Η γέννεση κόπρου, μετά γονιμοποίησης κουράδας. Το αντίθετο της αμφιγονίας. Αποτέλεσμα αναπαραγωγής δύο ομοίων γαμέτων.
-Πως περάσατε με την κοπέλα; -Τελικά δεν ήταν ακριβώς κοπέλα. Κοπρογονία κάναμε.
Η γέννεση κόπρου, μετά γονιμοποίησης κουράδας. Το αντίθετο της αμφιγονίας. Αποτέλεσμα αναπαραγωγής δύο ομοίων γαμέτων.
-Πως περάσατε με την κοπέλα; -Τελικά δεν ήταν ακριβώς κοπέλα. Κοπρογονία κάναμε.
Got a better definition? Add it!
Βρισιά που σημαίνει κάποιον που έχει χοντρή γεμάτη κοιλιά που σύντομα θα γίνει σκατά. Ο Μανόλης Σέργης στα Ακληρήματα το έχει ως φαυλιστικό για τους Πελοποννήσιους. Χρησιμοποιείται επίσης από πανκ συγκρότημα.
ΡΕ ΛΑΜΟΓΙΑ, ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΧΩΝΕΤΕ Σ' ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΜΟΝΟ - ΤΟ ΑΝ ΕΧΕΙ Ή ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΚΡΙΝΕΤΕ ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΠΟ ΕΣΑΣ ΡΕ ΦΑΣΙΣΤΑΚΙΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΑ! - ΠΟΥ ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΤΕΩΝΑΣ, ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΙ ΑΠΑΤΕΩΝΕΣ ΑΠ' ΑΥΤΟΝ, ΟΛΟΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΣΚΑΤΟΚΟΙΛΑΡΑΔΕΣ ΡΑΣΟΦΟΡΟΙ, ΠΑΠΑΔΕΣ, ΔΕΣΠΟΤΑΔΕΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΕΣΑ ΚΙ ΕΞΩ! ΓΙ' ΑΥΤΟΥΣ ΚΑΝΕΝΑΣ ΚΟΥΒΕΝΤΑ, Ε;;; (ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΚΑΝΑΔΥΟ ΜΕΜΟΝΩΜΕΝΕΣ ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ) Ε ΝΑ ΜΗ ΘΙΞΩΜΕΝ ΚΑΙ ΤΑ ΙΕΡΑ ΚΑΙ ΟΣΙΑ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ, Ε;;; ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΤΑ ΧΡΥΣΑΦΙΚΑ ΠΟΥ ΚΟΥΒΑΛΑΝΕ ΠΑΝΩ ΤΟΥΣ ΟΛΟΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΒΡΩΜΙΑΡΗΔΕΣ ΚΟΙΛΑΡΑΔΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΟΣΤΙΖΟΥΝ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΟΛΑΚΕΡΑ, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΕΔΩ ΠΟΥ ΤΑ ΛΕΜΕ, ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΜΠΑΖΑ ΚΙ ΑΠΟ ΜΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ, ΑΝ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΑΝ ΤΑ ΜΠΑΤΣΟΣΚΥΛΑ ΟΙ ΣΕΚΙΟΥΡΙΤΑΔΕΣ ΤΟΥΣ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΦΥΛΑΝΕ... ΑΜ ΤΙ, ΚΟΡΟΙΔΑ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΔΕΣΠΟΤΑΔΕΣ, ΝΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΑΝΕ ΕΤΣΙ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ, ΤΕΤΟΙΟΣ ΚΙΝΗΤΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ;;; ΔΕ ΧΑΖΕΨΑΝΕ... ΚΑΛΑ ΝΑ ΜΗΝ ΠΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΜΥΘΗΤΕΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΩΡΑ... ΕΚΕΙ ΜΙΛΑΜΕ ΓΙΑ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΡΙΣ... ΚΙ ΕΣΕΙΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΕΣ ΚΑΘΕΣΤΕ ΚΙ ΑΣΧΟΛΕΙΣΤΕ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΑΚΟ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΚΟΝΟΜΗΣΕΙ ΚΑΝΑ ΦΡΑΓΚΟ... ΑΦΟΡΟΛΟΓΗΤΟ ΡΕ ΜΑΛΑΚΕΣ, ΝΑΙ! ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΚΟΒΕΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΦΙΝΑΛΕ;;; ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΥ ΤΡΩΕΙ Ο ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΝΤΑΒΑΤΖΗΣ;;; ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΔΗΛΑΔΗΣ! ΜΕ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΩΡΑ;;; ΡΕ ΤΙ' Ν' ΑΥΤΑ ΡΕ;;; ΗΜΑΡΤΟΝ ΡΕ!!! (ΠΟΥ ΛΕΕΙ Ο ΛΟΓΟΣ...) Α ΡΕ ΦΟΥΚΑΡΑ... ΝΟΜΙΖΕΣ ΠΩΣ ΘΑ' ΠΙΑΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΑΠ' Τ' ΑΡΧΙΔΙΑ (ΠΟΥ ΕΛΕΓΕ ΚΙ Ο ΝΙΚΟΛΑΣ...), ΑΛΛΑ ΣΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΣΕ ΤΣΑΚΩΣΑΝΕ Τ' ΑΛΛΑ Τ' ΑΡΧΙΔΙΑ... ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΜΟΝΙΜΩΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟ ΠΑΝΩ... ΩΣ ΠΟΤΕ ΟΜΩΣ;;; (Athens Indymedia).
Got a better definition? Add it!
Η τουαλέτα. Υπονοεί χέσιμο, αλλά με την κυριολεκτική έννοια.
- Να σου πω ρε κάτι.
- Άσε, με πετυχαίνεις σε άσχημη στιγμή, πάω στο μέρος και μου λες μετά.
- Εφημερίδα θες;
- Ελπίζω να τελειώσω γρήγορα.
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
Η έντονη επιθυμία για αφόδευση ( < πολύσημο χυδ. ελλην. ρημ. χέζω ). Προσοχή όμως, δεν μιλάμε για τη γνωστή κυριλέ, άνετη φάση στο σπιτάκι μας, στην προσφιλή μας χέστρα με τα περιοδικά, το αρωματισμένο κωλόχαρτο και τον πάλλευκο τι-έχουν-δει-τα-μάτια-του μπιντέ. Όχι αγαπητοί, το χεζουριό είναι ανελέητη τρέχα-πατριώτη-τη-χάνουμε-τη-δίκη κωλοπηλάλα, συνδεόμενη συνήθως με ισχυρό τρόμο ή και άλλες αιτίες, όπως μας λέει το γ' παράδειγμα.
Ο φίλτατος σύσσλανγκος dryhammer εδώ μας πληροφορεί ότι έχει υπ' όψιν του τη λέξη με την έννοια της τουαλέτας. Όθεν, παρακαλείται / προσκαλείται (αυτός ή οποιοσδήποτε άλλος), εφόσον έχει στοιχεία να τα καταθέσει στα σχόλια ώστε το λήμμα να γίνει τελείως κώλος. Τη σκαταθέσεως περατωθείσης ο απαραίτητος υγειονομικός χάρτης θα είναι ευγενής προσφορά του καταστήματος.
φιλε μου πεσμου οτι εχεις καμια ταινια με μεταφυσικα με φαντασματα και τετοια αλλα να ειναι χεζουριο,να τα κανεις πανω σου ομως ;P καθήστε
Η ειδικη με την Αθανασια εχει κοπει μερες τωρα, λογω ακαταλληλοτητας και υψηλης μεσης ωριαιας, μπαλκονιων και γενικως οπως λεει και ο πατηρ σου θα μαζευε πολυ χεζουριο αν γινοταν, ευκοιλια δηλαδη, ειδικα στις κατηφορες. χαλαρώστε
Η Ντενίζ είχε χωθεί στον καμπινέ κι έχεζε με τις ώρες. Άμα αργούσε να πάρει την πρέζα του τον έπιανε χεζουριό! Η Λουτσία είχε χωθεί στην αιώρα, είχε κουλουριαστεί, έσφιγγε το στομάχι του και μούγκριζε.
Θόδωρος Σαραντόπουλος "300 τρόποι θανάτου" (εκδ. Υάκινθος, 1983).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
σκυλοκουράδα, σκυλοκούραδο
Αλλιώς το σκυλόσκατο, η κουράδα του σκύλου. Όπως λέει και ο Dry Hammer, "σου γεμίζει περισσότερο το στόμα" από ό,τι η μικρότερη λέξη σκυλόσκατο. Το βρίσκουμε ήδη στη Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου, γραμμένη το 1962.
Μεγαλύτερο σλανγκικό ενδιαφέρον έχει το ότι το βρίσκουμε και ως βρισιά, για να περιγράψει έναν άνθρωπο ξευτίλα, μηδαμινό, σκατιάρη, σκατένιο, ένα σκουπίδι, ένα απόρριμμα.
Got a better definition? Add it!
Η διάρροια.
Μην κάθεσαι στο πάτωμα, θα σε πιάσει κωλοπετούρα.
Got a better definition? Add it!
Κατά τον πρώτο ορισμό (τον Αγρινιώτικο) σημαίνει κάνω μια δουλειά ταχύτερα, βιάζομαι. Ειδικότερα, στη Χίο, σημαίνει την πίεση που εξασκούμε στο έντερο κατά το χέσιμο για να βγει η πεισματωμένη κουράδα (επιτέλους), το σφίξιμο, το ζόρι(σμα).
Παράγωγο ουσιαστικό (και ευρύτερα χρησιμοποιούμενο), η ανέγκαση, που περιγράφει την εν γένει διαδικασία όπως και την κατάσταση του ανεγκάσματος.
Μετά την εγχείρηση του χορήγησαν ένα ελαφρύ καθαρτικό για να μήν ανεγκάσει και σπάσουν τα ράμματα.
Μπήκε σαν σίφουνας στις τουαλέτες κι άρχισε να βροντάει τις πόρτες, αλλά ο Μήτσος ήταν πάνω στην ανέγκαση και δεν μπορούσε να αντιδράσει...
«Η παντρειά και το τσουκάλι θεν ανέγκαση μεγάλη» Χιακή παροιμία
Got a better definition? Add it!
Κάνω σκληρή οικονομία.
α. (www.eksegersi.gr) ...αυτών που φτύνουν αίμα καθημερινά για ένα κομμάτι ψωμί και κάνουν το σκατό παξιμάδι για να εξαγοράσουν επιβίωση...
β. (www.sonik.gr) ...και αν ρωτήσετε τους Άγγλους τους φαίνεται ακριβό το εισιτήριο για τα φεστιβάλ αλλά κάνουν το σκατό τους παξιμάδι για να πάνε κάθε χρονιά...
Σχετικά: βάζω το χέρι στην τσέπη και πιάνω την κάλτσα, δεν έχω ούτε μαντήλι να κλάψω, δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε, έμεινα πανί με πανί, έμεινα στον άσσο, ξυπολιάς, ξυπόλυτος, ξυπολυταρία, ζάφτωχος, παξιμάδι, ρέστος, στεγνός, ταπί, φτωχοσυμπέθερος, φτωχός πλην τίμιος, φτωχοπρόδρομος, φτωχομπινές, φτωχομπινεδιάρης.
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά σημαίνει χέζω. Από την πούλη (=πρωκτός < bul =πίσω, πισινός στη ρομανί) και το πύργος. Εννοείται δηλαδή ότι με τον κώλο μου στρώνω έναν πύργο από σκατά. Μάλλον διατηρεί και τις μεταφορικές σημασίες του χέζω.
ΠΡΟΣ κον [...] κοινώς Πισωκέντη ή πισωγλέντη ή θηλυδρία, στα περί Ομοσπ., απ' ό,τι γνωρίζω, ο κουβάτσος άμα ακούει περί ομοσπ. βγάζει σπυράκια και αλλεργικά εξανθήματα. Μίλησε μαζί του και θα το διαπιστώσεις και εσύ ο ίδιος, αν τολμάς φυσικά, ευρίσκεται συνήθως σε γνωστό στέκι. Αλλά σε προειδοποιώ για το καλό σου να είσαι καλά προετοιμασμένος, γιατί έχει αγκάθια. Με λίγα λόγια, πουλοπυργώνει σουάντες, για τους πουλοβιδωμένους στην υπόγα της σέκτας Ομοσπονδίτσας, που άλλη δουλειά δεν έχουν και πλεγιάρουν– νταπ, ξεβράκωτοι (τους πήρε μάτι κάποια πονηροντόγκα απ έξω). Σεμνά και ταπεινά, διεμβολέας. (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
- Πάω να ρίξω μια χεσιά και επιστρέφω.
- Καλό βόλι.
Κάτι δηλαδής κομμάτι μεγαλύτερο από μια κουτσουλιά (ma non troppo).
- Να μην έχουμε προβλέψει, σε μια ολόκληρη Αρκαδία, να μην έχουμε προβλέψει για μια χεσιά τόπο, εδώ και χρόνια, για να εναποθέτουμε τα σκουπίδια μας…· αλλά να μην τα δεχόμαστε ούτε και τώρα να τα εναποθέσουμε κάπου… και να είμαστε υποχρεωμένοι να τα ταξιδεύουμε στην Κοζάνη, η οποία και με το δίκιο της -αν τα δεχθεί- θα μας παίρνει 25 € τον τόνο... (εδώ)
- Πήρε κι αυτός προίκα μια χεσιά χωράφι... (Δημήτριος Σπ. Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2013).
- Πόσο σωστό το “Ελλάς, το μεγαλείο σου βασίλεμα δε έχει”! Μια χεσιά τόπος και κάναμε μπουρδέλο ολόκληρο πλανήτη! (εκεί)
Ένα τσιγάρο δρόμος, ένα πράμα.
- Φεύγει ο Αθηναίος τίγκα στη βενζίνη και στα όνειρα για τους τροπικούς των Αντικυθήρων ας πούμε, και ξεχνά ότι το νησί και οι ξέρες είναι μια χεσιά απόσταση από τους κρητικούς, νόμιμους και παράνομους. (παραπέρα)
- Ουσιαστικά οι γειτονιές μας μια χεσιά απόσταση η μια από την άλλη. Είναι δυνατόν να μη γνωριζόμαστε; (παραδίπλα)
Εκ του χέζω.
Got a better definition? Add it!