Further tags

Χαρακτηρίζει αυτόν που είναι φανατικός με το Ευρώ, την Ευρωζώνη ή την Ευρωπαϊκή Ένωση και την ένταξη ή παραμονή σε αυτές, και γενικότερα με την ευρωπαϊκή ιδέα. Κυρίως, όμως, με το Ευρώ και την Ευρωζώνη. Ο φανατισμός του φτάνει σε τέτοιο σημείο, ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί ταλιμπάν, δηλαδή φανατικότατος έως τα όρια του θεούσου, ή και ασυλλόγιστος σταρχιδιστής πρόθυμος για κάθε ταλιμπανιά (βλ. και λοιπές σλανγκικές σημασίες του ταλιμπάν). Για τους ορίτζιναλ ταλιμπάν (<αραβικό tālib= μαθητής, επειδή ήταν αρχικά ιεροσπουδαστές σε πακιστανικές θρησκευτικές σχολές) δες εδώ.

Ο όρος είναι ειρωνικός, ιδίως γιατί η ευρωπαϊκή ιδέα έχει συνδεθεί με τα ιδεώδη του Διαφωτισμού, της ορθολογικής σκέψης και της εκκοσμίκευσης στους αντίποδες του θρησκευτικού φανατισμού. Οι χρησιμοποιούντες ειρωνικά τον όρο θίγουν ακριβώς το ότι ορισμένοι έχουν φανατική σχέση με την ευρωπαϊκή ιδέα όντας σε εσωτερική αντίφαση με τα πιστεύω τους, αφού τα πιστεύουν ακριβώς με τρόπο που αντιφάσκει προς το περιεχόμενό τους. Παρόμοιες χρήσεις είναι βεβαίως πολύ συνήθεις σήμερα, αφού ο φανατισμός των υποτιθέμενων ορθολογιστών και ευρωπαϊστών ή δυτικόφιλων που ταλιμπανίζουν ασύστολα είναι πολύ σύνηθες θέμα σε παρόμοιες λεξιπλασίες. Έχει θιγεί και στα λήμματα διαφωτιστάν, μουτζαχεντίν, μεταρρυθμιστάν, ευρωπαϊστάν, εκσυγχρονιστάν, φωταδιστής κ.ά.

Plot twist ινσέψιο: Ο συριζοταλιμπάν που είναι πλέον ευρωταλιμπάν.

Πάσα (Δ.Π.): Σφυρίζων.

  1. Να ξεφορτωθούμε τη δυναστεία των Ευρωταλιμπάν και τους προϊσταμένους τους! (Εργατικός Αγώνας).
  2. "Την Ευρώπη θέλομεν κι ας τρώγωμεν εξαντλημένα 20ευρα από τα Α.Τ.Μ. της Eurobank." -Αγνώστου Ευρωταλιμπάν. (Από το Φέισμπουκ).
  3. Οι ΤσιπροΣυριζαίοι, η Αριστερά των ευρωταλιμπαν, αυτοι που σε καθε συνδικατο στηριζουν τα σκυλια των βιομηχανων της ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ, αυτοι που βοηθησαν για να περασει ο κοινονικος διαλογος των μαφιοζων του ΣΕΒ εκαναν συλλαλητηριο (Ζούγκλα).
  4. Προς τούτο επιστρατεύθηκε και ο γυιός του Ψυχάρη (και ελέω ΔΟΛ βουλευτής της ΝΔ), ο οποίος με την ορμή του γιάπη- ευρωταλιμπάν έριξε την πατσαβούρα στα μούτρα του Μανιτάκη κατηγορώντας τον ότι "θα μείνει στην ιστορία, ως ο υπουργός προστάτης των επίορκων των κοπανατζήδων και των τεμπέληδων". (Εδώ).
  5. Το Μπλε Μήλο δεν είναι ιστολόγιο που έχει μία και ενιαία ιδεολογική γραμμή. Οι συντάκτες του και οι αναγνώστες του προέρχονται από ποικίλες ιδεολογικές αφετηρίες. Από αναρχοελευθεριακούς (κυρίως πρώην εκ ΦιΣ), ευρωταλιμπάν φιλελεύθερους μέχρι και ακραιφνείς συντηρητικούς. Εγώ ανήκω στην τελευταία κατηγορία. (Πχόρουμ).

Ευρωμαϊντάν και θρησκεία Σκύψε ευρωπευλογημένη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι μειωτικός χαρακτηρισμός για έναν επαρχιώτη που είναι χοντρός, οπότε κατά το συναμφότερον βλαχαδερού και ευχοντρίας δίνει την εικόνα ενός πολύ άξεστου ανθρώπου. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) δίνει και το αρχοντοχωριάτης ως επεξήγηση, ενώ το ετυμολογεί από το ιταλικό carne (=κρέας) που χρησιμοποιείται συχνά στα καλιαρντά. Είναι δηλαδή ο βλάχος (με την ευρεία σημασία του χωριάτη, του επαρχιώτη) που έχει πολλά περιττά κιλά/ κρέατα πάνω του.

Σκέφτομαι να στήσω χρυσελεφάντινο ανδριάντα στο με σικ γιάνκη. Είχε όλες τις προϋποθέσεις να μου ήταν συμπαθής. Έσιαξε το μπερντέ του εις την αλλοδαπή και διακατέχεται από μια προτεσταντική ηθική, σε αντίθεση με τους βλαχοκαρνιώτες μικρομέγαλους ιθαγενείς μετόχους και τις δημοσιογραφικές βουβουζέλες τους που μου προκαλούν μια α πριόρι αποστροφή. (Πολιτικό καλιάρντεμα αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

λοιμά

Είναι το ίδιο λιμά των δύο παλιότερων ορισμών, αλλά το βρίσκω να γράφεται επίμονα με όμικρον γιώτα, δεν ξέρω γιατί, μπορεί πχ να είναι ακούσιος ανορθογραφισμός.
Είπα να μην το βάλω ως καινούργιο λήμμα, γιατί κατά τα άλλα σημαίνει ότι και το λιμά, δηλ. τα υπόλοιπα, τα ρετάλια, τα αδύναμα, τα τριτοτέταρτα. Χρησιμοποιείται αρκετά στα οπαδικά.

λιμά - Τα άχρηστα και μη πειστικά λόγια, οι άχρηστες και χωρίς αξία πράξεις και χειρονομίες. Κυριολεκτικά είναι τα άχρηστα χαρτιά στο παιχνίδι της πρέφας {και του πόκερ} {προφορική λαϊκή παράδοση}. Δεν έχω κόζια για να σε χτυπήσω, μου πέσαν τα λιμά = Δεν έχω επιχειρήματα για να σε αντιμετωπίσω λόγω της αντικειμενικής τωρινής συγκυρίας. Μας έπιασε με τα λιμά = Τα επιχειρήματά του δεν είναι πειστικά. (αντίθετο: κόζια) rebetiko.sealabs.net

  1. ο εθνικος και τα αλλα λοιμα σωματεια που εχουν 200 οπαδους δεν επρεπε καν να ηταν 1η κατηγορια για αυτονοητους λογους ΕΔΩ

  2. Μακάρι να τα καταφέρω να σας βλεπω με Θερμαϊκό, Οδυσσέα Κορδελιού, Δόξα Κρανούλας, Τηλυκράτη κ άλλα λοιμά. ΕΔΩ

  3. ME25EURO ο Λιάπης χτίζει βίλα. Τα λοιμά με κρατική επιχορήγηση ΕΔΩ

  4. Ακόμη λόγο του εκλογικού νόμου την πλήρωσαν κυρίως βουλευτές της επαρχίας και όχι τα δοκ άρια της Αθήνας και της διαπλοκής και οι εκλεκτοί των ΜΜΕ. Την πλήρωσαν τα "λοιμά" και η "ψιλαδούρα" που ήταν ... χωρίς κυβερνητική θητεία και αντικειμενικά έφταιγαν λιγότερο από όλους! ΕΔΩ

  5. -τοσα καταλαβαινεις ή θελεις να καταλαβεις. Αλλα μην φας, εχουμε #mnimonio3
    -Το κακο για τα κομματοσκυλα ολων των χρωματων ειναι οτι καταλαβαινω και εγω και οι υπολοιποι. Τα λοιμα στο χρονοντουλαπο ΕΔΩ

  6. το κατεχεις το θεμα ... στην ενορια μου ζηταν παιδι που θα περιφερει μετα το κηρυγμα τον δισκο ... """με τους μπακλαβαδες.""""... ξερεις για την αγιογραφηση του ναου και τα λοιμά ... Εισαι ;; ΘΑ ΣΟΥΧΩ ΣΥΣΤΑΤΙΚΗ.. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ξίξα, ξίκης

Ξίξα στη Β. Ελλάδα, είναι η ελαφρόμυαλη, η λειψή και στο λεξικό βλέπω, -δεν γοίδα γιατί- ότι είναι το θηλυκό του ξίκης.

Συνώνυμο: χαζιά.

ξίκ (η)ς, ξίξα, ξίτκου· ξίκης, ανόητος, χαζός, ελαφρόμυαλος, [τουρ. eksik= ελλιπής].

Ο Ξη, σε σχόλιό του στο λήμμα ξίκικος, προτείνει την ορθογραφία ξύκης, ξύκισσα :

Στα Χιώτικα το ξίκικος λέγεται απλά ξύκης και είναι συνήθης χαρακτηρισμός, ιδίως για τούς κατοίκους του Βροντάδου. Θηλ. ξύκισσα , σαν α΄συνθετικό ξυκο- (ξυκοτράγουδα), ξυκομπές (πιό τούρκικη ευμολογία), σαν β' συνθετικό -ξυκος (θεόξυκος).
Γιατί με υ κι όχι με ι; Άν το ακούσεις ζωντανά προφέρεται ύψιλον (πιό παχύ) κι όχι ψιλό (γιώτα), με μισάνοιγμα στα χείλη (ξέρω, ξέρω ι-ψιλόν κλπ αλλά το υ προφέρεται παχύ) και επίσης σαν επώνυμο (άρα από παλιότερο παρατσούκλι) γράφεται με υ. Πιστεύω, παρά τους Μπάμπηδες κλπ οτι όσο μπορούμε να αποδώσουμε τον ήχο καποιου ι με το αντίστοιχο από τα δικά μας (που το καθένα προφέρεται αλλιώς) καλό είναι να το κάνουμε. Συχνά λέω μεγαλόφωνα μια λέξη και μου βγάζει την ορθογραφία της.

dryhammer εδώ κι εδώ

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα αυτή την παρατήρηση του Ξιου και θυμάμαι θαμπά μια διαφήμιση με κάποιον που πρόφερε έτσι το πρώτο i της Ζυρίχης, που και να μην ήξερες πώς γράφεται, θα έβαζες ύψιλον.

  1. Που ήσαν μαρή ξίξα;

  2. "Welcome to Βροντάδες, ξύκηδες, ούργιοι κι αγαλιάδες". (εδώ)

  3. -Ρε τι ωραια λεξη το σουρουκλεμε
    -εχω καλυτερες : Ξίκη, Σερσέμη, Μισκίνη
    -καινουργια ξενη γλώσσα;
    -Χαλκιδικιωτικα ΕΔΩ

  4. "Ας έρθουν να με πιάσουν" ΛΕΕΙ Η ΡΟΥΠΑ. ΣΩΣΤΗ ΑΝΤΑΡΤΙΣΑ. ΟΧΙ ΣΑΝ ΤΟΝ ΞΙΚΗ ΤΟ ΚΟΝΚΛΑΒΙΟ. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τον βαψομαλλιά, υπάρχει κι αυτός που βάφει τον μύστακα. Η επέμβαση είναι συνήθως πολύ λιγότερο εμφανής και δραστική, παρατήρησα όμως οτι, σε σύγκριση με τον βαψομαλλιά, εδώ φανερώνεται περισσότερη κακία, παρά κοροϊδία. Ειδικά σε ναζιάρικους 'κύκλους' (μη χέσω), έπαθαν λύσσα κακιά με του Μεϊμαράκη το, πριν και μετά το ντημπέη, μουστάκι.

βαψομουστάκιας

  1. Πετυχημένο παράδειγμα φτηνοδουλειάς δεν είναι άλλο από του βαψομουστάκια, για πρόεδρος T.I.F.F που διαδέχεται την Ντέπυ. Γνήσια φακλάνα και η Ντέπη, γιάγμα τα κανε τα λεφτά (όσο υπήρχαν) για να φέρνει το κάθε σελέμπριτι. ΕΔΩ

  2. -Είμαι σαν τσέλιγκας που φόρεσε μπεζ κοστούμι. Βλέπω τον εαυτό μου σαν master of puppets της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Ποιος είμαι;
    -για τον βαψομουστάκια σουν-τζου λες?
    -game theory στις χαρτοπετσέτες του Cappuccino
    -χαχαχα ΕΔΩ

  3. θα ψηφισω τον βαψομουστακια, γιατι ειναι τσιφτης και καραμπουζουκλης....και οποιος λεει πως το στριβει το μουστακι ειναι απλα λαικιστης και προπαγανδιστης, φαιδρος, ποταπος και διαφορα αλλα ζουραριακα που δε θυμαμαι τωρα......αααα και αναισχυντος......και τον παιρνει κιολας. ΕΔΩ

"King Abdullah of the Kingdom of Saudi Arabia has died aged 90" -90 ήταν ο βαψομουστάκιας;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός είναι ο καναπές, όπου κάθεται ο κώλος μας αναπαυτικά, ή η πράξη ή συνήθεια του καθισιού, της ραστώνης, νωθρότητας, απάθειας, ή ο ίδιος ο καναπεδάκιας.

  1. Κατέβηκα στην προκυμαία και περπάτησα μέχρι το λιμάνι, διαδρομή που κάναμε παλιά για να ξεμουδιάσει ο κώλος μας από την κωλοκαθίστρα. (Εδώ).
  2. Το σημαντικότερο εδώ να σημειώσω, είναι ότι θα ξελακουβιάσει η καρέκλα που από την κωλοκαθίστρα έχει αλλάξει χρώμα. (Εδώ).

Αφεδύο είναι η γυναίκα ή κόρη που προσφέρεται για πρωκτογάμευση, που κάθεται με τον κώλο. Και κατά μεταφορική επέκταση ο κάθε ηττημένος, διασυρμένος, συντετριμμένος, ξεφτιλισμένος.

Έβαλε δυο γκολ στην Κ20 και την κωλοκαθίστρα Ιτάνζ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεγαγλοιώδης τύπος, ο σάλιαγκας, ο σαλιαμάγκουρας, ο λαδοπόντικας.

Η λιγδοπρέπεια του λίγδα είναι πρωτίστως μεταφορική: οι τσιφούτες γερολαδάδες, οι άπληστοι και διψασμένοι γιά γρηγορόσημο προσοδοθήρες (εφοριακοί, ιατροί, πολεοδόμοι, κλπ), οι μουμουέδες δημοσιοκάφροι που κυνικά παραδέχονται ότι έχουν (στην καλύτερη περίπτωση) σκοτώσει την μάνα τους, οι διάφοροι άρχοντες και -πατέρες της πολιτικής, του παρακράτους, της εκκλησίας, και ταλιμπάν.

- Στο πλαίσιο των κύριων δραστηριοτήτων του, όταν δηλαδή δεν διαφημίζει τη Χρυσή Αυγή, ο Θέμος (ο γλίτσας) Αναστασιάδης εντοπίζεται ενίοτε να πρωταγωνιστεί σε μεταμεσονύκτιες τηλεοπτικές συνεντεύξεις με βιζιτούδες πολυτελείας σε ρόλους που θα ζήλευαν ακόμα και οι κανονικοί νταβατζήδες κι άλλοτε σε ρόλους βιντεοκομιστή προς και από τα Μέγαρα Μαξίμου.(Ν. Μπογιόπουλος, εδώ)

- Αν ήμουν απατεώνας… λαμόγιο και γλίτσας… και δεν θα ήθελα να με ξέρουν μένοντας στο πασοκ, θα έφευγα και θα κρυβόμουν στο συριζα, και θα συνέχιζα να ερωτεύομαι με το πασοκ... (εκεί)

- Είναι δίκαιη η κριτική που ασκείται στη γενιά του Πολυτεχνείου; Είναι εντελώς άδικη αλλά και ύποπτη αυτή η κριτική. Γίνεται κυρίως από αυτούς που απέχουν από τους αγώνες. Κάτι περίεργους τύπους, γλύφτες της εξουσίας, γλίτσες, πελατάκια, τσόλια. (Γρηγόρης Ψαριανός, παραπέρα)

Δευτερευόντως, γλίτσες αποκαλούνται και όσοι τυροβρωμίκουλες που είναι εκ πεποιθήσεως τσακωμένοι με τα σαπούνια, ή οι εργαζόμενοι σε γλιτσογόνα επαγγέλματα (πχ ψήστες, μηχανικοί αυτοκινήτων, κ.ά.).

- Ρε λίγδα κάποιος πρέπει να σου μιλήσει για το Ρεξόνα...

- Ο γλίτσας ο Τέλης κάνει τα πιο βρώμικα μπριζολάκια!
- Μιαμ.

Εκ της γλίτσας (και ουχί της γκλίτσας).

Αγγλιστί: slimeball.

Βλ. επίσης: γλίτσας λέρας, γλίτσης, γλίτζουρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραγουδώ παράτονα, παράφωνα, φάλτσα, εκτός κλίμακας.

- Όταν τα απαίσια καλώδια χρησιμεύουν για παιχνίδι της φαντασίας...Τότε βάζεις το ολόγιομο φεγγάρι να τραγουδήσει τη νότα Λα στο πεντάγραμμο του ουρανού. Κι ας στονάρει λιγάκι από τη συννεφιά. Κι ας στονάρει λιγάκι από τα κλαδιά που το εμποδίζουν. Η νύχτα τραγουδάει μια μπαλάντα...Μια γλυκιά παραφωνία σε λα μείζονα... (εδώ)

Στονάρισμα φεγγαριού σε λα μείζονα

- Όχι ότι στονάρει η Ελισάβετ, απλώς από τη στιγμή που άρχισε να τραγουδάει απόψε, κάηκαν 15 πίξελ στο videowall (εκεί)

- ο φίλος αοιδός που τραγουδάει παρακάτω δίνει τα ρέστα του και πάει πάσο στη μιζέρια.... Δεν στονάρει, απλά στανιάρει... (παραπέρα)

♪♫ What would you think if I sang out of tune
Would you stand up and walk out on me?
Lend me your ears and I'll sing you a song
And I'll try not to sing out of key
Oh I get by with a little help from my friends...
♪♫ (Δε Μπητλζ)

Ινσέψιο: σε υπέροχη πλην ψιλοστοναριστή εκτέλεση του Joe Cocker

- Έτερο ινσέψιο: ο Mick Jagger των Stones εκτός από μονίμως stoned στονάρει συστηματικά.

Συχνά το στονάρω διαφοροποιείται από το φαλτσάρω στο μέτρο που το πρώτο αποτελεί στιγμιαίο ενώ το δεύτερο διαρκές "τονικό έγκλημα":

- φαλτσο και στοναρισμα ειναι παρομοιες εννοιες. το φαλτσο ειναι οταν εισαι εκτος τονου και το στοναρισμα ειναι οταν εισαι στιγμιαια εκτος τονου περιπου δηλ παιζεις με την τονικοτητα φευγεις η επανερχεσαι σε μια νοτα. (παραδίπλα)

- Στονάρισμα είναι όταν κάποιος δεν πατάει καλά στις νότες γιατί τεχνικά δεν έχει στήριγμα και βρίσκεται κοντά στην πραγματική νότα άλλα όχι ακριβώς πάνω της. Η τονική αστάθεια είναι χαρακτηριστικό της απειρίας. Φάλτσο είναι όταν κάποιος δεν ακούει κάν καλά τις νότες για να τις αναπαράγει και βρίσκεται αλλού γι'αλλού.(αυτού)

Εκ του Ιταλικού stonàre, φαλτσάρω, τραγουδώ παράτονα. Πέον να σημειωθεί ότι stonato επίσης σημαίνει ξεκούρδιστο μουσικό όργανο και άτομο χωρίς μουσικό αυτί (tone-deaf).

Ετυμολογικά, εκ του αρνητικού προθέματος s- και του tono (τόνος). Βλ πιχί fortuna, τύχη / sfortuna, ατυχία, caricare, φορτώνω / scaricare, ξεφορτώνω. Το s- αποτελεί απλοποίηση του Λατ. αρνητικού προθέματος dis- (πιχί onesto, ειλικρινής / disonesto, ανειλικρινής). Περισσότερα εδώ.

Σλανγλασίστ: Πάτσης στο ψευδοδουπού with a little help from my friend Χότζουλας who lent me an ear για ορισμό και ετυμολογία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικά, αυτός/ή που κάνει πεολειχία μέχρι να ξελαρυγγιαστεί, η τσιμπουκλού.

Ίσα μωρή λαρύγγω, θα πνιγείς απ' το στριγκάκι σου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

χαζιά, τρελιά, ζουρλιά

Στη Βόρεια Ελλάδα (στην Δράμα σίγουρα), ίσως και τη Θεσσαλία, λέγονται κι έτσι τα επίθετα χαζή, τρελή, ζουρλή.
Βρήκα το χαζιές (γυναίκες) και τα ζουρλιά πουλιά (πέμπτο και τελευταίο παράδειγμα, αντιστοίχως).

  1. Η άλλη το πιτόγυρο το λέει "καλαμάκι". Καλάμια και παλούκια μαρή χαζιά. ΕΔΩ

  2. -Πόσο καλύτερα θα ήταν αν κοιμόμασταν τώρα μαζί.. Ε παιδιά;
    -Είσαι χαζιά; Το μυστικό του πετυχημένου γάμου είναι να κοιμασαι χώρια

  3. Υπερβολικια, χαζια, τρομακτικια... γιατί ... Ελληνικιά γραμματικιά.. ΕΔΩ

  4. Ποιός μαρή χαζιά ;) Και για την Παλμύρα ο Τσίπρας να τρέξει; Ντιπ για ντιπ το 'χασες. ΕΔΩ

  5. Φαίνεται ότι τα γάντια είχαν το ίδιο γούστο με τον Βασίλη: δεν μπορούσαν τις «χαζιές». (δ. παπαδούλης, Η ΑΓΓΕΛΟΚΡΟΥΣΜΕΝΗ)


  1. ναι ρε μαρίνα, τι τρελιά που είσαι, καλή καρδιά #katipsinetai ΕΔΩ

  2. -Μέρα χωρίς χαμόγελο είναι (σημάδι ότι τα ´χεις κάνει πουτάνα ολα) χαμένη μέρα.
    -ελα μαρη τρελια σπάσε ένα μικρο μην πάει χαμένη!! κρίμα ειναι!!!! ΕΔΩ


  1. 15Αύγουστος στην Αθήνα. Θα κάτσω να δω την ταινία του Γιάνναρη & μετά θα βάλω ένα νυφικό να τρέχω σαν τη ζουρλιά στους δρόμους. ΕΔΩ

  2. -Αν πετύχω πρώην μου έξω με την δικια τoυ, λέω: "Ορίστε μια χαρά περνάς, τι μου στέλνεις μηνύματα κάθε βράδυ;" και φεύγω....!
    -χαχαχαχαχαχαχαχα! είσαι ζουρλιά! ΦΒ

  3. Ύστερα, απόξω, η βροχή έπαψε και τα πουλιά πέτουνταν πάλι σαν ζουρλιά. Ένα, μου φάνηκε ολόιδιο με κείνο που ο αδερφός μου είχε φκιάξει στο τζάμι της μπαλκονόπορτας της δύσης, βουτώντας το δάχτυλό του, στη θλίψη του φθινοπώρου! ΕΔΩ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified