Further tags

Κραυγή ενθουσιασμού του δημοσίου υπαλλήλου, που μπορεί να τα ξύνει με την ησυχία του στο Δημόσιο μονιμοποιημένος, αντί να τον τρέχει στον ιδιωτικό τομέα ο κάθε ρουμάνος.

«Φορέβα» από το «for ever», όπως καθιέρωσαν τα Ημισκούμπρια.

Δεν θέλω κάτσε σήκω, ανέβα και κατέβα,
γιατί τα ξύνω μόνιμα, Δημόσιο φορέβα!
(Ημισκούμπρια)

Δημόσιο φορέβα (από Dirty Talking, 13/02/09)συμβαίνει κ αλλού (από gaidouragathos, 11/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιλοσοφικός όρος της Νεοελληνικής Γλώσσας, ιδιαίτερα προσφιλής στους κύκλους των λεγόμενων πασοκικών φιλοσόφων, των νεοπαπαρολόγων και γενικότερα των πολιτικών αεριτζήδων.

Πρωτοχρησιμοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2008 από τον Γεώργιο Ανδρέα Παπανδρέου σε μια ομιλία στην Κοζάνη. Πρόκειται για ένα επαναστατικό και ριζοσπαστικό εφεύρημα της παγκόσμιας ρητορικής: παραπλανητική καταφατική πρόταση με σκοπό την παραδοχή πτώχευσης δίχως ενεργοποίηση CDS και χωρίς να αποτελεί πιστωτικό γεγονός.

Φράση με τεράστιο γλωσσολογικό ενδιαφέρον, αφού η προσθήκη αρνητικού προσήμου πριν από το ρήμα (λεφτά δεν υπάρχουν) δεν αλλοιώνει το νοηματικό της περιεχόμενο.

Λεφτά υπάρχουν! (περίπου 1 χρόνο αργότερα ανακοινώνεται η προσφυγή χώρας στο ΔΝΤ υπό την απειλή στάσης πληρωμών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από το «υποτιμητικό ράπισμα εις τον σβέρκο» συνηθίζεται να χρησιμοποιείται και για τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, άκα ΦΠΑ.

Και αυτό όχι μόνο λόγω της ομοιότητας με τα αρχικά του αλλά και γιατί o ΦΠΑ αποτελεί εκ των πραγμάτων μια οικονομική φάπα στον εκάστοτε καταναλωτή.

  1. - Και πόσο πάει το μαλλί;
    - Με φάπα ή χωρίς;

  2. «ΦάΠΑ 2% στον καταναλωτή, παρά τις διαβεβαιώσεις που έδινε πριν από τις κάλπες.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαικτικός χαρακτηρισμός για την -κατά κύριο λόγο- ποδοσφαιρική ομάδα του Ολυμπιακού Πειραιώς.

Δεν είναι λίγες οι φορές που η συγκεκριμένη ομάδα έχει κατηγορηθεί από το σύνολο των φιλάθλων για οικονομικές και άλλου είδους ελαφρύνσεις από τις εκάστοτε κυβερνήσεις όπως διαγραφές χρεών, «δανεικά και αγύριστα», «στραβά μάτια» σε παράνομες μεταγραφές, μη επιβολές ποινών και πάμπολλες ακόμα παρόμοιες πράξεις. Η ιστορία, όπως αναφέρουν, ξεκινάει από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης της ομάδας του Ολυμπιακού Πειραιώς και καταλήγει μέχρι και στις μέρες μας.

Παρ' όλ' αυτά όμως πιστεύω πως ο χαρακτηρισμός εδραιώθηκε κυρίως κατά το τέλος του 80' όταν τα ηνία της διοίκησης του Ολυμπιακού πήρε στα χέρια του ο Γιώργος Κοσκωτάς, το όνομα του οποίου συνδέθηκε λίγο αργότερα με απάτες σε βάρος του ελληνικού δημοσίου και εμπλεκόμενους αρκετούς υπουργούς της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ακόμα και του ίδιου του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου.

Έτσι, με όλες αυτές τις άμεσες βοήθειες και διευκολύνσεις των κυβερνήσεων, συνειρμικά η ομάδα του Ολυμπιακού Πειραιώς άρχισε να θεωρείται ως ομάδα του ελληνικού δημοσίου και οι παίχτες της ως δημόσιοι υπάλληλοι.

Άλλοι χαρακτηρισμοί: γκέι (από το gayρος), θρήνος και βοθρύλος (σε απάντηση του επίσημου θρύλος), έφηβος, γαύρος (κλασικό) αλλά και το χαρντκόρ απόγονος του Στόλου.

Η ομάδα του δημοσίου, την οποία καλούμαστε να σκίσουμε την Κυριακή, είναι ότι πιο βρόμικο στο χώρο του ποδοσφαίρου έχει να επιδείξει αυτός ο τόπος και όλα τα Βαλκάνια γενικότερα. (από νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμιώδες μαργαριτάρι που κάποτε ξεστόμισε ο πο(ρ)δοσφαιριστής Βαμβακούλας σε τηλεοπτικό πάνελ με θέμα τη βία στα γήπεδα.

Όπως αναφέρει το Πρώκταγκον, «δεν επρόκειτο για ευφυολόγημα, ο Νικόλας δεν είχε πρόθεση να κάνει χιούμορ αν και μπορούσε να γίνει ολόκληρος ένα αστείο. Ήταν η εποχή του πρώιμου ΠΑΣΟΚ κατά την οποία η «Αλλαγή» έσπερνε επιτροπές και θέριζε γραφειοκράτες.»

Η έκφραση υιοθετήθηκε με θέρμη από την λολαδερή κοινότητα των αστειατόρων και εκφέρεται όταν δυσκοίλιοι φορείς (κυρίως του δημοσίου) κρύβουν την αναποφασιστικότητα, ανεπάρκεια και ευθυνοφοβία τους (ή τα τρώνε) συστήνοντας ατέρμονες επιτροπές επί επιτροπών.

1.
Εγώ επέμενα για το Βαμβακούλα. Να κάνουμε μια τριμερή επιτροπή με πέντε άτομα, να τα βρούμε, να σώσουμε τη χώρα. Δυστυχώς δε με άκουσαν...

2.
Η κατάσταση ξεφεύγει πια απ’ τις τραγικές της διαστάσεις και γλιστράει σε άκρως κωμικές. Αίφνης μια τριμερής επιτροπή από τρία μέλη για κάθε μέρος (κάτι που ούτε ο Βαμβακούλας είχε φανταστεί) αναγορεύεται σε μεσολαβητή, σε συντονιστή, σε επόπτη, σε δικτάτορα μεταξύ των Υπουργείων, σε επιτηρητή του ίδιου του Πρωθυπουργού, όστις μπαίνει έτσι υπό την κηδεμονία του κ. Ψαριανού! Ή της κ. Ρεπούση (που έχει και πιο ανθρώπινο πρόσωπο). Προβλέπει κάποιος θεσμός ένα τέτοιο όργανο, ου μην και σχήμα; Και γιατί αύριο, άλλος τις μαραχοτρίφτης να μην επινοήσει και μιαν 19μελή Επιτροπή από 45 άτομα (κι ενός κοκόρου γνώση) που θα κάνει κουμάντο στις σχέσεις του κ. Βενιζέλου με τον ΦΠΑ στις μπουγάτσες;

3.
Η ΤΡΙΜΕΡΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ…που θα ελέγχει (!) τη κυβέρνηση θα είναι εννεαμελής αφού κάθε τροϊκομματικό μέρος θα έχει τρία μέλη. Και για να μας ξεμπερδέψει ο Βαμβακούλας, θα μαζευτούμε εννιά μέλη για να φτιάξουμε μια τριμερή επιτροπή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο εμπνευσμένο από την επικαιρότητα (βλ. Χρήστος Ζαχόπουλος, 2008). Έτσι αποκαλείται ο κατά βάση ασχημάντρας που χρησιμοποιεί την όποια εξουσία έχει για να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του ορέξεις. Συνήθως το ερωτικό κάλεσμα απευθύνεται σε υφιστάμενες υπαλλήλους του.

Μπορεί επίσης έτσι να αποκαλείται και ο ιδιαίτερα ευτραφής ερωτύλος που του αρέσουν οι πίπες αλλά και ο αποτυχημένος αυτόχειρ.

  1. - Ρε τον Ζαχόπουλο, πώς έβγαλε και πιτσιρίκα με τέτοιο χάλι; - Τι να πεις; Μεγάλο αφροδισιακό η εξουσία.

  2. - Καλά, ο κουτός, πήγε να αυτοκτονήσει κι ήταν ληγμένα τα χάπια; Ζαχόπουλος είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεσπόζουσα λέξη στο λεξιλόγιο της νεοελληνικής. Το υποκοριστικό ενός τόσο συνηθισμένου ουσιαστικού, του φακέλου στον οποίο ταχυδρομούμε επιστολές, είναι συνώνυμο του χρηματισμού στο χώρο της υγείας, του γνωστού «λαδώματος». Υποτίθεται ότι το μπαχτσίσι παραδίδεται μέσα σε ταχυδρομικό φάκελο, εξ ου και «φακελάκι».

Η σχέση του Νεοέλληνα με το φακελάκι είναι ανάλογη με τη σχέση του πρώην Ανατολικογερμανού με τη Στάζι: τουλάχιστον οι μισοί Νεοέλληνες έχουν δώσει φακελάκι σε γιατρό, όπως οι πρώην Ανατολικογερμανοί πληροφορίες στις πάλαι ποτέ κραταιές μυστικές υπηρεσίες της χώρας τους.

Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, η αποφυγή του φακελακίου εν Ελλάδι συνεπάγεται κάκιστες υπηρεσίες υγείας προς τον ασθενή.

  1. Απόσπασμα υποθετικής συνέντευξης με γιατρό:
    ΕΡ. Γιατρέ, τώρα με την Αμαλία, έχουν ακουστεί τόσα πολλά για το φακελάκι που παίρνετε εσείς οι γιατροί. Όλος ο κόσμος αναρρωτιέται: γιατί το παίρνετε;
    ΑΠ. Είναι τόσο απλό. Για δύο λόγους παίρνουμε φακελάκι. Πρώτον, επειδή ο μισθός μας στο ΕΣΥ ή τα έσοδα από το ιατρείο μας δεν μας φτάνουν για να ζήσουμε με αξιοπρέπεια, σε σχέση με το κουραστικό και ψυχοφθόρο επάγγελμα που κάνουμε. Και δεύτερον, είναι θέμα προσφοράς και ζήτησης: δεν θα παίρναμε φακελάκι αν εσείς δεν το δίνατε.

  2. Απόσπασμα σχολίου από blog:
    Το “φακελάκι” και το πολιτικό ρουσφέτι οργιάζουν σε ποσοστό άνω του 80% στα νοσοκομεία της Κρήτης, προκειμένου οι ασθενείς να έχουν άμεση και σωστή εξυπηρέτηση και φροντίδα! Παράλληλα δε, το ίδιο το σύστημα υγείας στο νησί “νοσεί” βαρύτατα από την δραματική έλλειψη προσωπικού και υλικοτεχνικής υποδομής, με συνέπεια την ελλιπή εξυπηρέτηση-νοσηλεία των ασθενών, αλλά και τις πολυήμερες ή πολύμηνες αναμονές τους σε “ουρές ραντεβού” για βασικές εξετάσεις με κίνδυνο τη ζωή τους!

fuck-a-Laki (από allivegp, 30/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει τη γενική αβεβαιότητα περί του μέλλοντος. Προέρχεται από το βιβλίο που ο ΟΕΔΒ είχε μοιράσει προς εικοσαετίας περίπου στους μαθητές Λυκείου στα πλαίσια του μαθήματος ΣΕΠ (Σχολικός Επαγγελματικός Προσανατολισμός). Η έκφραση, παρότι ελάχιστα γνωστή πια στις νεότερες γενιές συνεχίζει να χρησιμοποιείται.

- Και τώρα που τελείωσες το διδακτορικό τί θα κάνεις βρε;
- Άστα βράστα φιλέα. Μετά το λύκειο τί; Με βλέπω στο Ινστιτούτο Kavli...

(από Nakas, 15/07/12)(από Nakas, 15/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπιλιαρδάδικο είναι ένας υγειονομικός σχηματισμός, συνηθέστερα Νομαρχιακό Νοσοκομείο ή περιφερικό Νοσοκομείο μεγάλου αστικού κέντρου, που δεν είναι σε θέση να προσφέρει ολοκληρωμένη νοσηλεία αλλά κατευθύνει / παραπέμπει τα δύσκολα περιστατικά (περίπλοκα ή επιπεπλεγμένα) σε άλλα, μεγαλύτερα, με αρτιότερη λειτουργία Νοσοκομεία. Αυτή η μετακίνηση των ασθενών από το ένα Νοσοκομείο στο άλλο, προσομοιάζει, βεβαίως, με τις σπόντες με τις οποίες μετακινούνται οι μπάλες πάνω στο τραπέζι του μπιλιάρδου.

Συνηθέστερες αιτίες που προφασίζονται τα μπιλιαρδάδικα για να δικαιολογήσουν το ξεφόρτωμα των ασθενών τους προς άλλα Νοσοκομεία, είναι η έλλειψη συγκεκριμένων ειδικοτήτων (π.χ. Νευρολόγος, Αγγειοχειρουργός κ.λπ.), η αδυναμία πραγματοποίησης εξειδικευμένων παρακλινικών (π.χ. spiral CT, σπινθηρογράφημα θυρεοειδούς κ.λπ.) ή εργαστηριακών (κουφά αυτοαντισώματα, διάφορες ό,τι νά 'ναι ορμόνες) εξετάσεων, που ούτε και οι ίδιοι οι θεράποντες ιατροί ξέρουν για ποιο λόγο τις ζητάνε ή πώς να τις αξιολογήσουν άμα λάβουν τ' αποτελέσματα, αλλά σε κάθε περίπτωση χρησιμεύουν ως πρώτης τάξης δικαιολογία για να αδειάσουν την κλινική από τις δύσκολες περιπτώσεις και να απαλλαγούν από τη σχετική μέριμνα, ευθύνη και άγχος (πασάροντας τα βέβαια όλ' αυτά στους συναδέλφους τους).

- Προϊσταμένη, με ποιο άλλο νοσοκομείο συνεφημερεύουμε σήμερα;
- Μια στιγμή να δω... εεε...Παρασκευή... Παρασκευή... α! Άγιος Δημήτριος!
- Όχι ρε πστ μου, πάλι με το μπιλιαρδάδικο, τη γκαντεμιά μου μέσα! Θα φτύσουμε αίμα πάλι Παρασκευιάτικα, γμτ.

Δες και -άδικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη συνδικαλιστική αργκό, είναι η μορφή αγώνα που συνίσταται στη βίαιη, θορυβώδη είσοδο συνδικαλιστών μέσα στο γραφείο του Γενικού Διευθυντή, αρμόδιου Υπουργού ή άλλου κυβερνητικού αξιωματούχου. Μπούκες κάνουν κατά καιρούς οι οπαδοί στον αγωνιστικό χώρο του γηπέδου και οι φοιτητές στα γραφεία των Πρυτάνεων και των προέδρων των Σχολών, οπότε παίζει και χτίσιμο της πόρτας του γραφείου.

Φαινομενικός σκοπός της μπούκας είναι η διατράνωση της αντίθεσης στα σχέδια ξεπουλήματος του δημόσιου αγαθού (της υγείας, της παιδείας, της ηλεκτρικής ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών κ.α. πολλά), αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα παιχνίδι εντυπώσεων στα πλαίσια της εξασφάλισης ανταλλαγμάτων που όταν παρασχεθούν, μπουκώνουν τους μπουκαδόρους και τους κάνουν να το γυρίζουν τρελίτσα.

Πιθανώς να ετυμολογείται από το ιταλ. bocca = στόμα (π.χ. nella bocca del' luppo = στο στόμα του λύκου), απ΄όπου προέρχεται και η μπουκιά (βλωμός, ελληνιστί).

  1. Θα κατεβούμε σε όσες πορείες και μπούκες χρειαστεί, προκειμένου να εμποδίσουμε τις αντεργατικές εξαγγελίες της Κυβέρνησης.

  2. Ενώ ήταν μαζί μας σε όλους τους αγώνες και τις μπούκες, τώρα που εκλέχτηκε Νομαρχιακός Σύμβουλος κάνει πως δεν μας ξέρει.

  3. Τρεις αγωνιστικές αποκλεισμός της έδρας του Πυρσού Γρεβενών η ποινή για τη μπούκα των οπαδών του στον αγώνα με τον Καμβουνιακό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified