Όρος της ιδιολέκτου του Κόμματος, που σημαίνει την ανίερη συμμαχία μεταξύ ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΔΝΤ, που σκοπό έχει να μετατρέψει τον ελληνικό λαό σε νεροκουβαλητές στον μύλο της αντίδρασης και μπλα μπλα μπλα.

Ντάξει, δεν ξέρω πόσο σλανγκ είναι, αλλά κάπου δεν θα έπρεπε να μαζεύουμε και τις γλωσσικές εμπνεύσεις του Κόμματος, το οποίο άλλωστε ζει ιστορικές στιγμές με την αποχώρηση μετά από 22 χρόνια (!) της Αλέκας Παπαρήγας;

«Η απόφαση του Γιούρογκρουπ για την ανακεφαλαιοποίηση των κυπριακών τραπεζών θα οδηγήσει σε τεράστιες απώλειες τα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων στην Κύπρο, σε απολύσεις, σε νέα σκληρά μέτρα, όπως αυτά που βιώνει ο ελληνικός λαός. 'Αλλωστε, η κυπριακή κυβέρνηση χρησιμοποιεί απέναντι στον κυπριακό λαό τους ίδιους εκβιασμούς και αντιλαϊκά μέτρα που χρησιμοποιεί η ελληνική κυβέρνηση απέναντι στον ελληνικό» επισημαίνει, σε σχόλιό του, το ΚΚΕ. «Αποκαλύπτεται το παραμύθι της φιλολαϊκής διαπραγμάτευσης, εντός ΕΕ και με τα μονοπώλια κυρίαρχα στην οικονομία» και προστίθεται ότι «η διαχείριση της κρίσης ‘εντός των τειχών', ανεξάρτητα με ποια συνταγή, σχέδιο ή διεθνή συμμαχία γίνει, έχει πάντα θύμα τον εργαζόμενο λαό ο οποίος καλείται να κάνει σκληρές θυσίες για να στηρίξει την ανάκαμψη του κεφαλαίου», τονίζει το Κομμουνιστικό Κόμμα και καταλήγει: «Οι λαοί της Ελλάδας και της Κύπρου μπορούν να βγάλουν συμπεράσματα και να δυναμώσουν την πάλη τους για την αποδέσμευση από τη λυκοσυμμαχία της Ε.Ε. και την ανατροπή αυτής της πολιτικής».
εδώ

Ιστορικές στιγμές, πράγματι! (από Khan, 18/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλαψομούνης.

Μετά τον Καζαντζίδη, ένας νέος λαϊκός αοιδός ήρθε να ενσαρκώσει το πρότυπο του απόλυτου Έλληνα κλαψομούνη, και λέγεται Παντελής Παντελίδης.

Φυσικά, ο Παντελίδης Στελάρας δεν είναι, η μίρλα και η κλάψα του Στελάρα είναι γενικές και αόριστες, ενώ αντίθετα ο Παντελίδης απευθύνει την κακομοιριά του σε έναν πολύ συγκεκριμένο αποδέκτη: την πρώην του.

(Οι φήμες ότι ο Παντελής Παντελίδης είναι ο απατημένος σύντροφος της καριόλας Εμμανουέλας Αγγουράκη δεν έχουν επιβεβαιωθεί, κρίνονται δε ως αναληθείς.)

- Μα να με παρατήσει εμένα, ρε Βαγγέλα; Εμένα; Που της έδωσα τα πάντα κι έμεινα στον άσο; Που την είχα στα ώπα ώπα; Να αφήσει εμένα για να τρέξει πίσω από αυτόν τον Νώντα; Άδικο δεν είναι;
- Δε μας χέζεις, ρε Παντελίδη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για άτομα τα οποία δεν έχουν φοιτήσει σε κανονικό πανεπιστήμιο, που χου του Πούτσεστερ, ωστόσο έχουν φάει τη ζωή με το κουτάλι, έχουν αποκομίσει εμπειρίες που αν τις μάθεις θα μπλέξεις, και γενικά όταν σου λένε κάτι είναι λίρα εκατό.

Τις περισσότερες φορές βέβαια τον όρο τον χρησιμοποιούν καταχρηστικά οι ντεμέκ απόφοιτοί του, κάτι τύποι που επίσης δεν έχουν ακαδημαϊκή μόρφωση, ωστόσο ούτε από τη ζωή τους έχουν μάθει κάτι και μια ζωή τις ίδιες μαλακίες κάνουν. Παρ' όλα αυτά, είναι οι ίδιοι που θα τρέξουν να εκστομίσουν τις «σοφίες» που τους «δίδαξε» το πανεπιστήμιο της ζωής με ύφος χιλίων καρδιναλίων και 29 κατασκευαστών πλυντηρίων προς πάσα κατεύθυνση και με το ύφος «το έμαθα στο πανεπιστήμιο της ζωής».

- Έλα βρε αγόρι μου, δεν αξίζει τώρα να κλαις για τη Λίλιαν. Άκου κι εμένα που έχω πείρα απ'τη ζωή. Οι γκόμενες είναι σαν τα λεωφορεία: δεν αξίζει να τρέξεις πίσω τους. Θα έρθει το επόμενο.
- Πού τις έμαθες τέτοιες σοφίες, διαστημικέ δάσκαλε;
- Στο πανεπιστήμιο της ζωής, φίλε Πέρι.
- Και πόσα μαθήματα χρωστάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκικώς, παραπέμπει όχι σε κάτοχο συνδρομής, αλλά συνδρόμου, και πιο συγκεκριμένα του συνδρόμου down (τρισωμία 21).

Οι πάσχοντες από το εν λόγω σύνδρομο παρουσιάζουν συμπτώματα όπως μειωμένη πνευματική ανάπτυξη και μογγολοειδή χαρακτηριστικά.

Για τον λόγο αυτό, ως συνδρομητής χαρακτηρίζεται, με μειωτική διάθεση και σε politically incorrect πλαίσια, άτομο με παρόμοια χαρακτηριστικά, ανεξαρτήτως του αν αυτά προέκυψαν από την εν λόγω ή άλλη ασθένεια, ή από φαινόμενα όπως reality tv κλπ

  1. (αναφερόμενο σε πάσχοντα του συνδρόμου)

-Φίλε τον τύπο πίσω τον κόβω για συνδρομητή.
-Σκάσε ρε μαλάκα, λ-j-ίγο σεβασμό.

  1. (αναφερόμενο σε φορέα του πρωτόζωου Stefanidou)

-Ρε συ, ο Σπύρος δεν υπάρχει, 10 φορές του το είπαμε και πάλι ξέχασε τα εισιτήρια.
-Αφού είναι συνδρομητής, τι του τα έδωσες και εσύ μωρέ μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικό τατουάζ που εκτείνεται σε όλο το μήκος του χεριού, από τον ώμο μέχρι τον καρπό.

Το τελευταίο διάστημα έχει γίνει πολύ της μόδας (δηλαδή είναι πολύ ιν) και χτυπιέται με φρενήρεις ρυθμούς από τύπους του σταρ σύστεμ, όπως ηθοποιούς, μοντέλα, ποδοσφαιριστές, τραγουδιστές κλπ., αλλά όχι μόνο.

Επίσης να σημειωθεί πως κυκλοφορούν στο εμπόριο πραγματικά μανίκια τατού. Έχουν την μορφή καλσόν με τυπωμένα διάφορα κλασικά τατού και φορώντας το, δίνεται η ψευδαίσθηση ενός ρεαλιστικού τατουάζ.

- Αν δεν έχεις εμφανιστεί σε τουλάχιστον μια διαφήμιση, δεν έχεις κάνει δήλωση στο τουίτερ που να έχει συζητηθεί και δεν έχεις βαρέσει τατουάζ μανίκι, τότε σόρυ αλλά δεν μπορείς να λέγεσαι διάσημος ποδοσφαιριστής φίλος!
- Θύμισέ μου να σε γράψω στ' αρχίδια μου.

Οι μανικαϊστές το φοράνε ασπρόμαυρο. (από σφυρίζων, 18/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κυριολεκτικό party-dog που ανήκει στη νεολαία ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, και ωσεκτουτού βγάζει κάτι το βουπουδίτικο, το φλώρικο, το επίπεδο- ΔΑΠεδο. Δεν περιγράφω άλλο, αφού ο κυνότυπος έχει περιγραφεί αναλυτικά στο λήμμα δάπαρος.

  1. Τι να πω ρε γαμώ... Σα πρωτάρα φοιτητριούλα στο 10 έτος από ΔΑΠόσκυλο την έφαγε... (Μεταφορά εδώ).

  2. ΔΕΝ είμαι «δαπόσκυλο» προς Θεού και ούτε υποστηρίζω τους «μπράβους» και τα ξύλα στα χέρια. (Καταδικάζοντας τον ΔΑΠοκυνισμό από όπου κι αν προέρχεται εδώ).

  3. οπως εσυ λες τους κκε μ-λ γκρουποσκυλα, θα σ αρεσε να σε αποκαλω εγω δαποσκυλο; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς τελείως αναχρονιστική σλανγκιά για τα σαφρακιασμένα απομεινάρια του παρθενικού υμένα μετά την ρήξητου.

Προφ εκ του λουλούδι. Παραετυμολογικά, εκ του Λιλιάδα.

Εναλλακτικά: λαλάδια.

1. «Λoυλoύδι της ντρoπής» o ραγής παρθενικός υμένας με τη θέληση της κόρης, πρo τoυ γάμoυ, o καταρακωμένoς με τα λιλίδια.

2. «ληλίδια» ή «λαλάδια» έλεγαν τα μύρτα, δηλ. τις σαρκώσεις απoφύσεις τoυ παρθενικoύ υμένα μετά τη ρήξη.

  1. - Αμάν αμάν αμάν....
    - Α πα πα πα....
    - Βάι βάι βάι...όι όι μανούλα μου
    - Τι ήταν αυτός ο Πέρι βρε Λάουρα...
    - Φεύγει και αφήνει πίσω του λιλίδια...Θε μου φύλαε ήτανε.....

Got a better definition? Add it!

Published

Καγκούρω αποκαλείται τόσο η γυναίκα-κάγκουρας όσο και η σύζυγος / ερωμένη του κάγκουρα. Το γούστο του κάγκουρα στις γυναίκες είναι δεδομένο, ωσεκτουτού οι παραπάνω ιδιότητες συνήθως αλληλεπικαλύπτονται.

Ευθυμολογείται εκ του κάγκουρα και του γαμοσλανγκοτέτοιου (κατά τα υστέρω, μαλάκω κ.ά.) Εναλλακτικά: καγκούραινα, καγκουρίνα, καγουρομούνα.

1. Δε φταίνε οι άντρες για την κατάσταση των γυναικών. Δε φταίω εγώ όταν εσύ είσαι συναισθηματική και πας με τον κάθε μαλάκα που γνωρίζεις μία βδομάδα. Δεν είναι δική μου ευθύνη αν είσαι συναισθηματική, και ελπίζεις σε έναν καλύτερο κόσμο, και γράφεις ποιήματα για τη ζωή, τον έρωτα, τα συναισθήματα, ενώ το μουνί σου σε προστάζει να είσαι καγκούρω. Όπως το λέω. Τα διαβάζουμε αυτά, και μένουμε παξιμάδι! Βρισκόμαστε με ανοιχτό το στόμα σκεφτόμενοι ότι πρόκειται για μία ξεχωριστή κοπέλα, η οποία καταλήγει να ακούει Χατζηγιάννη επειδή αυτός έχει ωραίους κοιλιακούς, και είναι με κάποιον άσχετο, ο οποίος φαίνεται ότι είναι ρηχός, αλλά έχει αμάξι.

2. Ναι, δεν κατάφερα να μην βάλω φωτάκια και κουδουνάκια. Μια φορά καγκούρω, πάντα καγκούρω.

3. Εγώ το είδα στην Καγκούρω την Τατιάνα και ο συνδυασμός δώρου-παρουσιάστριας ήταν τραγελαφικός...:Ρ

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άντρας που μια γυναίκα τον έχει βάλει μέσα στο βρακί της, και είναι ωσεκτουτού μουνόδουλος, μουνοείλωτας, χαζομούνης, μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, πουτόπιστος κ.τ.ό.

Μπορεί να έχει και λίγο πιο καυλή έννοια όταν σημαίνει κάποιον που κυνηγάει πολύ το μουνί ως μουνάκιας. Δεν είναι βέβαια καλό κι αυτό, καθώς δηλώνει εξάρτηση, ωστόσο μπορεί η έμφαση να πέσει στο ότι ο κιλοτάκιας είναι γαμίκουλας και όχι μόνο στη μουνοδουλίασή του. Συνήθως πάντως ο όρος είναι μειωτικός, επικεντρώνοντας στην έλλειψη ανεξαρτησίας του κιλοτάκια.

  1. Ορισμός εδώ: Κιλοτάκιας: Κατευθυνόμενα ανδρίδια που χαίρουν μετριότατης εκτιμήσεως και από τις ίδιες τις συντρόφους, μανάδες, φιλενάδες, αδελφάδες που τους κατευθύνουν, διότι τον κατευθυνόμενο πολλές τον επόθησαν, ελάχιστες τον εκτίμησαν.

  2. Εδώ πλήρης ανάλυση:

Είδος ανδρός ανεξάντλητο, αειθαλές και αεικίνητο. Από δω στρίβεις το κεφάλι, από το κει το πας να σου και ένας κιλοτάκιας με χαμόγελο crest να σε κοιτά και να σου λέει: «δεν θα πεθάνω ποτές, ό,τι και αν λες, όπου και αν πας, εδώ κοντά μου θα γυρνάς!».

Διάβαζα τις προάλλες τον «BHMagazino» και «τα λόγια της πιάτσας» του Δημήτρη Θεοδωρόπουλου. Κάπου στα λήμματα της Μπεο-Ψωμιαδο-Μαρινακικής και λοιπών περιόδου, εντοπίζω και το εκ της τελευταίας εσοδείας λήμμα της ελληνικής- προσαρμοζόμενο στα ποδοσφαιρικά- «κιλοτάκιας» που αποκαλεί ο προσφιλής Αχιλλεύς Μπέος βεβαίως – βεβαίως, κάποιον άγνωστο από τον Βόλο. «Τι με λες;» είπα στον εαυτό μου, «έχουν τέτοιους και οι ‘όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω;».

  1. «Καλύτερα σεισμόπληκτος, ζητιάνος και πρεζάκιας, παρά κυριλέ χλεχλές λούλης και κιλοτάκιας». (Από τους στίχους εδώ).

(από Khan, 17/04/13)Στο 2.00. (από Khan, 17/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν ηξεύρω αν πρόκειται περί επιθετικού προσδιορισμού, επιρρήματος ή επιφωνήματος, αλλά αναμφισβητήτως έχει εμφατική έννοια.

Διά του παρόντος λήμματος επιφορτίζω τους σύσσλανγκους με το ετυμολογικό καθήκον της επιλογής μεταξύ του τουρκικού επιτατικού kara- και του ισπανικού έκπληκτου caramba.

Γνωρίζω την έκφραση παλαιόθεν, μάλιστα την έχω γιά αρκετά διαδεδομένη. Όμως τα διαδικτυακά ευρήματα είναι παραπάνω από φτωχά. Δε γουστάρω να λινκάρω στο μοναδικό σάιτ / κείμενο που γουγλίζεται η λέξη.

Καραεπιτατικά: καραγκαγκάν, καραμπαμπάμ, καραμπαντάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified