Selected tags

Further tags

Εκτός των αναφερθέντων, παίζουν και τα:

Α. Περιπαίζω, κοροϊδεύω, επεξεργάζομαι, δουλεύω κάποιον, (όπως σχολιάζει κι ο Χαλικού στο Βρασταμάνικο, δολοφονικό, παίζω).

  1. Απ' το candianews (Χαλικού δικό σου):

    Και δεν αναγουλιά κιανείς το βύζαχτρο να φτύξει,
    και σ’ όσους σασε παίζουνε τα ντόδια ντου να τρίξει.
    Ελπίζω, όμως, πως εδά που τουτονέ δα δείτε,
    πως δα ανεχετζώσετε και δα ξεσηκωθείτε.
    Και δα φωνιάξετε μαζί με μάνητα ως τα μπούνια:
    Πάψτε να μασε παίζετε! Δεν είμαστε μαϊμούνια!!!

  2. ♪♫ Η ζήλεια είναι μια κατηφόρα
    μ’ εσένα όμως είναι γκρεμός,
    όταν με παίζεις αρχίζει η μπόρα
    όταν μου λείπεις, κατακλυσμός ♪♫

Β. Παίζω μπουνιές, ξύλο, κλπ.

ΧΟΝΤΡΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ: Μπουνιές με πρωτοκλασάτο Υπουργό "έπαιξε" ο Γιάνης Βαρουφάκης (εδώ)

Γ.
α) Προβάλλω, δείχνω (πχ στην TV). β) Προβάλλομαι, με δείχνει η TV, το σινεμά, το βίντεο, ακούγομαι στο ραδιόφωνο. Γενικώς, στα μήδεια όσα.

  1. Γκάφα από την ΕΡΤ: Έπαιξε είδηση από το… Κουλούρι! Δεν έχει προηγούμενο η γκάφα της ΕΡΤ! Παρουσίασε ως είδηση μια ανάρτηση γνωστής σατιρικής ιστοσελίδας με τίτλο: «Συνελήφθη σπείρα που έκοβε στη μέση χαρτί κουζίνας και το πωλούσε ως χαρτί υγείας». ΕΔΩ

  2. Με έπαιξε η ΕΡΤ ή να πάω να παίξω για το μαύρο στη νεριτ; #ertopen ΕΔΩ

Δ. Μου τυχαίνει.

Ο εκλέκτορας των Σέρβων (και φυσικά προπονητής του Παναθηναϊκού) είχε παράπονα: "Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί στον ημιτελικό μας έπαιξε Ισπανός διαιτητής (σσ: Εμίλιο Πέρεθ)" είπε χαρακτηριστικά ο Σάλε ο οποίος είδε την ομάδα να χάνει με τρεις πόντους διαφορά από την Λιθουανία. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υποδεέστερο συνήθως μεροκάματο, μικρότερου αντιτίμου ή μεγαλύτερης διάρκειας ή αυξημένης δυσκολίας ή υψηλότερου ρίσκου-κινδύνου ή όλα τα παραπάνω, που αναζητούν νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας, κυρίως οικονομικοί μετανάστες.

οι διαιτητές πληρώνονται για τη δουλειά τους και μάλιστα κρίνοντας απ' τα εξοδολόγια που έχω δει το μεροκάμα είναι αρκετά καλό για δύο ώρες δουλειάς.

Το μεροκάμα-το για τις γυναίκες ήταν 18-35 δραχμές, «αναλό-γως της ηλικίας και της πείρας εκάστης εργάτρι-ας» και για τους άνδρες 40-50 δραχμές 11 .

<<Το μεροκάμα…είναι τριάντα χιλιάρικα... Θα σου δώσουμε ένα φάκελο ρε φίλε, θα τον βρεις. Εκεί έχει τα πάντα. Απλά πρέπει να ανέβεις, να πάρεις το σίδερο στην Άμφισσα…ολοκαίνουργιο είναι…μετά πας…πας τον τρως και μετά παίρνεις τα λεφτά>>.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τσιγκούνης ολκής. Ο όρος επικράτησε από την ερμηνεία του Δήμου Σταρένιου στην τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου του Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», όπου υποδύθηκε τον ρόλο του τσιγκούνη γερο-Λαδά.

- Ρε Σταρένιο, 80 χρονών είσαι, παιδιά σκυλιά δεν έχεις... Ζήσε λίγο τη ζωή σου. Μαζεύεις, μαζεύεις... Μαζί σου θα τα πάρεις;

ο ηθοποιός Δήμος Σταρένιος (1905-1983) (από allivegp, 21/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικός αφορισμός/ανάθεμα όταν θέλουμε να ρίξουμε κάπου το φταίξιμο και δεν ξέρουμε ποιος μας φταίει. Καθώς οι λαδέμποροι (με κλασσικό εκπρόσωπο τον γερο-Λαδά του Ν. Καζαντζάκη στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται») έχουν ταυτιστεί με τη μαύρη αγορά, την αισχροκέρδεια και την εκμετάλλευση, λίγοι είναι αυτοί που θα διαφωνήσουν.

Νέα περικοπή στις παροχές υγείας των ασφαλιστικών ταμείων; Κατάρα στον λαδέμπορα!

(από perkins, 21/05/10)Μαλβίνα Κάραλη, MALVINA HOSTESS. Στο 2:29. (από patsis, 21/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκμεταλλεύομαι ευκαιριακά ή συστηματικά, θεμιτά ή αθέμιτα, ηθικά ή ανήθικα μια ευνοϊκή κατάσταση που μου προσπορίζει διαφορών ειδών οφέλη ή ανταλλάγματα.

Συνώνυμη έκφραση: βρίσκω το μήνα που θρέφει τους έντεκα

- Είδες τον Πανάγο; Από τότενες που άνοιξε νταλαβέριμ' αυτήνες τσι πούστηδοι, είναι κάθε μέρα στη μπούντρα.
- Καλά ξηγιέται, βρήκε βυζί και βυζαίνει, αφού.

(από iwn, 01/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βικτίμια ή βικτιμάδες αποκαλούνται τα εκούσια θύματα των τάσεων της μοδός, της ποπ κουλτούρας, της τρέντι πολιτικής, γουατέβα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ορδές σούργελων με Juicy Cuture γιομάτα τρουκς και γελοίες μπότες Ugg (το ένα χέρι στο iPhone και το άλλο στις «50 αποχρώσεις του γκρι») που παρελαύνουν έφιππες σε επινοημένα αλόγατα με υπόκρουση το ώπα γκάγκναμ στάιλ (φωτογραφία από τις αρχές του´13).

Οι γιαλόμες θεωρούν ότι κραδαίνοντας επώνυμα αγαθά (ή μαϊμούδες αυτών), το βικτίμι ελπίζει ότι θα αποσπάσει θαυμασμό και ρισπέκ ανάλογο προς τη πραγματική (ή φαινομενική) αξία τους, και καταντά έτσι θύμα της κενόδοξης ανασφάλειας του. Αλλά ποιος τις χέζει τις γιαλόμες, είναι οι χειρότερες βικτιμούδες όλων.

Εκ του fashion victim (λεξιπλασία του Oscar de la Renta).

1. Το παλιό συνυπάρχει με το καινούριο, το καλόγουστο με το κιτς, οι αντίκες με τα παλιατζίδικα, οι πλανόδιοι πωλητές (κερασι τραγανοοοοοοοοοοοοό) με τα επώνυμα καταστήματα, οι φλώροι με τους ντιζαϊνάτους, οι ψαγμένοι με τα βικτίμια

2. Εκεί όλοι ανήκαν σε κάποια φυλή, υπήρχαν χίπιδες, βικτίμια, ροκαμπιλάδες, μέταλα, αναρχικοί και φυσικά γότθοι, οι οποίοι ήταν πιο κομψοί απ’ όλους

3. Το γαλλικο νυχακι κι εγω για ασπρο το'χω, αλλα μπορει να εχει προχωρησει η επιστημη, δεν ξερω. Μια βικτιμού στη δουλειά, μου ειχε στειλει μαιλ για το νεο μανικιούρ Loubouten (δεν ξερω αν γραφεται ετσι, χεστηκα). Απεξω κοκκινο και απο μεσα μαυρο. Αστα, μην ρωτησεις καν......

4. επισκέφτηκα το γνωστό «σκακιστικό» βιβλιοπωλείο στα Εξάρχεια, πέφτω πάνω σε κάτι πιτσιρικάδες και «να’σου το Γκρέιχοκ» και «έτσι ο Γκρέιχοκ» και μόνο τη λέξη Γκρέιχοκ άκουγα. Ααα, λέω (σαν κλασικός μάρκετινγκ βικτιμάς) νά λοιπόν το νέο μου φαρμακερό βέλος που θα προστεθεί στην ποικιλώνυμη σκακιστική μου φαρέτρα… πάω σε μια κοπέλα υπεύθυνη και ζητάω λοιπόν το «άνοιγμα Γκρέιχοκ» ή τον σκακιστικό συγγραφέα Γκρέιχοκ… « Το Γκρέιχοκ είναι ρόουλ πλέινγκ γκέιμ, κύριε!» με κατακεραύνωσε. Για τα σκακιστικά, στο ραφάκι στο βάθος.»…έφυγα σα βρεγμένη γκρίζα γάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιφούτης και κακομοίρης, ο μίζερος τσιγκούνης. Η λέξη προέρχεται από παλιά ταινία του ελληνικού κινηματογράφου, στην οποία ο βασικός ήρωας είναι έμπορος λαδιού και απίστευτος τσιγκούνης, αν και υπερβολικά πλούσιος.

- Εντάξει, να νοικιάσουμε αυτοκίνητο, αλλά όχι το Hyundai, αφού είναι κατά 5 ευρώ ακριβότερο.
- Καλά ρε γερο-Λαδά, θα δώσουμε 5 ευρώ λιγότερα για να πάρουμε παλιό αυτοκίνητο σε πολύ χειρότερη κατάσταση; Μη τρελαθούμε τώρα... Με μισθό 3.500 ευρώ το μήνα, πώς μπορεί να είσαι τέτοιος γερο-Λαδάς;

Από τον ομώνυμο χαρακτήρα του μυθιστορήματος «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», του Νίκου Καζαντζάκη. Προφανώς ο φίλος εννοεί τη μεταφορά του βιβλίου σε σειρά στην κρατική τηλεόραση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιάνω την καλή, έχω το οικονομικό μου πρόβλημα λυμένο, είτε επειδή έχω εξασφαλισμένο εισόδημα είτε επειδή ζω παρασιτικά σε βάρος άλλων. Χρησιμοποιείται με μειωτικό τόνο, χωρίς την έλλειψη ζήλιας και κρυφής επιθυμίας του λέγοντος να είχε κι εκείνος την ίδια τύχη.

Το έτυμον προφανές: ενώ οι πολλοί δουλεύουν δώδεκα μήνες το χρόνο για να τα φέρουνε βόλτα, στον αποδέκτη του σχολίου αρκεί ένας για να καλύψει τους υπόλοιπους έντεκα. Η έκφραση χρησιμοποιείται ευρέως από ανθρώπους με καταγωγή από την Ήπειρο.

  1. - Τον είδες το Δημητράκη, διακοπές στην Ελβετία, βίλα στην Εκάλη και BMW. Οικονομική κρίση σου λέει ο άλλος.
    - E, καλά, αυτός κληρονόμησε ένα σωρό ακίνητα απ' το μπαμπά του. Βρήκε το μήνα που θρέφει τους έντεκα.

  2. - Με το γεροπαραλή που τύλιξε η Μπουμπούκα, βρήκε το μήνα που θρέφει τους έντεκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Mαγαζί προϊόντων ή υπηρεσιών, με ατελείωτη και συνεχή πελατεία. Ο μαγαζάτορας δεν προλαβαίνει να πουλάει και να κόβει μονέδα αβέρτα. Σα να έχει δηλαδή μία μηχανή και να κόβει λεφτά. Η ποιότητα είναι αντιστρόφως ανάλογη της επιτυχίας του στην αγορά. Στην εξυπηρέτηση ισχύει το «φύγε εσύ, έλα εσύ». Η επιτυχία του είναι αποτέλεσμα καλής διαφήμισης, δημοσίων σχέσεων και της αγελαίας νοοτροπίας αυτών που προθύμως καταθέτουν τον οβολό τους. Κοφτήρια μπορεί να χαρακτηριστούν οιεσδήποτε επιχειρήσεις, από περίπτερα ή φαστφουντάδικα, μαγαζιά γωνία, μέχρι ιατρικές κλινικές και δικηγορικά γραφεία. Το άκουσα από κάποιον που μιλούσε για κλινικές εξωσωματικής γονιμοποίησης.

  2. Επικίνδυνο οδικό σημείο, για οδηγούς ή πεζούς. Π.χ., για τους πεζούς που διασχίζουν το δρόμο, η Κηφισίας στο ύψος της Εθνικής Αντιστάσεως ή του Φάρου Ψυχικού. Μουστάκια, τον παίρνεις.

  3. Κοφτήριο (και κόφτης), λέγεται ο αμυντικός ποδοσφαιριστής με ειδικότητα στα τζατζαρίσματα και τα κλαδέματα των αντιπάλων επιθετικών. Επικίνδυνος αλλά αποτελεσματικός.

  1. Κοφτήριο λιρών είναι αυτά τα καλσόν, άσε που πιάνεις και κανένα μπουτάκι από τα μοντέλα που τα δοκιμάζουν (από ιστολόγιο).

  2. βλέπω στα αριστερά, πάνω στο δρόμο, δύο σκυλιά. το ένα ξαπλωμένο, το άλλο από πάνω του στηλωμένο να το κοιτά. εκείνο το σημείο είναι «κοφτήριο». όποτε μπαίνω γκαζώνω μη με πάρει αμπάριζα το ρεύμα της Ηλιουπόλεως που κατεβαίνει αλαφιασμένο. έτσι μπήκα και χτες, προσπέρασα τα σκυλιά, προσέχοντας απλά μην με πάρουν στο κατόπιν. ομόνοια, εφημερίδες, μια έγνοια μην και δεν έκλεισα τον εξαερισμό και τον ακούνε οι γείτονες όλη νύχτα, πάλι πίσω, ήταν κλειστός. ξανά Ηλιουπόλεως, η κίνηση κάλμα. τα σκυλιά-είκοσι λεπτά μετά-ασάλευτα στην ίδια θέση. τα προσπερνάω αργά αργά και τα κοιτώ. το ξαπλωμένο είναι σκοτωμένο με το αίμα στην άσφαλτο. το όρθιο, με τονα πόδι αριστερά και το άλλο δεξιά από το ψοφίμι, το κοιτά μπρος του αδιαφορώντας παντελώς για τα αμάξια που έρχονται από πίσω του στη λωρίδα της ταχείας κυκλοφορίας. παρκάρω κανένα τέταρτο παρακάτω και κοιτώ από τον καθρέφτη τα δύο σκυλιά. τέτοιο ξενύχτι νεκρού δεν έχω ξαναδεί... (από ιστολόγιο, έβαλα όλη την παράγραφο γιατί μου άρεζε)

  3. Ο Καλλιτζάκης ήταν μεγάλο κοφτήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη προέρχεται από τα γαλλικά (marqué(e) που σημαίνει σηματοδοτημένο, κατηγοριοποιημένο, ταμπελαρισμένο). Στην ανωτάτη ελληνική μαστορική σλανγκ μαρκέ σημαίνει «για τον συγκεκριμένο τύπο». Ο χαρακτηρισμός μαρκέ πάει συνήθως σε εργαλεία και ανταλλακτικά. Κάποιες φορές (λανθασμένα κττμγ) υπονοεί και το «κατά παραγγελία» (custom made).

Όπως λέει και ο σύντροφος Μαρξ, σκοπός κάθε εταιρείας είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, και ύστερα όλα τα άλλα. Οπότε οι μεγάλες εταιρείες θέλοντας να βγάλουν και από την μύγα ξίγκι, πατεντάρουν μηχανισμούς και εξαρτήματα των τελικών βιομηχανικών ή καταναλωτικών προϊόντων τους. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, όταν αυτά τα μηχανήματα χαλάνε, ή όταν χρειάζονται συντήρηση, να αναγκάζουν τον ιδιοκτήτη να απευθύνεται στην ίδια εταιρεία (ή στο συμβεβλημένο συνεργείο, που ο μηχανικός του ακολουθεί συγκεκριμένα σεμινάρια και ο ιδιοκτήτης του πληρώνει νταβατζιλίκι στην μαμά εταιρεία). Άρα κονομάνε και από εκεί. Βεβαίως οι εταιρείες ισχυρίζονται ότι το κάνουν αυτό για την ασφάλεια του τελικού χρήστη, ώστε να μην ανοίγονται τα μηχανήματα από άσχετους και άλλα τέτοια φίδια...

Ένα παράδειγμα για να γινόμαστε πιο κατανοητοί: Τα μεγάλα επαγγελματικά εργαλεία της γερμανικής BOSCH (κομπρεσέρ π.χ.), για να τα λύσεις, έχουν γύρω στις δέκα ασφάλειες, που συγκρατούν τα εξαρτήματα μεταξύ τους. Κάποιες από αυτές είναι επίτηδες καλυμμένες ή περιπλεγμένες, δυσκολεύοντας ή καθιστώντας αδύνατον για κάποιον να τις απασφαλίσει (με τα κανονικά εργαλεία). Η BOSCH βέβαια παράγει και πουλάει (ακριβά) στα συμβεβλημένα συνεργεία, ένα εργαλείο (μαρκέ), ακριβώς για την αφαίρεση αυτών των ασφαλειών.

-Μάστορα, ψάχνω ένα εργαλείο για αυτό εδώ το παξιμάδι.
-Για δώσ' το εδώ. (βάζει γυαλάκι πρεσβυωπίας) Μπα δεν το 'χουμε. Είναι μαρκέ. Νομίζω ότι έχω δει ξανά τέτοια τετράγωνα μπουλόνια. Πρέπει να είναι από εξωλέμβια.
-Δίκιο έχεις, αλλά που θα βρω;
-Θα πάρεις τηλέφωνο στην εταιρεία από όπου την πήρες, και ή θα σου το πουλήσουν, ή θα σε στείλουν σε κάποιο συνεργείο εξειδικευμένο. Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι αφότου τα βγάλεις, να έρθεις εδώ και αν δεν είναι μαρκέ και τα μπουλόνια, να σου δώσω κάποια συνηθισμένα, να μην παιδευτείς την επόμενη φορά.
-Μερσί αφεντικό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified