Παρουσιαστής talk show ή κοινωνικού περιεχομένου εκπομπής με τάση να μην αφήνει τους καλεσμένους του να μιλήσουν, να τα ξέρει όλα πριν του τα πει κανένας, να διακόπτει για διαφημίσεις όποτε δεν τον συμφέρει ο διάλογος και γενικά να διαμορφώνει απόψεις σε ανθρώπους κατώτερης πνευματικής ικανότητας και να προκαλεί την σιχαμάρα στους υπόλοιπους.

-Ή κλείσε την τηλεόραση, ή βάλε κανένα dvd γιατί δεν την παλεύω με όλους τους Τηλευαγγελομικρουτσικαυτιάδες που μας δουλεύουν όλη μέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημοσιογράφος που εξυπηρετεί συμφέροντα υποστηρίζοντας, απροκάλυπτα ή μη, την ομάδα του Ολυμπιακού Πειραιώς.

Σύνθετη λέξη προφ από το δημοσιογράφος και το γαύρος.

Τους διακρίνει η άκρατη (!) υποκειμενικότητα και η οπαδική συμπεριφορά, κάτι που συμβαίνει και με άλλους δημοσιογράφους του είδους.

- Έλα τώρα μωρέ που το παίζει και αντικειμενικός! ένας δημοσιογαύρος είναι κι αυτός και λέει και όλο βρωμολοχίες!
- Βωμολοχίες θες να πεις.
- Γιατί, ψέματα λέω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που συνδυάζει τον ωφελιμισμό ως ηθική-διανοητική-πρακτική κατάσταση και τον Ελληνισμό ως στάση ζωής.

-Αυτός ο τύπος είναι ωφελληνιστής.
-Δεν του φαίνεται...
Όντως λειτουργεί ωφελληνιστικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός που χαρακτηρίζει τον ψηλό, αγέρωχο, γυμνασμένο, άγριο, βορειοευρωπαϊκής κατατομής και ψυχοσύνθεσης άνδρα, που έχει φανερά και κρυφά χαρίσματα, όπως ηγετικές ικανότητες, ανεξάντλητες δυνάμεις κ.ά. Προέρχεται από την καύλα και τον Αλάριχο.

- Σήμερα έσκισα τρεις γκόμενες.
- Ποιος είσαι ρε, ο Καυλάριχος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ΓΣΕΕ+γενίτσαρος)

Μέχρι στιγμής τον επιστημονικότερο ορισμό του λήμματος οφείλουμε στον καθηγητή Βερέμη (8:49) στο επισυναπτόμενο βίντεο. Έτσι μαθαίνουμε ότι «οι γεσεενίτσαροι ήταν αρχικά απλοί Έλληνες εργαζόμενοι που είχαν την δυνατότητα να μιλάνε με τους μαγαζοτζαμπάσηδες και τους βουλευτοπασάδες. Στην πορεία αλλάξανε στρατόπεδο. Κάποιες φορές αλλαξοπιστούσαν κιόλας και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που κέρδισαν την εμπιστοσύνη των βουλευτοπασάδων και βρέθηκαν με πλούτη και μεγάλη δύναμη. Κάποιοι μάλιστα, παρότι το βουλευτοπασαδιλίκι πέρναγε -περίπου όπως στις ημέρες μας- από πατέρα σε γιό, κατάφεραν να αποκτήσουν ακόμη και αυτό το ίδιο το αξίωμα.

Παράδειγμα στο βίντεο, ακριβώς πριν από τον ορισμό του Βερέμη.

(από Ελβετός, 08/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από τις λέξεις πούστης και μικρούλα. Η πουστρούλα είναι πάντα παθητική. Η ηλικία της κυμαίνεται μεταξύ 13-14 εφηβικό και 23-24 μετεφηβικό στάδιο a.k.a. στάδιο του εκκολαπτόμενου πούστη. Οπωσδήποτε όμως κάτω των 25. Η πουστρούλα πάει σχολείο ή σπουδάζει συνήθως κομμωτική, ονυχοπλαστική, ενδυματολογία, θεατρικές σπουδές κτλ.

Η εξωτερική της εμφάνιση είναι από θηλυπρεπής έως θηλυπρεπέστατη και τονίζεται από παντελή απουσία τριχοφυϊας στο σώμα και το πρόσωπο (λόγω έλλειψης τεστοστερόνης), μακρυά ή μέσου μήκους μαλλιά και εξεζητημένα/προκλητικά χτενίσματα, μακιγιάζ στο πρόσωπο κτλ.

Οι συνήθεις σωματικές διαστάσεις μιας πουστρούλας είναι παρόμοιες με εκείνες μιας συνηθισμένης αδύνατης και μικρόσωμης γυναίκας: 1,50-1,70 εκ. ύψος και 45-70 κιλά βάρος χωρίς αυτό να αποκλείει και την ύπαρξη φυσικά μεγαλύτερων διαστάσεων (νταρντανοπουστρούλες).

Ψυχικά η πουστρούλα είναι συνήθως μπερδεμένη λόγω της νεαρής της ηλικίας για την μετέπειτα πορεία της ζωής της. Ακροβατεί και αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο επιλογές. Το σχετικά εύκολο μονοπάτι του κλασσικού πούστη και το σχετικά δύσκολο και δυσβάσταχτο ηθικά, επαγγελματικά και κοινωνικά μονοπάτι της τραβεστί.

- Ρε συ τι ήταν αυτό που έκατσε στο διπλανό τραπέζι; Αγόρι ή κορίτσι;
- Αγόρι ήτανε ρε φίλε, την είδες βάψιμο την πουστρούλα; χαχαχα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη προερχόμενη από τα συνθετικά καύλα και τουλούμπα. Δηλώνει συνήθως θαυμασμό για μια τροφαντή κυρία με πιασίματα, κάτι σαν Φρατζολίνα Ζολί.

Ενίοτε μπορεί και να χρησιμοποιηθεί υποτιμητικά με διάθεση σεξιστική, χαρακτηρίζοντας πλέον κυρίες που εμπίπτουν στο γυναικότυπο της γκαμούζας.

Α. Μα τι καυλούμπα γυναίκα είναι αυτή!

Β. Ίσα μωρή καυλούμπα που θα μου πεις ότι άναψες και φλάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν είναι ο Μπαμπινιώτης, (δεν είναι ο κροταλίας), αλλά μία επικίνδυνη μεταλλαγμένη παραλλαγή του, βγαλμένη μέσα από λάθος πειράματα που πραγματοποιήθηκαν σε φρικτά ναζιστικά εργαστήρια γενετικών ερευνώνε, και ο οποίος κάποια στιγμή το έσκασε και ανέλαβε να κατακρεουργήσει τον πλούτο της γλώσσης ήν μας έδωκαν Ελληνικήν. Πρόκειται για τερατώδες όν, κάτι μεταξύ μπαμπουίνου και Μπαμπινιώτη, που κυκλοφορεί ελεύθερο και πυροβολεί αδιακρίτως, σκορπίζοντας τον τρόμο και το σύστριγγλο. Ά, κόντεψα να το ξεχάσω, είναι και μέλος του slang!

Μεταξύ φίλων :
- Άσε ρε μεγάλε που θα μου πεις ότι η Ελενίτσα ξέρει Γαλλικά...
- Ναι ρε μαλάκα σου λέω, αφού έχει πάρει το Μπακαβλορεά...
- Ωοοοο, μεγάλε έγραψες! Για πάρτε ρε ένα μπαμπουινιώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ των τηλεοπτικό πρόσωπο και καλικάντζαρος. Πρόκειται για τα δαιμόνια πρόσωπα της τηλεόρασης, που σαν κακοί δαίμονες περιδιαβαίνουν στα παράθυρα και μας κάνουν να σεληνιαζόμαστε, να συφιλιαζόμαστε και να χιτλεριάζουμε.

Assist: GATZMAN.

Βγήκανε πάλι όλοι οι τηλεοπτικάντζαροι στα παραθύρια κι άρχισε ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά η λέξη προήλθε από την επιθεώρηση του Σεφερλή «Ο Μπαχαλόγατος» (απέναντι από το πατσατζίδικο του Τζιτζιφιόγκουρα), αλλά στην πορεία απέκτησε την έννοια του Τζιτζιφιόγκου, του Φλώρου.

- Πωπω τον Βρασίδα δεν τον πάω μια!
- Ούτε εγώ, α ρε τον Τζιτζιφιόγκουρα, να ούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified