Further tags

Η φανατική οπαδός του Σάκη Ρουβά. Είναι αυτή που ουρλιάζει «Σάκηηηη!!!!» σε κατάσταση υστερίας, όταν αυτός βγαίνει στη σκηνή και αρχίζει τα στριφογυριστά του. Αν και η κατάληξη -ίτσα υποδηλώνει μικρή ηλικία, ωστόσο οι ρουβίτσες ανήκουν σε όλα τα ηλικιακά στρώματα, γεγονός που αποτελεί σαφή ένδειξη της γενικότερης παρακμής στον χώρο των τεχνών και του πολιτισμού...

  1. (από το myWorld.gr)
    «Μία από τις πιο όμορφες στιγμές ήταν όταν τον πλησίασε μια μικρή «ρουβίτσα», που τυχαία περνούσε έξω από το κλαμπ με τη μαμά της και φυσικά εκείνος έσκυψε και τη φίλησε.»

  2. (από forum)
    «Ρε παιδιά τώρα που το σκέφτομαι, προτιμάτε το παιδί σας ρουβίτσα ή emo; εγώ χαλαρά emo!!!!»

  3. (από www.exedrasports.gr)
    «Μάλιστα, όταν τον είδε ο Ιγκόρ Σιμπνιέφσκι ξετρελάθηκε περισσότερο και από «Ρουβίτσα» που ουρλιάζει μπρος στο δερμάτινο παντελόνι του Sakis.»

(από Khan, 25/05/14)(από Khan, 09/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μπάμπης μας πληροφορεί ότι η πουτάνα ετυμολογείται εκ του λατινικού putidus, τουτέστιν: σάπιος, ρυπαρός και δύσοσμος.

Πριν όμως οι Λατίνοι ανακαλύψουν τις μαράκες, στα μέρη μας η εταίρα Φρύνη προσέφερε δωρεάν φραπέ στο Διογένη επειδή θαύμαζε το μυαλό του, η δε ιερόδουλη Διοτίμα έδινε τον απόλυτο ορισμό του έρωτα στο κάθε άλλο παρά πλατωνικό Συμπόσιο.

Βρωμιάρες λοιπόν ή καθαρές, αγαπάμε πουτανίτσες και ξέρουμε και να τις στολίζουμε:

  1. αδερφή του ελέους
  2. αδήλωτη
  3. ακουσμένη
  4. ακριβοπουτάνα
  5. αλανιάρα
  6. αλητόμουνο
  7. αμαρτωλή
  8. αμαρτωλό
  9. ἀνασεισίφαλλος
  10. απ’ αυτές
  11. αρτίστα
  12. αρχιπουτάνα
  13. αρχιπουτανάρα
  14. αρχιπούτανος
  15. ατιμασμένη
  16. αὐλητρὶς
  17. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  18. βακέττα
  19. βιζιτού
  20. γεβεντισμένη
  21. γελασμένη
  22. γιαουρτομούνα
  23. γκαζοχωρίτισσα
  24. γκομενοφάση
  25. γκουφουέ
  26. γκοντώστρα
  27. γυναίκα της περιπατητικής σχολής
  28. γυναίκα του δρόμου
  29. γυναίκα του ημίκοσμου
  30. δηλωμένη
  31. δημόσια
  32. δημόσιο
  33. διαβολογητεύτρα
  34. δρομάς
  35. εκδιδόμενη
  36. ελευθεριάζουσα
  37. ελευθέρων ηθών
  38. επαγγελματίας
  39. επιλήψιμου διαγωγής
  40. έπιπλο
  41. e-πούτανος
  42. εργαζόμουνα
  43. έσκορτ
  44. εσκορτίδιο
  45. εταίρα
  46. ζιγκολέτ
  47. η Άντα που κάνει τα πάντα
  48. η Λόλα που τα κάνει όλα
  49. ημιπαρθένος
  50. Θαΐς
  51. ιερόδουλος
  52. ἱπποπόρνος
  53. καθαρή
  54. καλοπλυμένη
  55. καλντεριμιτζού
  56. καλντερίμω
  57. καλτάκα
  58. καμπαρετζού
  59. καρακαλτάκα
  60. καρακαχπές
  61. καραμουτζού
  62. καραμπιτσαριώ
  63. καραπουτάνα
  64. καραπουτανάρα
  65. καραπουταναριό
  66. καραπούτανος
  67. καραρουσπού
  68. καριόλα
  69. καριολάϊν
  70. καριολίνα
  71. καριολοτσιμπουκογλείφτρα
  72. κασαλβάς
  73. κασσωρίς
  74. καταπιοσπερμιόλα
  75. καχπές
  76. κικαρού
  77. κοινή
  78. κοκότα
  79. κομμώτρια
  80. κοντοπούτανος
  81. κορίτσι
  82. κορίτσι της χαράς
  83. κορίτσι για σπίτι
  84. κότα
  85. κουβεντιασμένη
  86. κουνίστρα
  87. κουρκουλετζού
  88. κουρτεζάνα
  89. κόφα
  90. κούρβα
  91. κουφάλα
  92. κρυφή
  93. κρυφοπουτάνα
  94. κρυφοπούτανος
  95. κυρία Καριολίδου
  96. κωλοκουνίστρα
  97. κωλοπετσωμένη
  98. Λαΐς
  99. Λάουρα
  100. λεγάμενη
  101. λεγόμενη
  102. λεωφόρος
  103. λικνιτζού
  104. λινάτσα
  105. λουλούδα
  106. Λυδία
  107. Μαγδαληνή
  108. μαντενούδα
  109. μαντετούτα
  110. μαντινούδα
  111. μαντιτούτα
  112. μαντονέτα
  113. μεγαλοκυρά
  114. μεσσαλίνα
  115. μετρέσα
  116. μιαμόρ
  117. μιξοπαρθένα
  118. μισοπαρθένα
  119. μισότριβη
  120. μοντέλο
  121. μορόζα
  122. μουνόσκυλο
  123. νανά
  124. νίτσα
  125. ντάνα
  126. ντροπιασμένη
  127. νυχτολουλούδα
  128. νυχτοπόρτισα
  129. ξεβγαλμένη
  130. ξεκωλιάρα
  131. ξέκωλο
  132. ξεκωλοπουτανόμουνο
  133. ξελόντζα
  134. ξεμπούρδελο
  135. ξεπατωμένη
  136. ξεσκισμένη
  137. ξετσίπωτη
  138. ξεψώλι
  139. όργανο ηδονής
  140. παλιογύναικο
  141. παλιοθήλυκο
  142. παλιοκόριτσο
  143. παλιοσκρόφα
  144. παλλακίδα
  145. παλλακίς
  146. πάνδημος
  147. παξιμάδα
  148. παξιμαδοκλέφτρα
  149. παπαδοξηλώτρα
  150. παξιμάδω
  151. παραστρατημένη
  152. παρδαλή
  153. πασιπόρνη
  154. παστρικιά
  155. πατσαβούρα
  156. πεταλούδα
  157. πεταλούδα της νύχτας
  158. πηδιόλα
  159. πινεζοπούτανο
  160. πλανεμένη
  161. πλύμα
  162. πολιτική
  163. πολιτικιά
  164. πομπεμένη
  165. πόπη
  166. πόρνη
  167. πόρνη πολυτελείας
  168. πορνίδιο
  169. ποττάνα
  170. πουλημένη
  171. πουσουέ
  172. πουτανάκι
  173. πουταναριό
  174. πουτανέλι
  175. πουτανίδιον
  176. πουτανικός
  177. πουτανίτσα
  178. πουτάννα
  179. πουτανοθήλυκο
  180. πουτανοθήλυκο του ανέμου
  181. πούτανος
  182. πουτανογκαβλιάρα
  183. πουτανόθρεμμα
  184. πουτολένη
  185. πουτσαρπάχτρα
  186. πουτσοπόρνη
  187. πουττάνα
  188. putz Frau
  189. πτωχελένη
  190. πωροπούτανο
  191. ρουσπού
  192. ρουφιάνα
  193. σιφιλιάρα
  194. σκεύος ηδονής
  195. σκρόφα
  196. σκύλα
  197. σκύλλη
  198. σοκακού
  199. σουρλουλού
  200. σουρτούκω
  201. σπιτικιά
  202. σπιτωμένη
  203. συνοδός
  204. τάνα
  205. την έχει καπατμά
  206. της αρέσουν τα ξινά
  207. του γλυκού νερού
  208. του δρόμου
  209. τουρίστρια
  210. τραμπαλέτα
  211. τροτέζα
  212. τρύπερ
  213. τσαπερδόνα
  214. τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα
  215. τσούλα
  216. τσουλάκι
  217. τσουλί
  218. φακλάνα
  219. φθηνή γυναίκα
  220. φραπεδιάρα
  221. Φρύνη
  222. φτηνή πουτάνα
  223. φτηνοπουτάνα
  224. χαζοπουτάνα
  225. χαμαιτύπη
  226. χαμούρα
  227. χανιώλα
  228. χαλκιδῖτις
  229. χαρχάλα
  230. χορεύτρια
  231. χορηγούμενη
  232. χωνί
  233. ψυχικάρα
  234. ψυχοπουτάνα
  235. ψωλαρπάχτρα
  236. ψωλομαζεύτρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά σημαίνει το θηλυκό, τη γυναίκα, την ηρακλιά. Ευτυχώς ετυμολογήθηκε από τη ρομανί (βλ. λήμμα Πονηρόσκυλου: <rakli, rakhli = κοπέλα, κορίτσι, κόρη – ξένη, όχι Ρομ στην καταγωγή· η Ρομ κοπέλα είναι čhaj) κι έτσι δεν χρειάζεται να κάνουμε πορτοκαλιστικές παπαρετυμολογίες από τον ήρωα Ηρακλή.

Όπως ο Ηλίας Πετρόπουλος που περιέχει μια ενδιαφέρουσα γιαλομιά στην α΄ έκδοση των Καλιαρντών (1971), αναφερόμενος σε φοβία (εννοείται των ομοφυλόφιλων προς τις γυναίκες στις οποίες αποδίδουν τα ονόματα ηρακλιά, ηρακλωτό, ηράκλω) ή και σε ειρωνεία.

Έτσι μπήκα στο μουτζότσαρδο [...] κάθησα στη μολτοκαθίστρα και άβελα μαρμαρού το ηρακλωτό... Βγήκε η Μίλα η Ρωσίδα ξανθιά με ωραίο baby doll και λυγερή κίνηση. (Από κριτική στο Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που έχει σεξουαλικές σχέσεις με πάρα πολλούς άντρες. Πρόκειται για κάτι σαν ψωλαποθήκη, μόνο που όχι μόνο αποθηκεύει τις ψωλές, αλλά είναι και φύλακάς τους, βγάζοντας και κάτι το κυριαρχικό επί των ψωλών. Ας πούμε, ένα είδος φαροφύλακα που οργανώνει τα καράβια που σέρνει το μουνί της.

Πρόκειται για μια από τις προσφιλείς λέξεις του Μάκη Τσίτα, του οποίου το έργο Μάρτυς μου ο Θεός (Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014) έχει μεγάλη σλανγκική σημασία, καθώς, όπως παρατηρεί ο Φοίβος Δεληβοριάς, είναι ένα από τα πρώτα λογοτεχνήματα που έχουν γραφτεί σχεδόν σαν να είναι παραθέσεις ποσταρισμάτων μιας τρολοπερσόνας στο Φέισμπουκ, μόνο που ο αφηγητής είναι ένας εξωδιαδικτυακός τρολός, που δεν παύει όμως να τρολάρει και να αυτοτρολάρεται ασύστολα, δείχνοντας έτσι κρυμμένες αλήθειες της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και ανοίγοντας πιθανόν τον δρόμο για ένα νέο είδος τρολογοτεχνίας (το επόμενο στάδιο μετά τη μπλογοτεχνία). Το έργο είναι ασφαλώς σλανγκοπεριβόλι, αν και οι πολλές σλανγκιές του υπάρχουν ήδη στο σάη μας.

  1. Σκέφτομαι πως αν η Ευμορφία και η Ρωρώ αποφασίσουν κάποια στιγμή να γίνουν πλούσιες, θα τα καταφέρουν μια χαρά. Η πρώτη θα μπορούσε να βρει καμιά δεκαριά μαλάκες παύλα θύματα σαν κι εμένα. Η δεύτερη εάν είχε φάρο σε ένα ακρωτήρι κι έβαζε ανακοίνωση στον Τύπο που να λέει ότι από την τάδε μέχρι την τάδε ημερομηνία μπορείτε να 'ρθείτε να με πηδήξετε, θα έβλεπες κάθε μέρα απ' έξω να συνωστίζονται βάρκες, βαρκούλες, καίκια, κρουαζιερόπλοια στη σειρά. Θα τους έδινε και στίγμα ναυτιλιακό. Αυτή είναι γεννημένη για ψωλοφύλακας. Θέλει να καταμετρήσει τις αντρικές αντοχές. Αναλυτικώς. (Μάκης Τσίτας, Μάρτυς μου ο Θεός, Αθήνα: εκδ. Κίχλη, 2013, σ. 198).
  2. Ο Χρυσοβαλάντης, για να υπάρξει, σιχαίνεται τους Πακιστανούς, τα «πορνώδη γερόντια», τις λεσβίες, τους Αλβανούς, τους Ρώσους, τα κυκλώματα, τους μασόνους, τους άθεους, τους συναδέλφους του, τις γυναίκες-«ψωλοφύλακες», τις τράπεζες, τα ριάλιτι, τους πουλημένους δημοσιογράφους. (Φοίβος Δεληβοριάς για Μάκη Τσίτα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύφος χώστρας

Είναι αυτή που τα χώνει, χωρίς να μασά τα λόγια της. Ο θηλυκός μάγκας που ξεσπαθώνει και απειλεί το φαλλοκρατικό δικαίωμα της αντιμιλιάς και του τελευταίου λόγου (του άντρα του πολλά βαρύ που το κέφι του θα κάνει και θα πει και μια κουβέντα παραπάνω, βρε αδέρφι, αυτού που από την κοινωνία αναμένεται να είναι χώστης κι αυτός αλλά μόνον αυτός ρυθμιστής της συμπεριφοράς ασκώντας μέσα από το χώσιμο κοινωνικό έλεγχο). Είναι ανώτερη της γλωσσούς, κινείται βέβαια στο ίδιο μήκος κύματος, γιατί και άποψη έχει και μπορεί να κλείσει μια κουβέντα με το δικό της λόγο ως τελευταίο με επιχειρήματα που βαρούν κατά θανάτου, βροντερά που στήνουν στον τοίχο αυτόν με τον οποίο τα βάζει/ έχει τη λογομαχία.Τα λέει τσεκουράτα, έξω από τα δόντια και τα χώνει αδρά χωρίς αβρότητες, λεπτότητες ή τακτ. Η ειλικρίνειά της αγγίζει τα όρια της ωμότητας, αφοπλίζοντας φίλους κι εχθρούς που θα βρεθούν στο πέρασμα της ορμητικής της λάβας: ειδικά όταν είναι οργισμένη κινδυνεύουν με φωτιά τα παντζάκια τους. Χτυπάει όποιον βρει, όπου βρει ως παρενέργεια που έχει πάνω της η τρομερή άτις. Σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να πάρει και τη μορφή της Δευτέρας Παρουσίας της ίδιας κι αυτό προκρίνεται από το βαθμό στην κλίμακα οργής που κατέχει στην εκάστοτε περίπτωση. Η χώστρα τα χώνει έχοντας ισχυρό εφαλτήριο. Κάποιο περιστατικό που τη θίγει προσωπικά, στην ευαίσθητη τιμή της, δεν είναι ένα τσουτσέκι που απλώς τη λέει, όπως μπορεί να είναι η γλωσσού. Είναι άτομο υψηλού ηθικού φρονήματος, τιμιότητας και τιμά τα παντελόνια που φορεί όσον αφορά στην επαναφορά της τάξης από την ξεστρατιθείσα γνώμη αυτού που της άναψε φωτιές. Ο απώτερος στόχος του χωσίματός της δεν είναι απλώς το ξεφτιλίκι, αλλά μια πρόκληση υπέρβασης ορίων προς το καλύτερο γι' αυτόν που το δέχεται. Στήνει απέναντί του τον καθρέφτη των αδυναμιών του και αυτές υποδεικνύει προς βελτίωση, αλλαγή, εξάλειψη. Ηθικοπλαστική, με ηθικά διδάγματα γνώμη κυρηγμάτων επί της ουσίας, ο λόγος της. Αλλιώς και άγγελος τιμωρός.


-... Και τότε του είπα πως όταν λογοδοτήσει για τη ζωή του τί θα έχει να πει όταν θα παραδίδει την ψυχή του; Πως έφυγε όπως ήρθε, του κουτιού! Με τη ζελατίνα του ανέγγιγη. Το μόνο που έχει να πει, συνοψίζεται σε 5 λέξεις: Πιπί, κακά, μαμ, σεξ και νάνι! Κουραδομηχανή και τίποτε άλλο... Και για το μόνο που μπορεί να παινευτείς είναι για το ότι σαν αποτυχημένος ήταν πολύ πετυχημένος!
- Πω... Κι αυτός τί σού' πε;
- Τίποτα... Τί να μου πει.. (μορφασμός με συνοφρυωμένη κλαψομούνικη έκφραση και χείλη ελαφρώς ανοιγμένα, στρόγγυλα σε θέση "Ουουου") Καθόταν και με κοίταζε... Σαν το κλαμμένο μουν!...
- Ε, μα! Είσαι κι εσύ... Τα χώνεις γερά...
- Τί να πω... Είμαι κι εγώ... Χώστρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που έχει πολύ κιτς εμφάνιση, που βγάζει μια τρασαδούρα, μια τρασίλα, που έχει kitsch value (για την ετυμολογία του kitsch δες εδώ, φαίνεται ότι κυριολεκτικά σημαίνει σκουπίδι, τρασιά), που είναι σκουπίδω, καγκουρογκόμενα, καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι. Βεβαίως στη μεταμοντέρνα εποχή που ζούμε και δη στο λούμπεν ελληναριάτο, υπάρχουν πολλοί τρασοκαβλιάρηδες εκεί έξω που ποθούν τις κιτσογκόμενες.

  1. έπαιζε η Ρωσσο-κουβαρίστρα! Τι μαλλί είναι αυτό ρε 'σεις! Πως μπορείτε και την πηδάτε με αυτή την καούκα! Έλεος! Όσο την βλέπω τόσο με γυρίζουν τα μυαλά! Κιτσογκόμενα ολκής! Μαλλί ''περοκέ'' ξανθό τύπου μουλινές, μπότες ΠΑΝΩ από το γόνατο, λίγα περιτά κιλά και καλές καμπύλες, ύψος 1,65, αλλά ... πολύ καρακιτσαριό ρε γαμώτο! (Από μπουρδελοσάιτ).
  2. Άμα κάποιον νιώθεις να τον αγαπάς, είσαι κιτσογκόμενα, από αυτές που τρέχουν από πίσω τους και κάνουν διάφορα κουλά; (Αλλού στο Νέτι).
  3. αν με ρωτας προσωπικα και πιο γενικα, επειδη τις γυναικες τις κοιταω συνολικα, ασχημη ειναι και η βατραχομούρα, ασχημη ειναι και η αλλη με τα χαλια δοντια δε μπα να ειναι και μούναρος στο σωμα, ασχημη ειναι και η βλαχάρα κιτσογκομενα που δεν την παρουσιαζα με τιποτα ως κοπελα μου σε γνωστους και φιλους, ασχημες ειναι και κατι τυπισες με φυσιολογικο βαρος αλλα εντελως ασουλουπωτα σωματα και ποδια. (Τις χοντρές τις γαμάτε;).
  4. θά'θελα νά'μουν 25 και ας με λέγαν κάγκουρα, κιτσογκόμενα και ότι άλλο κοσμητικό θέλετε. (Εδώ).
  5. ΞΕΧΑΣΕΣ ΤΗΝ ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΚΑΔΕΝΑ ΣΤΟ ΣΤΕΡΝΟ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΑΣ ΜΗΝ ΑΝΟΙΞΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ "ΚΙΤΣΟΓΚΟΜΕΝΑ- ΚΑΓΚΟΥΡΟΓΚΟΜΕΝΑ. (Έλενα Παπαρίζου. Η καρδιά σου πέτρα).

Σκηνή από το αρρωστούργημα της Λένας Kitshοπούλου με θέμα τον Αθανάσιο Διάκο

Εναλλακτικώς, πλην με συναφή σημασία, είναι η τράτζικ γκόμενα του Κίτσου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γκόμενα που, κατά την διάρκεια της σχέσης της με τον άντρα των ονείρων της, τον βλέπει μια μέρα να φεύγει μακριά της στο εικονικό μέτωπο που λέγεται φανταριλίκι. Η φανταρογκόμενα βασικά πήζει όσο κι ο φαντάρος (λέμε τώρα...), όχι επειδή είναι μόνη, να μην τα παραλέμε, αλλά επειδή κάθε μα κάθε που ο φαντάρος παίρνει άδεια, πρέπει να υφίσταται έστω και για λιγουλινάκι τον πόνο του και να κάνει τουμπεκί ακούγοντας όλες αυτές τις συνήθως, αλλά ευτυχώς όχι πάντα, θεοβάρετες ιστορίες (κάτι χειρότερο από το ποδόσφαιρο) γιατί τον αγαπάει -ή επειδή έτσι πρέπει να δείχνει.

Έχουν γίνει πολλά φριχτά κατά τις μεγάλες αυτές στιγμές. Έχουν αποφασίσει φανταρογκόμενες να τον χωρίσουν επειδή είναι ευκαιρία (!). Άλλες έχουν παραπλανηθεί από την απουσία και έχουν πιστέψει ότι πράγματι τον θέλανε πάντα και ότι οι εκάστοτε αμφιβολίες τους ήταν παραμύθια -και τελικά ο οριστικός χωρισμός λαμβάνει χώρα άμα τη απολύσει του φαντάρου ή λίγο πιο μετά.

Άλλες όμως στενάζουν πραγματικά που δεν τον έχουν κοντά τους και δεν χάνουν επισκεπτήριο για επισκεπτήριο, περιμένουν στα αεροδρόμια και στα λιμάνια, είναι κρεμασμένες από το τηλέφωνο, θα του δώσουν και μπόλικα τηλεφωνικά γαμήσια να τον στείλουν στα ουράνια...

Όλ' αυτά χωρίς να μπούμε στις λεπτομέρειες της αντίθετης πλευράς (την ανακούφιση του φαντάρου που επιτέλους δεν θα την ξαναδεί για ένα διάστημα, ή αντίθετα τον πόνο του που δεν θα την ξαναδεί σύντομα, την ανακάλυψή του ότι υπάρχουν και οι πουτάνες, την ανακάλυψή του ότι υπάρχουν και οι τουρίστριες, την ανακάλυψή του ότι υπάρχουν και οι άντρες, κλπκλπκλπ)

Η διαφορά μεταξύ φανταρογκόμενας και φαντάρου δεν είναι απλώς το ότι αυτός τραβάει άλλο ζόρι από αυτήν, είναι και το ότι αυτός μια φορά θα πάει, ενώ αυτή μπορεί να το ζήσει πολλές φορές το σενάριο αυτό. Είναι βέβαια σημαντικό για το σιβί σου να έχεις διατελέσει φανταρογκόμενα, είναι εμπειρία που συγγενεύει από μακριά με αυτή του φαντάρου, είναι ρε παιδί μου σα να τον έχεις τον άλλον στη φυλακή ή στο νοσοκομείο, ή για να το πω πιο ζεστά: σα να τον έχεις παιδί σου -και η σχέση παίρνει άλλο χρώμα, και κει οφείλεις να δεις τι νιώθεις γι' αυτόν τον καψερό.

Αρκεί να σου αρέσει αυτό που θα ανακαλύψειςςςςς...

- Πόσες φορές έχεις κάνει φανταρογκόμενα;
- Τρεις...
- Όχι ρε πούστη! Εγώ μία και τά 'χα φτύσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βούρλο ονομάζονταν παλαιότερα πριν το Β'ΠΠ και η γυναίκα ιερόδουλος η οποία θεωρούνταν πολύ χαζή. Η ονομασία συνδέονταν με το Μέγα-Πορνείο των Βούρλων που υπήρχε στον Πειραιά (Δραπετσώνα). Πιθανόν επίσης βούρλο να ονομάζονταν κόρες αυστηρών οικογενειών οι οποίες έχασαν την τιμή τους εκτός γάμου και οι "γονείς" τους τις έστειλαν να δουλέψουν στα Βούρλα. Υπάρχουν υποψίες ότι αυτό πράγματι είχε συμβεί αρκετές φορές.

.

Η έκφραση "άντε ρε βούρλο" είναι υποτιμητική και προέρχεται από τα πιοπάνω λήμματα ή ειδικότερα την τραγική κατάσταση μιας ιερόδουλης στο πορνείο των Βούρλων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκδοχή της κοινής πουτάνας.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου εκ του λάτιν putidus (σάπιο, ρυπαρό και δύσοσμο).

Βλ. και πουτί.

Τότε, και ενώ η Υβόννη εψιθύριζε: « Καλά να πάθης, πούτα... », η Έθελ, µη δυναµένη να αναµείνη ούτε ένα λεπτόν, έθεσε τήν δεξιάν της χείρα εις τό αιδοίον της και, στηριζοµένη µόνον µε τήν αριστεράν επί τού πάγκου, ήρχισε να τό τρίβη γρήγορα, εις τήν θέσιν που ευρίσκετο, ώστε να προκαλέση τουλάχιστον µόνη της, διά τού αυνανισµού, τόν οργασµόν.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα, που είτε συχνάζει είτε όχι στην περιοχή απ' όπου προέρχεται κ το λήμμα (Μπουρνάζι), φέρει τα εξής χαρακτηριστικά: μαλλί ντεκαπαρισμένο ως τη ρίζα, μακιγιάζ σαν τσίρκο του Πεκίνου (π.χ. φούξια κραγιόν, φιστικί σκιά), στράπλες ή τιραντέ τοπάκι για προφανή επίδειξη του (μεγάλου ή άνω του μετρίου συνήθως) μπούστου, φουστίτσα σούπερ-μίνι ή οποιοσδήποτε άλλος κακόγουστος συνδυασμός (π.χ. σορτσάκι γυναικείο με μπότα, καλσόν χοντρό με γόβα-στιλέτο), καθώς και αξεσουάρ που σε λάμψη και μπιχλιμπίδι ξεπερνούν ακόμα και το παλάτι του χαλίφη του Μπαχρέιν.

Ο εν λόγω τύπος κοριτσιού, ακούει μέινστριμ r&b και Πέγκυ Ζήνα, πίνει φρεντοτσίνο (ή όποιον άλλο μυστήριο τύπο καφέ λανσάρεται στη μόδα) και έλκεται από δύο τύπους ανδρών: α) κάγκουρες (εαν η μπουρναζογκόμενα μας είναι μικρή σχετικά σε ηλικία) και β) σφίχτες (όταν είναι κάπως πιο μεγάλη).

Προσοχή! ο τύπος αυτός γυναικών δεν προέρχεται από την περιοχή που αναφέρεται στο συνθετικό του τίτλου τους, απλά το μέρος χρησιμοποιείται σαν σημείο αναφοράς, λόγω της μακρόχρονης παράδοσης στον τρόπο διασκέδασης που έλκει τα συγκεκριμένα άτομα.

– Πολύ μωρό αυτή η Βιβή, ε...;
– Έλα ρε μαλάκα, σύνελθε! Η μπουρναζογκόμενα;;;

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified