Selected tags

Further tags

Συνώνυμο των πουτσοσκάμπιλο, πουτσοχάστουκο, ψωλοχάστουκο, ψωλοσκάμπιλο, προς τιμήν του δημάρχου του Βόλου Αχιλλέα Μπέου που έδωσε χαστούκι σε ψηφοφόρο του.

Έρωτας απ' το πρώτο μπεοχάστουκο. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που δηλώνει πλήρη αδιαφορία από το άτομο για μια συγκεκριμένη κατάσταση. Συνώνυμο με την έκφραση στ' αρχίδια μου, αλλά περισσότερο εύηχο. Εναλλακτική χρήση: «στον πούτσο μου γαρδένιες».

- Καλά ρε φίλε, φεύγεις για Γροιλανδία έτσι, χωρίς δουλειά, χωρίς να ξέρεις πού θα μείνεις;
- Φίλε εγώ θα πάω και στον πούτσο μου λουλούδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο αυτό, συνήθως θηλυκού γένους (πληθ.: τσουτσούδες), που πετυχαίνει κανείς στα μέσα μαζικής μεταφοράς, το οποίο, καθώς μπαίνει ή κινείται μέσα σ'αυτά,
αν θεωρεί ότι το εμποδίζεις και πρέπει να κάνεις στην άκρη να περάσει,
αντί να ανοίξει το στόμα του και να το ζητήσει ευγενικά, σαν άνθρωπος, κάνει απλά με το στόμα τον εκνευριστικό ήχο «τσου», αγανακτισμένο κιόλας που δεν μύρισες τα νύχια σου για να καταλάβεις τι σκατά θέλει.

(μέσα σε λεωφορείο που είναι φίσκα)
- Τσου! ΤΣΟΥ!!
- Τί «τσου» και μαλακίες μωρή τσουτσού;;!! Μίλα σαν άνθρωπος και πες τι θέλεις!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πέοντας, στα μπεμπεκίστικα. Η λέξη καταγράφεται κι ως τσουτσούνι, τσουτσούνα και τσούτσα. Συνήθως εμπεριέχει ψήγματα (αυτο)σαρκασμού όταν αναφέρεται σε μόριο ενήλικα.

Τσουτσού επίσης αποκαλείται ο ξερόλας, αυτός που σαν πούτσα πετάγεται.

Η ετυμολογία της λέξης αποδίδεται από το λεξικό Τριανταφυλλίδη είτε στην λέξη τσουνί (κοτσάνι ή πέος) -η οποία με την σειρά της ετυμολογείται εκ του αρχαίου κυνίον (σκυλάκι)- είτε στο Αλβανικό tşuni (αγόρι).

Αποτελεί και σημαντικό γαμοσλανγκοτέτοιο μόριο (βλ. ενδεικτικά: γλυκοτσούτσουνος, κοντοτσούτσουνος, μικροτσούτσουνος, ξετσουτσουνεύω, οχιά διτσούτσουνη, ρεβιθοτσούτσουνος, σιδεροτσούτσουνος, τσουτσουνάμι, τσουτσουνίζω, τσουτσουνιστής, τσουτσουνογαμπρός, τσουτσουνοκαταπίνογλου, τσουτσουνοπνίχτρα, και πολλά άλλα. Χώρια τα ερζάτς τούρκικα τ. τσουτσού σεφτέ, τσουτσού σορόπ, υσουτσού φερετζέ, τσουτσούν νταχτιρντί και ταλιμπάν.

1.
Έχει παρατηρήσει κανείς όταν κατουράνε τα αγοράκια να έχουν κανένα ασπράκι στην άκρη της «τσουτσούς»; Δε ξέρω αν είναι τίποτα λόγω αντιβίωσης που παίρνουμε λόγω κυστεουρητικής παλινρόμησης ή απο το γάλα.Ευχαριστώ.

2.
Τσουτσού συνήθως λέμε κάποιον ή κάποια που ανακατεύεται εκεί που δεν τον σπέρνουν ή παριστάνει τον έξυπνο ή και που κάνει ψιλορουφιανιές κατωτάτου επιπέδου, γιατί ναι κυρίες και κύριοι, ακόμα και η ρουφιανιά έχει επίπεδα!
3.
Πως λέγεται στα τούρκικα...Η χήρα; Τσουτσού αχ-βαχ γιοκ.

(από Khan, 17/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντμηση του γηπεδικού συνθήματος «Πούτσο και ξύλο στον πουσταρά τον Θρύλο».

Από το νετ μαθαίνουμε ότι σε επίσημο αγώνα του πρωταθλήματος βόλεϊ γυναικών, μεταξύ Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού, οι αθλήτριες του Παναθηναϊκού, αφού κέρδισαν τον αγώνα και το πρωτάθλημα, εμφανίστηκαν στο γήπεδο για να πανηγυρίσουν, φορώντας μπλουζάκια, δώρο των οργανωμένων οπαδών της Θύρας 13, τα οποία είχαν τυπωμένο στην πλάτη, το σεξιστικό σύνθημα της εξέδρας «ΤΣΟ ΚΑΙ ΛΟ», το οποίο μεταφράζεται σε «ΠΟΥΤΣΟ ΚΑΙ ΞΥΛΟ».

Παραγγελιά: allivegp

Συνθήματα κερκίδας από μπαφιασμένους φιλάθλους:

Tσο και Λο σταρα τον ΛΟ
Γα πιτι κα ετιτη
Τανας γοι Παναική

(από allivegp, 04/06/09)

Βλ. επίσης λαγός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιόκος = Το πέος

Παράδειγμα: Τι θα μκάνς ρε; Θα μου αποφτώϊς τον τσιόκο μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είχα τάξει σε μια φίλη μου ιταλίδα με γνώσεις αρχαιοελληνικής και παράλογη διάθεση εκμάθησης της νεοελληνικής να της δώσω πλήρη κατάλογο με τις λέξεις που σημαίνουν πέος και χρησιμοποιούνται στην νεοελληνική, επειδή σχεδόν κάθε φορά που με ρώταγε τι σήμαινε η λέξη που μόλις είπα, η απάντηση ήταν «bite», που σημαίνει πούτσα στα γαλλικά.
Είναι πράγματι άξιον περιέργειας πόσες λέξεις υπάρχουν και το γεγονός ότι κάποιες φορές μπαίνει μία στην πρόταση, ενώ δεν μπορεί να μπει κάποια άλλη:
Πήραμε την πούτσα, ας πούμε δεν λέγεται, ενώ πήραμε το πουλί ή το μπούλο λέγεται, ενώ πάλι δεν λέγεται πήραμε το πουλάκι. Προσπάθησα εις μάτην να την πείσω ότι το πουλί και ο πούλος είναι ριζικά διαφορετικές λέξεις. Παίρνω το πουλί σημαίνει τρώω ήττα, ενώ παίρνω τον πούλο ή το μπούλο σημαίνει τρώω ήττα ή φεύγω από κάπου. Δεν μπορώ να σε γράψω στο πουλί μου, αλλά στην πούτσα ή το μπούτσο μου, παρ'όλ'αυτά, ο τύπος είναι ένα μπούτσο αρχιτέκτονας και όχι μια πούτσα αρχιτέκτονας.

Για την πληρότητα του σάιτ, πιστεύω, λοιπόν, ότι ένας συγκεντρωτικός κατάλογος επιβάλλεται και κάνω την αρχή καταθέτοντας μια συλλογή λέξεων και λημμάτων.
Ας συμπληρώσει με σχόλια όποιος βρει έλλειψη, αλλά για λόγους αναζήτησης στο σάιτ και ματαιοδοξίας θα ιδιοποιηθώ στο λήμμα τις προσθήκες, άντε να βάλω και μια ευχαριστία από κάτω.

από τα τρία το μακρύτερο, αρχιδολεβιές / λεβίδι, αφρικανικό μονόχορδο, βίλλα (Κύπρος), καυλί / καβλί, καραγουδούμπα, καραπιστόλα, κατάρτι / κίονας / μαδέρι / ματσούκι / παλαμάρι / παλαμοστέλιαρο / σουδαύλι (Λευκάδα) / στειλιάρι, τζένιο / φουρνόξυλο, κλαρίνο / φαγκότο, κρέας / κρεατόβεργα, μαλαπέρδα, μαλαστούπα, ματζαφλάρι, μονορώγα, μόριο, μουνοτρύπανο, μπαργαλάτσος / παργαλάτσος, μπέκος, μπιμπί / πιπί / λιλί / ζιζί, Νικολάκης, παπάρι, πελεούνος, πέος / πέοντας / πέουλας / ο πέος, πουλί / πούλος / πουλάκι / πουλαδέρι / αμελί πουλέν / πουλόφωνο, πούτσος / πούτσα / τσαπού / καραπουτσακλάρα / e-πούτσος / λούτσος / φούτσος / πόντσος / τσόνι, πράμα, σαμιαμίδι / σαύρα, σούλος / σούλα, σπαρδαλούπακας, στελίφι (Κύπρος), τσουτσού / τσουτσούνι / τσουτσούνα / τσούτσα / τσουτσουμπρούτσου, φίδι, φύση, ψωλή / ψώλος,

Αλλά βλέπε και:
είσαι / είναι για τον Αχιλλέα, Αλογίσια, καραπουτσαριό.

Ε, έπρεπε... (από Pirate Jenny, 25/02/10)(από jesus, 18/11/10)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζένια, τζοχανταραίοι.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πούττος, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το είδος της τρίχας που φυτρώνει στην όλη περιοχή που περιβάλλει τον πέοντα. Είναι σκληρή, κατσαρή, χοντρή, πιο σκούρα από την τρίχα της κεφαλής του φέροντος τον πέοντα, μοιάζει πιο πολύ σε όλα της σχεδόν τα χαρακτηριστικά με την τρίχα της γενειάδας (αν ποτέ υπάρξει αυτή) παρά στην τρίχα της μασχάλης ή του υπόλοιπου σώματος. Είναι όμως η πιο τιρμπουσόν τρίχα του σώματος. Μοιάζει με την σύντροφό της την μουνότριχα, αλλά όπως και κάθε τι αντρικό, είναι κατάτι τραχύτερη από την γυναικεία αυτή αντίστοιχη τρίχα. Ως εκ τούτου, καθίσταται σύμβολο ανεπιθύμητης τριχοφυΐας (βλ. 2).

  2. Κάθε τρίχα (ανθρώπινη, ζώου, συνθετική) που υπερκατσαρώνει τόσο ώστε μοιάζει με πουτσότριχα. Το λέμε, πχ, όταν τα μαλλιά μας γίνονται άφρο από την υγρασία (βλ. πουτσοτριχίζω).

  3. Κάθε τρίχα που εντοπίζεται στο πάτωμα και φανερώνει την έλλειψη φασίνας στο σπίτι μας. Ακόμα κι αν πρόκειται για τρίχες από την γάτα μας, πάλι για πουτσότριχα θα μιλήσουμε, συμβολικά.

  1. - Εγώ γουστάρω τους ξυρισμένους.
    - Ε είσαι άρρωστη!
    - Τι ρε συ, να του παίρνεις πίπα και να φτύνεις όλη την ώρα την πουτσότριχα, δεν κατάλαβα...
    - Καλά, μπες στο βερμουδιάρης και πες τα εκεί.

  2. - Πώς τα λένε αυτά τα σκυλάκια που έχουν μαλλί πουτσότριχα ρε συ;
    - Κανίς.
    - Α γειά σου.

  3. Ρε συ Νάνσυ, μάζεψε και μία φορά την πουτσότριχα πριν καλέσεις κόσμο, όλο τούφες από τρίχες έχει το σπίτι, δε βλέπεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O πέοντας, στην ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας.

- Το βράδυ σε έβλεπα στον ύπνο μου και ξύπνησα με έναν τεράστιο...
- Μπελεγρίνο;
- Όχι, πονοκέφαλο.

Δεν έχω ιδέα πούθε ευθυμολογείται, αλλά εικάζω σχέση με το ιταλικό όνομα Pellegrino (εκ του λατ. peregrinus, ο ταξιδιώτης).

Μπελεγρίνος ο peregrinus

Καταγράφεται στο υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 118.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σαλούβαρδος / σαλουβάρδα / σαχλιαμπάκος

Ονομασία του εικονιζόμενου ψαριού με την επιστημονική ονομασία Phycis Phycis, που ζει στις περισσότερες ελληνικές θάλασσες και αναγνωρίζεται με πολλά ονόματα, ανάλογα με την περιοχή, όπως σαραβάνος, ποντικός, ποντίκι, ποντικόψαρο, σκορδαλός, μιχάλης με πιο συνηθισμένο το σαλούβαρδος. Το σαχλιαμπάκος δεν τό'χω ακούσει πουθενά αλλού, εκτός από την Κύθνο. Αν υπάρχουν κι άλλες ονομασίες ή τυχόν διορθώσεις, ευπρόσδεκτες.

ΣΑΛΟΥΒΑΡΔΟΣ

Είναι ψάρι χαμηλού κόστους, αλλά κατά τη γνώμη μου ιδανική συνοδεία της σκορπίνας (μαζί με λύχνους, δράκαινες, χειλούδες και ό,τι άλλο πετρόψαρο υπάρχει διαθέσιμο) για νόστιμες κακαβιές! Έχει άσπρο, τρυφερό και αρκετά νόστιμο κρέας, αλλά, εξ αιτίας της κακομούτσουνης εμφάνισής του, δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ευρύ κοινό, εξ ου και η χαμηλή τιμή. Η εμφάνισή του είναι η αιτία και άλλων χρήσεων του ονόματός του στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Αυτός, άλλωστε, είναι ο λόγος και της παρουσίας του στο παρόν λήμμα.

Έτσι μια γυναίκα με άσκημη κορμοστασιά ή κακομούτσουνη τη λένε σαλουβάρδα.

-Τά 'μαθες Πελέγρα*; Ο Νικολός θα πάρει τη Μαρία. -Αυτή τη σαλουβάρδα; Κρίμας ταύτονε!

*Πελέγρα: γυνακείο όνομα, αρκετά συνηθισμένο στην Κύθνο. Ταυτίζεται με το Πελαγία. Ετυμολογικά προέρχεται από το Ιταλικό pellegrino:προσκυνητής (τα χρόνια της Ενετοκρατίας [13ος-16ος αιώνας] οι προσκυνητές, των αγίων τόπων συνήθως, ερχόταν από το πέλαγος).

Άλλη χρήση του,από τους ψαράδες συνήθως (λόγω του σχήματός του) υπονοεί το πέος.

(Από τα χρόνια του μεσοπολέμου) Νέος ψαράς,με πέντε αδερφές που πρέπει να παντρέψει (κλασσική ιστορία) παραπονιέται στον πατέρα του, γιατί δέν τον έκανε κι αυτόν κορίτσι. Η απάντηση του πατέρα: "Άμα ήσουνε κορίτσι θά 'τρωες ένα σαλούβαρδο να!" φέρνοντας τη παλάμη του ενός χεριού στο ύψος του αγκώνα του άλλου.

Τέλος το όνομα σαχλιαμπάκος, που χρησιμοποιείται (όπως πιστεύω) αποκλειστικά στην Κύθνο και επιτείνει την άσκημη εικόνα που έχει ο κόσμος για το καημένο το ψάρι, χρησιμοποιήθηκε τις δεκαετίες του ΄70 και του '80, από τους ανθρώπους του λιμανιού κυρίως, για να χαρακτηρίσει (υποτιμητικά) τους "αδέσποτους" τουρίστες με τα σακκίδια, που έφταναν στο νησί και δεν φημίζονταν για την επιμελημένη εμφάνιση και την καθαριότητά τους.

Διάλογος μεταξύ "καμακιών" της εποχής:

-Έφερε πράμα το βαπόρι σήμερα; -Ψιλοπράματα! Ένα τρία-μηδέν* και πεντέξι σαχλιαμπάκους!

*τρία-μηδέν: τρεις τουρίστριες μόνες τους (αυτές, πάντα ευπρόσδεκτες!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified