Selected tags

Further tags

Ελαφρώς απαξιωτικός, περιπαικτικός και μειωτικός χαρακτηρισμός προς φαρμακοποιό.

Αν και αρχικά εννοούσε τους βοηθούς των φαρμακοποιών, πλέον αναφέρεται στους ίδιους, σε περιπτώσεις που:

α) δεν έχουν την γνώση του επαγγέλματος (δηλ. είναι ψιλοχοντροάσχετοι)
β) είναι ψιλοαπατεώνες (δηλ. οι τιμές τους είναι φαρμακείο)
γ) είναι καρμίρηδες (δηλ. έχουν τρύπια κάλτσα και διαμαρτύρονται που η ράφτρα ζητάει 1€ για να την μπαλώσει)
δ) απλά θέλουμε να τους πειράξουμε...

Είδατε ο Γιώργος με την απειλή πως θ' ανοίξει τα επαγγέλματα; Ξεπουλάει το στοκ ο φαρμακοτρίφτης μη και του μείνουν. Ακόμα κι αυτά που δεν έχουν λήξει… (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για κλασικότατο όνομα σκύλου, τ. Αζώρ, Κίλλερ, Κανέλος, κ.α.

Εν σλανγκικώ προκειμένω, τζακ ή, κάποιος που «κάνει τον τζακ» αποκαλείται ο χαζομούνης, ο μουνόδουλος, ο μουνοσαλιάρης, αυτός δηλαδή που σέρνεται κουνώντας τραγικά την ουρά του.

Laisse-moi devenir
L'ombre de ton ombre
L'ombre de ta main
L'ombre de ton chien
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas
Ne me quitte pas

...τουτατέστιν:

Άσε με να γίνω
Η σκιά της σκιάς σου
Η σκιά του χεριού σου
Η σκιά του σκυλιού σου
Μη με εγκαταλείψεις
Μη με εγκαταλείψεις
Μη με εγκαταλείψεις
Μη με εγκαταλείψεις

(«Ne me Quitte Pas», Τζακ Μπρελ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακάτω κείμενο έφτασε σε μένα μέσω μέιλ (προώθηση από φίλο, προφ κυκλοφορεί τον τελευταίο καιρό αδέσποτο). Είδα ότι ένα μεγάλο μέρος είναι από δικούς μας ορισμούς ή από τμήματά τους, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά στο σλανγκρ ή σε χρήστες. Εν πάση περιπτώσει όμως, έχει και άλλα πράγματα και είναι ένας συγκεντρωτικός κατάλογος για εκφράσεις με τη λέξη «αρχίδι», νά 'ναι καλά ο συντάκτης του που μπήκε σε τέτοιον κόπο. Το αναρτώ λοιπόν εδώ, γιατί από κάθε άποψη ανήκει σε περιβάλλον σλανγκ. Δεν έχω αλλάξει ούτε ένα «και».

================

Ο όρος «αρχίδι» προέρχεται από την λέξη «όρχις». Μέσω παραφθοράς του υποκοριστικού τού όρχι, που είναι «ορχίδιον», προέκυψε το «αρχίδιον» για να καταλήξει εκλαϊκευμένα στο κοινό μας «αρχίδι», το οποίο θεωρείται λέξη της ελληνικής αργκό γλώσσας.

Άλλες λέξεις για τους όρχεις, εκτός από τα αρχίδια, είναι οι «δίδυμοι» (αρχ.), οι «παραστάται» (βυζ.), τα «αμελέτητα», τα «μπαλάκια», τα «καρύδια», τα «ούμπαλα», η «οικογένεια», το «μαλακό υπογάστριο», τα «κάκαλα», τα «παπάρια».

Ακολουθεί η χρήση της λέξης αρχίδι και τα παράγωγά της, από την πλούσια ελληνική γλώσσα :

Αυτός είναι αρχίδι: Χαρακτηρισμός για άνθρωπο ύπουλο και κακό.

Στ' αρχίδια μου: Η κλασικότερη έκφραση αδιαφορίας.

Σταρχιδισμός: Εκφράζει την γενικότερη νοοτροπία και συνήθεια, όλα να «τα γράφουμε στ’ αρχίδια μας». Δηλαδή να αδιαφορούμε.

Γραψαρχίδης: Ο οπαδός του «σταρχιδισμού» (βλέπε από πάνω).

Σταρχιδιστάν: Η φανταστική χώρα που κατοικείται από τους σταρχιδιστές και όπου ο σταρχιδισμός είναι τρόπος ζωής. Πολύ την ταυτίζουν με το Ελλαδιστάν.

Σταρχιδιαμόλ: Το υποτιθέμενο φάρμακο που παίρνεις για να «τα γράφεις όλα στ’ αρχίδια σου». Στην αγορά κυκλοφορεί παρόμοιο σκευάσμα με το «Σταρχιδιαμόλ» (και εγκεκριμένο από τον Ε.Ο.Φ.), που φέρει το όνομα «Γραψαρχιδίνη».

Μου έπρηξες τα αρχίδια: Με ζάλισες, με κούρασες, με έφτασες στο αμήν. Όσοι το έχουν νιώσει γνωρίζουν καλά το επώδυνο της κατάστασης.

Μου ζάλισες τ' αρχίδια: Εναλλακτικά, «μου ζάλισες τον έρωτα». Παρόμοια σημασία με το παραπάνω. Δηλώνει ενόχληση και φορτικότητα.

Σπασαρχίδας: Ο φορτικός, ο ενοχλητικός, ο καταπιεστικός, ενίοτε ο καλλιμογιάννης. Αυτός που «σπάει τ’ αρχίδια» κάποιου. Αυτός, που πιθανόν, σε ειδικές περιπτώσεις, κάνει χρήση του σκευάσματος «Πρηξαρχιδίνη».

Στ' αρχίδια μας κι εμάς, Κωστής Παλαμάς: Έκφραση που δηλώνει απόλυτη αδιαφορία, με «βαριά» όμως υπογραφή. Ήταν πολύ της μόδας κατά την δεκαετία του ’80.

Αρχιδάτος: Ο πολύ άντρας, ο γενναίος, ο έχων τόλμη και γοητεία και άλλες σαπουνόπερες, ο «VIP».

Αρχιδέμπορας: Ο αεριτζής, ο κομπιναδόρος, ο προς βιοπορισμό εμπορευόμενος, αναξιόπιστα και ευτελή είδη.

Άντε ρε αρχίδι: Φράση που απευθύνεται σε τιποτένιο άνθρωπο, άτολμο, ραδιούργο, μοχθηρό, ψεύτη και ό,τι άλλο υποτιμήσεως σημαντικό. Πολύ συνήθης φράση ψιθυρίσματος στην εργοσε.

Είσαι ένα αρχίδι και μισό: Παρ’ όλο που προστίθεται μόλις μισό, η έννοια της υποτιμήσεως μεγαλώνει τουλάχιστο στο διπλό.

Αρχίδια με τη ρίγανη: Μεταφορικά, άλλα αντ’ άλλων, κυριολεκτικά, νοστιμότατο ορεκτικό («αμελέτητα»).

Αρχίδια καπαμά: Μεταφορικά βλέπε το παραπάνω λήμμα. Κυριολεκτικά, νοστιμότατο κυρίως πιάτο.

Αρχίδια μάντολες: Μεταφορικά, έκφραση που υποδηλώνει χάιδεμα, κολακεία, γλύκα. Κυριολεκτικά, νοστιμότατο επιδόρπιο.

Δεν έχει αρχίδια: Βαριά κουβέντα αμφισβήτησης ανδρισμού, θάρρους, γενναιότητας, κουράγιου κ.ο.κ.

Δεν έχει τα αρχίδια: Ηπιότερη μορφή αμφισβήτησης, που υπονοεί ότι έχει μεν αρχίδια, αλλά όχι τόσο μεγάλα όσο απαιτούνται στην συγκεκριμένη περίπτωση.

Θα μου κλάσεις τ' αρχίδια: Ελαφρώς περίεργη έως και αηδής στάση ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς την εκτέλεση της πράξης. εννοεί πως δεν θα μου κάνεις τίποτα.

Θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια: Παραλλαγή του ανωτέρω με περισσότερη όμως έμφαση και λίγο ροκοκό σκηνικό, αν φανταστεί κανείς το θέαμα μιας μάντρας γεμάτης αρχίδια… Πιο παιχνιδιάρικο…

Θα μου ξυρίσεις τα αρχίδια: Αν δεν απευθύνεστε στον αισθητικό σας, σημαίνει δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα αν και υποτιμάται εμφανώς το τι μπορεί να κάνει ο συνομιλητής κρατώντας ένα ξυράφι…

Κρέμεται απ' τα αρχίδια μου: Όταν κάποιος εξαρτάται από εμάς. Η έκφραση είναι σαφής, περιγραφική και αρκούντως αβάσταχτη…

Τ' αρχίδια μου έχουν γίνει φακές: Από το πολύ κρύο που αισθάνομαι, έχουν συσταλεί τα αρχίδια μου και έτσι το μέγεθος τους θυμίζει, καθ’ υπερβολήν, φακές.

Τα αρχίδια μου κουνιούνται: Εάν δεν υποδηλώνει γυμνό άντρα που τρέχει γυμνός, σημαίνει αδιάφορη κατάσταση.

Τα αρχίδια μου κουνιούνται ρυθμικά στον αέρα: Το ίδιο με το ανωτέρω με περισσότερη όμως έμφαση στην αδιαφορία. Πιθανή χρήση του, δηλώνει αρχίδια εκκρεμές…

Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο: Αν το φιλοσοφήσει κανείς, δεν είναι και τόσο υποτιμητικό να σου έρχονται δυο αρχίδια επιπλέον. Ίσα ίσα…

Αρχίδια καλαβρέζικα: Έκφραση που είναι αδύνατον να ερευνηθεί. Ιδιαζόντως προσβλητική για τους άρρενες κατοίκους της Καλαβρίας…

Τ' αρχίδια του Καράμπελα: Τα πλέον επώνυμα και αναγνωρίσιμα αρχίδια που συντάσσονται κυρίως μαζί με το «μουνί της Χάιδως». Αν και η έκφραση αφορά πολύ συγκεκριμένα αρχίδια, εν τούτοις σημαίνει άλλα αντ’ άλλων. Το ιστορικά εξακριβωμένο μέγεθός τους πάντως, τα έχει καταξιώσει και ως έκφραση πληθωρικότητας και βαρβατίλας.

Τσίμπα ένα αρχίδι: Σε κατατρόπωσα, σε έβαλα στην θέση σου, αλλά εν μέρει, καθώς η ολική κυριαρχία υποδηλώνεται από το «παρ’ τα αρχίδια μου τα δυο».

Πήρα τ' αρχίδια μου: Δεν πήρα τίποτα (αφού έχω ήδη ή αν δεν έχω είχα άλλες προσδοκίες), ή έφυγα άπρακτος.

Ήσουν στα αρχίδια του πατέρα σου: Ήσουν αγέννητος.

Γκόμενα με αρχίδια: Ενώ οι αναφορές στους συγκεκριμένους αδένες αποσκοπούν στην υποτίμηση, σε αυτή την περίπτωση εννοούν δυναμισμό.

Θα μου κάνεις τα τρία δύο: Ίσως η μόνη έκφραση που είναι τιμητική για τους συγκεκριμένους αδένες, υπονοώντας ότι δεν είναι και τόσο σημαντικό το τρίτο…το μακρύτερο…

Αρχίδια πατέρα: Δηλώνει ότι κάτι δεν πήγε όπως το περιμέναμε. (πχ μετατάξεις)

Περπατάει και ανοίγει αυλάκια με τα αρχίδια του: Τεχνικά υποδηλώνει μέγεθος, βαρύτητα και αρδευτική ικανότητα… Πρακτικά ανέφικτο εκτός κι αν τα πόδια είναι πολύ κοντά και το χώμα πολύ μαλακό.

Έπιασε τον παπά από τα αρχίδια: Έκφραση που υποτιμά την πράξη του υποκειμένου…

Μας έκανες τα αρχίδια τσουρέκια - μπαλόνια: Βλέπε «Μας έπρηξες τα αρχίδια». Η σημειολογική συγγένεια είναι προφανής (φούσκωσαν σαν τσουρέκια-μπαλόνια).

Αρχιδομούρης: Πάρα πολύ άσχημος.

Αρχιδόκαμπος: Πιθανή προέλευσή του από το «Αχλαδόκαμπος». Μπορεί να συνοδεύται κι απ’ τον επιθετικό προσδιορισμό «Ανθισμένος» («Ανθισμένος αρχιδόκαμπος»). Σημαίνει ότι η εν λόγω περιοχή (καφέ, μπαρ, κλπ) είναι γεμάτη άντρες (αντίθετο: μουνοθύελλα).

Αρχίδια…: Γενικώς, ότι ακολουθεί λαμβάνει υποτιμητική διάσταση (εξαίρεση: Αρχιδια-κονος)…

Με τρώνε τ’ αρχίδια μου: Δηλώνει περιφρόνηση για κάτι ή για κάποιον (π.χ. Είδα τον Γιάννη σήμερα. Γι’ αυτό με τρώγανε τ’ αρχίδια μου απ’ το πρωί).

Έχει μια οκά αρχίδια: Δηλωτικό θάρρους και ανδρισμού.

Ξύνω τα αρχίδια μου: Τεμπελιάζω.

τ' αρχίδια μου κουνιούνται: Το ίδιο με το παραπάνω, αλλά δηλώνει πιο…σοβαρή περίπτωση.

Τσολιάς στ' αρχίδια μου: Ο φορτικός, αυτός που προσπαθεί (και ενίοτε τα καταφέρνει) να κάνει κουμάντο στην ζωή μας ενώ δεν της ανήκει ούτε κατά διάνοια. Αντί του τσολιά, χρησιμοποιείται και η λέξη «κεχαγιάς».

Φτύσε τ' αρχίδια σου: Σημαίνει «δεν μας παρατάς;», «βρε δεν πας στον Διάολο;».

Κλαπαρχίδας: Αυτός, που τ’ αρχίδια του έχουν «κρεμάσει» (συνήθως λόγω ηλικίας) και χτυπάνε, δηλαδή αυτός που «του μαράθηκαν τ’ αρχίδια». Μεταφορικά: Ο οκνός, ο άχρηστος, ο ανίκανος.

Αν η γιαγιά μου είχε αρχίδια…: Δηλώνει το ουτοπικό, το ανέφικτο. Αν και σήμερα, το να έχει (υποθετικά) μια γιαγιά αρχίδια, δεν φαντάζει και τόσο ανέφικτο πλέον…

Εντός ορισμού.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει στ' αρχίδια μου όταν ο άλλος σου λέει ειλικρινά τον πόνο του. Εντελώς γειωτικό, ακριβώς επειδή μοιάζει εκ πρώτης με ενθαρρυντική κουβέντα (αν δεν είναι γειωτικό σημαίνει: μη σε νοιάζει, ξεπέρασέ το, τι ανάγκης έχεις εσύ παιχταρά μου, και τα τοιαύτα). Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας τέτοιες σλανγκικές καταστάσεις βλ. γειώσεις. Η κοφτή και απόλυτη εκφορά έχει σημασία.

Ρε θα με πάνε μέσα, καταλαβαίνεις;
— Στ' αρχίδια σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζουμε ένα άτομο sui generis, αδέσποτο, ανένταχτο και περίεργο (όχι όμως πάντα με την σεξουαλική έννοια). Μπορεί να είναι ανωμαλιάρης ή και αχαρτογράφητος ή απλώς μπορεί να μην έχει την τυπική εμφάνιση και συμπεριφορά που θα περίμενε από αυτόν η παρέα του. Το σίγουρο είναι ότι φέρνει τον περίγυρό του σε αμηχανία με τον λόγο, τις πράξεις ή τις επιλογές του.

Παρόμοιο το: μια κατηγορία μόνος του.

Η έκφραση πέρασε στην γλώσσα προφανώς εξ αιτίας των ανωμάλων ρημάτων της αρχαίας ελληνικής και της δυσκολίας εκμάθησής τους. Σήμερα μάλλον είναι ή ακούγεται μπαμπαδίστικη. Μπορείς να την πεις και φιλολογική αργκό.

Βλ. και εδώ για σοβαρή γλωσσολογική ανάλυση. Μπάμπη, φάε τη σκόνη μου ουάν μορ τάιμ.

  1. Ξύπνα ρε, αυτή η χώρα που ζούμε είναι το πιο ανώμαλο ρήμα του κόσμου... Βούρλο!

Από τον «Οργισμένο Βαλκάνιο» του Νίκου Νικολαϊδη.

  1. - Έλα, μας χτυπάνε ο Τάκης και ο Γιώργος να κατεβούμε να πάμε στο πάρτυ.
    - Όχι πάλι ο Γιώργος, θα μας ξεφτιλίσει, είναι ανώμαλο ρήμα ο τύπος. Τις προάλλες στο σπίτι της Κατερίνας μέθυσε, έσκισε μια πολυθρόνα με μαχαίρι και μετά προσπάθησε να τη γαμήσει.
    - Σιγά ρε, πώς κάνεις έτσι, και 'γω μια φορά γάμησα ένα πουφ.
    - Την Κατερίνα εννοούσα.
    - Μπίρες πήρες;

βλ. και ου μπλέξεις με ανώμαλα ρήματα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμώ και εκσπερματίζω. Γιατί η σχέση είναι ένα ευαίσθητο λουλούδι, που πρέπει να το ποτίζουμε συχνά. Με σπέρμα.

Βλ. και ποιος πότιζε τα μουνιά όσο έλειπα;, το ποτίζει το γκαζόν, απότιστη.

Οι κακές γλώσσες λένε ότι όσο ο Κώστας έλειπε στον στρατό, ο φίλος του του πότιζε την γκόμενα τακτικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που μας έμεινε από την εποχή (εβδομήνταζ-ογδόνταζ) κατά την οποία οι σινεμάδες (όλοι, όχι μόνο οι τσοντοσινεμάδες) έπαιζαν από το πρωί. Κάποιοι από τους πρωινούς θεατές ξεμέναν μέσα στην αίθουσα γιατί τους έπαιρνε ο ύπνος ή γιατί ήθελαν να δούνε την ταινία ξανά και ξανά. Τους αφήνανε, αλλά όταν έφτανε η ώρα των απογευματινών παραστάσεων και γέμιζε ο σινεμάς, έπρεπε να τους διώξουν για να χωρέσει ο κόσμος. Και ο προβολατζής φώναζε: «Να φεύγουν οι πρωινοί...».

Σήμερα πια το λέμε όταν θέλουμε να διώξουμε κάποιον από κάπου γενικά, ώστε να ελευθερωθεί ο «χώρος» και για άλλους.

  1. Να φεύγουν οι πρωινοί Oι τίτλοι τέλους «έπεσαν» για τρεις παίκτες της Manchester City, πριν από λίγο με ανακοίνωση της ομάδας μέσω της επίσημης ιστοσελίδας της. Ο λόγος για τους Martin Petrov, Sylvinho και Benjani, οι οποίοι είναι πλέον ελεύθεροι να διαπραγματευθούν τις μεταγραφές τους σε ομάδες της αρεσκείας τους.

  2. γαμωτο μου ειναι δυνατον ο Δαβαρης να περιμενει να αγορασει καποιος το Tuscon, για να ξεστοκαρει το μοντελο; ουτε με παρακαλετα σε εταιρειες leasing δεν προκειτε να τα δωσει!! αντε να φευγουν οι... πρωινοι!! (τα 2λιτρα δηλαδη)

  3. Άλλη φυσιογνωμία «ουφάδικου» ήταν ο «ανυπόμονος». Συνήθως μεγαλύτερης ηλικίας , έσκαγε μετά τη δουλειά και φώναζε «άντε να φεύγουν οι πρωινοί», απ'το κατειλημμένο μηχάνημα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «κρέμα» αποτελεί αντιδάνειο από το ιταλικό crema, αυτό από το γαλλικό crème, που προήρθε από το λατινικό chrisma, αυτό από το αρχαίο χρĩσμα, κι αυτό από το χρίω: απλώνω ομοιόμορφα μια ουσία πάνω σε επιφάνεια.

Πρόκειται βεβαίως-βεβαίως για το γλύκισμα από γάλα, αυγά, αλεύρι και ζάχαρη κι όχι μόνο, που εκτός από μόνο του σε διάφορες εκδοχές, αποτελεί βασικό συστατικό και άλλων γλυκών.

Η διευκρίνιση κρίθηκε αναγκαία μια και θλιβερή πείρα έχει αποδείξει πως ο νους πλείστων όσων Ελλεεινίδων πηγαίνει πρωτίστως στις κρέμες-καλλυντικά και ουχί στο γλύκισμα. Όχι πως το αντίθετο είναι πάντα επιθυμητό (παρακαλώ να μην ληφθεί σαν σπόντα κατά των κυριών του σαϊτός).

Σημαίνει «παίρνω ό,τι καλύτερο από κάτι» και ασφαλώς υπονοείται πως απέμεινε ο κατιμάς για τους λοιπούς. Συνήθως έχει να κάνει με ακίνητη περιουσία, χρήμα αλλά κι ό,τι έχει κάποια αξία έστω και περιστασιακά.

Ως γνωστόν όμως, το καλύτερο από κάτι, συνήθως δεν το επιθυμεί μόνο ένας και κατά συνέπεια, αφού οι άλλοι δεν είναι μαλάκες να σ' αφήσουν να πάρεις αυτό που όλοι έχουν στο μάτι, η έκφραση υπονοεί πως «παίρνω / διαλέγω κάτι πρώτος».

Εξού και η σλανγκικότερη σημασία «παίρνω την παρθενιά» –συνήθως την κυριολεκτική παρθενιά κορασίδος, αλλά επειδή περί ορέξεως ... κολοκυθόπιτα και επιπλέον, άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, κάντε μόνοι σας τους πιθανούς συνδυασμούς.

Παρότι το κοκό της βετεράνου είναι χωρίς αμφιβολία το δέκα το καλό και η παρθενιά δεν θεωρείται πλέον ό,τι πολυτιμότερο σε μια γυναίκα, η ιδιότητα του κατά συρροή διακορευτή αυξάνει το status κάθε αρσενικού ακόμη και παρά τη ρετσινιά(;) του παιδέρα.

Ο ακατάλυτος δεσμός μεταξύ των εραστών έστω σε επίπεδο μνήμης; Το ιστορικό της στιγμής έναρξης της σεξουαλικής ζωής; Κατάλοιπα χιλιετιών; Το κοινωνικά πολυσήμαντο βαρίδι του «πρώτος» γενικά; Ένα ταμπού που επιβιώνει εξαιτίας της θρησκείας, της ψυχολογίας, της κότας της διπλανής πόρτας, του φόβου για παράσημα, ή μούλικα; Απόρροια της αντίληψης της γυναίκας σαν περιουσία; Λίγο το 'να, λίγο τ' άλλο, όλα παίζoυν.

Κυκλοφορούν και: το τρώω την κρέμα και για μεγαλύτερη έμφαση τα παίρνω/τρώω την κρεμ ντε λα κρεμ, παίρνω/τρώω τον αφρό.

  1. …άλλο να είσαι στο ξεκίνημα ενός ΚΠΣ, άλλο να είσαι στην 'μέση' όταν ο προηγούμενος πήρε την κρέμα, και άλλο στο τέλος, όπου γίνεται ένας πανικός για να απορροφηθούν κονδύλια.

  2. Τα δικά μας τα σαΐνια, πήραν τον αφρό άμεσα (κόψιμο μισθών και κυρίως, συντάξεων), μάζεψαν ό,τι πρόλαβαν με ΦΠΑ και περαιώσεις, και τώρα έμειναν με τον ..βούρκο.

(από το δίχτυ)

  1. - Τα 'μαθες; Η Πάτι πάντρεψε την μικρή του γείτονα.
    - Ναι ε; Με ποιόν;
    - Με έναν οικονομοκάτι, δεν πολυκατάλαβα, πτυχιούχο του ...Πόλυστερ, ...Καντάφιστερ.
    - Πούτσεστερ;
    - Κάτι τέτοιο. Δε μου φάνηκε σόι. Σα να χαλβάδιαζε τον παπα-Μπάμπη, ένα πράμα. Κρίμα την καημενούλα την Κούλα, τέτοιο κορίτσι για σπίτι, σαν τα κρύα τα νερά!
    - Σιγά! κόψε κάτι!
    - Ναι γιατί άσχημα θα σου 'πεφτε για νύφη! Μας το πήρε ο φλώρος το μαναράκι μεσ' απ' την αυλή μας!
    - Μπααα! Μη σκας! Άλλος πήρε την κρέμα!
    - Τι;! Βρε τ' αλάνι! Εμ!! Είχε παππού να μοιάσει. Που 'ν' τος τώρα;
    - Μάλλον με την κουμπάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που εννοεί την σύναψη σχέσης ερωτικού περιεχομένου.

Κυρίως παιδική σλανγκ που δηλώνει πως μόλις απέκτησα γκόμενο/α.

Συναντάται επίσης και στην κλασσικότατη ερώτηση «Θέλεις να τα φτιάξουμε;» για να ακολουθήσει, τις περισσότερες φορές, η γνωστή χυλόπιτα.

Αντώνυμο: τα χαλάω.

- Κερνάω!
- Μπα! Πώς κι έτσι;
- Τα 'φτιαξα με τη Μαρία!
- Αλήθεια! Άσε, κερνάω εγώ.
- ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Kρατώ κάποιον απ' τη μέση του παντελονιού (πισινό) και τον πηγαίνω όπου θέλω εγώ. Συνήθως συνοδεύεται με λαβή ελέγχου (πχ. κεφαλοκλείδωμα) απ' το άλλο χέρι. Εναλλακτικά, βρίσκομαι πίσω από κάποιον και τον κάνω ό,τι θέλω.

Ο πορτιέρης σήκωσε τοn μεθυσμένο και τον πήγε κωλοφεράντζα έξω απ' το μαγαζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified