Μειωτικός χαρακτηρισμός ή βρισιά για παθητικό ομοφυλόφιλο ή για θεωρούμενο ως τέτοιο. Επίσης και τρυπιοκώλα για γυναίκα. (Λες και των άλλων δεν είναι τρύπες οι κωλότρυπες αλλά τέσπα). Βλ. και τρύπιος, τρύπια, κωλοτρυπάτος.

  1. Αυτά μόνον στην Ελλάδα με τα βαλκανικά σύνδρομα λεγόντουσαν. Ότι ο μεν είναι φούστης, ο δε κωλόμπα. Στην πραγματικότητα και οι δύο είναι ομο, άσε ότι πάνω στο παιχνίδι, πάνω στο βογκητό, επειδή η απόσταση της τρύπας είναι μόλις δυο πόντους από το μπροστινό εργαλείο, επιτόπου μπορεί να γίνει το μπέρδεμα. Και ο τρυπιοκώλης να τον φερμάρει στον άντρα τον πολλά βαρύ και μετά, αν γίνει γυριστή και στο αλλοιώς η δουλειά, ο «ενεργητικός» να βρεθεί με το λουκάνικο στο στόμα. Ανάμεσα σε κοπτήρα και φρονιμίτη και σίγουρα δεν θα τον λοιώσει με τα δόντια. (Διερωτήσεις από τον Αποδυτηριάκια).
  2. τρυπιοκωλης ειναι και οταν ερθει στο χαριλαου θα του τον καρφώσουμε για τα καλα... (Η συνέχεια της συζήτησης από το παράδειγμα στο λεβεντόπουστας).
  3. Πάλι πελάτες ψαρεύεις μωρή τρυπιοκώλα σκρόφα; (Αλλού στο μπουρδελοφόρουμ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως απαντάται στην έκφραση "μασαρεύω τα πράματα": τακτοποιώ, περιποιούμαι (δηλαδή ποτίζω, αρμέγω, βάζω τροφή όταν χρειάζεται) τα πρόβατα και τα λοιπά ζώα (βούδια, γαδάρους, ζά κλπ). Ετυμολογία από το ιταλικό masseria: αγρόκτημα. Από το masseria προέρχεται και το τοπωνύμιο Μεσσαριά, που συναντάται σε διάφορα μέρη της νησιωτικής χώρας. Από μιά ματιά στο γούγλη βρήκα στη Θήρα, στην Κω, στην Κύθνο και τη Μεσσαρά της Κρήτης. Η εναλλακτική ετυμολογία, "εν μέσω των ορέων" => "μεσαορία" => "μεσαριά", μάλλον αποτελεί πορτοκαλισμό. Τουλάχιστον, όσον αφορά στην Μεσσαριά της Κύθνου, η προτεινόμενη ετυμολογία δίνεται από τον εγκυρότατο μελετητή του νησιού Αντώνιο Βάλληνδα, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ η εναλλακτική δεν "στέκει" τοπογραφικά: Η Μεσσαριά ή Χώρα της Κύθνου είναι χτισμένη σε χαμηλό οροπέδιο, χωρίς να περιβάλλεται από βουνά.

- Νικολό μωρέ! Τα μασάρεψες τα πράματα;
- Τα μασάρεψα πατέρα. Θες άλλο τίοτα, γιά να παένω;
- Όχι γιέ μου, πάενε στο καλό!

Πέρα όμως από την καθαρά αγροτική χρήση, η λέξη έχει επεκταθεί και στην οικιακή/καθημερινή ζωή με την έννοια του "τακτοποιώ", "καταφέρνω", "βολεύω", κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

Μωρή Φρόσω, έλα να με βοηθήσεις να μασαρέψουμε το σπίτι. Θά'ρχουνε μουσαφιραίοι*.

μουσαφίρης: φιλοξενούμενος, από το τουρκικό misafir.

- Ηντά'παθε το χέρι σου και τό'χεις δεμένο;
- Μού΄φυε το σφυρί, 'κειδά που κάρφωνα μια πρόκα, και το μασάρεψα!

Επίσης το παρακάτω δίστιχο από παροδοσιακό τραγούδι της τάβλας, με αρκετή δόση αυτοσαρκασμού.

"Στην πόρτα σου ξενύχτησα με δυό σπαθιά ζωσμένος
και πήα να μασαρευτώ και σφάηκα ο καημένος"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλοί είναι και αυτοί που φοβούνται πως αν το φαινόμενο της καμμενίλας εξαπλωθεί, για παράδειγμα μπορεί να έχει ως συνέπεια την άνθιση του Αγάμητου Καθεστώτος και στην ραγδαία αύξηση των Σεξουαλικών Μεταδιδόμενων Νοσημάτων, μιας και τα άτομα που δεν κατατάσσονται στην συγκεκριμένη κατηγορία, θα αναγκαστούν να συνηπάρχουν με κοινούς/κοινές για να ικανοποιούν τις σεξουαλικές ορμές τους.

Πορωμένος - Καμμένος είναι ο άνθρωπος, ο οποίος θα μπορούσε να θυσιάσει τα πάντα απ την ζωή του (λεφτά, αμάξι, σπίτι, μοτοποδήλατο, καϊκι, θρησκεία, χέστρα, τηλεόραση, πολυμηχανήματα, μέχρι και μίξερ για γλυκοπατάτες) και να αρνηθεί την ζωή για να υπάρχει σε παράλληλο ή ψηφιακό κόσμο.

Πορωμένο - Καμμένο επίσης μπορούμε να πούμε τον άνθρωπο ο οποίος εξαρτάται πλήρως από έναν υπολογιστή ή ένα smartphone και δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο στην ζωή του εκτός απο αυτό.

Επιστήμονες έχουν αποδείξει πως τα άτομα που τήνουν να εξαρτώνται απο παιχνιδομηχανές, είχαν ερωτικές απογοητεύσεις στο παρελθόν ή αδυνατούν να συνηπάρχουν ή να συμβιώσουν με άτομο που αντίθετου φύλου. Δεν είναι τυχαίο πως το μεγαλύτερο ποσοστό των καμμένων είναι παρθένοι ακόμα και σε μεγάλη ενήλικη ηλικία. Τα άτομα αυτά δρούν χωρίς κανένα βάρος συνείδησης, και το μόνο πράγμα που επιθυμούν είναι να βρίσκονται κοντά σε μία ηλεκτρονική παιχνιδομηχανή χωρίς να τους νοιάζει τίποτε άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα "φαντάσσω" ως αμετάβατο στην Κρήτη σημαίνει ότι ο τόπος είναι στοιχειωμένος. Είναι το περιβάλλον, φυσικό ή ανθρωπογενές, που κάνουν συχνά την εμφάνισή τους φανταξά (φαντάσματα), νεράιδες, τελώνια, διαόλοι και τριβόλοι, κι άλλα πολλά της δεισιδαίμονος πανίδας.

Πέρα από τη στενή σημασία αυτή, το ρήμα χρησιμοποιείται κάπως μεταφορικά, για τόπους, χωριά, γειτονιές, σπίτια, που έχουν ερημώσει, από τους οποίους έχει φύγει η ανθρώπινη παρουσία.

Σπανιότατα (με επιφύλαξη το γράφω) μπορεί να λέγεται και για ανθρώπους με παράξενο παρουσιαστικό, αλλόκοτους ή αλαφροΐσκιωτους που σου φέρνουν ανατριχίλα, αλλά μάλλον σε συνάρτηση με το ανάλογο ντεκόρ ή να εκφέρεται μαζί με άλλους χαρακτηρισμούς.

(με έμπνευση και έναυσμα το μωραΐτικο φυλάει)

- Ώφου κι επήαιτε από κεια, και δεν εφοβηθήκετε μωρέ τροζοκόπελα; Εκειά το λένε "του Σαρακηνού" και φαντάσσει!
- Άσε μας ρε θεία...

[... ] παρακαλούσα τη μάνα μου να φύγομε πριν το μεσημέρι, γιατί τότε “φαντάσσει” και βγαίνουν οι θεόρατοι γενίτσαροι με τα μαχαίρια τους και σφάζουν όποιον συναντήσουν. πηγή

Έκεια πού ναι το ξενοδοχείο που δεν ετέλειωσε ω ανάθεμά το πως φαντάσσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή λεβεντόπουστα. Μπορεί να σημάνει ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω.

1.Γκέι που είναι λεβέντης, ευσταλής και νταβραντισμένος.

2.Γκέι που εκτός του ότι είναι πούστης, είναι επιπλέον και λεβεντομαλάκας λεβεντοτσολιάς. Συνδυάζει δηλαδή τα χειρότερα από διαφορετικούς χειρότερους κόσμους.

3.Βρισιά για κάποιον που το παίζει λεβέντης, ενώ συμπεριφέρεται πούστικα.

4.Ίσως να θίγει και περιπτώσεις που κάποιος είναι too handsome to be straight. Δηλαδή προβληματιζόμαστε με το ότι κάποιος είναι υπερβολικά λεβέντης και διερωτόμαστε πώς τον πίνει τον καφέ.

Προφ, η έκφραση παίζει με τα σεξιστικά στερεότυπα του λεβέντη άντρα εναντίον μη λεβέντη γκέι, τα οποία εξάλλου διαψεύδονται στην πραγματικότητα. Όπως παίζει επίσης και με μια διαδεδομένη σημασία του λεβέντη, που, όπως παρατηρεί το Πονηρόσκυλο, είναι ο μαλάκας. Γιατί υπάρχει ένα μόνο πράγμα χειρότερο από το ότι τον άντρα παλιά, τον ήθελαν λεβέντη, τώρα τον θέλουν αδελφή και τον φωνάζουν τρέντι κι αυτό είναι ότι τον θέλουν και λεβέντη και τρέντι, λεβεντόπουστα λαμπερσέξουαλ δηλαδή.

1.-παοκ θρησκεια ομοφυλοφιλια τιμη και δοξα στη λούγκρα το Γκαρσια
-Ναί φίλε ναί... στείλε οπτικές αποδείξεις ότι ο Πάμπλο είναι γκέι και τότε τα ξαναλέμε...ως τότε καμάρωνε τα 2 σουπεράκια και την λεβεντόπουστα του παλέ. (Εδώ).

2.-Καλώς το λεβεντόπουστα! (Εγκάρδια υποδοχή μαγαζάτορα σε μεταφορέα, Αμπελόκηποι). (Εδώ ενδιαφέροντα ακουστικά στιγμιότυπα).

3.-γεμίσαμε παλιοπούστηδες, καραπουσταριά και πουστάρες. Είναι τελείως αληθές ότι με τους νέους νόμους πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια; είμαι τώρα και εγώ ένας κοινός εγκληματίας; -ΝΑΙ ΕΙΣΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑΣ ΠΟΥ ΝΤΡΟΠΙΑΖΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΟΥΣΤΗΔΕΣ Κ ΤΟΥΣ ΛΕΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ. ΤΕΤΟΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΤΙΜΗΤΙΚΕΣ. ΝΑ ΛΕΣ ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΓΙΓΑΝΤΑ ΤΡΥΠΙΟΚΑΡΥΔΕ ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΦΙΛΕ ΜΟΥ ΛΕΒΕΝΤΟΠΟΥΣΤΑ? (Σχολιασμός των νόμων περί εχθροπαθείας από φωνακλάδες εδώ).

4.-Άντρακλας. Σπαρτιάτης. Να σε χαίρεται η μάνα σου τσόγλανε.
-ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΡΕ ΛΕΒΕΝΤΟΠΟΥΣΤΑ.....ΝΑ ΣΕ ΚΑΜΑΡΩΝΕΙ Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΣΟΥ ΠΑΛΙΟ ΠΟΥΤΑΝΑ!!!!!!!!!!!! (Σχολιασμός για ματατζή που χτυπάει κοπέλα, από σόσιαλ μήδια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήτοι είναι στοιχειωμένο, έχει στοιχειώσει, υπάρχει στοιχειό. Η πελοποννησιακή δοξασία ολοκληρώνεται με το αρχαίο έθιμο της θυσίας τινός (άμοιρου κοκόρου) στα θεμέλια ενός κτίσματος, προκειμένου ο θυσιασθείς να γίνει στοιχειό που θα το προστατεύει. Εξού και το «φυλάει».

Δέον να συγχωρεθεί το παρακάτω μπουρδολογείν, καθότι σκέτη η λέξη, χωρίς τα συμπαρομαρτούντα αυτής δεν επαρκεί για να καλύψει το εύρος του πολιτιστικού στοιχειού.

Κάτω από το αυλάκι βρίθει ο τόπος από σημεία όπου διάφορα στοιχειά (δαιμόνια) παραφυλάνε τον καλό καγαθό Πελοποννήσιο, πότε θα τον βρούνε μπόσικο για να του την κάνουν. Είτε πρόκειται για αρχαία χαλάσματα, εγκαταλελειμμένους συνοικισμούς, γκρεμισμένους στάβλους, αδέσποτα αντικείμενα εγκαταλελειμμένα σε ιερούς ή απλώς ύποπτους χώρους, η ζωή που κάποτε υπήρχε σ’ αυτά στοιχειώνει κυρίως τη φαντασία των Πελοποννησίων που απολαμβάνουν να ακούνε μα κυρίως να αφηγούνται τέτοιες ιστορίες κατά το βραδάκι ρουφηχθέντων των μπυρών.

Η ανατριχίλα είναι βασικό συστατικό της αληθοφάνειας της διήγησης τ. «να, παιδιά, σας το λέω κι ανατριχιάζω», όπως επίσης η άφθονη υπερβολή που κορυφώνεται όταν το συναίσθημα του φόβου -που ούτως ή άλλως συνοδεύει τις προσωπικές περιηγήσεις στα ως άνω μέρη- μετουσιώνεται στη μορφή παράδοξων πλασμάτων, ανεξήγητων ήχων ή φωνών, εμφανίσεων νεκρών, παράξενων συμπεριφορών των ζώων* κ.ο.κ.

Κι όπως συνηθίζεται στους αστικούς μύθους, κάπου θα ξεπηδήσει και το ηθικό δίδαγμα που συνήθως μπασταρδεύεται μεταξύ χριστιανικών αρχών («έκανα το σταυρό μου και εξαφανίστηκε το δαιμόνιο»), παγανιστικών παραδόσεων («πού πήγα ο μαλάκας με ολόγιομο φεγγάρι») και τοπικών δοξασιών («ήταν όμορφο το κουφάρι του συγχωρεμένου, το ήξερα ότι θα πάρει κι άλλον μαζί του»).

Πλάτων: Πως έχει γίνει έτσι η Ναταλία.. Είχα καιρό να καταθέσω στη Φωκαίας.
Γιώργος: Μην περνάς από κει ρε, φυλάει.


* Το άλογο θεωρείται αγνότατο ον (ά-λογο = του λείπει ο λόγος, κατά τα άλλα είναι τέλειο κατά την πελοποννησιακή αντίληψη) και οι αντιδράσεις του, όταν απαντά ύποπτα ως στοιχειωμένα μέρη, αντικείμενα ή και ζωντανά, εκλαμβάνονται από τους Πελοποννησίους ως μέγιστη απόδειξη του στοιχειώματος αυτών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκνευριστικό λολοπαίγνιο που φοριέται τον τελευταίο καιρό από αστειάτορες baristas σε καφέ τ. Starpax. Αναφερόμεθα στο πρόδηλα στρέι εσπρεσσάκι stretto (στρέιτο), σε αντιδιαστολή με το ύποπτο lungo (λούγκρο).

Ινσέψιο: ύποπτος λούγκρος πίνει στρέιτο

Εναλλακτικά: ριστρέιτο (ristretto) ή λούγκρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωμικό που μπορεί να συσχετιστεί με το αντίστοιχο γνωμικό καλή κι η μαλακία, αλλά με το γαμήσι γνωρίζεις κόσμο, καθώς εξαίρει τα πλεονεκτήματα της συνουσίας, εν προκειμένω της αλλαξοκωλιάς, για την κοινωνικοποίηση και την επαγγελματική άνοδο. Κυρίως λέγεται για να χαρακτηρίσει διάφορα φαινόμενα, όπως κλειστές συντεχνίες όπου για να γίνεις ηγούμενος πρέπει να σε γαμήσει ο προηγούμενος, σινάφια όπου έχει μεγάλη σημασία να γνωρίζεις κόσμο και να σε γνωρίζει κόσμος (ενίοτε και με τη βιβλική έννοια) για να καθιερωθείς στο κουρμπέτι. Το σημαντικό σε αυτές τις κοινότητες είναι η αλλαξοκωλιά. Ο ερώμενος του προηγουμένου θα γίνει ηγούμενος, ο μούτσος που γαμούσαμε θα γίνει εβέντσουαλι καπετάνιος. Αλλά και αντιστρόφως δεν μπορείς να βγεις αλώβητος: άμα είδες πλάτη, θα δεις και μαξιλάρι, περσινός κολομπαράς, φετινός πούστης.

Οπότε το γνωμικό μάλλον παροτρύνει να αφεθείς απλά σε αυτή την διαδικασία (αν θεωρήσουμε ότι το γνώρισες είναι αόριστος αντί προστακτικής), ή ούτε καν παροτρύνει, απλώς περιγράφει ότι ήδη το έκανες. Ή μπορεί, αν λεχθεί απ' έξω, και να διαπιστώνει κριτικά μια κατάσταση που είναι τάτσι μήτσι κότσι, όλοι τα έχουνε κάνει πλακάκια με όλους και δεν μπορείς να επικεντρώσεις την κριτική σου σε ένα μεμονωμένο κακό. (Ασφαλώς η έκφραση χρησιμοποιείται και μεταφορικά, όχι μόνο με τη στενή σεξουαλική σημασία). Σε παρόμοια περιβάλλοντα, δεν μπορεί να επισυμβή πραγματική καινοτομία, ακόμη κι αν αλλάξει ο κολιές, θα γίνει βραχιόλι.

Άλλαξ' ο κολιές

Υπάρχουν δύο εκδοχές, παρεμπιφτού, το δώσε κώλο- πάρε κώλο και το πάρε κώλο- δώσε κώλο. Ως λάτρης της ιεραρχίας προτίμησα αυτήν που περιγράφει με χρονική σειρά την ανέλιξη, αν και η άλλη ακούγεται λίγο καλύτερα στο μέτρο.

  1. Μην το δει αυτό ο αγωγιάτης, δημοσιογράφος αναπαραγωγέας ειδήσεων ή o απλός καταναλωτής, καρφώνεται το βλέμμα του λες βλέπει τον κώλο της Μπιγιονσέ. Από το «δώσε κώλο πάρε κώλο, γνώρισες τον κόσμο όλο» πήγαμε στο «δώσε πόνο, πάρε πόνο, κι από ηδονή θα λιώνω». Η ανωμαλία διπλή. Από τη μία πλευρά των ίδιων των επωνύμων που όταν βλέπουν ότι δεν παίζουν στην επικαιρότητα, είναι ικανοί να σου εξομολογηθούν ακόμα και το πόσο οδυνηρή εμπειρία ήταν όταν καυτηρίασαν το κονδύλωμά τους. (Εδώ).
  2. KΕΛΟΜΑΙ ΣΕ TΡΑΠΕΖΟΓΚΟΝΤΖΙΛΑ. Στην "Κυπρογενηα" (Κυπρογεννημενη, δηλαδη την Αφροδιτη, την πασα Αφροδιτη). "Παρε κωλο, δωσε κωλο, γνωρισες τον κοσμο ολο" (Παροιμια). Μια ολοκληρη Κυριακη και μαλιστα σε ανωτατο τραπεζοκυβερνητικο συμβουλιο υπο την αρχιεπιστασια των τροϊκανων του τραπεζοφασισμου, χρειαστηκε να δοθει τελος στον Λεσβιακο ερωτα, κοινως τραπεζιτικη παρτουζα, αναμεσα στην Εθνικη Τραπεζα και τη Eurobank, αφηνοντας και τις δυο με το πυρακτωμενο αιδοιο στα χερια. Ποτε την Κυριακη. Ο Βρετανος συγγραφεας και ιερωμενος Sydney Smith, πριν δυο περιπου αιωνες, ειχε πει πως "κατα τους Γαλλους, υπαρχουν τρια φυλα, οι αντρες, οι γυναικες και οι κληρικοι". Βεβαια τοτε δεν ειχε εκδηλωθει ακομα το αφιλο φυλο αφυλλο (χωρις φυλλο συκης) των τραπεζων. Οσο για τη σεξιστικη συμπεριφορα των Γερμανων με το χρημα, τη χρηματοπιστωτικολαγνεια, εχουμε την αποψη του Adorno, πως "ο μονος κανονας της σεξουαλικης ηθικης ειναι οτι ο κατηγορος εχει παντα αδικο" και κατα συνεπεια η χρηματοπιστωτικη Γερμανικη ηθικη παντα δικαιο. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που γαμεί και χύνει, με την έμφαση στο χύνει, συστηματικά, καθ' έξη και κατ' εξακολούθηση. Βασικά είναι ένας γενικότατος τρόπος να χαρακτηριστεί ένας άντρας. Κυρίως πάντως χρησιμοποιείται στην κοινότητα των μπουρδελιάρηδων ως ο απόλυτα γενικός και ουδέτερος τρόπος να αλληλοχαρακτηρίζονται ή και αλληλοαπευθύνονται (πέρα από τα πιο συν-αδελφικά συναγωνιστής, σύντροφος). Και εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι το χύστης δεν έχει ακριβώς όλες τις θετικές συνδηλώσεις και το καμάρι/ περηφάνια που έχουν χαρακτηρισμοί όπως λ.χ. τα μπήχτης, γαμιάς, γαμίκος, γαμίκουλας, χύστης είναι κυρίως, το λέει κι η λέξη, αυτός που χύνει, και τέρμα, ακόμη κι αν αυτό γίνεται στο πλαίσιο αγοραίου (και ουχί ζαγωραίου) έρωτα, ή απλής εκτόνωσης. Εν ολίγοις, είναι μια αρκετά ουδέτερη έκφραση, ακόμη κι αν έχει κατά καιρούς θετικές συνδηλώσεις.

  1. Σύντροφοι χύστες μήπως έχει κανείς πληροφορίες που θα μπορούσαν οι λάτρεις των ώριμων γυναικών να βρουν το αντικείμενο του πόθου τους;;; (Από το θρεντ πουρά σε μπουρδέλα σε σχετικό σάη).
  2. Μετά την αποχώρησή μας από την Τρούμπα κατευθυνθήκαμε προς πορνοντίσνεϊλαντ να γίνει κατάθεση από τους χύστες.
  3. χιστεσ μιν εχετε αυταπατεσ! οι πουτανεσ ειναι μονο για πιτσιλισμα! ειναι ατομα με απιρα ψιχολογικα προβλιματα, ατομα απαξιομενα, θλιβερα που το μονο που μπορουν να κανουν ειναι να κερδιζουν ευκολο χριμα!!!!! ολεσ αυτεσ οι μεταναστριεσ που δουλευουν σε τσαρδια ειναι μεταναστριεσ ω κατιγοριασ και ειναι ολεσ 100% προβλιματικεσ! κουβαλανε ενα καρο ψιχολογικα! καμια νορμαλ γινεκα δε θα ερχοταν στιν ελαδα να τιν πιτσιλαι ο καθε βρομιαρισ και απαξιομενοσ πακισ ι ο καθε ενασ χιστισ! (Ασιγματιστήσ ανωρθωγραφιστίς ατονιστης στο θρεντ "πώς καταλαβαίνετε αν σας γουστάρει μια πουτάνα" σε μπουρδελοσάη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εν αρχή ην το ανέκδοτο:
Ένας Χριστιανός, ένας Μουσουλμάνος κι ένας Εβραίος προσπαθούν να πείσουν ότι ο Θεός που πιστεύει ο καθένας είναι ο καλύτερος.
Λέει ο πρώτος: "Ξεκίνησα να πάω κάπου με την βαρκούλα μου και με έπιασε μια καταιγίδα, έπεσα με την μία, έκανα προσευχή και έγινε θαύμα, γύρω-γύρω φουρτούνα, στη μέση που ήμουν εγώ η θάλασσα ήρεμη και ωραία.
"Ε, εντάξει" λένε οι άλλοι.
Πάει ο δεύτερος και λέει: "Εγώ ήμουν στην έρημο, το μεσημέρι με πιάνει μια αμμοθύελλα, πέφτω λέω Αλλάχ, Αλλάχ, Αλλάχ. Στο τρίτο Αλλάχ έγινε θαύμα, γύρω-γύρω αμμοθύελλα, στη μέση που ήμουν εγώ μόνο άσφαλτο που δεν μας έστρωσε".
"Ε, εντάξει" λένε οι άλλοι.
Πάει ο τρίτος και λέει: "Σάββατο πήγαινα στην συναγωγή, όπως πάω να κάτσω να πάρω μια ανάσα σε ένα παγκάκι, έρχεται μια γκομενάρα δίπλα μου και θέλει να την πηδήξω, σκέφτομαι είναι Σάββατο, αχ Σάββατο δεν επιτρέπεται να κάνω ούτε σεξ, ε πέφτω κάνω μια προσευχή και γίνεται θαύμα, γύρω-γύρω Σάββατο και στη μέση, που πήδαγα εγώ, Κυριακή". (α χα καλό, ε;)

Το εν λόγω ανέκδοτο, δραματοποιημένο εντέχνως.


Γύρω γύρω Σάββατο (και στη μέση Κυριακή). Χρησιμοποιείται για να εκφράσει:

  • Την ελπίδα: Όταν όλα γύρω φαίνονται μαύρα, δυσάρεστα, αδιέξοδα, τα σκιάζει η φοβέρα και τα πλακώνει η σκλαβιά, υπάρχει τόπος φωτεινός, αισιόδοξος κι ελπιδοφόρος, δε χάθηκαν όλα, γίνονται και θαύματα, το καλό θα νικήσει.
    Γύρω γύρω Σάββατο, στη μέση Κυριακή - ο τίτλος στην ανάρτηση του φωτογράφου
  • Την πουστιά: Κατάσταση κατά την οποία σε αντίξοο περιβάλλον δημιουργείται βολικός και προστατευμένος θύλακας εξυπηρέτησης συμφερόντων, με στρέβλωση των κανόνων που θα έπρεπε να ισχύουν για όλους, χρησιμοποιώντας μια αληθοφανή έως εξωφρενική δικαιολογία.

  • Την κοσμάρα: Ενίοτε, δημιουργία μιας νέας πλαστής πραγματικότητας ινσέψιο, ώστε να μπορούμε να χτενιζόμαστε με την ησυχία μας, ενώ γύρω γύρω ο κόσμος καίγεται.

Μετά την καθιέρωση του λήμματος, χρησιμοποιείται και στο πιο χαλαρό, "γύρω γύρω" (ο χαμός) "και στη μέση" (ό,τι να 'ναι).

Σχετικά: θαύμα-θαύμα!

Γύρω γύρω Σάββατο αλλά για μας είναι Κυριακή. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν κατακλυστεί από την πρόσκληση για μεγάλα συλλαλητήρια σε όλες τις πλατείες της χώρας [...] Εν τούτοις, η ΠΟΣΠΕΡΤ [...] ανακοίνωσε στην Αθήνα, άλλη συγκέντρωση, την ίδια σχεδόν ώρα (στις 5.30) στο Ραδιομέγαρο της Αγίας Παρασκευής [...] (σχόλιο εδώ)

ΔΝΤ: Γύρω-γύρω Σάββατο και στη μέση Κυριακή. (τίτλος εφημερίδος, εδώ) [...] η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται διπλάσια από αυτήν της Γερμανίας, ενώ για την Γαλλία αναμένεται ανάπτυξη 1% και για την Ιταλία παραμονή σε ύφεση.

Θαύμα!!!! Γύρω – γύρω Σάββατο και στη μέση Κυριακή!!! Πλειστηριασμοί παντού… εκτός από το Mega (κι άλλο πολιτικό σχόλιο εδώ)

Γύρω γύρω το αλαλούμ με τις μετεγγραφές και τα κενά στα σχολεία …και στη μέση οι παιδόφιλοι! (σε πιο ελεύθερη χρήση - εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified