Further tags

Υπόδειξη στον αντίπαλο στο τάβλι ότι είναι χαμένος από χέρι και είναι ώρα να τα παρατάει, καθόσον ακόμη και ένας ισοβίτης στο Γεντί Κουλέ θα το παρατούσε το παιχνίδι, όσο κι αν δεν θα είχε απολύτως τίποτε καλύτερο να κάνει. Από την εποχή που η θρυλική φυλακή της Θεσσαλονίκης ήταν ακόμη σε λειτουργία.

(Μετά από εξάρες, ενώ σου μένουν πέντε πούλια για να τελειώσεις ενώ ο Μήτσος ακόμη δεν τα έχει βάλει όλα μέσα, και παρά ταύτα κάνει να πιάσει τα ζάρια):
-Άσ’ τo ρε Μήτσο, αυτό ούτε στο Γεντί Κουλέ δεν το παίζουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαστούκι, σφαλιάρα. Εις την αργκό της συμπρωτευουσιάνικης ημι-trash οπαδικής τηλεόρασης (Μαρμίτα).

Άμα φας κανένα πλακόνι με το δαχτυλίδι του συγχωρεμένου του παππού, θα σου πω εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σε Μακεδονία και Θράκη. Η Προέλευση της σλαβική-βουλγάρικη, bratim= στενός φίλος, ο μακαντάσης ή βλάμης.

Α ρε λέων... εσύ είσαι και Έντιμος και Μπράτιμος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γάτος με πολύ μεγάλη και φουντωτή ουρά. Σύμφωνα με τον τοπικό θασίτικο μύθο, το συγκεκριμένο είδος γάτας είναι διασταύρωση κουναβιού και γάτας. Το κουνάβι στη τοπική διάλεκτο προφέρεται ως κναδ, εξ ου και κναδόγατος ή αλλιώς κναδογάτ.

Μαρή πάρε τα ψαροκόκαλα και πέτα τα στο κναδογάτ.

φουρόγατος ο κεκράκτης (από alamo, 10/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χύμα, ανοργάνωτα, ασύντακτα. Χαρακτηρισμός προσώπου ή κατάστασης. Για πρόσωπο συνώνυμο είναι και ο σκόρπιος.

Από το τουρκικό salma που, μεταξύ άλλων, σημαίνει απελευθερώνω και, ιδίως, αφήνω ζώο ελεύθερο να βοσκήσει.

Υπάρχει και άλλη, μη σλανγκ, χρήση. Αυτή για το αυτοφυές χορτάρι που κόβεται και δίνεται αποξηραμένο σαν ζωοτροφή.

Βλ. και άρτσι μπούρτσι και λουλάς, χύμα, χυμαδιό, χημείο.

Ακουσμένο στην κεντροδυτική Μακεδονία.

Το λήμμα σαλματζής μάλλον ετυμολογείται από εδώ.

  1. - Πώς και δεν ξαναβγήκε ο δήμαρχος ρε συ;
    - Αυτοί ξεκινήσανε με το σκεπτικό ότι θα βγουν από την πρώτη Κυριακή. Μετά φάγανε την κρυάδα και βρέθηκαν χωρίς σχέδιο. Άσε που όσοι από το ψηφοδέλτιο εξασφάλισαν θέση μετά σταμάτησαν τον αγώνα και δεν βγήκε ο δήμαρχος να τους τεντώσει, να τους βάλει να τρέξουν για την δεύτερη Κυριακή. Άσε, γενικά όλη η παράταξη ήταν λίγο σάλμα.

  2. Από εδώ:

Τώρα από άποψη διατροφής. Όσο έχει χόρτο έξω στη φύση πρωϊ-μεσημέρι βράδυ θερίζω με το χέρι και τρώνε φρέσκο χορτάρι με απίστευτη ποικιλία. Και όπως έγραψα σε άλλη ενότητα ρίχνω και λίγο σάλμα το βράδυ.

(από electron, 23/12/10)αστα χύμα σάλμα!!!!!!! (από electron, 23/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαικτικός χαρακτηρισμός για το γήπεδο ποδοσφαίρου της ομάδας της Θεσσαλονίκης, του Ηρακλή.

Προέρχεται από τη μετονομασία του πραγματικού ονόματος του γηπέδου που είναι το Καυτατζόγλειο, αλλάζοντας το γράμμα -λ (λάμδα) σε -ρ (ρο), με αποτέλεσμα το δεύτερο συνθετικό να θυμίζει κάτι από γριά (ο Ηρακλής έχει συσταθεί ως ποδοσφαιρική ομάδα από το 1908 και θεωρείται από τις αρχαιότερες, εξού και το παρατσούκλι).

Χρησιμοποιείται ευρέως σε στέκια φιλάθλων ποδοσφαίρου, σε δρόμους, σε πλατείες και σε γήπεδα.

- Γιαυτό δεν μας έδωσε εισιτήρια η γκόμενα του πύρρου ο ρέμος,για να αλωνίζουν ανενόχλητες οι γριές....γιατί αν είχαμε κόσμο στο καυτατζόγρειο θα είχαμε δράματα! (από εδώ)

Το σπίτι της γριάς... (από PUNKELISD, 12/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Βόρεια Ελλάδα (Νομός Πέλλας σίγουρα) είναι το τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο. Στην υπόλοιπη χώρα η λέξη χρησιμοποιείται μόνο για το ιταλικό ποτό που συγγενεύει με το τσίπουρο, την grappa.

Σε αντίθεση με την λέξη «τσίπουρο», όπου συνήθως πρέπει να διευκρινίσεις αν θέλεις με γλυκάνισο ή χωρίς, με την γράπα η συνεννόηση είναι γκαραντί. Και το ποτό έρχεται, συνεπώς, γρηγορότερα.

- Μάστορα! Βάλε δυο τσίπουρα και δυο-τρεις μεζέδες!
- Με γλυκάνισο το τσίπουρο;
- Όχι, φέρε γράπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Μονολεκτικά, γενικό καταφατικό, ένα πολύ κουλ ναι.

  2. Με διαφορά, άνετα.

  3. Γενικός επιρρηματικός προσδιορισμός (τόπου, χρόνου, τρόπου κλπ), που προσδίδει καταφατική, θετική, υπερθετική και κουλ έννοια στο ρήμα. Πχ. ως τοπικός προσδιορισμός μπορεί να σημαίνει εδώ, ως χρονικός σε εύθετο χρόνο, ως τροπικός να υποδηλώνει ωραίο ή κατάλληλο τρόπο, κοκ.

Συνώνυμο του στάνταρ.

  1. Το απόλυτο πασπαρτού, η απάντηση σε οποιαδήποτε ερώτηση. Κατάλληλο για αλλοδαπούς που θέλουν να μάθουν να μιλάνε ελληνικά σε 10 δευτερόλεπτα.

Προφορά: Όταν είναι μέσα σε πρόταση τονίζεται έναντι των άλλων λέξεων. Όταν είναι μονολεκτικό προφέρεται χαλαρά.

Απαντά στη Βόρειο Ελλάδα, τόσο από ντόπιους όσο κι από φοιτητές.

  1. - Σ' αρέσει το καινούργιο μου φόρεμα;
    - Χαλαρά!

  2. - Αυτό είναι χαλαρά το πιο γελοίο πράγμα που έχω ακούσει!

  3. - Με τέτοια χλεχλέδικια προφορά είναι χαλαρά χαμουτζής.

- Πώς σας φαίνεται αυτό το μαγαζί; Λέω να κάτσουμε χαλαρά για έναν καφέ.

(Στο συγκεκριμένο παράδειγμα έχει ταυτόχρονα τις έννοιες «να κάτσουμε οπωσδήποτε για καφέ», «να κάτσουμε εδώ για καφέ», «να μην το ψάξουμε άλλο», «να χαλαρώσουμε πίνοντας καφέ» και φυσικά «είμαστε πολύ κουλ άτομα»).

  1. - Συγγνώμη είστε από δω;
    - **Χαλαρά!***
    - Ξέρετε πού είναι η οδός Ανθέων;
    - **Χαλαρά!***
    - Ωραία! Πού είναι;
    (αόριστο δείξιμο με το χέρι) - **Χαλαρά!****
    - Α, ευχαριστώ πολύ!
    - **Χαλαρά!*****
  • Ναι
    ** Προς τα κει
    *** Δεν κάνει τίποτα

(από protnet, 20/09/10)

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό, γένους αρσενικού. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει θηλυπρεπείς άρρενες, κοινώς ομοφυλόφιλους. Ο όρος προέρχεται από τη βόρειο Ελλάδα και πολλές φορές μπορεί να χρησιμοποιηθεί κοροϊδευτικά για άντρες που, για ποικίλους λόγους, δεν είναι σε θέση να τεκνοποιήσουν. Ακόμα σε πιο ήπιες περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει τον χέστη, τον φοβιτσιάρη.

- Ο Κώστας απολαμβάνει αυτή τη στιγμή ένα πρόγραμμα σοκολατοθεραπείας.
- Πού τον βρήκαμε αυτόν; Δεν περίμενα να μας βγει τέτοιος τζίρτζιφλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση της βορείου Ελλάδος. Αυτός που λέει άλλα λόγια από μπροστά, και άλλα λόγια από πίσω. Ο διπρόσωπος

- Ναι Μήτσο, συμφωνώ μαζί σου
- Ρε α' στο διάλο από δω, κιοξέ !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified