Selected tags

Further tags

Συνθετικό των λέξεων κρεατίνη + κάγκουρας. Ο κρεατινοκάγκουρας , -παρ'ολο που μπορεί να μην παίρνει απαραίτητα κρεατίνη-, αποτελεί το συνηθισμένο πλέον είδος υπανθρώπου, που είναι στο γυμναστήριο 24/7, ποζάρει τους μύες του πάντα και παντού, ανεξαρτήτως χρόνου και τοποθεσίας, ακριβώς όπως η γκόμενα που μοστράρει τα καινούργια της Prada όταν πάει DC και Σιδεράδικο. Βγάζει φωτογραφίες στο μπάνιο ποζάροντας στον καθρέφτη με σηκωμένη μπλούζα, τέρμα σφιγμένους κοιλιακούς και το μαλλί ως το ταβάνι, φυσικά ξυρισμένο στα πλάγια.

Ο ψυχικός του χαρακτήρας είναι ανύπαρκτος και η καγκουριά του δεν έχει όριο, αφού το μόνο που τον νοιάζει τώρα είναι «να μπει στη γράμμωση». Στους ανθρώπους το πρώτο πράγμα που θα κοιτάξει είναι οι μύες τους και τίποτα άλλο. Ανάλογα με την μυϊκή μάζα που έχουν τα άτομα που γνωρίζει, θα προβάλλει τον ανάλογο σεβασμό σ αυτούς. Μικρά μπράτσα = no respect from κρεατινοκάγκουρας. Μεγάλα μπράτσα = σου παίρνει και πίπα εν ανάγκη.

- Μαλάκα μου πετάγεται η φλέβα στον ώμο !!!
- Κόζαρε δικέφαλο ρε... είμαι και γαμώ τους τούμπανους.

Παραδείγματα κρεατινοκάγκουρων  (από sikomenoaggouri, 12/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

'Άνθρωπος που βρίσκεται σε χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο, ιδίως από άποψη οικονομική, κοινωνική ή πνευματική. Συν.: αγενής, άξεστος. Αυτός που συμπεριφέρεται με τους νόμους της ζούγκλας.

Χρησιμοποιείται επίσης στις ένοπλες δυνάμεις για χαρακτηρισμό μη προβλεπόμενου στρατεύσιμου.

Λοχίας: Λοιπόν ακούστε κωλόψαρα, μη μου ξαναπαρουσιαστείτε αγυάλιστοι σα ζουγκλαίοι. Σας πήρε και σας σήκωσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σέξι Κι Όποιος Αντέξει.

Μου σύστησε μια οδοντογιατρό ο Μιχάλης. Σ.Κ.Ο.Α. μιλάμε! Ανυπομονώ να με ξαναπιάσει πονόδοντος!

η οδοντίατρος του παραδείγματος (από GATZMAN, 11/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Υπάρχουν πάνω από δυο μεγάλες κατηγορίες φλαταδούρας.

Το λεπόν:

Φλαταδούρα τση γης και τση θάλασσας, ισάδι

Φλαταδούρα τση ανατομίας και του πνεύματος

Φλαταδούρα ως τεχνικό χαρακτηριστικό

  • Το επίπεδο παπούτσι, το αντί-γκαυλοτάκουνο.
  • Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τις επίπεδες τηλεοράσεις από τους ελάστιχους εναπομείναντες μερακλήδες νοσταλγούς των αναλογικών CRT.

Φλαταδούρα τ. κολλήσαμε στα γίδια και τα γίδια

  • Η έλλειψη μεταβλητότητας στο ταμπλό του χρηματιστηρίου.
  • Η έλλειψη διακύμανσης σε ένα διάγραμμα που απεικονίζει δεδόμενα.

Εκ του αγγλικάνικου *flat *(συγγενεύει ετυμολογικά με το πλατύς) και του γαμοσλανγκοτέτοιου ***–δούρα*** (βλ. σκαταδούρα, φρεσκαδούρα, κ.ταλ.).

Σ.ς.: ο ανά οθόνης ορισμός οφείλει τα μάλα στην ανάρτηση τση Ζαζούλας στα Lexilogia. Ασίστ από Δ.Π.: δεινόσταυρος.

1.
Ωραία πλάνα αλλά δεν νομίζω οτι το μηχανάκι το έχει πολύ με το χώμα. Σε φλαταδούρα ακόμα και harley πάει

2.
Φλαταδούρα μεν , αλλά ....τούμπα στο τέλος

3.
Ορμώμενος από αυτό που είπες οτι τα ψαλίδια έπρεπε να μπουν στη φλαταδούρα, θες να πεις οτι τα ψαλίδια βρίσκονται σε κλίση 2,5% :shock: ... Ναι, τα ψαλίδια είναι στη κατηφόρα της γέφυρας του Κηφισού προς το Ρουφ
(συζήτηση σιδηροδρομανθρώπων)

4.
Το πέρασμα απέναντι στη Νάξο αποκτά ενδιαφέρον, αφού η φλαταδούρα της μπονάτσας δίνει τη θέση της στα κακοτράχαλα κοφτά κύματα του μαΐστρου.

5.
Τι να κάνω; Κότσο, ημίψηλο τακούνι (ούτε φλαταδούρα ούτε στιλέτο) και ντε πιες συνολάκια; :smoking:

6.
Ένα εξαιρετικά γλυκό παιδί που είχε την ατυχία να έχει γεννηθεί με τόσο τούμπανο φυσικά προσόντα που θα έκαναν μέχρι και την Salma Hayek να αισθανθεί φλαταδούρα μπροστά της.

7.
Άκουσα να με λένε “φλαταδούρα” από το αγγλικό “flat”, ότι δηλαδή τα κάνω όλα επίπεδα”, είπε και προσθεσε: “Εγώ τους κρατάω τους αρνητικούς τίτλους γιατί δεν θέλω να πετάω στα σύννεφα”
(Ζέτα Μακρυπούλια)

8.
Σας έλειψαν οι CRT τηλεοράσεις; Μήπως ώρες-ώρες ξυπνάει ο hipster που κρύβετε μέσα σας και ομολογεί πόσο πολύ σιχαίνεστε τη «φλαταδούρα» που έχετε στο σαλόνι σας; Κάπου εκεί στη μακρινή Κορέα, η LG σας κλείνει το μάτι και βροντοφωνάζει πως οι CRT υπάρχουν ακόμη

9.
Φλαταδούρα η συνεδρίαση σήμερα, στο συν μηδέν κόμμα μηδέν ένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιδίδομαι σε ντραμακουινικές κλαψομουνιές, με ναρκισσισμό και αυτολύπηση.

Είμαι κλαψομούνης/α, κλαψαρχίδι, κλαψούρης, κλάψας, πίκρας, καζαντζίδης, Παναγιώτης Γιαννάκης: ένα εκ πεποιθήσεως, cat εξακολούθηση και cat αγνώστου γκραν γκρινιόλ με αύρα χρονίως κατεβασμένης προβοσκίδας, το φελέκι και την κενωνία μου μέσα...

1.
οσοι κλαψομουνιαζουν για το φορουμ που σερνετε, παρακαλω να βαλουν το χερι στην τσεπη για να αγοραστουν καινουριοι σερβερ

2.
Καλο μηνα να εχουμε. Πηρα μια αποφαση χτες.Θα σταματισω να κλαψομουνιαζω, θα μιλαω οπως γουσταρω, θα εστιασω στις σπουδες μου, στον χορο μου, στην γυμναστικη μου, στους φιλους μου και στην οικογενεια μου. Σε μενα..

3.
Το να είσαι φασίστας είναι μια διαρκής πάλη ενάντια στην πραγματικότητα. Για αυτό κλαίγονται μετά οι φασίστες και μας τα πρήζουν ότι όλοι τους πετάνε λάσπη, για αυτό μια κλαψομουνιάζουν και μια περηφανεύονται ότι είναι «εναντίον όλων». Ε, πώς να μην είστε «εναντίον όλων» ρε βόδια, αφού ζείτε σε έναν κόσμο φαντασιακό και δημιουργημένο από τα χωλά μυαλά σας;

(από σφυρίζων, 03/10/13)(από σφυρίζων, 03/10/13)(από σφυρίζων, 08/10/13)Ο αρχετυπικός κλαψομούνης της μπάλας (από Khan, 12/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή την λέξη την σκαρφίστηκα στο σχολείο. Όταν λέμε κάποια ή στην δική μου περίπτωση ένα κορίτσι γυπαετό, εννοούμε ότι το συγκεκριμένο κορίτσι έχει έναν αξιοθαύμαστο μεγάλο κώλο. Στην κορυφή είναι ο ορίτζιναλ γυπαετός ή σκέτο ορίτζιναλ, ο κώλαρος δηλαδή. Επίσης μπορούμε να πούμε ότι το κορίτσι έχει φωλιά του γυπαετού.

  1. - Ρε Μήτσο, κοίτα έναν γυπαετό!
    - Ναι αλλά δεν συγκρίνεται με τον ορίτζιναλ!

  2. - Έχει μία φωλιά του γυπαετού αυτή!...
    - Σκέτος ορίτζιναλ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φαβορίτα, από την ιταλική λέξη barbetta = το μούσι.

1. Τις φαβορίτες παλιότερα τις λέγαμε μπαρμπέτες, και υποκοριστικό τους ήταν τα μπαρμπετόνια.

2. Όλοι αυτοί εχρησιμοποιούντο από τα διάφορα κόμματα ως μπράβοι και τραμπούκοι. Φορούσαν ειδική περιβολή, μαύρο στενό παντελόνι, μεσάτο σακάκι, που περνούσαν μόνο το ένα του μανίκι, κόκκινο ζωνάρι, που άφηναν τη μια του άκρη να σέρνεται, πολύ μυτερό μποτίνι με κουμπιά στο πλάϊ και ψηλό τακούνι, σκληρό «καβουράκι» πάνω σε λαδωμένες αφέλειες και μπαρμπέτες, χοντρό δαχτυλίδι από ασήμι με νεκροκεφαλή στη μέση και κομπολόΐ.

3. Μπορει να εχει κατι μπαρμπετες ως τα νεφρα σαν τον κοκοτα. Μουστακι σαν το Νταλι. Τα αγνοει. Γι αυτην το προσωπο της ειναι σαν πωπουδακι

4 «...ήταν ένα γεροντάκι παστρικό, με μυτερό φρεσκοξουρισμένο πιγούνι και δυο κοντούλες μπαρμπέτες» (Νίκος Καζαντζάκης, «Καπετάν Μιχάλης»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eιρωνικά-περιπαιχτικά ο αλλοίθωρος στη Χίο (από τον ΝΔ άνεμο;;).

- Εσένα μιλούσε, εμένα κοίταζε, ο γιατρός. Μπάς και μού την πέφτει;
- Slow the eggs... Γαρμπής είναι. Την άλλη φορά θα κάτσουμε ανάποδα να δείς που θα κοιτάζει το παράθυρο...
- Νοστιμούλης πάντως...
- Ίσα μωρή!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά άκομψη ενδυματολογική καγκουριά που θέλει τον βικτιμά να σηκώνει τον γιακά του Μπούρμπερι εν είδει Κόμη Δράκουλα με σπόιλερ.

Η αποκρουστική αυτή μόδα ξεκίνησε από τριχοφοβικές μετρό φλωράντζες, αλλά μοιραία παρείσφρησε στις πλατιές μάζες βερμουδιάρηδων, ασπρoκαλσάδων, βαψομαλλιάδων, καδενάκηδων και λοιπών τσαβών με νυχάκι.

Να μασάς δηλαδή σκατά και να φτύνεις.

1.
Σέρλοκ είναι ο μοναδικός «σηκωγιακάς», όσον αφορά στο παλτό, που δεν εκπέμπει douchebaggery, αλλά αντίθετα αγνή εγκεφαλική έλξη.

2.
Δίπλα μου στο μετρό, πατέρας σηκωγιακάς με μικρό γιο σηκωγιακά. Καλά λένε πως οι προβληματικές συμπεριφορές ξεκινούν απ' το σπίτι.

3.
Το επόμενο επίπεδο λογικά για τους σηκωγιακάδες είναι ο κώνος που φοράνε στα σκυλιά.

3.
- Σκέψου 10 χιλιάδες σηκωγιακάδες ξαπλωμένους στο ΟΑΚΑ. - Ε και; Τι είναι αυτό; - Φλωροτάπητας. 8 days ago from Twitter for Android | Reply, ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Και τεσσάρα και οχτάρα κλπ, αλλά από κάπου έπρεπε ν' αρχίσω).

Με αυτόν τον ποδοσφαιρικής συντριβής όρο χαρακτηρίζονται οι καρδερίνες, με βάση το πόσες λευκές βούλες έχουν στα φτεράκια της ουράς. Θυμάμαι που το λέγαμε πιτσιρικάδες, εκεί στα τέλη '70, αλλά όπως φαίνεται από το τελευταίο παράδειγμα, αυτού του είδους η ταξινόμηση είναι αρκετά παλιότερη (ξεφυλλίζοντας πάλι τον Μίσσιο τα θυμήθηκα). Υποτίθεται ότι οι εξάρες καρδερίνες είναι οι πλέον καλλικέλαδες, αλλά τι να σας πω ρε παιδιά, προσώπικλjυ δεν θυμάμαι να μου προέκυπτε τέτοιο πράμα. Όλες εξίσου γλυκύτατες μου ακουγόσαντε.

Δες κι εδώ.

  1. Από θέμα εμφάνισης θα κοιτάξουμε η καρδερίνα να είναι «εξάρα», δηλαδή να έχει 6 φτερά άσπρα στην ουρά της. Θεωρείται ότι αυτά τα πουλιά γίνονται πιό ήμερα από τα άλλα. Επίσης θα είμαστε τυχεροί αν βρούμε και πάρουμε καμιά «κερασούλα». Είναι τα πουλιά που στο σβέρκο τους (εκεί που τελειώνει το μαύρο χρώμα) έχουν κόκκινα φτεράκια (Σ.Σ. Αυτό δεν το ήξερα, γιά δες ρε τι μανθάνει τινάς...) Το

  2. Πιάσαμε κάτι φλώρους ολόχρυσους, αρσενικούς, και κάτι καρδερίνες που είχανε το κόκκινο βελουδένιο στην κορφή, εξάρες πρώτης (Σ.Σ. Αυτό το λίνκι περιέχει κάτι ενδιαφέρουσες λέξεις, όσοι πτηνολάγνοι...Δες και σχόλιο εδώ) πουλάκι

  3. Στο θεμα φωνης δεν υπαρχει διαφορα. Το μονο που διαφερει ειναι οτι οι 6αρες ημερευουν πιο ευκολα και ζευγαρουν πιο ευκολα σε κλουβι. τσίου

  4. Καλά, ήσουνα ακόμα πιτσιρικάς εσύ, αλλά όλο και μας μπανίζατε όταν στήναμε τα δίχτυα στον Κουλέ γιά καρδερίνες, φλώρια, σπίνους, αδερφέ μου, τα θαύματα του κόσμου. Θυμάσαι, ρε, εκείνες τις εξάρες καρδερίνες; Βιολοντσέλα, ρε Σαλονικιέ, βιολοντσέλα...

(Χρ. Μίσσιος, Χαμογέλα, ρε...Τι σου ζητάνε; εκδ. Γράμματα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified