Selected tags

Further tags

Το συσσωρευμένο λίπος στο κάτω μέρος του μπράτσου μιας μεσήλικης και εύσωμης γυναίκας.

Προέρχεται από την εικόνα της εν λόγω κυρίας στην παραλία να φωνάζει στον γιο της τον Γιαννάκη να μην πάει στα βαθιά, και να του κουνάει το χέρι με αποτέλεσμα το λίπος να πηγαίνει δεξιά αριστερά.

Κοίτα έναν γιαννάκη που έχει αυτή η θειά. Είναι τεράστιος!

(από ironick, 06/12/12)(από ironick, 07/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας από τους καυλύτερους γυναικότυπους, πρόκειται για την γυναίκα που έχει πεταχτά τουρλωτά οπίσθια που την καθιστούν αντικείμενο του πόθου όταν τουρλοκωλιάζεται.

Ετυμολογείται από τα ρήματα τουρλώνω και τρουλώνω, συγγενή με το τρούλος. Δικαιώνεται, λοιπόν, ετυμολογικώς, ο Gatzman που αποκαλεί τον συγκεκριμένο γυναικότυπο Βασιλική μετά τρούλου. Ετυμολογία του κώλου, πάντως, δεν κάνω.

Ψιλοκυκλοφορεί και ως τουρλόκωλο και ως επίρρημα τουρλόκωλα.

Συνώνυμα: καρπουζοκώλα, ορθοκώλα, μπουζουκοκώλα.
Αντώνυμο: χαμηλοκώλα.

  1. Εγω δεν ειμαι ρατσιστης. Μου αρεσε πολυ η τουρλοκωλα Ουκρανεζα (Γιουροβύζιον 2007).

  2. Να κάνεις την προσευχήσου στην παναγία την τουρλοκωλα που κατάφερες να μπεις σεκιούριτι στο δημόσιο και τρως ένα κομμάτι ψωμί. (Εδώ).

  3. Ως επίρρημα: παντως παιδια γερη κραση εχουμε οι Ελληνες!!!!!και τον μαλακομαγνητη απο οτι φαινεται που θα παει ομως θα ερθει τουρλοκωλα ο ερμης και θα γλυτωσουμε (Εδώ).

Jennifer Lopez, η μάνα για όλες τις τουρλοκώλες! (από Khan, 08/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τύπισσα που έχει φορτώσει πάνω της ό,τι έχει και δεν έχει σε μια μάλλον αποτυχημένη απόπειρα να δείχνει σικ και περιποιημένη. Μιλάμε για τίγκα στο στραφταλιζέ φο μπιζού, πανηγυριώτικο φουλάρι με λαχούρια και κρόσια, φαντασμαγορικό μακιγιάζ, ψεύτικα νύχια με την την Άρτα και τα Γιάννενα επάνω και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί ένα άρρωστο μυαλό. Το αποτέλεσμα μοιάζει με κάδο για μπάζα, εξού και ο χαρακτηρισμός «μπαζόκαδος».

Έδωσε ρέστα πάλι η Τασούλα. Φορτώθηκε όλη της την γκαρνταρόμπα ο μπαζόκαδος και βγήκε στους δρόμους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας από τους καυλύτερους γυναικότυπους, πρόκειται για την γυναίκα της οποίας τα βυζιά επιμένουν να αψηφούν τους νόμους της βαρύτητας και να ξευτιλίζουν τον Νεύτωνα, όντας στητά, σφριγηλά και ανωφερή. Νιάτα και μπερεκέτι!

Η λέξη είναι πολύ παλαιάς κοπής, και εμφανίζεται ήδη σε λογοτεχνικά έργα των αρχών του 20ου αιώνα. Για να κάνουμε μια φιλολογική βραδιά για χάρη της ορθοβύζας, να πούμε ότι σπουδαίοι λογοτέχνες έχουν αποδώσει τον ύψιστο αυτό χαρακτηρισμό σε επικές μορφές του Ελληνισμού και της Ρωμιοσύνης. Ο Νίκος Καζαντζάκης θεωρεί ως ορθοβύζα την ωραία Ελένη, ο Λορέντζος Μαβίλης την λεβεντομάνα Κρήτη (τέτοια έλεγε και τον κάνανε πλατεία), ενώ ως ορθοβύζα φαντάζεται άλλος ποιητής και την μάνα Ελλάδα μας (παράδ. 4). Αλλά δεν περιγράφω άλλο, τον λόγο έχουν οι ποιητές!

  1. Από την «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη:

Μα πήρε το πικρό παράπονο την κράχτισσα ορθοβύζα·
πώς έτσι, Θε μου, δίχως θλίψη πια την παρατούν, σα να 'χε
κιόλας χαθεί η δριμιά της μυρωδιά που ξάγκριζε τους άντρες·
πεισμάτωσε και σύντριψε με οργή στα ροδοπάλαμά της
το φιλντισένιο κρίνο που έλαμπε στου κόρφου τη ρουφήχτρα. (Δες).

  1. Κρήτη
    Ποίημα του Λορέντζου Μαβίλη (1860-1912)

Σειρήνα πρασινόχρυση, με μάτι
σαν της αγάπης, με λαχτάρας χείλια,
αχτιδομάλλα, ορθοβύζα, με χίλια
μύρια καμάρια και λέπια γεμάτη,

τραγούδι τραγουδάς μες τη ροδάτη
κατάχνια του πελάου, και στην προσήλια
του αγέρος πλατωσιά και στα βασίλεια
της γης πνοή το σέρνει μυρωδάτη :

«Σαν το γάλα της Αίγας Αμαλθείας
θρέφει θεούς και το φιλί μου εμένα.
Ελάτε να χαρείτε μες της θείας

αγκαλιάς μου το σφίξιμο ενωμένα,
πρόσφυγες της Ζωής, δώρα άγια τρία·
θάνατο, αθανασία κ΄ ελευτερία».

Περιοδικό Γράμματα, Τόμος 2, αρ. 13 (1913) (Δες).

  1. Γιάννης Σκαρίμπας, Ο καπετάν Σουρμελής ο Στουραίτης:

«Σαν μιά κολώνα ολόχρυση, ολόρθα βυθισμένη, θάμοιαζε η αναβρική φεγγοβολιά του μες στη θάλασσα.
Κι ανάμεσα του –φάντασμα λευκό νυχτερινό– η Αννίκα η ορθοβύζα.
Θεέ μου !
Άμπουλας σκοτεινός, στιλπνός, τα μαλλιά της, θα χύνονταν –μαύρη νεροσυρμή και κύμα– πα στη μαρμάρινη ασπράδα των δυό ώμων της και γυμνά όπως στ' αγάλματα θα της κρεμόντουσαν τα χέρια, θ' ασπρολογούσαν οι παχουλές φούσκες των δυό μπράτσω της». (Δες).

  1. Κωστας Βαρναλης, Ποιητης-χ.ν.κουβελης
    ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ-ΦΑΛΛΙΚΟ
    κι αν ειναι να γιομισει απ'ακρου σ'ακρη
    η χωρα η ελληνικη γονιμους θεους
    το κοτσονατο κριαρι τον φαλλο-ισοκρατη Πριαπο
    το γαιδουρι το βαρβατο.
    Αξιον Εστι η Γεννα!Παναξια!
    η Ορθοβυζα Πλαση μου Ελλαδα (Δες).

  2. Να τη βλέπουν να ταρναρίζη ορθοβύζα τα στήθια, να τρεμουλιάζη τα μαστάρια πλαδαρά· να σιγοκλή ηδονικά, φλογισμένα τα βλέφαρα· (Δες)

  3. Το νου σας όμως, τσιμουδιά, να ’χετε εχεμύθεια
    διότι οι γυναίκες μας δεν είναι κουτορνίθια.
    Και προπαντός η Δέσποινα μην τύχει και το μάθει
    γιατί μετά θα υποστώ του λιναριού τα πάθη.
    Αν μάθει ότι ψάχνομαι για νέα κι ορθοβύζα
    είναι ικανή το ¨επίμαχο¨ να κόψει απ’ τη ρίζα.
    (Λιγότερο διάσημος αλλά επίσης εμπνευσμένος ποιητής εδώ)

Ε, να μην βάλουμε κι ένα μύδι σαν παιδιά κι εμείς... (από Khan, 13/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O γκαγκά γεροξεκούτης, το ῥαμολιμέντο με έμενταλ.

Θηλ.: γκαγκαδιάδα, ουδ.: γκαγκαδιάρικο.

Έχει και τα καλά του να είσαι γκακαδιάρης: μαθαίνεις πολλές φορές για πρώτη φορά τα ίδια ευχάριστα νέα.

αουτομπανεύκολο λολοπαίγνιο τιμής ένεκεν και εις μνήμην (από xalikoutis, 19/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ανθρώπους που έχουν μεγάλο σαγόνι.
Υποτιμητικά σε όσους έχουν άσχημα μεγάλο σαγόνι, καθώς επίσης για να χαρακτηρίσει ιδιαίτερα γεροδεμένους άντρες / μάτσο / Κόναν, που συνήθως έχουν μεγάλο σαγόνι με γωνίες.

Δεδομένου ότι ο άνθρωπος έχει τριάντα δύο μόνιμα δόντια, κάποιος που έχει μεγαλύτερες γνάθους θα έχει και περισσότερα δόντια.

  1. - Τελικά τι έγινε ρε; Την έφαγες την Γεωργία;
    - Τι λε ρε, αυτή έχει σαράντα δύο δόντια, σαν τον Γκμοχ είναι...

  2. - Θα κατέβω το Σαββάτο στο χωριό της Τασούλας, να βγούμε εκεί.
    - Έχε το νου σου, εκεί είναι άγριοι, σαράντα δύο δόντια έχει ο καθένας, με τα κεφάλια βαράνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πιασίματα ή ψωμάκια, δηλαδή τα λίγα περιττά κιλά στην γυναικεία περιφέρεια ή σε άλλα στρατηγικά σημεία, από τα οποία μπορεί να κρατιέται ο άντρας στην διάρκεια του σεχ, ώστε να είναι σε καλύτερη ισορροπία.

οι χοντρες(60-80 κιλα) εχουν γαμολαβες, οπως λεγονται, αλλα αυτα ειναι γουστα εννοειται (από το zoo.gr)

Kar(i)olina Kurkova, love handles με την καυλύτερη των εννοιών. (από Khan, 21/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Συγκεκριμένα μοντέλα ηλεκτρόφωνου (jukebox) της Αμερικανικής εταιρίας ΑΜΙ. Είναι τα μοντέλα Continental και Continental 2.

Κέρδισαν αυτό το όνομα επειδή έχουν ένα διαστημικό λουκ και ιδιαίτερα το γυαλί του μηχανήματος μοιάζει με τον θόλο ιπτάμενου δίσκου, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι στις αρχές του '60 όπου και βγήκαν στην παραγωγή, ήταν στο απόγειο η Διαστημική Εποχή. Ο όρος χρησιμοποιείται από συλλέκτες του είδους.

  1. - Το καλοκαίρι που είχα πάει διακοπές στην Κρήτη, σε ένα βουνίσιο χωριό πέτυχα στο καφενείο ξεχασμένο ένα ούφο!
    - Έλα ρε! Νόμιζα ότι τα είχαν φορτώσει όλα...

  2. - Καλά ε, το ούφο του Βασίλη είναι το κάτι άλλο!
    - Το άκουσες και συ ε; Τζάμι δουλεύει...

(από Παπαντώνης, 22/12/12)(από Παπαντώνης, 22/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μελανιά στα Κρητικά. Από το «μπλάβος, που σημαίνει μελιτζανής, μόβ» (πάσα: vikar).

«Μπλαβινιά» στην Καλαμάτα.

- Χτύπησα χτες το χέρι μου και δες πόσο έχει μπλαβίσει...
- Πώ, ρε μαλάκα. Τρελή μπλαβάδα, φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομάζεται η γυναίκα (αλλά και άντρας) η οποία δίνει έμφαση στο τι φοράει και πώς βάφεται, επειδή νιώθει πως όλοι την θέλουν!

Άντε μωρή κοκοτιέρα, που νομίζεις πως σε κοιτάω γιατί σε γουστάρω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified