Selected tags

Further tags

Χαρακτηρισμός για μεγάλους σε ηλικία ανθρώπους που επιδιώκουν να αποκτήσουν καινούργιες γνώσεις οι οποίες όμως συνήθως σχετίζονται με δραστηριότητες μικρότερων σε ηλικία.

Συνήθως αφορά ηλικιωμένους ή μεσήλικες που ξεκίνησαν να διαβάζουν για νέες θεματολογίες και να πειραματίζονται με νέες γνώσεις. Ωστόσο θα έπρεπε να ασχοληθούν με όλα αυτά πολλά χρόνια πριν. Κάλλιο αργά παρά πουρέ.

- Ο πατέρας μου ξεκίνησε να διαβάζει για Πανελλήνιες. Αύριο πατάει τα 57. Τώρα στα γεράματα μάθε γέρο γράμματα!

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη που περιγράφει ένα άτομο χαμηλής ηθικής στάθμης, ο άθλιος, ο χαμερπής, ο σκατάνθρωπος, ο κωλάνθρωπος, ο γκάβαλος. Μεταφορική χρήση του λόγου, εκφράζει μέγιστη απαξίωση. Λόγω του ουδέτερου γένους της λέξης, ενδείκνυται για χαρακτηρισμό θηλυκών προσώπων, που ο χαρακτηρισμός τους μέσα από λέξεις αρσενικού γένους όπως μαλάκας, αποτελεί έναν κακόηχο νεολογισμό.

Αυτή η γυναίκα κατά το διαζύγιό της φέρθηκε σα σκουπίδι, προσπάθησε να βγάλει τρελό τον άντρα της, για να χάσει τα παιδιά του.

Ξύπνα ρε, αυτή είναι εντελώς σκουπίδι. Σε βρίζει, σου λέει ψέματα, σε εξαπατάει, ασκεί βία, ατιμάζει τα παιδιά σας.

Χρησιμοποιείται και ως επιρρηματικό κατηγορούμενο με το ρήμα "κάνω", όταν κάποιος αντιμετωπίζει μία τρισάθλια συμπεριφορά. Τότε, επειδή την αποδέχεται, μετατρέπεται ο ίδιος έμμεσα σε σκουπίδι, επειδή χάνει την αξιοπρέπειά του.

Όταν τσακώνονταν τον έκανε εντελώς σκουπίδι, τον χτυπούσε και τον έβριζε, προσβάλλοντάς την οικογένεια και τις αποφάσεις του. Δεχόταν όμως τον εξευτελισμό, για να μην εγκαταλείψει το παιδί του.

Η λέξη ετυμολογείται ως εξής

Σκουπίδι < σκούπα + επίθημα -ίδι.

και είναι τυπικό παράδειγμα εξέλιξης της γλώσσας. Η σκούπα προέρχεται από το μεσαιωνικό λατινικό scopa που σημαίνει σκουπίζω, ενώ το -ίδι, προέρχεται από το αρχαιοελληνικό μετουσιαστικό επίθημα -ίδιον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει: Ωμά στους σκύλους.

Και δεν είναι σλανγκ. Δεν υπάρχει καν. Δεν ξέρω καν γιατί το ανεβάζω εδώ. Μιά υπόθεση είναι. Μιά εικασία για το πώς θα ήταν μια ασήκωτη, θανάσιμη ομηρική βρισιά. Ένα φονικό μπουκέτο μίσους και άγριας καταφρόνιας. Κάτι που να κοντράρει στα ίσα τα πιό καυτερά καριολίκια μας.

Κάτι που να λέει: "Δεν αξίζεις να τα έχεις. Θα σου τα κόψω και θα τα ρίξω στα σκυλιά".

πέμψω σ᾽ ἤπειρόνδε, βαλὼν ἐν νηῒ μελαίνῃ,

εἰς Ἔχετον βασιλῆα, βροτῶν δηλήμονα πάντων,

ὅς κ᾽ ἀπὸ ῥῖνα τάμῃσι καὶ οὔατα νηλέϊ χαλκῷ,

μήδεά τ᾽ ἐξερύσας δώῃ κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι.

Οδύσσεια σ 84-87

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Γερό (εξαθλιωτικό λέμε) μεθύσι, συνοδευόμενο από ξεσάλωμα μέχρι τελικής πτώσεως. Ή και το ανάποδο, δεν θυμάμαι, έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε.

  2. Εξευτελισμός μισητού προσώπου. Μιλάμε για τον ορισμό της απαξίωσης, όχι μαλακίες.

ΣΕ ΠΟΛΥ ΛΙΓΟ ΟΛΟΙ ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΓΕΡΟ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑΣΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ. !!! ΗΡΘΑ - ΗΠΙΑ - ΧΟΡΕΨΑ - ΠΕΘΑΝΑ !!!

Αποψε καθομαι στο σπιτι για να ξεκουραστω απο το σκουπιδιασμα της συναυλιας και αναρωτιεμαι... Ποτε θα βρεθουμε οι δυο μας μονοι (μπατσοι, γουρουνια, δολοφονοι).

- Καλα βρε σεις, διαβαζα το thread, δεν υπαρχει κανεις που να πινει για την γευση; Ολο συμβουλες για το πως θα την ακουσετε με την μεγαλυτερη αποδοση (χρηματα * ml alc) / σκουπιδιασμα. Να το ξερω στα γενεθλια σας να σας φερω μια κασα ουισκι απ το Lidl.

εντεινεται το σκουπιδιασμα στην αβυζη ψωλογρια

πλεον αρχιζω και συνηθιζω το vibe αυτης της πολης και καταληγω καθε μερα να ειμαι πιτα σε σπιτια , ειτε το δικο μου ειτε των φιλων μου καθως εξοδοι δεν παιζουν και αρχιζει να μου αρεσει πολυ. Απ την αλλη νιωθω λιγακι ασχημα γιατι πολυ απλα εχω κλειστει μεσα και το μονο που κανω ειναι να σκουπιδιαζω να μην γνωριζω καινουριο κοσμο να μην παρταρω και γενικα να μην ειμαι ενεργητικος στην ζωη μου και το θεωρω πολυ λαθος μεσα μου γιατι ειμαι μολις 18 και σιγα σιγα θα πατησω και τα 19 μου.

θελει ευρω χαμηλο ωστε να μην πεσουν οι εξαγωγες της αλλα οχι πολυ χαμηλο για να μην σκουπιδιασουν τα ομολογα που εχει

και βεβαια είναι ευκαιρια,οταν σκουπιδιαζει και την μεταγενεστερη gt3 rs,και την ακριβοτερη κατά πολύ gt 2 rs με τα πλαστικα τζαμια. [...]Σιγα τα ωα και σιγα το σκουπιδιασμα, τα 4Sec γρηγοροτερα στο Ring των 21Km...

Απο την στιγμη που εχεις κλεισει τα 18 και εχεις ολη τη ζωη μπροστα σου,δεν θα επιτρεψεις σε κανεναν να σε "σκουπιδιασει"οπως συνηθιζω να λεω.

Από τη χωματερή του διαδικτύου.

Got a better definition? Add it!

Published

Από το αγγλικάνικο bitch please, φοριέται πλέον και στα ελληνικά κουλέζικα. Πρόκειται για μια μπανεύκολη πασπαρτού γείωση, που χρησιμοποιείς για να δηλώσεις ότι ο συνομιλητής σου μόλις ξεστόμισε κάτι άκυρο, ηλίθιο, σκανδαλώδες, εξωφρενικό ή προκλητικό και επιθετικό. Μοιάζει δηλαδή αρκετά με το έλεορ!. Χρησιμοποιείται και για να κοπεί γρήγορα ένα βρις-οφ, καθώς και ως επίθετο για να περιγραφεί μια αντίστοιχη κατάσταση.

Πάσα: John Black.

  1. απλα οταν σου λεει ο χαπακιας αααα τι ωραιος που ειμαι και ΧΟΥΑΑ δες φλεβες στο μπρατσο κτλ..ε,θες να πεις ενα μπιτς πλιζ.............. (Εδώ)

  2. Μια χαρα υπαρχει ζωη εκτος Μνημονιου. Μην λετε χαζομαρες. Πριν 2 εβδομαδες τσιμπησαν 18δις οι τραπεζες ενω η συνολικη τους αξια ειναι γυρω στα 4-5δις. Τον Ιουνιο θα μας ζητησουν μετρα 11,5 δις μεσα στα οποια και βασικο μισθο 200ε μεικτα. Και θες να μου πεις οτι αυτο ειναι μονοδρομος και δεν υπαρχει αλλη λυση; Μπιτς, πλιζ. (Εδώ).

  3. Βάζοντας όμως μία μπιτς-πλήζ χορωδία, βιολί και κοντραμπάσο (μια λέξη), δεν βαφτίζεσαι αυτομάτως «επικός». (Εδώ).

  4. - Αλλά αν κατάλαβες τί γράφω πάνω το μπιτς πλιζ δεν κολάει.
    Οπότε: Ή μάθε να διαβάζεις ή να χρησιμοποιείς meme.
    - Δες τον μαλάκα που κόλλησε. Το μπιτς μπλιζ πάει παντού ανίδεε. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aντίστοιχο του «όλο μέλι και από τηγανίτα τίποτα'': σημαίνει ότι κάτι μπορεί να φαίνεται καλύτερο από ότι είναι στην πραγματικότητα και αυτό να μας μπερδεύει.

- Τί τεράστια αυτή η σακούλα που σου έκανε δώρο ο φίλος σου;
- Μπαα... περισσότερο είναι το περιτύλιγμα... μη το βλέπεις έτσι, όλο αρχίδια είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται ευρύτατα από τους Πατρινούς, αλλά και από τους δυτικοελλαδίτες γενικότερα. Υπάρχει και η ορθογραφία Μοιραλέικα, αλλά δεν είναι ετυμολογικά σωστή.

Η ερμηνεία είναι απλή και δεν θέλει πολλή φαντασία. Όπως συμβαίνει με τα αρχίδια καπαμά και τα αρχίδια μέντολες αναλόγως και εδώ πρόκειται για μαλακίες, για τρίχες, για γελοιότητες.

Ας κοιτάξουμε τώρα και την προέλευση της έκφρασης.

Πολλοί θεωρούν ότι είναι εφεύρεση του πάλαι ποτέ βουλευτή Αχαΐας, Μένιου Κουτσόγιωργα, ο οποίος την έκανε γνωστή πανελληνίως. Για την ιστορία, όταν γνωστός εκδότης ζήτησε από τον Κουτσόγιωργα να σχολιάσει τις φήμες για το σκάνδαλο Κοσκωτά, εκείνος απαξίωσε το ζήτημα, με τον χαρακτηρισμό 'αρχίδια Μιραλέικα'.

Στην πραγματικότητα όμως, άλλη είναι η καταγωγή της έκφρασης. Και συγκεκριμένα, το ένδοξο Μιράλιο ή Μιράλι, μικρό χωριό λίγο έξω από την Πάτρα.

Τι το ξεχωριστό έχουν τα απίδια των Μιραλιωτών; Ό,τι και τα Καλαβρέζικα, φαντάζομαι!

(Από τον Ιστό)

''Τό Πανεπιστήμιο πρώτα είναι χώρος
εκπαίδευσης καί μετά παραγωγής πολιτικής.
Όλα τ΄άλλα είναι αρχίδια Μοιραλέικα
(τό κατά Κουστόγιωργα 1ο,ψαλμός 6ος
στίχος 5ος).

Αναστάσης.''

βλ. και μπαρούφα (-ες)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το νέτι πληροφορούμεθα ότι:

«Ο όρος «καπαμάς» έχει τουρκικές ρίζες και αναφέρεται σε μαγείρεμα φαγητού «καπακωμένου», σκεπασμένου δηλαδή με το καπάκι της κατσαρόλας. Το μαγείρεμα με τον τρόπο αυτό γίνεται σε σιγανή φωτιά και το κρέας κόβεται σε μικρότερα κομμάτια. Ο κλασικός καπαμάς φτιάχνεται με μοσχαρίσιο ή αρνίσιο κρέας, αλλά εμείς μπορούμε να τον φτιάξουμε και με κουνέλι, λαγό, κοτόπουλο, χταπόδι και φυσικά με χοιρινό κρέας».

Και συμπληρώνω: όλο αυτό το σκηνικό φαίνεται πως εξάπτει την φαντασία της νοικοκυράς που, ως γυναίκα, εκτός από τον Φθόνο του Πέους μάλλον έχει περάσει (αλλά όχι ξεπεράσει) και τον Φθόνο του Αρχιδιού, λέω εγώ, και εκεί που είναι πάνω από την κατσαρόλα της φαντάζεται τα αμελέτητα του μαλακοκαύλη συζύγου της στην πιο μπρουτάλ και αργή και βασανιστική επεξεργασία τους...

Παρόλ' αυτά δεν γνωρίζω να μαγειρεύτηκαν ποτέ αυτά τα καψερά κι ευτυχώς, ωσεκτουτού, παρέμεινε μόνο ως έκφραση αυτός ο ευσεβής πόθος. Έκφραση που χρησιμοποιείται πλέον κι από τα 2 φύλα.

Για να σοβαρευτούμε τώρα, η έκφραση «αρχίδια καπαμά» είναι συνώνυμη της μπαρούφας, ή των αρχίδια καλαβρέζικα, παπάρια μέντολες, μπουρουμπούρου, πούτσες μπλε και λοιπών γειώσεων.

Αυτό το λήμμα είναι συμπληρωματικό του αρχίδια καπλαμά, κατόπιν προτροπής της Μες από το ΔουΠού.

ΥΓ: ψάχνοντας για λυνξ, έπεσα σε 57083875230 σάη - αρχιδολεξικά, έτσι προς ενημέρωση.

  1. Συνειδηση κι αρχιδια καπαμα!! Εφαγες εσυ ποτε συνειδηση; Χορτασες; Αμ δε!

  2. Αν τα θέλεις κοκκινιστά με μπόλικα κανελογαρίφαλα τα λες καπαμά, αν απ την άλλη μιλάμε για περίπτωση όπου η κατάσταση ή ο περί αυτού λόγος κάθε φορά είναι σαν να λέμε ξύλο απελέκητο, τότε γενικότερα μιλάμε για αρχίδια καπλαμά… Τελικά καταλήγω στο ότι η ουσία στο “αρχίδια καπαμά”, σύμφωνα με την επεξήγηση του sid_iron είναι στο κρέας :P (sapia με λαμβάνεις;) και όσο για τις ντομάτες και τα μπαχαρικά.. περί ορέξεως…

  3. Εφόσον ΟΛΟΙ ΕΣΕΙΣ ΟΙ ΝΕΩΤΕΡΙΣΤΕΣ, ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΙ και αρχίδια καπαμά είσαστε τόσο ευαίσθητοι στα θέματα των αλλοδαπών μεταναστών, θα σας πρότεινα το εξής: Ξεκινάμε από τον Πρωθυπουργό μας... Τζέφρυ, πάρε καμιά εκατοστή από τους μετανάστες και φιλοξένησέ τους, βρες τους δουλειά νόμιμη με όλα τα ένσημα, κάνε σε όλους εξετάσεις υγείας και μίλα με το «βουβαλάκι» σου, αυτό με τα 54 σπίτια, να φιλοξενήσει καμιά 500 αριά (10 αλλοδαποί ανά «βουβαλική» κατοικία), να τους βρει επίσης δουλειά (ξέρει τα κόλπα των κοπριτών αυτός ο ΥΠΕΡΒΟΥΒΑΛΟΣ), εξασφαλίζοντάς τους ένα καλύτερο μέλλον.

  4. Αρχίδια καπαμά. Ό,τι και να λέτε, μας πήρανε χαμπάρι.

όλα διχτυωτά.

αρχιδομαγειρέματα... (από MXΣ, 20/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πώς λέει ο Τερζής «ρώτησα τα μάτια μου» -καμία σχέση.

Σημαίνει πως βαριέμαι τόσο πολύ να σου απαντήσω στην μαλακία ερώτησή σου, που ζητάω από τον πούτσο μου να μου πει την απάντηση, που μάλλον θα είναι αρνητική. Σα να λέμε τράβα να δεις αν έρχομαι. Όπως λέει και η διαφήμιση: «Δε Νομίζω Τάκη».

  1. Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω
    κι εγώ, πασά μου, ρώτησα τον πούτζον μου τον ίδιον
    κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω
    κι αν έρθεις κατ’ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω.
    (Γ. Καραϊσκάκης)

  2. Να έρθω πάλι να μουχλιάσουμε στης Πόπης και να μην βγω με τα μικρά από το Χαλάνδρι;... Κάτσε μισό να ρωτήσω την πούτσα μου; Μπα, Δε Νομίζω Τάκη.
    (Εγώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της λέξης κωλογλείφτης, ο άνθρωπος που γλείφει τους πάντες και τα πάντα προκειμένου να κερδίσει την εύνοια ή την συμπάθεια τους.

- Πολύ τον αγαπάνε βλέπω τον καινούριο στην εταιρία…
- Ε βέβαια, τέτοιος γλειψαρχίδας που είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified