Further tags

Υπάρχουν τρεις μεγάλες και συχνά αλληλεπικαλυπτόμενες χρήσεις του χατζηπαπάρα:

- Γειά σου ρε μπούλη Νικολάκη Χατζηπαπάρα που το παίζεις και εργοδότης...
(εδώ)

- δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί η μεγάλη συναυλία που δίνει κάθε χρόνο ο ποιοτικός τραγουδιστής - ίνδαλμα της νεολαίας του νηπιαγωγείου, Μιχάλης Χατζηπαπάρας, στην Κουναβούπολη σήμερα το βράδυ κάτω από την ευγενική χορηγία της cosmote με την οποία έχουν ταυτιστεί χιλιάδες κοριτσάκια, καθώς βρίσκονται στα σύννεφα ψηλά με ένα cosmote τηλέφωνο αγκαλιά.
(εκεί)

- Διονύσης Σαββόπουλος. Πιο πολύ ΠΑΣΟΚ από τον Χατζηπαπάρα! Ανταμείψτε τον…
(χατζηπαπαραπέρα)

(από Vrastaman, 01/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα τελειωμένη (και των δύο φύλων) που γαμιέται με όλους και τα πίνει όλα, χάπια, ουίσκια και κόκα κόλα. Χρησιμοποιείται κυρίως ως βαριά βρισιά-προσβόλα, αλλά ενίοτε πανηγυρίζεται σε καυλο-ιστοριούλες ή παστικούς διαλόγους όπου πρέπει να εξαρθεί η ολοκληρωτική αυτοπαράδοση του ερωμένου /-ης.

  1. Καθολου οξυμωρο, ειναι ζωη αυτη να σε χρησιμοποιουν τοσα ατομα σα χυσοκανατα; Οπως ειπα και πιο πριν, γαμησι, φαι, υπνος, αυτη ειναι η ζωη τους.
    μπράβο ;)
    αισθάνονται όμως όμορφα μέσα στην αθλιότητά τους! (Εδώ).

  2. α ναι τον θυμαμαι αυτον...αλλος ενας ηθοποιος «εναλλακτικος εραστης» για «σκεπτομενες» γκομενες που πακετο με τον μουζουρακη προσπαθουσε να πασαρει το λαμπρακοκαναλο πριν κατι χρονια...κανει ταιριαστο ζευγαρι με την χυσοκανατα του κομματικου σωληνα που παντρευτηκε.... (Εδώ).

  3. 23 χρονος, άτριχος, ψάχνει άγριο και σκληρό επιβήτορα για να με κάνει χυσοκανατα του !!!!
    Πάνω απ όλα όμως ψάχνω για αισθήματα !!! (Εδώ).

(από Khan, 09/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας, αλλά όχι με την καλή έννοια. Ο χλιμίτζουρας, ο μουνίκακας, ο τρομπομαρίνας.

Εκ του τρομπάρω.

- Ποιος μαλάκας, ποιος παλιομαλάκας, ποιος τρόμπας του Υπουργείου Οικονομικών σκέφτηκε να βάλει 13% ΦΠΑ στην γλυκιά μπουγάτσα, και 23% στην αλμυρή...
(Νίκος Χατζηνικολάου, εδώ)

- ΠΟΣΟ ΤΥΦΛΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΠΑΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ;
(εκεί)

Φωτορεαλιστική απεικόνιση (από Vrastaman, 05/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρακλασικός χαρακτηρισμός για μαλθακά και άβγαλτα βουτυρόπαιδα, βουτυρομπεμπέδες, κολεγιόπαιδα, (λα)λάκηδες, λαπάδες, μαμάκηδες, μαμόθρεφτα, μπούες, μπουκμαμάδεςς, μπουλούκους , μπουμπούκους, παπαδάκια, πούδρες, σουβλίτσες, σοφτ και τρυφερά πόδια, φλώρους, χαλβάδες - συνήθως εύπορης μεγαλοαστικής καταγωγής.

Για ακόμα πιο φλώρικες περιπτώσεις, βλ. χλεχλές.

Καμιά σχέση με λελέ, τρελελέ κλπ.

- Κάθε άλλο παρά λελές είναι ο Λαμπρινίδης, λένε εργαζόμενοι (και μάλιστα Νεοδημοκράτες) στο Υπουργείο Εξωτερικών, που γνωρίζουν πως δουλεύει.
(εδώ)

- Ωωωω λελές; μα λελές; δεν νομίζω ότι εκφράστηκες σωστά για το παλικάρι δεν είναι λελές είναι φλούφλης :-)
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Νόστιμο ψάρι που μοιάζει με τον τόνο και την παλαμίδα με επιστημονική ονομασία auxis. Το είδος auxis thazard ζει σε μεγάλα βάθη στη Μεσόγειο. Παρεμπιπτόντως, έχουν βρεθεί απολιθωμένα λείψανά τους σε στρώματα του ολιγόκαινου και του μειόκαινου, σε περιοχές της Αυστρίας και της βόρειας Βαλκανικής.

2. Χοντρό ροπαλοειδές (κι όχι μόνο) κομμάτι ξύλου, ο γνωστός κόπανος, στο ουδέτερό του.

3. Το αρχίδι, κατά Λευκάδα μεριά. Οπότε και μειωτικός χαρακτηρισμός προς άτομα με απαράδεκτη συμπεριφορά, βλάκες, ύπουλους, μοχθηρούς και ό,τι άλλο υποτιμήσεως σημαντικό όπως βεβαιώνεται κι εδώ.

1.
Έχω πιάσει μόνο δυο φορές με λαστιχάκι ψαρεύοντας τονάκια (κοπάνια) τα οποία πιάνονται εύκολα με αυτό οπότε σίγουρα δεν είναι η καλύτερη μέθοδος το λαστιχάκι για παλαμίδες.

2α.
Η δε επεξεργασία του χώματος ήταν μια μεγάλη διαδικασία, Το χώμα αυτό το κοπανούσαν με ένα ξύλο, το «κοπάνι», το οποίο το έπαιρνε χοντρό από το δάσος ο Παναγιώτης ο Κοζανίτης και το πελεκούσε. Μ’ αυτό χτυπούσε το χώμα μέχρι να γίνει σαν πούδρα.
(Περιγράφει την επεξεργασία χώματος με σκοπό τη δημιουργία κεραμικών).

2β.
Το νερό θέτει σε περιστροφική κίνηση εκκεντροφόρο άξονα, ο οποίος με τη σειρά του κινεί παλινδρομικά ράβδους (κοπάνια), οι οποίες συνθλίβουν τις πρώτες ύλες του μπαρουτιού σε λεπτή σκόνη. (Περιγράφει τη λειτουργία ενός μπαρουτόμυλου στην Αρκαδία -βλ. 2ο μήδι).

3α.
Το παιδί είχε μοίρα λαμπρή. Καλά-καλά!!! Το δέχτηκε η γειτονιά ως φυσιολογικό και γνήσιο. Το δέχτηκαν οι Βλάχοι, οι γύφτοι, οι λούμπεν, οι χλιδάτοι, οι μοδάτοι, οι λεφτάδες, οι παπάδες, οι σοφοί, οι κουτοί, οι χαζοί, οι κουζουλοί, οι πονηροί, οι χωριάτες, οι εργάτες, τα κοπάνια, τα τσογλάνια, οι λεβέντες, οι χαφιέδες και γενικώς το εδέχθησαν άπαντες οι μαλακισμένοι της κοινωνίας ( μεταξύ αυτών και εγώ αρχικώς) γιατί το παιδί έγραφε στην ούγια ΜΕΪΝΤ ΙΝ ΟΥΖΑ και εμείς διαβάζαμε Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κόμμα.

3β.
Έχει σημασία που δεν δημιουργήθηκε για video games; Δεν υπάρχει πιο εύχρηστο εργαλείο από το ποντίκι τελεία και παύλα, για όποιον σκοπό και να χρησιμοποιείται. Εξάλλου κάποτε δεν φανταζόμασταν τους εαυτούς μας να παίζουμε με keypads, αυτά ήταν για κοπάνια, το tomahawk joystick ήταν κάποτε το χέρι του θεού ή το πιο κοντινό σε αυτό.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά της λέξης γαλότσα. Βρισιά από επιθεώρηση του Μάρκου Σεφερλή.

Στο νετι, εδώ: Δεν είναι ''γαλοτσα'' η σωστή λέξη . Μωρή ''παλιομπαλοτσα'' είναι η σωστή λέξη.

Βλ. μπαλότσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λεπόν, υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πουτσοπνιχτών, ενίοτε αλληλεπικαλυπτόμενες:

Ι. Πουτσοπνίχτης ο αυνάνας

Τη μαλακία πολλοί αγάπησαν: σε σκοτεινές στιγμές ένδειας και ελλείψει συντρόφου με εφές πίλσεν στο πνίξιμο κουνελίων, οι λεβέντες πάντα παίρνουν τα πράγματα στα χέρια τους. Άλλωστε, αν πετύχει η μαλακία, τύφλα να 'χει το γαμήσι που λένε και στο χωριό μου.

Προσοχή όμως: πουτσοπνίχτες δεν αποκαλούμε τους συμβατικούς εραστές της Μαρίας Παλάμη. Μόνο τους χοντρομαλάκες, αυτούς δηλαδής που βγάζουν ρόζους στα χέρια από το χερογλύκανο.

Για πιο εγκεφαλικούς τύπους που δεν αρκούνται στο κάτω κεφάλι, βλ. πνιχτή.

ΙΙ. Πουτσοπνίχτης ο καίων τη βάτα

Άλλο ένα συνώνυμο του πούστης. Οι πουτσοπνίχτες αυτής της κατηγορίας είναι συχνά και μοντελοπνίχτες, καθ' ότι την πηδάνε τη Μακρυπούλια.

Ασίστ για τον δεύτερο ορισμό: vikar.

- Ευτυχώς που ακούγαμε κανένα «μάζεψε τα φύλλα από τα δέντρα», «η εξάρτυση σου έγινε βυζοθήκη» , «είσαι πουτσοπνίχτης» , «έφαγα μπιφτέκωμα» ,«νιούτον», «νεοστραβούλιακα»,« φίδιασα και δε με μπάνησαν»,«ψαρίλαε βρωμοπόντιξ», «περνάει ο στρατός», «σφίξε μου τον πάπαρο», «ο τάκος στη σέντρα», «ημιανάς», «ξέρετε ποιων είστε απόγονοι» και γελάγαμε. Ευτυχώς που τα πέρασα σε ηλικία 20 ετών και δε με «τσούξανε» τόσο. (εδώ)

- ΕΜΕΙΣ ΞΕΡΑΜΕ ΤΟΝ ΠΟΥΤΣΟΠΝΙΧΤΗ ΤΩΡΑ ΜΑΣ ΠΡΟΕΚΥΨΕ ΚΑΙ ΠΟΥΤΣΟΠΝΙΧΤΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑ..ΟΚ..ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΦΕΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ ,,ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΤΟ ΛΑΜΟΓΙΟ ;ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΚΑΙ ΠΟΥΤΣΟΠΝΙΧΤΗΣ..
(εκεί)

- κομπλεξικε πουτσοπνιχτη κλαψεεεεεεεεεεεε..γαμω το σπιτι σου παλιοπουσταρα..Υ.Γ τα παραπανω τα εγραψα για να σε επιβεβαιωσω μωρη αχορταγη χυσορουφηχτρα..συνεχισε τωρα την κλαψομουνιαση..σε επανασυνδεω με την καραπουτσακλαρα μου,μεχρι να βρεις το θαρρος να ερθεις να μου κλαφτεις μπροστα μου παλιοπεοεπαιτη..
(παραπέρα)

- Το πορτραιτο του Ντοριαν Πεη, Το ρέμα του Πουτσοπνιχτη, Στον Βόλο θα σε πάρω απ τον κώλο, Το σκληρό πουλί της νιότης
(τίτλοι κινηματογραφικών υπερπαραγωγώνε)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη εξαιρετικά κλασσική, χτυπάει κάμποσο.

Πρόκειται για το κατ' εξοχήν μπινελίκι που απευθύνεται σε κάποιον του οποίου οι ιδέες, τα λεγόμενα ή οι πράξεις προσήκουν σε ιδεολόγο ή δηλωμένο υποστηρικτή της χούντας της επταετίας. Αν και δικτατορίες είχαμε και παλιότερα σ' αυτόν τον ευλογημένο τόπο, η χούντα, όπως και το Κόμμα και η πρεσβεία, είναι μία, αυτή του '67-'74. Βεβαίως, το κράτος και ο μηχανισμός του κράτησε την απαιτούμενη συνέχεια των θεσμών, «σταθερότητα» στο νιούσπηκ, οπότε τα χουντόσκυλα έχουν ιδεολογική συγγένεια με τους υποστηρικτές παλαιότερων (και επερχόμενων) δικτατορικών καθεστώτων, αλλά δεν χαρακτηρίζονται έτσι γι αυτό.

  1. - Ό,τι και να λέτε, πάντως, ο Παπαδόπουλος, ο Μακαρέζος και όλοι, πέθαναν στην ψάθα, όχι σαν τους πολιντικάντηδες που έχουνε χεστεί στο τάλιρο.
    - Δε μας γαμάς ρε χουντόσκυλο και συ, που σας πήρανε οικογενειακώς μπάτσους το '71 και θα μας κάνεις και καθοδήγηση.

  2. - Γαμάει ο Ζαμπέτας ρε φίλε!
    - Τι να σου πω ρε συ, αυτόν και τ' άλλο το χουντόσκυλο τον Κωνσταντάρα δεν μπορώ να τους κρίνω αντικειμενικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εκτοξεύεται προβοκατόρικα σαν απαξιωτικός χαρακτηρισμός και ύβρη από εξωκοινοβουλευτικούς αριστερίζοντες και αναρχικούς κατά Κουκουέδων, που δρουν εναντίον τους σαν τραμπούκοι, τόσο κυριολεκτικά όσο και ιδεολογικά.

  2. Αυτός που είναι εξουσιοδοτημένος να περιφρουρεί τις πορείες που τυγχάνουν της υποστήριξης του ΚΚΕ. Το γεγονός πως το ΚΚΕ υπερηφανεύεται (σε βαθμό αυτοδιαφήμισης) για αυτήν την περιφρούρηση, είναι η καλύτερη απόδειξη για την αποτελεσματικότητά του, όπως κι ολόκληρου του υποστηρικτικού μηχανισμού.

Εννοείται, πως καμιά απ’ τις δυο εκδοχές δεν ανήκει στην επίσημη ορολογία του κόμματος.

1.i. Και να θυμάμαι τι ξύλο ρίχνανε οι κνιτόμπατσοι τη δεκαετία του '70-80 σε οποίον ξεμοναχιασμένο αναρχικό, ρηγά, τροτσκιστή η άλλο πετυχαίνανε, που αμφισβητούσε ότι η ΕΣΣΔ (μη χέσω) έχει σοσιαλισμό. Ρε πώς αλλάζουν οι καιροί, να λένε αντεπαναστάτη το ίνδαλμα τους το Μπρέζνιεφ και τ’ άλλα τομάρια του «υπαρκτού». (αγορασμένο)

ii. σε μιa διαδικτυακή συζήτηση, χρησιμοποίησα κι εγώ λίγο - πολύ αυτό το σχήμα για έναν χώρο που δεν «ξέρει» να διακρίνει στο εσωτερικό του «τα παιδιά των κασκόλ» από τους «ελεεινούς μαλάκες». Η απάντηση που δέχτηκα ήταν: «κνιτόμπατσε, θες να μας διαχωρίσεις σε καλούς και κακούς» κλπ - κλπ
(απ’ το δίχτυ).

iii. η ΠΚΣ θέλει να κάνουμε απλά μια εθιμοτυπική πορεία με μια μέρα μισο –«κατάληψη». ΠΑΝΤΑ ήταν ενάντια στο φοιτητικό κίνημα τώρα τι να λέμε ο Μάης/Ιούνης δεν είναι και μακριά. Γι’ αυτό και θέλει, όπως όλοι οι ρεφορμιστές, να διαβρώσουν το κίνημα από μέσα -μην ξεχνάμε πώς μπαχάλεψε το τελευταίο συντονιστικό- «ο ρεφορμισμός είναι η πολιτική αστυνομία της αστικής τάξης μέσα στο εργατικό κίνημα», ακόμα τον τρέμετε κνιτόμπατσε.
(απ’ το δίχτυ).

  1. - Αν θες ρε μάγκα τσαμπουκά πήγαινε να τον πουλήσεις σε κάνα μπάτσο ή το πολύ - πολύ σε κάνα κνιτόμπατσο, μη μας πρήζεις.
    (απ’ το δίχτυ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας, συγκεντρώνοντας και συμπληρώνοντας:

Η όρνιθα, η πουλάδα το μη πετάμενο πουλί κάποτε γενικευμένα οικόσιτο και νυν βιομηχανικά εκτρεφόμενο για τα αυγά και το κρέας του. Προέρχεται απ’ το θηλυκό του κοττός, κόττος που είναι ο κόκορας.

1α) (Όπως αναφέρεται και σε άλλο ορισμό) Υποτιμητικά σημαίνει τη γυναίκα την ανόητη/ελαφρόμυαλη, τη φλύαρη, την κουτσομπόλα, αυτήν που κακαρίζει διαρκώς με τις παρόμοιές της, που έχει γνώμη κι άποψη για όσα αφορούν τους άλλους γύρω της (ένα ακούει, δέκα καταλαβαίνει, εκατό διαδίδει), που χώνει τη μύτη της παντού. Σπάει νεύρα και πρήζει αρχίδια με την αδιακρισία και την σπανίως συγκαλυμμένη αγένειά της που τις εξασκεί δημόσια εκμεταλλευόμενη την ειδική μεταχείριση που απαιτεί λόγω της γυναικείας φύσης της.

Οι χώροι που συχνάζει (κομμωτήρια, στούντιο ομορφιάς, γυναικεία τμήματα γυμναστηρίων κτλ) αποκαλούνται απ’ τους άντρες - που τους αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι - κοτάδικα, κοτέτσια, κοτοπουλάδικα.

Επιπλέον, ακούγεται και το κοτοκαυγάς. Αν και πρόκειται για γυναικοκαυγά, η φάση δεν ξεφεύγει από το λεκτικό επίπεδο που όμως αφήνει άναυδους τους παρευρισκομένους άντρες για το ευφάνταστο των χαρακτηρισμών και το δριμύ των εκατέρωθεν επιθέσεων.

1β) Ως προς την περιγραφή: είναι η γυναίκα με την αναλογικά μακριά μύτη, μάτια μικρά με μικρή απόσταση μεταξύ τους, αραιά βλέφαρα και πόδια τσάκνα.

  1. Το δειλό άτομο, αυτός που κωλώνει. Είναι χειρότερο για έναν άντρα απ’ ότι για μια γυναίκα. Από αυτήν τη δειλία βγαίνουν και τα:

2α) κάθησε σαν κότα να..., που σημαίνει πως ο εν λόγω δεν αντέδρασε σε ό,τι κακό υπέστη. Κοινώς (νοηματικά): «Του την έφεραν από πίσω» για ό,τι κι αν έπαθε αν και μπορούσε να το είχε αποφύγει.

2β) οδηγεί/πηγαίνει σαν κότα (που αναφέρεται και σε άλλο ορισμό), που σημαίνει πως κάποιος οδηγεί υπερβολικά αργά και συνήθως στη μέση του δρόμου πρήζοντας τ’ αρχίδια όσων τον ακολουθούν χωρίς να μπορούν να προσπεράσουν (συνήθως, αλλά όχι μόνο, απευθύνεται σε γυναίκες οδηγούς – οπότε γίνονται αντιληπτές κι από τον ουραγό).

Αν μιλάμε για το περπάτημα κάποιας, τότε αυτή συνήθως έχει ευτραφή πισινό που τον λικνίζει κοτίσια, (μέχρις εδώ τίποτε το ιδιαίτερα σλαγκικό κατά την ταπεινή μου γνώμη).

γ) κι ο υπερθετικά μειωτικός κότα λειράτη/ με λειρί, για το χέστη άντρα (όπως αναφέρεται και σε άλλον ορισμό).

  1. Κατά Πετρόπουλο:

3α) η πουτάνα (σχετικό 2α) και

3β) ο επί χρήμασιν εκδιδόμενος κρατούμενος, που όμως σχεδόν ποτέ δεν ταυτίζεται με τον κίναιδο.

  1. Σκωπτικά δικέφαλη κότα του Βορρά είναι ο ΠΑΟΚ ενώ δικέφαλη κότα του Νότου αποκαλείται η ΑΕΚ λόγω των εμβλημάτων τους (δικέφαλοι αετοί) όπως βεβαιώνει κι από ‘δω ο Khan.

Για την πληρότητα του λήμματος και μόνον (εξού και παραθέτω επιλεκτικά παραδείγματα), αναφέρω τις γνωστότατες εκφράσεις θεωρώντας σαν πλέον πρέπον να ξεκινήσω απ’ το:

  1. Το ξέρουν κι οι κότες: Το ξέρουν οι πάντες όλοι, το ξέρει κι η κουτσή Μαρίκα.

  2. Να φαν κι οι κότες: Για κάτι που είναι μπόλικο/περισσεύει/αφθονεί.

  3. Κοιμάται με τις κότες: Για κάποιον που κοιμάται πολύ νωρίς, που δεν ξέρει να γλεντάει, που ‘ναι ξενέρωτος (σε βουκολικά περιβάλλοντα έπαιζε και το κοιμάται με τα ‘ρνίθια).

  4. Δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα: Για κάποιον που είναι παντελώς άπειρος/αδαής/άβγαλτος/βλάκας, που δεν ξέρει τι του γίνεται.

  5. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες: Παροιμία που αναφέρεται σε όσους φεσώνονται τις συνέπειες των παράνομων πράξεων ή των ύποπτων δοσοληψιών τους συναναστρεφόμενοι άτομα που δεν είναι και πολύ σόι. Πάνω-κάτω συνώνυμο των ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.

  6. (Τα περνώ) ζωή και κότα: Τα περνάω γαμάτα, άνετα, δίχως έννοιες κι οικονομικές σκοτούρες.

  7. Αλλού τα κακαρίσματα, κι αλλού γεννούν οι κότες: Που σημαίνει πως αναπάντεχα, από αλλού περιμέναμε κάτι (συνήθως καλό) κι απ’ αλλού μας ήρθε, οπότε αν κι οι ελπίδες μας διαψεύστηκαν, δεν μείναμε τελείως απογοητευμένοι αν και τα αισθήματα προς στιγμήν, δεν ήταν ξεκάθαρα.

  8. Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;: Μοιάζει λούπα και λέγεται:

α) όταν δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη σε κάποιο δίλημμα,
β) πειρακτικά σε μπόμπιρες για να τους μπερδέψουμε, με τη μορφή «Ποιος γεννήθηκε πιο πρώτα; Το αυγό ή η κότα;»,
γ) επίσης αποτελεί και ένα είδος γείωσης με σκοπό το τέλος μιας συζήτησης μεταξύ ατόμων που λογομαχούν έντονα χωρίς να διαφωνούν ριζικά, περιγράφοντας μια σύνθετη κατάσταση που επηρεάζεται από αλληλεξαρτώμενους παράγοντες δίνοντας τους διαφορετικό βάρος ο καθένας ανάλογα από πια μεριά βλέπει τα πράγματα. (Παρεμπιπτόντως, η επιστήμη απεφάνθη πρόσφατα, υπέρ της κότας).

  1. Η παλιά/γριά κότα έχει το ζουμί: Υπονοούνται οι πεπειραμένες σεξουαλικά -το πολύ- πενηντάρες σε σχέση με τις ντεμέκ άπειρες, φρέσκιες εικοσάρες, λέγεται (από τις θιγμένες ή όσους δεν έχουν πέραση στις νεαρές ηλικίες) όταν κάποιος πιπινογάμης αμφισβητεί τις χάρες ή το αξιόγαμον των ωριμοτέρων και πιο πεπειραμένων γυναικών. Κατά μία έννοια είναι συνώνυμο του «ο παλιός είν’ αλλιώς. Γεγονός είναι πως άμα το πέρας της εμμηνόπαυσης, σε πολλές καλοστεκούμενες ανοίγει η όρεξη για κοκό και το διεκδικούν με σχετική λαιμαργία αναντίστοιχη του παρελθόντος τους.

  2. (Δεν σφάζουν την) κότα που κάνει τα χρυσά τ’ αυγά: Συνήθως αναφέρεται για τον εργατικό και παραγωγικό υπάλληλο και γενικά γι’ αυτόν που μας προσφέρει/τα φέρνει και πρέπει να τον φροντίζουμε για να μη μας φύγει. Κατά μια έννοια είναι συνώνυμο των: «Δεν χέζεις εκεί που τρως», «Δεν κατουράς εκεί που πίνεις», «Δε δαγκώνεις το χέρι που σου δίνει να φας».

  3. Η κότα σκαλίζοντας/σγκαρλίζοντας το μάτι της θα βγάλει: Λέγεται γι’ όσους μόνοι τους κάνουν κακό στον εαυτό τους, παρόμοιο με το «Με τα χεράκια μου, βγάζω τα ματάκια μου» και σαν φοβέρα με παρόμοια σημασία με το 9.

Εντελώς παραπεμπτικά:

  1. Αλανιάρα κότα: Η κότα ελευθέρας βοσκής, κλάσεις ανώτερη απ’ τις συνηθισμένες του εμπορίου αλλά κι η πουτάνα (σχετ. 3).

  2. Το (και γαμώ) πιθανώς ομόρριζο κοτάω: τολμώ, έχω θάρρος/κότσια (βλ το σχόλιο του Hank).

1α) - Θα ‘ρθεις να με πάρεις;
- Εγώ στο κοτέτσι δε σκάω μύτη να χτυπιέσαι από κάτω.
- Κοτέτσι το σπίτι της Κούλας;
- Μη με τσιγκλάς, γιατί της τα ‘χω μαζεμένα της κοτάρας της ξαδέρφης σου.
- Μα..
- Μαμούνια!! Κι αν κοτήσει να ξαναβάλει στο στόμα της τα καρντάσια μου και τη δουλειά τους θα ‘ρθώ να της ξηγήσω τ’ όνειρο αυτοπροσώπως να της πεις. Και για μένα μόκο. Γκέγκε;

1β) «Ας μην ήταν ταλεντάρα και σου ‘λεγα εγώ τι θα ‘τανε η Μέρυλ μ’ αυτήν την κοτίσια φάτσα που ‘χει».

2α). «Καλά μωρή, κάθισες σα κότα και σου χρέωσαν 200ευρώπουλα για μια σκιτζοδουλειά;»

2β). «Κάνε άκρη μωρή κότα που μου σέρνεσαι με 40 σα να ‘σαι μόνος σου στο δρόμο!! Νύχτα το πήρες ρε; Γαμώ τα διπλώματα σας, γαμώ!! Σιχτίρ!! Με γκάστρωσε ο πούστης τόση ώρα.»

2γ). «..Φωτογράφιζες άτομα χωρίς ν’ αναφέρεις ονόματα γιατί είσαι κότα λειράτη. Εάν ήσουν μάγκας μ’ αρχίδια θα ‘βαζες και τα’ όνομά σου από κάτω παλιοσουπιά!!..»

3β. ΑΣΠΡΑ ΜΟΥΡΑ, ΜΑΥΡΑ ΜΟΥΡΑ.
Μουρμούρικο - Ζεϊμπέκικο του τεκέ (1900-1910)

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, είσαι μια παλιοχαμούρα.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοχασίκλα.

Βρε, άσπρες κότες, μαύρες κότες,
βρε, όλοι άντρες γενίκανε κοκότες.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοκατσίκα.

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, μας την έσκασ’ η χαμούρα.

4α). «Ναι ιδρώσανε τα πιτσιρίκια από τις ακαδημίες του Αίαντα να λυγίσουν την δικέφαλη κότα του βορρά. Άντε και στα play off για το επόμενο σας πήδημα. Φέτος σας τελείωσαν τα λεφτά, βλέπω το Ζαγοράκη να κάνει πιάτσα για να πληρώσει τα συμβόλαια των παικτών…» (αγορασμένο)

4β) Η προϊστορία είναι με το μέρος του ΑΡΗ στις εντός έδρας αναμετρήσεις του με την δικέφαλη κότα του νότου (20 νίκες, 14, ισοπαλίες, 12 ήττες), όμως τελευταί εντός έδρας νίκη σημειώθηκε το 1999.

  1. «Βάλανε και το Γιωργάκη που δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα στα οικονομικά να κάνει κουμάντο την εταιρεία κι ύστερα κλαίγονται που πήγε άπατη».

12γ). - Πώς να πάμε μπροστά αν ο κάθε υπάλληλος τα ξύνει με μπλακεντέκερ και σταματά μόνο για να τ’ αρπάξει με το κουλό επειδή χτύπησε ένα εθνόσημο;
- Ο διεφθαρμένος πούθε ξεφύτρωσε; Απλά, βρίσκει και κάνει. Κι ο προϊστάμενός του τι; Της ψωλής του το χαβά;
- Κι οι δυο τους είναι κομματόσκυλα που τους έχωσαν απ’ το παράθυρο οι γαμημένοι πολιτικοί για ν’ αρπάξουν ψήφους και μαύρο χρήμα.
- Ας μη τους ψήφιζαν τότε!
- Πας καλά; Ποιοι; Ο προϊστάμενος, ο υπάλληλος, τα σόγια τους και τα λοιπά λαμόγια; Μα όλοι είναι διαπλεκόμενοι, γι’ αυτό τους έβγαλαν!!
- Τελικά θ’ αποφασίσεις; Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified