Further tags

Η γυναίκα που είναι φανατική οπαδός ενός συγκροτήματος μουσικής, και συνουσιάζεται με ένα, περισσότερα ή όλα τα μέλη του γκρουπ, διαδοχικά ή ταυτοχρόνως. Ετυμολογείται από το «μουσικό γκρουπ», αλλά ίσως και από το γκρουπ σεξ. Το χαρακτηριστικό της γκρούπι είναι ότι μπορεί να πάει έτσι χύμα στο κύμα, να γνωρίσει τους μουσικούς και βουρ στον πατσά! Η γκρούπι συνήθως δεν το κουνάει ρούπι αν δεν πάρει αυτό που θέλει!

Η γκρούπι των πνευματικών ανθρώπων, ποιητών, φιλοσόφων, λογοτεχνών, μουσικών κτλ λέγεται Ηγερία. Η Ηγερία (Egeria) ήταν νύμφη της ρωμαϊκής θρησκείας, ερωμένη του βασιλιά της Ρώμης Νουμά Πομπιλίου κατά την παράδοση. Νομίζω ότι η μεγαλύτερη Ηγερία στην Ιστορία ήταν η Λου Σαλομέ, που αριθμούσε μεταξύ των εραστών και φίλων της το Νίτσε, τον Φρόιντ, τον Ρίλκε και τον Σνίτσλερ.

Η Κάρλα Μπρούνι πριν βρει τον έρωτα της ζωής της στο πρόσωπο του Σαρκοζίξ είχε υπάρξει και γκρούπι και Ηγερία, καθώς τα είχε και με τον Μικ Τζάγκερ, και με έναν Γάλλο φιλόσοφο και τον γιο του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τα γαμήσια μέσα σε διεφθαρμένη κυβέρνηση, αλά Ζαχόπουλο και καταστάσεις Φάκινγκχαμ.

  2. Το γαμήσι που κάνει η κυβέρνηση στους πολίτες.

-Μιλάμε για μεγάλο κυβερνογαμήσι!
-Αλλά με ποιον; Με τη Νατάσα; Ή με τον Αρούλη;

#2 του ορισμού. "Εκεί το πάει πάντως... Η πλατεία είναι πάντως έτοιμη να ανταποκριθεί" ααχαχαχαχ (από Galadriel, 30/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.

Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».

- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...

Οι υπεύθυνοι του λολοκαυτώματος (από Khan, 12/11/14)

Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φωτογραφία ή εικόνα που έχει υποστεί επεξεργασία στο Photoshop (άλλως γνωστό και ως φωτομάγαζο) ή οποιοδήποτε αντίστοιχο πρόγραμμα, όπως Corel.

Συνήθως αναφέρεται σε φωτομοντάζ (είτε για πλάκα, είτε στεγνά για παραπλάνηση του κοινού), ή σε διορθώσεις που αποκοπούν στο να φαίνεται ομορφότερο το εικονιζόμενο πρόσωπο/κορμί (από μοντέλες και τραγουδιάρες μέχρι δημοσιογράφους και πολιτικούς) - και όχι σε αθώα επεξεργασία τύπου «διόρθωση κόκκινων ματιών».

Ετυμ. (εν μέρει αντιδάνειο) < αγγλ. photoshop <
photo (= φωτογραφία) < photograph < ελλ. φως + γράφειν
+ shop (= μαγαζί) < παλ. αγγλ. sceoppa (= πάγκος πωλητή).

- Χαχα, την είδες την τελευταία φωτοσοπιά στη Σαλάτα Εποχής; Κολλήσανε τη μούρη του Κακλαμάνη σε πόστερ του Σχιζοφρενή δολοφόνου με το πριόνι. Μιλάμε, έκλασα στο γέλιο.

(κοιτάζοντας φωτογραφία περιοδικού)
- Πωωω, πολύ παιδί αυτή η Δούνια... Τούμπανο...
- Φωτοσοπιά είναι ρε στόκε, ξέρεις τι κυτταρίτιδα έχει αυτή κανονικά;
- Δηλαδή, άμα σου κάτσει, θα της πεις όχι, ε;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φωτοσοπιά, δηλαδή η επεξεργασία φωτογραφίας με photoshop, που λειτουργεί ως σουπιά, δηλαδή πονηρά, ύπουλα και «θολώνοντας τα νερά» και καλλιεργώντας ψεύδη.

Μεγάλη φωτοσουπιά η Πάμελα Άντερσον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σπέκι, το / γεν.: του σπεκίου: Το σπεκ, βλ. εκεί την ετυμολογία, που έχει εισέλθει στο ελληνικό κλιτικό σύστημα. Η Γενική θυμίζει και ρουμάνικο όνομα.

  1. - Το σπέκι του σπεκίου, σου αξίζει μεγάλε!

  2. - Πολυτονιστής ευπατρίδης: Ασμένως απαντώμεν τω παρ' υμίν σπεκίωι μετά ημετέρου σπεκίου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτρέψτε μου να το θεωρώ γνήσια ελληνική slang. Μόνο εμείς έχουμε την απίστευτη ικανότητα να «σκοτώνουμε» ξένες γλώσσες τόσο πετυχημένα.

Στο δια ταύτα, ενώ όλα τα αμερικάνικα σαντουιτσάκια που σαβουρώνουμε σε διάφορα φαστφουντάδικα (τα οποία είναι ό,τι πρέπει για μια καλή μάσα), ξέρουμε να τα λέμε μια χαρά (π.χ. Cheeseburger-->Τζηζ μπέργκερ, Chickenburger-->Τσίκεν μπέργκερ κ.ο.κ), το κλασικό Hamburger (το οποίο προφανώς έπρεπε να λέμε Χαμ μπέργκερ) έχουμε αποφασίσει να το κάνουμε μία λέξη (εν μέρει φυσιολογικό, εφόσον οι λέξεις χαμ και μπέργκερ έχουν κοινό το μ, οπότε υπάρχει μία κρυφή απόστροφος) και να αλλάξουμε το πρώτο ε με ου. Για το τελικό αποτέλεσμα δείτε το παράδειγμα...

Σημειώνω ότι η λέξη αυτή, αποτελεί παράδειγμα της τάσης που έχουμε να διαβάζουμε το γράμμα u του αγγλικού αλφάβητου ως ου σκοτώνοντας ουκ ολίγες λέξεις.

-Τι θα θέλατε παρακαλώ;
-Ένα κλαμπ, 2 φις μπέργκερς, 1 τζηζμπέργκερ και 1 χάμπουργκερ.
-Αμέσως κύριε...

Wimpy άλλως Πόλντο (από dryhammer, 22/06/14)

Σχετικό: χαμπουργκέρ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κολλημένος με κάποιο συγκεκριμένο σήριαλ. Ελαφριά μορφή της ασθένειας η οποία μπορεί με τον καιρό να εξελιχτεί σε χρόνια και βαριά (έως θανατηφόρα για τον εγκέφαλο).

Η γυναίκα μου είναι τηλετζάνκι. Όταν παίζει τις «Νοικοκυρές σε απόγνωση» μπορώ να πηδάω άφοβα την μπέιμπι-σίττερ στο διπλανό δωμάτιο.

Το μπουγαδοκόφινο δεν βλέπω πουθενά (από Marco De Sade, 25/03/09)Πάντα υπάρχουν και χειρότερα... (από Marco De Sade, 25/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ναρκωτικό ecstasy, όταν βρίσκεται σε μορφή σκόνης και όχι χαπιού, συνηθίζεται να καλείται με την επιστημονική του ονομασία, δηλαδή «MDMA» ή, εν συντομία, «MD».

Εξ ου και η ελληνικότατη παράφραση: MDMA -> ΜD -> MDδια (εμντίδια)

Χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό!

- Πώς περάσατε το Σάββατο;
- Άσε, γάμησε... πήγαμε πάλι Fabric!Room 2, είχε Adam Beyer και πλακωθήκαμε στα εμντίδια... ακόμα κλαίω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουδεμία σχέση έχει αυτή η λέξη με την έλλειψη φυσικής και πνευματικής παρουσίας ή την απουσία κατά τη σχολική περίοδο!

Η λέξη προέρχεται από την μετάφραση του αιδοίου στην Αγγλική, ήτοι pussy, συνοδεύεται δε από το «α» στερητικό και λαμβάνει την κατάληξη -ία για να αποτελέσει λέξη της ελληνικής. Τουτέστιν, η λέξη στην αρχική της μορφή έχει ως εξής: α-pussy-ία.

Χρησιμοποιείται ευρύτατα μεταξύ επί πολλά έτη μοναχικών ανδρών, οι οποίοι απορούν για τη μοναξιά τους και, εν ώρα ακατάσχετης φραπεδοποσίας και αερολογίας, οικτηρούν τους εαυτούς τους για την μπακουροσύνη τους.

Αγησίλαος: «Ααααχχχ... μα δια το όνομα του υψίστου, πρέπει να οργανωθούμεν επί του καμακικού τομέα, τόση απουσία δεν αντέχεται!»

Θερσίτης: «Ουκ ουδέν λέγεις φίλτατε! (μτφ: δε λες τίποτα κολλητέ!)»

Το αντίθετο της απουσίας: H Pussy Galore και οι ιπτάμενες βοηθοί της (από Vrastaman, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified