Further tags

Στην Βόρεια Ελλάδα, σουβλάκι αποκαλείται αυτό που οι Αθηναίοι λένε καλαμάκι.

Στην Αθήνα, σουβλάκι αποκαλείται αυτό που οι Βορειοελλαδίτες λένε σάντουιτς.

Ήρθε προχτές ένας Αθηναίος στο μαγαζί και μου ζήτησε ένα καλαμάκι κι εγώ του έδωσα ένα καλαμάκι που πίνουμε. ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ (και μετά γελάει ο μαλάκας με τη βλακεία που πέταξε, πότε επιτέλους θα σταματήσει αυτο το προπολεμικό αστείο).

βάλε και κανέλα... (από MXΣ, 14/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φλιτζάνα, η κούπα. Από το σλάβικο/ρωσσικό чашка (προφέρεται το ίδιο). Σε χρήση σε πολλά μέρη της Ελλάδας: χωριά του νομού Δράμας, χωριά της Αιτωλοακαρνανίας, στα Ψαρά, στην Ιθάκη, Πιθανών και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και των Βαλκανίων. Μάλλον δάνειο από τα σλαβομακεδόνικα ή τα βουλγάρικα που πέρασε στα ελληνικά στη βόρεια Ελλάδα. Στα Ψαρά πιθανών ήρθε από τους έποικους από την ηπειρωτική Ελλάδα που τα εποίκισαν κατά το μεσαίωνα. Μοιάζει επίσης με το ουγγρικό csésze (προφέρετε τσίσε με μακρόσυρτο το δεύτερο "σ") που σημαίνει κύπελο (όχι το αθλητικό).

-Να στον κάνω διπλό στη τσάσκα τον καφέ;

-Όχι, μονό. Στο φλιτζάνι.

Επίσης εδώ και εδώ

Got a better definition? Add it!

Published

Ακρώνυμο. Ελληνική βιομηχανία γάλακτος ΑΘΗΝΑΙ.

Γαλακτοπωλείο για γάλα, γιαούρτια και παγωτά.

Κατόπιν έγινε είδος μίνι μάρκετ.

Ρε Μήτσο πετάξου μέχρι την έβγα και πάρε λίγο γάλα να φτιάξουμε παστίτσιο...

(από Khan, 19/09/10)(από poniroskylo, 27/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τον πρώτο ορισμό (τον Αγρινιώτικο) σημαίνει κάνω μια δουλειά ταχύτερα, βιάζομαι. Ειδικότερα, στη Χίο, σημαίνει την πίεση που εξασκούμε στο έντερο κατά το χέσιμο για να βγει η πεισματωμένη κουράδα (επιτέλους), το σφίξιμο, το ζόρι(σμα).

Παράγωγο ουσιαστικό (και ευρύτερα χρησιμοποιούμενο), η ανέγκαση, που περιγράφει την εν γένει διαδικασία όπως και την κατάσταση του ανεγκάσματος.

  1. Μετά την εγχείρηση του χορήγησαν ένα ελαφρύ καθαρτικό για να μήν ανεγκάσει και σπάσουν τα ράμματα.

  2. Μπήκε σαν σίφουνας στις τουαλέτες κι άρχισε να βροντάει τις πόρτες, αλλά ο Μήτσος ήταν πάνω στην ανέγκαση και δεν μπορούσε να αντιδράσει...

  3. «Η παντρειά και το τσουκάλι θεν ανέγκαση μεγάλη» Χιακή παροιμία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του "ναι, τι νόμισες;", "προφανώς ναι, δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς", "τι περίμενες;". Τυπικό στην Αιτωλακαρνανία, δεν θυμάμαι να το έχω ακούσει αλλού. Παίζει καί στη Λευκάδα ως εισαγόμενο είδος από απέκεια*.

Εν ολίγοις, απάντηση θετική, με δόση ειρωνείας προς τον συνομιλητή για την άγνοια ή την αφέλειά του. Ο τόνος ανεβαίνει στην εκφορά του "ά", εξ ού και το ερωτηματικό.

Θρυλική η κραυγή "ναι, αμέ, αλλά;" του Μάριου Μπλάκμαν, βλ. ντηλέυ. Έκοψα καρπάθιαν φόρεστ για να ψάξω και δεν βρήκα, βρήκα μόνο "κυρίες μου;" και "πατώνεις;" εδώ. Αν έχει κανείς το κουράγιο...

- Πώπω, μας πιάσανε τον κώλο κανονικά και με το νόμο χτες στο εστιατόριο. Διακόσα ευρώ το κεφάλι η αστακομακαρονάδα...
- Αλλά;

*απέκεια: απέναντι, απ' την άλλη μεριά της θάλασσας, εγγύς Αιτωλακαρνανία στα Λευκαδίτικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρουμελιώτικη λέξη που σημαίνει κρυψίνους και ύπουλος, σιγανοπαπαδιά και σιγανό ποταμάκι με την καλή έννοια, δηλαδή με την κακή.

Παρατηρήσεις.
1. Εντελώς πανσπάνιο, αν όχι μοναδικό, το σύλμπεγμα συφμώνων -σκφ-, ε;
2. Ετυμολογία κανείς/καμιά; Πορτοκαλισμοί καλοδεχούμενοι...

  1. Ζητωντας και τα ρεστα απο το σαιτ λες και χρειαζεται πολυ μυαλο να καταλαβεις οτι δεν γουσταρω τα ερποντα , φασιζοντα και εξαρτωμενα σαιτ και αποπρυπτωντας επι σκοπο του σκοπου που σκοπευει μουσκφος και κακοριζικος ον , την ΑΛΗΘΕΙΑ καθοτι ειδες το δενδρο και οχι το δασος. Ομως η ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΝΙΚΑ και η ιστορια και ο χρονος θα δικαιωνει οσους που, μπορει να εχασαν τις εκλογες , ειπαν την ΑΛΗΘΕΙΑ, οσους δεν χαιδεψαν αυτια...
    ΠΗΓΗ: http://pelasgia.blogspot.gr/2011/09/in-out.html

  2. ένταξει... δεν μπορείς να τον μισήσεις εύκολα... δεν είναι Άδωνις. είναι κρυφοπληγίτσα, σιγανό ποταμάκι, μουσκφός.
    ΠΗΓΗ: http://www.hiphop.gr/forum_topic/689547/2

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νογάς, β' ενικό πρόσωπο.

Ρήμα που χρησιμοποιείται για να τονίσει την ανικανότητα του συνομιλητή να κατανοήσει, πραγματοποιήσει, ανταποκριθεί στις παρούσες προσδοκίες της περιστάσεως.

  1. Ρε φίλε,σου λέω 2 κουβέντες και συ δε νογάς!

  2. - Έλα μαν, παίχτηκε σκηνικό με Σίσσυ τελικά; - Είναι κολλημένη ρε, δε νογάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαμιώτικη λέξη, κετσές λέγεται το στουπί, και πιο μεταφορικά το χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε τα πολύ μπερδεμένα, απεριποίητα μαλλιά.

Τα μαλλιά μου είναι σαν κετσές, δεν πρόλαβα να χτενιστώ το πρωί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς η Βωβούπολη, δηλαδή το τμήμα του Αμαρουσίου κοντά στην λεωφόρο Κηφισίας που είναι γεμάτο με κτήρια που κατασκεύασε ο Μπάμπης Βωβός, ή άλλη περιοχή με κτήρια του ίδιου κατασκευαστή, λ.χ. ο Βοτανικός (που δεν έχει όμως ολοκληρωθεί), η γενικά η Αθήνα ως ένας τριτοκοσμικός τόπος, όπου οι εκσυγχρονιστικές λύσεις τ. Ελλαδέξ θεωρείται ότι δεν έχουν και την καλύτερη πχοιότητα. Εξ ου και το β΄ συστατικό -στάν, που παραπέμπει σε υπανάπτυκτο κράτος που μάταια προσπαθεί να ακολουθήσει δυτικά πρότυπα, συχνά με τραγελαφικά αποτελέσματα.

Περισσότερα για το Βωβοκιστάν-Βωβούπολη στον ορισμό του Πάτση.

  1. επιμενω αστροπελεκι, τι δουλεια κανεις; αν θες βεβαια μου λες την αληθεια, διαφορετικά μπορείς να γραψεις: «αστροναυτης σε τροχια γυρω από το Βωβοκισταν» (Εδώ).

  2. Ο εμπνευστής και δημιουργός της «Βωβούπολης» ή «Βωβοκιστάν», του «μαρουσιώτικου Μανχάταν» με τους ενεργειοβόρους γυάλινους πύργους και τις εκνευριστικές, θηριώδεις, προκλητικές επιγραφές με το όνομα του: babis vovos. Ένας επαρχιώτης από τα Φιλιατρά, οπλισμένος μόνο με ένα πτυχίο πολιτικού μηχανικού, θράσος και οράματα από ταξίδια στο Μανχάταν. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπικός ιδιωματισμός στην περιοχή της Αιτωαλοακαρνανίας και της Ευρυτανίας. Πρόκειται για απαξιωτικό σχολιασμό, αντίστοιχο του ευρύτερα γνωστού «κολοκύθια». Ειδικότερα και όταν ο σχολιασμός αφορά άποψη του συνομιλητή, εκείνος ως κοντραπαξία της απαξίας μπορεί να απαντήσει «φλοκ».

Η ορθή εκφορά του φλιτς, απαιτεί το λι να λέγεται με το πλαϊνό κάτω μέρος του στόματος για οξύτητα και ένα ανεπαίσθητο ι να ακολουθεί τη λέξη. Αδύναμο στο χαρτί, το φλιτς στα χείλια ενός γηγενούς των ως άνω περιοχών ή ενός έμπειρου χρήστη της τοπικής διαλέκτου μπορεί, συνοδευόμενο από τραχείς μορφασμούς του προσώπου, να εκφράσει άμεσα και παραστατικά την απαξίωση και να προκαλέσει, εφόσον απευθύνεται στο συνδιαλεγόμενο, ανασφάλεια και στιγμιαία συναισθηματική ανισορροπία.

  1. - Τσ'έδωσα τα παπούτσια στου χέρ(ι). Άι σμάνασ καμάρμ πουμόχσ πρήξ(ει) τα σκώτια.
    - Και τώρα ρε μαλάκα, ποιόσθασμαζώσει τα παιδιά.
    - Ξέρου γω μωρέ μαλάκα. Η βάβωτσ.
    - Καλά μαλάκα, φλίτσ(ι)
    - Φλοκ μαλάκα, πθκάτσω με ντπαλιοπτάνα να μβγάλει καρκίνου.

  2. - Πόσο έηχει αυτό;
    - Πεντ'ευρώ.
    - Να σ'δώσω 3;
    - Φλίτσ(ι)

  3. - Ξέρουμε το δρόμο προς την Ιθάκη. Έχουμε χαρτογραφήσει τα νερά.
    - Φλίτσ(ι) μαλάκα, πόχεις χαρτουγραφήσει τα νιρά. Τ'αρχίδιασ χαρτουγράφσες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified