Selected tags

Further tags

Ανθρωπότυπος γκόμενου. Από τον ομώνυμο ήρωα του Λαβ Σόρι που τον υποδυόταν ο Τάσος Χαλκιάς. Κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι μιλάει πάντα σε γ' πρόσωπο για τον εαυτό του: «Ο Σάκης κάνει έτσι- Ο Σάκης την γυναίκα την θέλει γιουβέτσι» κ.ο.κ. Λένε ότι έτσι μιλάγανε οι πρώτοι πρωτόγονοι που ανακάλυψαν την γλώσσα. Επίσης, το παίζει λαϊκός χειρώναξ, παρόλο που γουστάρει την γιατρίνα Βορείωνε Προαστείωνε, και απλά μας πρήζει τον πούτσο κάθε τόσο με την φτωχή πλην τίμια λαϊκουριά του.

- Λίλιαν!
- Δεν είναι αυτό που νομίζεις, Νώντα μου, ο Διονύσης από εδώ μου έφτιαχνε τα υδραυλικά.
- Και με τον Σάκη τον υδραυλικό πήγες μωρή;

Δεν βρήκα κάτι καλύτερο... (από Dirty Talking, 19/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όργανον της τάξεως ανήκον εις το Λιμενικόν Σώμα.

Καλείται με απαξία έτσι, διότι κουρνιάζει στον προλιμένα σαν τους γλάρους, δηλαδή είναι γιαλατζή ναυτικός αλλά και διότι δεν είναι βεριτάμπλ μπάτσος (βλοσυρός, απειλητικός κτλ), είναι άοπλος και έχει μικρή γκάμα αρμοδιοτήτων, όπως άλλωστε και οι παρκόμπατσοι (δημοτική αστυνομία).

Αυτά όμως, μέχρι πρόσφατα (90'ς), που ήταν ακόμη κλειστά τα σύνορα (δηλ. χωρίς εκτεταμένη λαθρομετανάστευση-διεθνές έγκλημα κτλ) και που περιορίζονταν συνήθως σε καθήκοντα τροχονόμου των πλοίων και επεδίδοντο μετά μανίας στο τάβλι και στο καμάκι.

Μάλιστα, οι αδερφές τους εσνόμπαραν προτιμώντας τους άνδρες του πολεμικού ναυτικού, (που έχουν παρόμοια στολή), θεωρώντας τους τελευταίους πιο αρρενωπούς.

Τα παλιά χρόνια (μέχρι το '70), το ελληνικόν κράτος διέθετε αξιωματικούς του Λιμενικού Σώματος, αλλ' όχι λιμενοφύλακες, δουλειά την οποίαν έκαναν αμισθί τα, υπηρετούντα την θητεία τους, ναυτάκια επί 36-38 μήνες (χώρια οι φυλακές)...

Σε πολλές ταινίες του ελληνικού σινεμά, φαίνονται ναυτάκια εν στολή, με κορδέλα «Λιμενικόν Σώμα» στην ασπιρίνη, που δένουν και λύνουν κάβους ή κατεβάζουν κλίμακες εμπορικών (δηλ. ιδιωτικών) πλοίων, φυλάνε περίπολα στα λιμάνια κτλ.

Εξ άλλου, τα μεγάλα μηχανικά ή κατασκευαστικά έργα μέχρι πρότινος, τα αναλάμβανε ο Στρατός, που είχε (και έχει) τζάμπα εργατικό δυναμικό.

Σήμερα, οι περισσότεροι γλαρόμπατσοι είναι μοριοδοτημένοι πρώην μπακακοί (βατράχια των Ο.Υ.Κ.), ζόρικοι, ένοπλοι, φοράνε κάτι ξεγυρισμένες παραλλαγές, αντιμετωπίζουν τρελό λαθρεμπόριο στην ανοικτή θάλασσα (αλιευτικές παραβιάσεις Τούρκων-Ιταλών, μετανάστες, trafficking ανθρωπίνων ιστών/παιδιών/πορνών/ναρκωτικών κτλ), συχνά συνοδευόμενο από πιστολίδι και κάνουνε και search and rescue επιχειρήσεις άμα λάχει.

Οπότε, δέον όπως επινοηθεί νέος χαρακτηρισμός.

- Τί έγινε, γιατί δε μας αφήνουνε να μπούμε στο καράβι;

- Τσακώνονται οι νταλικέρηδες για τη σειρά με κάτι γλαρόμπατσους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δὲν ἀποτελεῖ ἔκφρασι, ἀλλὰ τὸν πρῶτο στίχο ἀπὸ βωμολοχικὸ ποιηματάκι τῶν παιδικῶν μου χρόνων, λεγόμενο σὲ καταστάσεις βρις-οφ.

*Assist: kondr από ΔΠ*

Κάτω στὸ γυαλὸ στὴ Μέκκα
Μαραγκὸς ψωλὲς πελέκα.
Πάει κι ἡ κυρὰ Μαργιὼ
Καὶ τοῦ παραγγέλνει δυό.
Νἄχουν μύτη μπακιρένια
Κι ἀπὸ κάτ' ἀπὸ τὰ γένια
Δυὸ ἀρχίδια κρεατένια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικά, τύπος άξεστος και βωμολόχος - η σημασία αυτή έχει καλυφθεί στον ορισμό του krepsinis.

Ειδικότερα, οπαδός του ΠΑΟΚ. Ιστορικά, απαξιωτικός χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούν οπαδοί άλλων ομάδων - κυρίως της Θεσσαλονίκης - για να δείξουν ότι θεωρούν τους Παοκτζήδες άτομα κατώτερης κοινωνικής στάθμης. (Παρ. 1 & 2). Πιο πρόσφατα, αυτοχαρακτηρισμός που έχουν υιοθετήσει κάποιοι χαρκόρ Παοκτζήδες ως τίτλο τιμής, σε ένα κλίμα νοσταλγίας για τα χρόνια 1972 - 1986, για τον καλύτερο ΠΑΟΚ όλων των εποχών και, κυρίως, για την έξαλλη κερκίδα που τον στήριζε.

Παλιότερα, η λαχαναγορά στη Θεσσαλονίκη βρισκόταν σε σχετικά κεντρικό σημείο - στην Αγίου Δημητρίου, δέκα λεπτά με τα πόδια από το Διοικητήριο/Υπουργείο Βορείου Ελλάδος και είκοσι λεπτά από την Τσιμισκή. Οι θόρυβοι, οι μυρωδιές, οι εικόνες της λαχαναγοράς ήταν οικεία για την πόλη. Και οι άνθρωποι της λαχαναγοράς επίσης - και είναι αλήθεια ότι οι Παοκτζήδες μεταξύ τους ήταν πολλοί.

Η χρήση της λέξης λαχαναγορίτης ως βρισιά με στόχο τους οπαδούς του ΠΑΟΚ άρχισε, νομίζω, να ατονεί στις αρχές της δεκαετίας του '80, όταν πια η αγορά είχε μεταφερθεί στην Δυτική Είσοδο της πόλης και οι άνθρωποι της ήταν πλέον αθέατοι. Η επαναφορά του χαρακτηρισμού, αυτή τη φορά με θετική φόρτιση, από τους ίδιους τους Παοκτζήδες συμπίπτει με τα πέτρινα χρόνια του συλλόγου, επί διοικήσεων Βουλινού, Μπατατούδη και Γούμενου, από το '90 και μετά.

Θέτικη φόρτιση, σε κάποιο βαθμό, έχουν η λαχαναγορά και οι μανάβηδες και στην σημειολογία του ρεμπέτικου - Παπάζογλου, Μπίνης, Τσιτσάνης, Σκαρβέλης, Παγιουμτζής, Μπαγιαντέρας και Γιοβάν Τσαούς έχουν όλοι αναφορές. Οι άνθρωποι της λαχαναγοράς μπορεί να είναι άξεστοι αλλά θεωρούνται και τσαμπούκια και μαγκίτες, ζόρικοι και λαρτζ - ιδιότητες με τις οποίες σαφώς θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ο πωρωμένος Παοκτζής, ειδικά όταν τα πράματα πάνε στραβά. (Παρ. 3)

Έχει σημασία και το γεγονός ότι όσοι κοιτούσαν αφ' υψηλού τους ανθρώπους της λαχαναγοράς δεν έκαναν διακρίσεις μεταξύ τους - και τον χαμάλη που δούλευε μέχρι να βγάλει τη ρετσίνα και τον πατσά και τον μεγαλοφρουτέμπορα με το κλασικό μασούρι τα χιλιάρικα που έκαιγε (κυριολεκτικά) τα μπουζουκομάγαζα, και τους δυο λαχαναγορίτες τους έβριζαν. Η ισοπέδωση αυτή λειτουργεί ως επιβεβαίωση ενός καίριου Παοκτζήδικου μύθου, ότι δηλαδή η αγάπη για τον ΠΑΟΚ ενώνει και καταργεί τις διαφορές - εξ ου και ο ΠΑΟΚ είναι θρησκεία/ιδεολογία/πάνω απ' όλα (Αθήνα καριόλα). (Παρ. 4)

Εμβληματική φυσιογνωμία για τον σύγχρονο Παοκτζή που γουστάρει να αυτοχαρακτηρίζεται ως λαχαναγορίτης είναι, εννοείται, ο Μάκης ο Μανάβης. Κατά κόσμον Θωμάς Μαυρομιχάλης, ήταν ο αναμφισβήτητος αρχηγός του σκληρού πυρήνα της Θύρας 4 στις δεκαετίες '70 και '80. Ήταν όντως μανάβης - δεν δούλευε, όμως, στη λαχαναγορά αλλά είχε δικό του μαγαζί στην πόλη. Οι φανατικοί πιτσιρικάδες που τον ακολουθούσαν ήταν γνωστοί και ως μαναβόσκυλα. (Παρ. 5, 6 & 7 και μήδια - αν θέλει κανείς να δει περισσότερα για τον Μάκη τον Μανάβη, ας πάει εδώ).

Άλλοι χαρακτηρισμοί για τους οπαδούς του ΠΑΟΚ: γύφτοι, Τούρκοι, Τουρκάκια, Τουρκόγυφτοι, μωαμεθανοί, κοτόπουλα (ως σαρκασμός του δικέφαλου αετού) και βούλγαροι (αυτό σε χρήση μόνον από Νότιους).

  1. Γύφτοι - αλήτες - λαχαναγορίτες! (Ιστορικό σύνθημα των οπαδών του Άρη)

  2. Γιατί χωρίς τον Ντιόγκο μας, πάμε στην Τούμπα και μας κερδίζουν αυτοί οι αλήτες, οι άξεστοι, οι βάναυσοι οι Παοκτζήδες. Ας είχαμε τον Ντιόγκο μας και θα βλέπατε εσείς, ρεμάλια λαχαναγορίτες. Από εδώ

  3. Όσο για το «χωριάτικο»... φιλαράκι να σε πω δυό πράγματα γιατί με τσάτισες; Εμείς είμαστε λαχαναγορίτες απ' τη Σαλονίκη, δεν είμαστε φλώροι και ας έχουμε τελειώσει και πανεπιστήμια. 'ντάξει τ' αγόριμ; ;ο) (Από εδώ)

  4. Θυμάστε τότε που βγαίναμε στην αυλή του σχολείου και τραγουδούσαμε το «ήρθαμε από τη Βουλγαρία και μαμάμε Αθήνα Πειραιά»; Θυμάστε κάποτε που πηγαίναμε στο σταθμό και ζητάγαμε διαβατήρια από τους Αθηναίους; Θυμάστε πριν από χρόνια που μπαίναμε σε ραδιοφωνικούς σταθμούς και τα κάναμε γυαλιά καρφιά επειδή λέγανε διάφορα για τον ΠΑΟΚ; Θυμάστε κάποτε που λαχαναγορίτες, μορφωμένοι, αμόρφωτοι, κάθε καρυδιάς καρύδι ήμασταν ένα και το αυτό μέσα και έξω απ' την Τούμπα; (Από εδώ).

  5. Ναι, ο Μάκης ο Μανάβης ήταν και η πρώτη μούρη των Ελληνικών γηπέδων. Κάθονταν προσοχή μπροστά του όλη η αλητεία της 4. (Σχόλιο στο You Tube)

  6. Βλέποντας ότι θα φτάσουμε νωρίς, ο αρχηγός (Μάκης Μανάβης) πήρε το μικρόφωνο και κοντά στις 12 το βράδυ είπε: «Ακούστε λίγο ρε, να πούμε. Επειδn να πούμε, είναι πολύ νωρίς για να φτάσουμε στηv Αθnνα, θα κάνουμε μια στάση να πούμε, στη Λαμία, τρεις ωρίτσες. Ακούστε, να είστε, να πούμε, προσεκτικοί στις κινnσεις σας και να μn δώσουμε δικαίωμα μέσα στη Λαμία. Δε θα συγχωρέσω κανένα παρατράγουδο,…λέω,... με καταλάβατε να πούμε; . ..» (Από εδώ).

  7. Γιατί δεν βγήκε κανένας από τα μαναβόσκυλα που τότε κάνανε πόλεμο στον Παντελάκη να πούνε κάτι αυτές τις μέρες; Για εσάς που γουστάρετε τον μάκη το λέω... αυτά τα ξέρετε η μόνο για τα ντου σας έχουν μιλήσει; (Από εδώ)

Μια σπάνια εμφάνιση του Μάκη του Μανάβη on camera (από poniroskylo, 10/02/10)Ο Μάκης ο Μανάβης στα κάγκελα (από poniroskylo, 10/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιοι μεγαλοπαράγοντες που είναι μέσα στα πράγματα έχουν βαλθεί να μας πείσουν ότι ζούμε κοσμοϊστορικές εποχές, ότι πολλά πράγματα που ξέραμε έχουν δήθεν ήδη αλλάξει και πρέπει λέει να τα ξεχάσουμε και να προσαρμοστούμε στα νέα δεδομένα.

Έτσι επιμένουν ότι πλέον το να δουλεύεις δεν σημαίνει απαραίτητα και ότι θα πληρώνεσαι, υπάρχει δήθεν και καλά και τάχαμου τάχαμου και η εκδοχή να δουλεύεις στο τζαμπέ και πάλι ευχαριστημένος πρέπει να είσαι, αφού δεν θα θεωρείσαι άνεργος. Και δεν πα να λέει η ρημάδα η απλή λογική ότι χίλιες φορές καλύτερα άνεργος παρά απλήρωτος εργαζόμενος.

Η φράση του λήμματος λοιπόν λέγεται σε αντιδιαστολή με την υπό καθιέρωση ύποπτη έννοια της εργασίας χωρίς μισθό. Αποτελεί ευνοϊκό υποτίθεται ξεκαθάρισμα των εργασιακών όρων μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, αφού ο τελευταίος θα έχει το ειδικό προνόμιο !!!! να πληρώνεται για την εργασία του.

Ακούγεται και ως δουλειά πληρωμένη, σε αντιδιαστολή με την απλήρωτη.

Από όποιον και αν το ακούσετε, η δέουσα αντιμετώπιση είναι αυτή του παραδείγματος.

- Έχω έξι μήνες απλήρωτος. Φεύγω, δεν πάει άλλο. Ξέρεις για καμιά δουλειά;

- Δουλειά με λεφτά; Γιατί χωρίς λεφτά ξέρω πολλές.

- Ναι ρε τρόμπα, με λεφτά, με λεφτά, και σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα στην τελική.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνεκδοχικώς, ο διαιτητής αθλητικού αγώνα. Όταν αποσύρεται λέμε ότι κρεμάει την σφυρίχτρα, ενώ όταν δεν είναι δίκαιος / ικανός λέμε πάρτε του την σφυρίχτρα. Ένας διαιτητής που σφυρίζει πολύ εύκολα λέγεται σφυρίχτρα με πολλά στραγάλια, ενώ για έναν που δεν δίνει τίποτα και σφυρίζει λίγο μπορεί να ειπωθεί ότι του έκλεψαν το στραγάλι.

Σφυρίχτρες όλων των ήχων. (Εδώ).

Ψυχαναλύοντας την σφυρίχτρα. (εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά την διάλεκτο των Ρόμα, είναι ο άσχετος, αυτός που δεν σχετίζεται με αυτό που κάνει.

  1. Δες τον καλαμπόρτζο πώς οδηγεί!

  2. Βρε τον καλαμπόρτζο, το αυτοκίνητο του είναι αερόψυκτο και επέμενε στον βενζινά να του βάλει αέρα στη μηχανή.

στο 0.38 (από Khan, 13/02/11)

Πρβλ. και άκυρος.

Κακοτεχνίτες: καλαμπόρτζης, κομπογιαννίτης, μπασματζής, ξυλοσχίστης, σκιτζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια εμβληματική φυσιογνωμία των διαδηλώσεων (τον θυμάμαι ήδη από το 1998 και μάλλον είναι παλιότερος αρκετά), ο ανθρακωρύχος είναι ο συμπαθής πληθωρικός κωφάλαλος μπροστάρης των διαδηλώσεων. Εφοδιασμένος με εργατική κάσκα και ιατρική μάσκα για τα δακρυγόνα (από όπου πήρε και το ψευδώνυμο) και φορώντας ενίοτε μάσκα για τη θάλασσα πάνω από τα χαρακτηριστικά γυαλιά μυωπίας, συμμετέχει στις διαδηλώσεις και πάντα αλληλέγγυος, βοηθάει όποιον βρεθεί σε ανάγκη χτυπημένος από τα δακρυγόνα, τα γκλομπ και τα υπόλοιπα χάδια του δημοκρατικού μας καθεστώτος.

Στον ελεύθερό του χρόνο (από τις πορείες), πηγαίνει κανένα γήπεδο όπου κι εκεί καταφέρνει να μαγέψει τα πλήθη (βλ. βίντεο). Γενικά από λεφτά δεν πρέπει να τα πάει καθόλου καλά, γι' αυτό και όπως έμαθα εθεάθη ο καημένος τώρα τελευταία με ένα τετράδιο να ζητάει μια μικρή συνεισφορά από τον κόσμο.

Τον έχουνε κατηγορήσει και για ασφαλίτη, αλλά μάλλον αυτά είναι κακόβουλες ανακρίβειες κάποιων ασυναίσθητων. Στο τέλος θα βγάλουν ασφαλίτη και τον Λουκάνικο!

Μιας και το ανοίξαμε το ζήτημα, βάζω και την κατάθεση της φίλης μου της Νάγιας στον ορισμό:

Ο Μανωλάκης ο Μεζούρας όπως τον ξέρω εγώ... Από το 1987 παρακαλώ, όταν παίζαμε ηλεκτρονικά στο Κιάτο (απ' όπου και κατάγεται)... Γιατί πάντα κυκλοφορούσε με μια μεζούρα στο χέρι... Αγαπημένο του ηλεκτρονικό ένα με ένα πιγκουινάκι το οποίο το έλεγε «πάπι» με την χαρακτηριστική του ομιλία... Έμπαινε στο μαγαζί (το αναψυκτήριο του Μπαγλαμπά πίσω από την disco SUPER STAR με το ψαράκι.... Θυμάται κανείς;), το έψαχνε λέγοντας «πάπι που;» και οι περισσότεροι τον στέλναμε στην τουαλέτα....

Αργότερα τον είδα στα γήπεδα... Στην σκεπαστή στη Φιλαδέλφεια και στο στίβο στο ΟΑΚΑ είτε έπαιζε ο ΠΑΟ είτε ο ΟΣΦΠ (1998 περίπου...)

Οι ΚΝίτες πριν καμιά 10αριά χρόνια τον λέγαν ασφαλίτη και δεν τους άλλαζες τη γνώμη με κανέναν τρόπο....
Και είναι αγέραστος ρε γαμώτο... 25 χρόνια ίδιο τον θυμάμαι...

Nayapedia λέμεεεε!!! χαχαχαχα Naya speaking

  1. (από Indymedia)
    «Ναι, αυτός που χτυπήθηκε πολύ άγρια από τους μπάτσους είναι ο γνωστός, συμπαθής «ανθρακωρύχος». Φιγούρα γνωστή σε όλους μας, αλλά ακόμα και στον τελευταίο πρωτοεισακτέο των μπατσοσχολών- πολύ περισσότερο στους «έμπειρους» μπάτσους ή κρυπτομπάτσους σημερινούς βασανιστές του.»

  2. (από Indymedia)
    «Ήμουν παρών χθες στο περιστατικό με τον Μεζούρα. Κάποιος απ' αυτούς τους «Αγανακτισμένους» που μαζεύονται με σημαιούλες στον άγνωστο, ενοχλήθηκε από τις κραυγές του (κωφάλαλος είναι ο άνθρωπος, έλεος...) και πήγε να τον διώξει. Ο Μεζούρας, όπως όλοι τον ξέρουμε τόσα χρόνια στο δρόμο, δεν κώλωσε και αντιστάθηκε στο φασισταριό. Ο σιστας τότε τον χτύπησε με ένα μπουκάλι μπύρας στο κεφάλι με τα γνωστά επακόλουθα. Ελπίζω κάποιος να έχει γνώση της κατάστασης του και να μας ενημερώσει, γιατί ο άνθρωπος πραγματικά έδειχνε να υποφέρει μετά το θρασύδειλο χτύπημα.»

  3. (από εδώ)
    «Ανθρακωρύχος. ( Πάντα μάχιμος με αγανακτισμένες κραυγές μπορεί με την ευφράδεια λόγου του να μαγέψει οποιοδήποτε εξεγερμένο ανα την γή. Στήριξη του παρέχει η Original 21).»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαράω κάρτα:

  • Συχνάζω τακτικά, με απαρέγκλιτο πρόγραμμα και πολύωρο ωράριο παραμονής σε ένα συγκεκριμένο χώρο ή μέρος, το οποίο μπορεί να έχει υλική ή ακόμη και ηλεκτρονική (διαδικτυακή) υπόσταση. Π.χ. βαράω κάρτα στο Dr. Feelgood (ή οποιοδήποτε άλλο μπαράκι): Πάω με το που θα ανοίξει και ξημεροβραδιάζομαι εκεί, ή βαράω κάρτα στο slang.gr (ή σε οποιαδήποτε άλλη ιστοσελίδα, φόρουμ, κ.α.): Είμαι κυριολεκτικά (χωρίς λινκ) όλη μέρα στημένος μπροστά από την οθόνη και διαβάζω ή γράφω ορισμούς και σχόλια. Η έκφραση μπορεί και στις δύο περιπτώσεις να μεταφράζεται σε εθισμό, χωρίς ωστόσο να είναι απαραίτητο κάτι τέτοιο.
  • Αναλώνω αρκετό ή όλο τον χρόνο μου ασχολούμενος με κάτι (είτε πρόκειται για δραστηριότητα, είτε για κάτι άλλο), ή αφοσιώνομαι σε κάτι με σκοπό να εξειδικευτώ πλήρως σε αυτό. Η κάρτα στην προκειμένη υποδηλώνει ότι η ενασχόληση αυτή δεν αφήνει χρόνο ή μυαλό για οτιδήποτε άλλο, ή ότι πολύ απλά είμαι τελείως δοσμένος σε κάτι με δική μου επιλογή. Η ενασχόληση αυτή μπορεί να είναι αναγκαστική ένεκα των περιστάσεων (π.χ. έχω λάιβ μεθαύριο κι έχω βαρέσει κάρτα να ξαναπαίζω τα κομμάτια τριών δίσκων), απανθρακωτική (π.χ. βαράω κάρτα στο Playstation να παίζω Battlefield 3 κι έχω κλάσει) ή εθελούσια και ουσιαστική (π.χ. μια βδομάδα τώρα βαράω κάρτα στο λάπτοπ να γράφω σενάρια για το νέο φανζινάκι).

Σε κάθε περίπτωση, η έκφραση προέρχεται από την εργασιακή πρακτική του να χτυπάει ο μισθωτός εργαζόμενος την ειδική κάρτα κατά την άφιξη και αποχώρηση του από τον χώρο εργασίας, δηλώνοντας έτσι την συνεχή παρουσία του σε αυτόν καθ' όλο το ωράριο λειτουργίας μίας επιχείρησης. Η έκφραση συναντάται επίσης και στην πιο λάιτ (υφολογικά) βερσιόν χτυπάω κάρτα.

  1. Κάααααποτε υπήρχε πίσω από το Δημαρχείο ένα μικρό μπαράκι που το είχα κάνει στέκι για καιρό, η Κριστίν, υπάρχει ακόμα;
    Τι μου θύμησες τώρα ρε man!! Βαράγαμε κάρτα εκεί. Δυστυχώς όπως προανέφερε και ο φίλος Δημήτρης έχει κλείσει καιρό τώρα. :( (Από εδώ)

  2. Νομίζεις ότι όλοι έχουν παρέες που έχουν ως κοινό ενδιαφέρον τις μοτοσυκλέτες, ή ότι όλοι βαράνε κάρτα σε forum;Άνοιξε ένα απ΄τα τελευταία τεύχη μοτοσυκλέτας που κυκλοφορούν και δες πόσες σελίδες διαφημιστική καταχώρηση έχει. (Από εδώ)

  3. χα, ετσι παει μαλακα
    για μας δεν ειναι hobby εμεις με το που ξυπναμε βαραμε καρτα
    κι εχω, δεν εχω την αναγκη να πω οτι το κανω καλυτερα απλα
    καμια φορα δεν κρατιεμαι και πρεπει να στα πω (χιπ-χοπ άσμα από εδώ)

  4. Εχουμε να αναμετρηθούμε με τη δύναμη της συνήθειας σε έναν τρόπο δουλιάς πολύ μακρινό από τις σημερινές απαιτήσεις της ταξικής πάλης. Κι ως εργάτες χρειάζεται καθημερινά να «βαράμε κάρτα» στο ΔΙΑΒΑΣΜΑ και την ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ. Καλή δύναμη σε όλους. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει τη γενική αβεβαιότητα περί του μέλλοντος. Προέρχεται από το βιβλίο που ο ΟΕΔΒ είχε μοιράσει προς εικοσαετίας περίπου στους μαθητές Λυκείου στα πλαίσια του μαθήματος ΣΕΠ (Σχολικός Επαγγελματικός Προσανατολισμός). Η έκφραση, παρότι ελάχιστα γνωστή πια στις νεότερες γενιές συνεχίζει να χρησιμοποιείται.

- Και τώρα που τελείωσες το διδακτορικό τί θα κάνεις βρε;
- Άστα βράστα φιλέα. Μετά το λύκειο τί; Με βλέπω στο Ινστιτούτο Kavli...

(από Nakas, 15/07/12)(από Nakas, 15/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified