Further tags

Συνθετη λέξη: μπάτσος + οξυζενέ.
Απότελεί απαξιωτικό χαρακτηρισμό για γυναίκες τηλεδημοσιογράφους του αστυνομικού ρεπορτάζ, με κοινό χαρακτηριστικό το ξανθο βαμμένο μαλλί, όπου κάθε "ρεπορτάζ" που παρουσιάζουν είναι απλά το αντίστοιχο δελτίο τύπου της αστυνομίας με αλλαγμένα τα λογια.

- «Τα ΜΑΤ καθόντουσαν ήσυχα-ήσυχα σε μια γωνία πίνοντας το φραπέ τους, όταν γεροντάκια διαδηλωτές τους πλησίασαν, και άρχισαν να τους πουλάνε τσαμπουκά, βρίζοντας και απειλώντας...
Οπότε, όπως αντιλαμβάνεστε και εσείς, αγαπητοί τηλεθεατές, δεν υπήρχε άλλη λύση απο την (περιορισμένη) ρίψη ξύλου, χημικών και 14 προσαγωγές».
- Άκου ρε τί ψέμματα λέει η ξεφτιλισμένη... Και θέλει να λέγεται και ρεπόρτερ.. Αλλαξε σε παρακαλώ το κανάλι να μη την ακούω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τους πάσης φύσεως υποχθόνιους, η Δίωξη Ναρκωτικών (για τους φίλους, απλά «δίωξη»). Διδάκτορες της ρουφιανιάς, οι ναρκόμπατσοι δεν είναι και τίποτα τζιμάνια (όπως άλλωστε και τα περισσότερα στρουμφάκια). Αν ξαφνικά ανοίξει ο ουρανός και χιονίσει ναρκόμπατσους, το ψάρωμα αντενδείκνυται. Όλο και κάποιος τρόπος θα βρεθεί να τη σκαπουλάρεις, αν βέβαια δεν κοιμάσαι όρθιος. Φουντάρισμα και ξεφόρτωμα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή σε περίπτωση μπαστ...

Η νάρκα ποντάρει κυρίως στην τσαπατσουλιά και την αποθράσυνση των νταραβεριτζήδων. Η νάρκα φυσικά κυνηγά τους φτωχομπινέδες, όχι τα μεγάλα κεφάλια. Η νάρκα είναι οργανικό μέρος του συστήματος εξουσίας που συντηρεί την απαγόρευση των ναρκωτικών. Απ' την κάθε σύλληψη όλοι κονομάνε: μπάτσοι, δικηγόροι, δικαστέοι, φυλακές, δημοσιογράφοι, ταξιτζήδες και πάει λέγοντας...

- Τι έγινε με το θεματάκι που λέγαμε; Θα βρούμε καμιά άκρη να την κάνουμε λαχείο;
- Φιλαράκι, τι να σου πω, ο δικός μου έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης τελευταία.
- Κατάλαβα, θα έσπρωξε τίποτα πακέτα και κρύβεται μην αρπάξει καμιά ξώφαλτση... Θα πάρω το Μπάμπη τον κατσαρίδα να δω αν μου 'χει κάτι.
- Ρε συ, δεν ξέρω... Πρόσεχέ τον αυτόν. Έχει βγει βρώμα ότι είναι ρουφιάνος της νάρκας.
- Όχι ρε, καθαρός είναι, τον ξέρω απ' το σχολείο...
- Εγώ μαλάκα μια φορά στο είπα.

Γαμώ το σπίτι σας γαμώ! (από Vrastaman, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αστυνομικός στα καλιαρντά (και όχι μόνο) εκ του γουρούνα.

Με τα ξεφωνητά και τις τσιρίδες μου αριβάρανε οι ρούνες και με αβέλανε στο ρουνάδικο.

(από Khan, 01/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όψιμα απαξιωτικός χαρακτηρισμός του Κόμματος για τους φιλοξενούμενους στο Μπούλκες στα χρόνια του εμφυλίου.

Το Μπούλκες είναι μια πόλη στην γιουγκοσλαβική Βοϊβοντίνα όπου φιλοξενήθηκαν (με την ευγενή φροντίδα του Τίτο) κάποιες χιλιάδες έλληνες αντάρτες και στρατευμένα γυναικόπαιδα. Λειτούργησε από το 1945 έως το 1948 ως λιλιπούτεια Λαϊκή Δημοκρατία υπό την διοίκηση του Κόμματος, ένα μπέτα-τεστ για μια μελλοντικής Ελληνικής Λ.Δ.

Χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, το πείραμα Μπούλκες κατά κοινή ομολογία εκφυλίστηκε σε ένα μίνι αστυνομικό κράτος / στρατόπεδο βασισμένο στο τρόμο, το δε ρήγμα τιτοϊκών - σταλινικών οδήγησε στην ακύρωση του πειράματος και στον στιγματισμό και ανακαταγραφή των μπουλκιωτώνε από τον Ζαχαριάδη.

1.
Διαχρονικά οι μεγαλύτεροι λάτρεις της «μονταζιέρας» (sic) υπήρξαν οι παλαιοκομουνιστές κατά των «συντρόφων» τους. Από τους «Αρχείους» έως τους «Εκτοολομελίτες» και από τους «Κούτβηδες» έως τους «Μπουλκιώτες». Φονικά όπλα, χωρίς αιδώ και ανθρώπινη υπόσταση.

2.
Στις 20 Μαρτίου 1947, το κλίμα αποσταθεροποιήθηκε ακόμη περισσότερο με τη δολοφονία στη Θεσσαλονίκη του ανώτατου στελέχους του ΚΚΕ, Γιάννη Ζεύγου, από έναν πρώην μπουλκιώτη μαχητή. Η σκοτεινή αυτή υπόθεση, έφερε στην επιφάνεια πολλά σενάρια συνωμοσίας.

3.
Κατά το 1950-1951, οι «Μπουλκιώτες», όπως τους ονομάζανε, στιγματίζονται άδικα στο σύνολό τους από το ΚΚΕ. Ο όρος «Μπουλκιώτης» είχε καταντήσει «πολιτική ύβρις». Στη διάρκεια της ανακαταγραφής, κατέστησαν ο προνομιακός στόχος των εκκαθαρίσεων που εξαπολύθηκαν στους κόλπους του κόμματος. Οι πραγματικοί υπεύθυνοι της τρομοκρατίας που βασίλευε στο Μπούλκες καλύφθηκαν από τις ανώτερες κομματικές αρχές.

4.
επί εξίμισι χρόνα έλιωσα παντελόνια διαβάζοντας την ιερή και βλάσφημη ιστορία της εποχής. Μίλησα, επί μακρόν, με Μπουλκιώτες, με Οπλατζήδες, με ευσεβείς και ασεβείς της πορφυρής περιπέτειας, με διανοούμενους, με περιώνυμα ή απλά στελέχη. Συμπέρασμα; Μπήκα αβέβαιος σ’ αυτήν την ιστορική δίνη και κειμενική περιπέτεια και βγήκα ακόμα πιο αβέβαιος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που αναζητά τη λύση ενός περίπλοκου ζητήματος με παιδαριώδεις μεθόδους και θεωρεί τον εαυτό του εξπέρ στην επίλυση τέτοιων ζητημάτων. Κάνει λάθος εκτιμήσεις τόσο στο ζήτημα όσο και στις ικανότητες του.

- Καλά... έχει φάση ο Νώντας. Το παίζει αστυνόμος Σαΐνης. Φαντάζεται διάφορα άσχετα πράγματα και η πλάκα είναι πως νομίζει πως θα βρει την άκρη σε τέτοιο κυκεώνα. Θα μπει σε περιπέτειες με το μυαλό που κυβερνάει...
- Άστον να πάθει σοκ, μήπως και ξυπνήσει.
- Τι να ξυπνήσει μωρέ; Την έχει πατήσει ουκ ολίγες φορές αλλά είναι ψωνισμένος ο άνθρωπος.

Εμπρός καλό μου χέρι! (από Galadriel, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ρουφιάνος, ο σπιούνος, ο καταδότης, το καρφί, ο undercover πληροφοριοδότης, αυτός που σε δίνει, συνήθως στεγνά. Μισητό και επίφοβο πρόσωπο.

Έκφραση που χρησιμοποιείται ευρύτατα στο Πολεμικό Ναυτικό, αλλά και γενικότερα - όπως πιθανολογεί βάσιμα ο υποφαινόμενος - στις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας. Η χρήση της επεκτείνεται εν δυνάμει και σε πολιτικά συμφραζόμενα. Δεν θα είναι άλλωστε η πρώτη φορά που θα συμβεί κάτι τέτοιο.

Στο Πολεμικό Ναυτικό, η θέση του δώστη είναι θέση θεσμική. Σε κάθε υπηρεσία, π.χ. ένα πολεμικό πλοίο, υπάρχει κι ένας δώστης, τον οποίο κανείς δεν γνωρίζει. Αυτός επικοινωνεί απευθείας με την Ασφάλεια, π.χ. αν παρατηρήσει να παίζουν τίποτα ναρκωτικά κλπ, καρφώνει όμως αρμοδίως και τυχόν παρατυπίες σχετικές με εκτέλεση καθηκόντων. Αν δλδ ο καθένας πάνω στο πλοίο, από τον καπετάνιο μέχρι το τελευταίο ΕΠΟΠ αρμένι, κάνει καλά τη δουλειά για την οποία πλερώνεται. Σε μεγαλύτερες υπηρεσίες, π.χ. φρεγάτες, οι δώστες μπορούν να είναι και δύο. Πάντως ένας υπάρχει στάνταρ.

Κανείς δεν ξέρει ποιος ειναι ο δώστης. Όλοι υποπτεύονται όλους. Δώστης μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, δεν παίζει ρόλο ο βαθμός. Εξαιρείται ίσως ο καπετάνιος, ακριβώς διότι αυτός λόγω θέσης δεν έχει κανέναν πάνω απ' το κεφάλι του, δεν δίνει λόγο σε κανέναν άλλο μέσα στο πλοίο. Κάποιος λοιπόν πρέπει να τον τσεκάρει κι αυτόν.

Αυτό το κλίμα καχυποψίας συντηρείται έντεχνα, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να επαναπαυτεί και να χαλαρώσει. Πρέπει όσο μπορείς να είσαι προβλεπέ, ποτέ δεν ξέρεις από που μπορεί να σκάσει η πούτσα. Διαίρει και βασίλευε με δυο λόγια. Όλοι αλληλοϋποβλέπονται, και έτσι εξασφαλίζεται η πειθαρχία και η συνοχή του στρατεύματος.

Τη σημερινή εποχή, ο δώστης έχει υποκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από εξελιγμένα ηλεκτρονικά συστήματα παρακολούθησης. Βέβαια ο ανθρώπινος παράγοντας παραμένει εξαιρετικά χρήσιμος και αναντικατάστατος.

(πραγματικό περιστατικό από ναυτική άσκηση)

Το πλοίο βρίσκεται κάπου ανοιχτά της Σύρου. Η άσκηση τελειώνει σύμφωνα με το πρόγραμμα στις 12.00. Ο καπετάνιος μιλά στο κινητό με τη γκόμενά του, η οποία τον περιμένει σε δωμάτιο ξενοδοχείου στο νησί.

- Έλα μωρό μου, με κόβω κατά τις 11.30 να είμαι κοντά σου. Θα το λήξω νωρίτερα, δε βλέπω την ώρα να σε δω.

Με το που κλείνει ο κάπταιν, σκάει τηλέφωνο από «ψηλά»:

- Παρακαλώ κύριε, η άσκηση τελειώνει κανονικά στις 12.00. Να τηρηθεί το πρόγραμμα.
- Μάλιστα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκεκομμένη εκδοχή του ασφαλίτη, δηλαδή του αστυνομικού που υπάγεται στον Κλάδο Ασφάλειας και Τάξης (βλ. και το οργανόγραμματης ελληνικής αστυνομίας) και ειδικότερα στη Διεύθυνση Δημόσιας Ασφάλειας ή στη Διεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας. Συνήθως αναφέρεται στον undercover ασφαλίτη, ντυμένο με πολιτικά, που τρουπώνει όπου υπάρχει έγκλημα, δια να συλλέξει πληροφορίες εκ των έσω και να το πατάξει.

Η λέξη ασφαλίτης δεν αποδίδει ιδιαίτερη χροιά, αφού ασφαλίτες είναι και οι αστυνομικοί του Τμήματος Οικονομικών Εγκλημάτων. Αλλά ο λίτης προκαλεί τη λαϊκή μήνιν, μιας και ποτέ δεν τρουπώνει στα άντρα της μεγάλης κομπίνας και του μεγάλου ξεπουλήματος (κομματικά γραφεία, μεγάλες επιχειρήσεις, τράπεζες - to name a few), αλλά προτιμά να φύεται σε πορείες και να φακελώνει τους Εχθρούς του Έθνους, όπως όσους ασχολούνται με πολιτική εξ αριστερών και δώθε (και μόνο) ή όσους πίνουν κάνα μπάφο πού και πού. Ή τουλάχιστον, έτσι λένε στην πιάτσα.

Γράφεται άλλοτε με -ι- και άλλοτε με -η-, επειδή μπορεί να προέρχεται εξίσου από τον ασφαλίτη ή από τον αλήτη αντιστοίχως, μιας και ως γνωστόν πρόκειται για το ίδιο πράγμα. («Αλήτες! Είναι! Τα ΜΑΤ κι οι ασφαλίτες!»)

Σημειώνουμε και το παλιό συγκρότημα Λήτης+Τρικ, με το θρυλικό άσμα «Ποδανά», αν και θεωρείται ότι ο συγκεκριμένος Λήτης είναι ο αλήτης (με την καλή έννοια) και ουχί ο ασφαλίτης, βεβαίως βεβαίως.

Ετυμ.: ασφαλίτης < ασφάλεια < αρχ. ασφαλής < α στερητ. + σφάλλομαι (= σκοντάφτω, τρικλίζω)
αλήτης < αρχ. αλάομαι (= περιφέρομαι εδώ κι εκεί)

  1. (τυπική προειδοποίηση από indymedia)
    Προσοχή! Έχουν κατέβει 4 διμοιρίες στα Εξάρχεια, κλούβα στην Ακαδημίας και λίτες στη Χαριλάου Τρικούπη! Όποιος κατέβει να κρατάει ταυτότητα!

  2. - Αυτός ο μακρυμάλλης ο αξύριστος τι ρόλο βαράει; Δεν τον έχω ξαναδεί.
    - Λήτης είναι. Το νου σου.

Οργανόγραμμα ΕΛ.ΑΣ. (από Pirate Jenny, 12/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην ιατρική αργκό, είναι ο ασθενής που πάσχει από κυάνωση και την έχει στρουμφίσει, δηλαδή έχει φτάσει σε αυτό που οι επιστήμονες αποκαλούν σημείο στρουμφ.

  2. Στην κλασική αργκό, βέβαια, στρουμφάκι είναι ο αστυνομικός λόγω της μπλε στολής. Πρβλ. στρουμφάκια, παπαστρούμφ, στρουμφίτα, στρουμφοχωριό.

  1. - Πώς πήγε το απόγευμά σου γιατρέ μου;
    - Καλά πήγαινε μέχρι που έσκασε μύτη ένα στρουμφάκι.
    - Μη συνεχίζεις γιατρέ μου, κατάλαβα. Πούτσες μπλε! Ένας Δρακουμέλ μας χρειάζεται...

  2. Social time ακρως ικανοποιητικο,καμια σχεση με τις τουρίστριες..... Βέβαια τα στρουμφάκια έπιασαν αυτή ενώ άλλες ανατολικές αλωνίζουν.
    (εδώ)

Νεογνό πάσχον από σύνδρομο Στρουμφ (από Khan, 28/09/10)(από Khan, 04/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλίθιος, γκαφατζής μπάτσος - wannabe (λ.χ. ερευνητής, αστυνομικός συντάκτης / ανταποκριτής) ή κανονικός. Προκύπτει από τον πασίγνωστο χαρακτήρα - αντι-ήρωα της σειράς ταινιών «Ο Ροζ Πάνθηρας», τον οποίο είχε ενσαρκώσει μοναδικά ο αξέχαστος Peter Sellers.

«Χμμμμ, για να παίρνεις donations θα πρέπει να έχεις μια νομική υπόσταση (είτε με του μορφή οργανισμού ή ιδρύματος/ εταιρίας ) Anyway είναι δουλειά των δικηγόρων αυτή, αλλά δεν νοείται προσωποκράτηση για τέτοιου είδους οικονομικά »αδικήματα« (γιατί άλλου είδους αδικήματα δεν μπορούν να στοιχειοθετηθούν - οι κλουζώ της δίωξης »ηλεκτρονικού εγκλήματος« (sic) πρώτα συλλαμβάνουν και μετά ψάχνουν για το αδίκημα. Εκτός και αν μιλάμε για preemptive συλλήψεις που θα πρέπει να αποδείξουν ότι είναι και τρομοκρατική οργάνωση το torrent seeding )»

σχόλιο σε φόρουμ (λινκ)

(από Jonas, 07/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified