπει τις ειδήσεις των 8
τις γυρίζει τις μπριζόλες
τις μαζεύει τις ελιές
τις παίζει τις χορδές
το αλατίζει το γιαούρτι
το αρμέγει το φίδι
το βάζει το βέλος στη φαρέτρα
το βάζει το καλαμάκι στο φραπέ
το βάζει το ταψί στο φούρνο
το βγάζει το καπέλο
το βιδώνει το τιρμπουσόν
το γρασάρει το ρουλεμάν
το γυαλίζει το πόμολο
το γυαλίζει το σκαρπίνι
το γυαλίζει το φυνιστρίνι
το δαγκώνει το αντίδωρο
το δαγκώνει το μαξιλάρι
το δένει το μπουρνούζι
το δίνει το μπουρμπουάρ
το διπλώνει το σεντόνι
το εξαερώνει το καλοριφέρ
το ευλογάει το γένι
το ζυμώνει το μπιφτέκι
το καβουρδίζει το φιστίκι
το κανελώνει το ριζόγαλο
το καταπίνει το κουκούτσι
το κουνάει το μίλκο
το κουρδίζει το ρολόι
το κρατάει το δόρυ
το κρεμώνει το γαλακτομπούρεκο
το κρύβει το σαλάμι
το λαδώνει το σασμάν
το λαδώνει το τηγάνι
το λερώνει το πουκάμισο
το μαζεύει το λάστιχο
το μακιγιάρει το μπαρμπουνάκι
το μασουλάει το τουλουμπάκι
το μαστιγώνει το δελφίνι
το ματώνει το γόνατο
το μελώνει το παστέλι
το ξεβγάζει το πινέλο
το ξεπλένει το μαρούλι
το ξύνει το μολύβι
το ξυρίζει το ακτινίδιο
το πάει σούζα το τρίκυκλο
το πάει το γράμμα
το παρκάρει το μηχανάκι
το πατάει το γκαζι
το πεταλώνει το μυρμήγκι
το πιπιλίζει το καλαμάκι
το πλάθει το σουτζουκάκι
το πνίγει το κουνέλι
το ρουφάει το μύδι
το σηκώνει το σακάκι
το σηκώνει το χειρόφρενο
το σκουπίζει το μπαλκόνι
το στρώνει το σεντόνι
το στύβει το λεμόνι
το σφίγγει το καπάκι
το σφίγγει το μπουλόνι
το σφουγγαρίζει το κατάστρωμα
το τεντώνει το σεντόνι
το τινάζει το χαλί
το τραβάει το καζανάκι
το τρίβει το πιπέρι
το τσουλάει το διφραγκάκι
το τυλίγει το καλώδιο
το φοράει το περουκίνι
το φτύνει το κουκούτσι
το φυσάει το αχνιστό
το φυσάει το καλάμι
το χαϊδεύει το τριζόνι
το χαστουκίζει το δελφίνι
το χορεύει το λάτιν
το ψέλνει το ευαγγέλιο
το ψήνει το μπιφτέκι (κι από τις δυο μεριές)
τον αδειάζει το σκουπιδοτενεκέ
τον απλώνει τον τραχανά
τον αχνίζει τον κουραμπιέ
τον βάζει τον φορτιστή στην πρίζα
τον βαφτίζει τον Αλβανό
τον βοσκάει τον κένταυρο
τον βουτάει τον κολιό στο ξύδι
τον γυαλίζει τον αστακό
τον ζωγραφίζει τον πίνακα
τον κάνει τον σημαιοφόρο
τον μπουγελώνει τον παπαγάλο
τον ντραλονάρει τον καναπέ
τον ξεπατώνει τον αργαλειό
τον ξηλώνει τον καβάλο
τον πάει καλά τον σκαραβαίο
τον πάει τον απορροφητήρα
τον παλουκώνει τον δράκουλα
τον πασπαλίζει τον κουραμπιέ
τον πνίγει τον ιππόκαμπο
τον στρίβει τον ντολμά
το τινάζει το μυτζηθροκούλουρο
τον τσουρουφλίζει τον αστακό
τον φεσώνει τον περιπτερά
τον φτύνει τον ταραμά

Αξιοσημείωτο είναι το φαινόμενο ότι η συνδήλωση της ομοφυλοφιλίας οφείλεται αποκλειστικά στα συμφραζόμενα και τα εξωγλωσσικά στοιχεία και την σύνταξη προληπτική αντωνυμία + ρήμα + έναρθρο ουσιαστικό και καθόλου στις λέξεις που αποτελούν τη φράση. Έχουμε, δηλαδή, το φαινόμενο της υπό συνθήκες παραγωγής νοήματος από την σύνταξη της πρότασης και μόνον, εξ ου και η εν τέλει ανεξάντλητη ποικιλία των φράσεων αυτού του τύπου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΓΚΑ (1932)
Πέτρος Κυριακός

Το 'χα βρει (και γαμώ τα τραγούδια), την είχα καταβρεί (και γαμώτο λεξιλόγιο) και, με τη λεξικομανία που με δέρνει, είχα βαλθεί να το «ερμηνεύσω» για τους γαλλόφωνους ελληνολάτρες που κάνανε κωλοτούμπες για να μάθουν μάγκικα της (τότε) πιάτσας (τρομάρα τους, ούτε κανονικά δικά μας δε σκαμπάζουν). Μου 'χε πάρει αρκετές βδομάδες για να το φτιάξω και να το σουλουπώσω στα μέτρα τους. Όμως όλα τα ελληνικά (και οι ελληνικούρες) που βρήκα ψάχνοντας, δεν πρέπει να μένουν ανεκμετάλλευτα σε χέρια κουτόφραγκων που απέχουν παρασάγγας απ' το βάθος της ελληνικής ψυχής. Έτσι, αποφάσισα να «εξελληνίσω» την έρευνά μου για χάρη του σλανγκρ. Προφάνουσλυ έχω διαπράξει λάθη και αβλεψίες, αλλά γι' αυτό υπάρχουν οι σλανγκόφιλοι με περισσότερες γνώσεις από μένα που θα τείνουν μια χήρα (sic) βοηθείας.

Τα λήμματα που δεν άλλαξαν μετά από 80 συναπτούς ενιαυτούς, τ' αφήνω ως έχουν, ή προσθέτω την ετυμολογία για όσους ενδιαφέρονται.

- Κεσάτια (01) μωρέ βλάμη (02) κι άμα δεν έχει δουλειά, δεν έχει αλισβερίσι (03)
- Τι θα πει αλισβερίσι;
- Καλαμπαλίκι (04) μωρ' αδερφέ!
- Μας φώτισες! (05)
- Ε άμα δεν ανθίζεσαι (06) τα σέα και τα μέα (07), γίνου λαγός (08) και πούλευε (09)!
- Μα τι γλώσσα είναι αυτή;
- Αυτή, αδερφέ μου είναι το ησπεράλντο (10), το λεξικό του μάγκα
Κι από ενθάδε (11) κι εμπρός όλη η Ελλάδα θα ξηγιέται μ’ αυτό το βιολί (12).

Και τώρα δώσε βάση (13) για να φωτιστείς (14), να μη μείνεις στραβός (15):

Τις κυράδες (16) λέω γοργόνες (17), και τους φίλους νταβατζήδες (18)
Τα κορίτσα λέω τρυγόνες (19), τα μαστούρια (20) τσαμπουκαλήδες (21)
Το μηδέν το λέω τρίχες (22) και το δάνειο λέω τράκα (23)
Το εννόησες, λέω, μπήκες και τους τικιτάνγκ (24) Mαρίκες (25)
Ξέρω κι άλλα, αλλά στρι και κόβω ρόδα (26) και σας κάνω τη κορόιδα (27)

Σπλάχνο λέω τη γκόμενά μου και τη μάνα μου γριά μου
Το παρλάν (28) λέω oμιλώντα, το παλτό Επαμεινώντα (29)
Λέω τον πλούτο μπερεκέτι (30) και την πιάτσα (31) λέω κουρμπέτι (32)
Το απών το λέω ερήμη (33), τ’ ακακαΐδι (34) καρντερίμι (35)
Ξέρω κι άλλα αλλά δεν τα σκάω μύτη (36) και πουλεύω σαν σπουργίτι

Τον καπνό τον λέω ντουμάνι (37), τον γιατρό τον λέω αλμπάνη (38)
Την κουβέντα λέω λίμα (39), τη στενή (40) την λέω τμήμα (41)
Το σιλάνς (42) το λέω μόκο (43), τα ψιλά (44) τα λέω μπαγιόκο (45)
Τον καθρέφτη μπανιστήρι (46), το συνωστισμό κολλητήρι (47)
Ξέρω κι άλλα από τέτοια φίνα, μάτσα (48) και σας κάνω την μπεκάτσα (49)

Τα μεράκια (50) λέω νταλκάδες (51), τους κουτούς τους λέω χαλβάδες (52)
Το θυμό τσαμπουκαλίκι (53), την αναποδιά (54) μανίκι (55)
Τη γιορτή καλαμπαλίκι (56), το κουράγιο ζοριλίκι (57)
Το μαχαίρι λέω λάσο (58) και το τρώω μπουζουριάζω (59)
Τώρα πάω μονάχα σκάβω (60) κερκινάδες (61) κι απολάω (62) σαπουνάδες (63)
Τώρα πάω μονάχα σκάβω πατινάδα (64) κι απολάω σαπουνάδα

Το ψωμί το λέω μπανιόκα (65) και τη φτώχια λέω μουρμούρα
Την αλλήθωρη σορόκα (66) και τη μπάζα (67) λωβητούρα (68)
Τους αθλητάς λέω μπεμπέδες, τους προσκόπους πιτσιρίκια
Τους δαντήδες (69) κουραμπιέδες (70) και τα γλέντια μερακλίκια (71)
Τώρα στρίβω (72) και τραβάω (73) στη γειτονιά μου, να μην έβρω (74) τον μπελά μου (75)

(01) Κεσάτια: τουρκ. > kesat
(02) Βλάμης: αλβ. > vlamis = αδελφός, αδελφοποιτός, σύντροφος, μάγκας, κλπ.
(03) Αλισβερίσι: τουρκ. > alisveris = πάρε-δώσε, νταραβέρι, τζερτζελές
(04) Καλαμπαλίκι: τουρκ. > kalabalik = βλ (03) αλλά, σήμερα, είναι και τα ... ούμπαλα.
(05) Εδώ, ειρωνικά: Δεν κατάλαβα τίποτα
(06) Ανθίζομαι=> (αχρ) => [Σακκουλεύομαι], Ψυλλιάζομαι
(07) Σέα και μέα: λατ. > tuus et meus (δικά σου και δικά μας)
(08) Γίνομαι λαγός: > idem
(09) Πουλεύω: > βλ. (08) (10) Ησπεράλντο: αχρ. παραφθ. του «esperanto», τότε κωδική γλώσσα για «μυημένους»
(11) Ενθάδε: > καθαρεύουσα > «εδώ», όπως πχ σε ταφόπλακες: «ενθάδε κείται» (12) Βιολί: > το γνωστό βιολί-βιολάκι (13) Δίνω βάση: > προσέχω, εξετάζω σοβαρά, κλπ. (14) Φωτίζομαι: > μαθαίνω, καταλαβαίνω
(15) Στραβός: > τυφλός, όπως πχ, κουτσοί-στραβοί κλπ. ...
(16) Κυράδες: > πληθ. του κυρά (με όσα συνεπάγεται) (17) Γοργόνες: > σαν τις μυθολογικές μέδουσες (όχι τις τσούχτρες) (18) Νταβατζήδες: τουρκ. > davaci = «προστάτης»
(19) Τρυγόνες: > πάντα ερωτευμένες
(20) Μαστούρια: αραβ. مصتور > πρεζόνια, κλπ., πριν τη χρήση (στερητικό σύνδρομο) ή μετά (φτιαγμένος)
(21) Τσαμπουκαλής: περσ. چابک (čābok), τουρκ. çabuk => καβγατζής / γρήγορος
(22) Τρίχες: idem (παλιά, προς μείζονα έμφαση, προσθέτανε (κατσαρές και μαλλινοβάμβακες)
(23) Τράκα: idem (τρακαδόρος, σελέμης)
(24) Τικιτάνγκα: από ντίνγκι-ντάνγκα (αχρ. αδερφή) κατά μία άποψη, ονοματοποιία, από το πέρα-δώθε κούνημα που κάνει το γλωσσίδι της καμπάνας.
(25) Μαρίκες: πληθ. του ισπανικού «μαρίκα» (υπερθετικό = maricon) (26) Στρι και κόβω ρόδα: > (αχρ.) σύντμηση του «στρίβω» (=> φεύγω) + κόβω ρόδα («μυρωμένα») .
(27) Κάνω την κορόιδα: > idem (28) Παρλάν: (sic) γαλλ. > parlant (ο μετέπειτα «ομιλών» κινηματογράφος)
(29) Επαμεινώντας: > πανωφόρι (cit.: Νίκος Τσιφόρος - Τα Παιδιά της Πιάτσας - 1960): «Κάποτε ένας μάγκας χρειάστηκε ένα παλτό να περάσει το χειμώνα. Βρήκε μια χλαίνη που είχε κλέψει ένας φίλος του φαντάρος, που τον λέγαν Επαμεινώντα. Ο μάγκας έβαψε την χλαίνη μπλε για να μη γνωρίζεται, τηνε κόντηνε, γιατί το κοντό παλτό ήτανε τότε μόδα και, μια και του την είχε δώσει ένας Επαμεινώντας, τη βάφτισε «Παμεινώντα». Η λέξη έμεινε στην argot για παλτό / πανωφόρι.«
(30) Μπερεκέτι: τουρκ. > bereket => αφθονία
(31) Πιάτσα: ιταλ. > piazza => κυριολ. πλατεία, σήμερα, idem. (32) Κουρμπέτι: τουρκ.αραβ. > kurbet, gurbet, (الغريب => al gharib) βλ (33) Ερήμη: (που λεν κι οι Πατρινιές) παραφθ. του καθαρευουσιάνικου »ερήμην« => »εν τη απουσία«, »απόντος τού«
(34) Aκακαϊδι: (αχρ) => άσφαλτος, πίσσα, απομεινάρια (πρβλ. »αποκαϊδια«)
(35) Καλντερίμι: τουρκ. > kalderim = > λιθόστρωτο, πλακόστρωτο, κλπ.
(36) Σκάω μύτη: idem (37) Ντουμάνι: idem, τουρκ.αραβ. => duman دمان (38) Αλμπάνης: (αχρ.) περσ.τουρκ.αραβ. > nalmpant => πεταλωτής, αδέξιος, κομπογιαννίτης (!)
(39) Λίμα: (αχρ.) ιταλ.γαλλ. limα/lime => φλυαρία, μπλα-μπλα
(40) Στενή: idem (41) Τμήμα: idem (42) Σιλάνς: (αχρ) σιωπή (πρβλ. frangrec ]σιλανσιέ]) (43) Μόκο: idem, ιταλ. moco => σιωπή, βλ. (42) (44) Ψιλά: idem
(45) Μπαγιόκο: (αχρ) => ιταλ. baiocco (παλιό νόμισμα του Βατικανού) => κομπόδεμα (46) Μπανιστήρι: idem (47) Κολλητήρι: idem (48) Μάτσα: (πληθ. αχρ.) => πολλά, μπόλικα (49) Μπεκάτσα: (αχρ. κάνω την μπεκάτσα) => κάνω τον ξύπνιο, τον πονηρό, βλ και (27)
(50) Μεράκι: idem, τουρκ.αραβ. => merak مراك
(51) Νταλκάς: idem, τουρκ. => dalga => μεγάλο μεράκι, καψούρα και ... overdose (52) Χαλβάς: idem, τουρκ. αραβ. => helva/halaoua حلوى
(53) Τσαμπουκαλίκι: idem, βλ (21) (54) Αναποδιά: idem (55) Μανίκι: idem (56) Καλαμπαλίκι: idem, βλ (03) και (04)
(57) Ζοριλίκι: τουρκ.αραβ. => zor => ζόρι زور
(58) Λάσο: (σα μαχαίρι, αχρ), ιταλ. lasso, ισπαν. lazo (59) Μπουζουριάζω: τρώω, ταρατσώνω, ντερλικώνω, χλαμπουκιάζω, αλλά και συλλαμβάνω, φυλακίζω (60) Σκάβω: (αχρ) ψάχνω, φτιάχνω, συχνάζω, μαγειρεύω
(61) Κερκινάδες: (αχρ) πληθ του κερκινάς: τουρκ.αραβ. => karahana => μπουρδέλο (62) Απολάω: (αχρ) πιθ. παραφθ. από αμολάω ή απολύω (63) Σαπουνάδα: (αχρ) μπούρδα, παραμύθι
(64) Πατινάδα: (αχρ) πιθ. παραφθ. από μαντινάδα ή από κλοτσοπατινάδα => μπελάς
(65) Μπανιόκα: (αχρ) πιθ. παραφθ. από ιταλικό magnocca => μαντιόκα, ταπιόκα (66) Σορόκα: (αχρ) πιθ. παραφθ. από σιρόκο (;) που φυσάει και δεξιά κι αριστερά => συνεπώς, αλληθωρίζω (;)
(67) Μπάζα: ιταλ. => (θηλ.) μεγάλο κέρδος, βλ. (45) (68) Λοβιτούρα: ρουμ. => lovitura => κόλπο, απάτη, κλπ., σχεδόν συνώνυμο του σημερινού λαμόγιο / λαμόγια) (69) Δαντήδες: (αχρ) αγγλο-γαλλικό dandy (δανδής / δανδήδες) => κομψευόμενοι, κουραδόμαγκες, κλπ.
(70) Κουραμπιές: τουρκ.=> kurabiye / αραβ.=> gurab
(71) Μερακλίκι: idem βλ (50) (72) Στρίβω: idem βλ (26) (73) Τραβάω: idem (μ'όλες τις σημερινές σημασίες)
(74) Να μην έβρω: παλιά γραφή τού να μην εύρω = να μη βρω.
(75) Μπελάς: τουρκ. bela => που δεν αλλάζει όσα χρόνια κι αν περάσουν

Κάθε λήμμα του λεξικού κι ένα παράδειγμα για κουβέντα.

Το Λεξικό του Μάγκα (από HODJAS, 08/09/10)(από GATZMAN, 08/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και τώρα προσδεθείτε στις θέσεις σας για ένα σεμνό και ταπεινό απάνθισμα ονομασιών του πέοντα και των καλαμπαλικίων στις νεοελληνικές ντοπιολαλιές.

  • βάσανο, λόγω απαγορεύσεων και κακουχιών που επιτρέπουν στον πέοντα να εκτονώνεται σπανίως%
  • βίλλα (Κύπρος). Οι μορφές βιλλίν και βίλλος παίζουν από τον μεσαίωνα.%
  • γκαφλί (Κοζάνη)%
  • δαυλί (Αρκαδία)%
  • κακαλιά, το δέντρο%
  • καραμπίνα. Τα όπλα είχαν την τιμητική τους και στην αρχαιότητα (πιχί σαυνίον, δόρυ)%
  • κολόκα, η κολοκύθα%
  • κομπαρούλα, κόμπος (Θήρα)%
  • κουκούνα (Εύβοια)%
  • κουμπούρα (Σπάρτη)%
  • κρεμαντέλια, ο πέοντας και οι όρχεις μαζί επειδή κρέμονται (Ανατολική Ρούμελη)%
  • λάλα, η κάμπια, το πέος μικρού παιδιού. Βλ. και Λαλιώτης.%
  • ματζαφλάρι, το κρεμαστάρι (Βιθυνία)%
  • μασουράκι, μικρό μασούρι, το πέος μικρού παιδιού (Στερεά Ελλάδα)%
  • μέντζος, σκύλος (Μακεδονία). Η λέξη κύων χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων χρόνων.%
  • μονόματος (Τριχωνία). Αγγλιστί: one-eyed trouser snake.%
  • μπίλι, αιχμηρό κομμάτι ξύλου (Πελοπόννησος). Και στην αρχαιότητα έπαιζαν τα ορθίας (κατάρτι πλοίου), πάτταλος (πάσσαλος).%
  • μπιτχάς (Γιάννενα)%
  • μπουρνιδόρος, μπουρνί, πήλινο δοχείο (Ιθάκη)%
  • μπουτσαρίκα (Μακεδονία). Βλ. και το ηρωικό θα μου κλάσετε τον μπούτσον.%
  • μπράνα, είδος ποταμίσιου ψαριού (Ήπειρος)%
  • παλιατζίκος. Για τους ταλαίπωρους πέοντες%
  • παντέρημος. Βλ. αντίστοιχο«ρημαδιακό» για το αμνί.%
  • παύλος (Σφακιά)%
  • πόντσος (Μάνη)%
  • πουτσάκι (Κέρκυρα), πουτσάκλα (Τριχωνίδα), πουτσάρα, πουτσαράκι (Πελοπόννησος), πουτσαρέλα (Κέρκυρα), πούτσαρος (Πελοπόννησος), πουτσί, πουτσίδι (Θεσσαλονίκη, Στερεά Ελλάδα)%
  • πυρόβολος (Θεσσαλονίκη)%
  • ράι, η ουρά (Ικαρία)%
  • ρόζος (Κρήτ.) Χρησιμοποιείται και για το αιδοίον.%
  • σερμαγιαλής, αρχικά σημαίνει κεφαλαιούχος. Ο πουτσαράς (Ν.Α. Αιγαίο)%
  • σινακλίκια, ζώνη οπλισμού (Κύπρος)%
  • σπαθί, το πέος τράγου (Πελοπόννησος)%
  • συδριβίδι (Δ. Κρήτη)%
  • σύνεργο (Θεσσαλονίκη, Πήλιο) Βλ. δημώδες «Γιατρέ που σ' αρέσουν τα κορίτσια, πιάσε τα σύνεργα τα μούνεργα και πάρε μου την πούτσα και χώσ' τηνα στον κώλο σου να κάνει πλάτσα-πλούτσα».%
  • τζένιο (Κρήτη)%
  • τομπρούκι, μεγάλος κορμός δέντρου (Στερεά Ελλάδα) τουφέκι (Εύβοια)%
  • τριλέτρι (Μεγίστ.) (κυριολεκτικά = τριπλό άροτρο)%
  • τσακμάκι (Θεσσαλονίκη). Otusbir çekmek («τα 31 τσακμακώματα») αποκαλείται η μαλακία στην φίλη γείτονα.%
  • τσουτσούνα (Κύπρος και αλλού)%
  • ύπουργα, αρχίδια και πούτσος μαζί (Λευκάδα)%
  • χαλάτι, το παλαμάρι (Ήπειρος)%
  • χαρχαγκέλια, οι κρεμάμενοι πέων και όρχεις (Σέρρες)%
  • χρειασικό, αγροτικό εργαλείο (Μακεδονία)

Αρχίδια

  • αβγά. Βλ. και την άλλη αυγών%
  • αμάλαγα, αυτά που δεν πρέπει κανείς να αγγίζει%
  • αμαρτωλά. Βλ. άσμα «Σου δίνω πίσω σου δίνω πίσω το μήλο μου δάνεισες δώσε μου πίσω δώσε μου πίσω το πλευρό μου και ξοφλάμε».%
  • αμελέτητα%
  • αμίλητα. Η σιωπή των αχ-αμνών.%
  • αχαμνά%
  • αποκατινά%
  • βαριδάκια, βαρίδια%
  • βόλια (Χίος) Βλ. και καλό βόλι, βωλαράκια (Κρήτη)%
  • γείτονες. Χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων χρόνωνε, όπως και το παραστάται.%
  • δέκαρα%
  • δεκαράκια (Πελοπόννησος)%
  • ζουβάχια (Κρήτη)%
  • καρύδια%
  • κοκόβια (Χίος)%
  • κούρκουτα (Κρήτη)%
  • λυμπά (Κύπρος)%
  • μπάλες%
  • μπομπόλια (Κέρκυρα, Θεσσαλονίκη)%
  • τέτοια (Μάνη, Κρήτη)%
  • τρυφερά, τρυφερούλια%
  • φαμελιά (Κοζάνη)%
  • ψαχνά

Πηγές: Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», Selected Papers (Democritus University of Thrace, 2012), το σλανγκρρρ και το νέτι.

So preach us of your willy or John Thomas (από σφυρίζων, 10/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified