Selected tags

Further tags

Το αντρικό ή γυναικείο γεννητικό όργανο. Unisex παλαιομοδίτικος όρος, όπως ώς ένα βαθμό και το πουλί.

Επήγε ο Μανωλιός να κάμει βεντούζες στη μάνα του που ήταν γριά και είχε γρίπη... εκείνη την εποχή όμως ποτήρια δεν είχανε και πήρε ο Μανώλης ένα κατσαρολάκι... και το ζεσταίνει και της το καθίζει βεντούζα στην κοιλιά... αλλά έτσι που δημιουργήθηκε μεγάλο κενό, τραβήχτηκε μέσα στο κατσαρόλι όλη την κοιλιά της γριάς και τραβούσε και τραβούσε, μέχρι που η γριά άρχισε να φωνάζει:

«Ώφου μωρέ Μανώλη, ώφου ίντα έπαθα, μου ρούφηξε η βεντούζα το πράμα μου!».

(παλιά Κρητική ιστορία)

το πράγμα του κάρπεντερ  (από xalikoutis, 21/10/08)Το πράμα της οικογενείας Άνταμς (από Vrastaman, 22/10/08)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μία μνημειώδης φράση που αποδίδεται στον Θεό της αθλητικής δημοσιογραφίας, Γιώργο Γεωργίου.

Γεωργίου: - Πόσων ετών είσαι φίλε;
Τηλεθεατής: - 60.
Γεωργίου: - 60;
Τηλεθεατής: - Ναι.
Γεωργίου: - Φίλε, θα σου πω κάτι αλλά μην παρεξηγηθείς.
Τηλεθεατής: - Εντάξει.
Γεωργίου: - Παππού παππού, τον παίρνεις πού και πού;
Τηλεθεατής: - Ε, sometimes.
(Χαμός στο στούντιο)

(από BuBis, 27/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι γαλλομαθείς αντιλαμβάνονται την πρόταση αυτή ως: «Η Καλυψώ διαβάζει μέσα σε μια μαλακιά φωλιά στις όχθες των υδάτων.»

Διαβάστε το όμως δυνατά και με στόμφο την βουκολική αυτή πρόταση, και θα αποκτήσει εντελώς διαφορετική διάσταση!

(δυνατή ανάγνωση με στόμφο)

Καλή ψωλή dans un (μέσα σε ένα) μουνί au (στο) μπορντέλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μακρόστενο ματσούκι, όπως είναι για παράδειγμα η μαγκούρα, η γκλίτσα, το μακρύ μανιβελοειδές εργαλείο που κατεβάζουμε την τέντα, το κλειδί του οπλοβαστού, κλπ.

Τα εργαλεία αυτά λόγω μορφής θυμίζουν πέος. Ο όρος προκύπτει από το γεγονός αυτό και την εικόνα που μας έχει δημιουργηθεί για τη συσχέτιση μεταξύ δάσους, ανέγγιχτης από τον πολιτισμό άγριας φύσης, δύναμης και μεγέθους των οργανισμών που ζουν εκεί, όπως και του μεγέθους του πέους τους.

Στον στρατό. Φαντάρος βρίσκεται δίπλα στον οπλοβαστό και θέλει να τον ξεκλειδώσει για να πάρει το όπλο του.
- Ξέρει κανείς πού είναι το πέος του δάσους; Άντε γιατί σε λίγο έχει αναφορά λόχου και μόνο εγώ δεν έχω πάρει το όπλο μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψωλούμπα (η): Αντικαθιστά επάξια τον ξενέρωτο όρο «γυμνισμός».

  1. - Πάμε στο λιβάδι για μπάνιο;
    - Ναι αμέ, εκεί παίζει και ψωλούμπα ε;
    - Ναι ρε, εκεί τίγκα ψωλούμπα είναι..
  2. (Παρατηρώντας τύπο ψωλούμπα που είναι ομοιόμορφα μαυρισμένος, χωρίς το χαρακτηριστικό σημάδι από το μαγιό)
    - Καλά, αυτός όλο το καλοκαίρι ψωλούμπας θα ήταν...

Άλλες χρήσεις:

Υπάρχουν και άλλα συνθετικά / συνώνυμα κλπ του όρου:

Γεροψωλούμπας (συνηθισμένο είδος), δειλοψωλούμπας (ο φοβιτσιάρης, μοιάζει και με τον πρωτοψωλούμπα), κωλούμπα (η μπρούμυτη ψωλούμπα), hardcoreψωλούμπας (αυτός που κάνει ψωλούμπα σε παραλία με μη-ψωλούμπες) κλπ κλπ..

Δες και -ούμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταστικό προϊόν, εν είδει υπερβολής και χλευασμού.

- Ο Κώστας μου είπε ότι είστε επιχειρηματίας. Τι ακριβώς εμπορεύεστε;
- Χαλβαδόπουτσες, είμαι αποκλειστικός εισαγωγέας.

Βοήθειά σας! (από Vrastaman, 29/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσιάζομαι, η σεξουαλική πράξη παρομοιάζεται σαν βάφτιση τέκνου, με το αιδοίο σαν κολυμπήθρα.

Πώς πέρασες στην Κω Νικολή, τον βάφτισες τον μπέμπη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουλί του Βασίλη Λογοθετίδη από την ταινία Οι Γερμανοί ξανάρχονται. Συνώνυμο του πέους.

Πώς έγινες έτσι ρε μαλάκα; Ρούφα την κοιλιά σου και δες τον τζιτζιφρίγκο σου..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ μεγάλη, χοντρή και χορταστική πούτσα.

- Κοίτα τα μαλακισμένα μόνο να διαμαρτύρονται ξέρουν. Να πάνε να ανοίξουν κάνα βιβλίο ούτε λόγος. Α ρε βοϊδόπουτσα που σας χρειάζεται...

Μετά το 1.30 (από Khan, 17/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλοβαράμε , ψωλαρμενίζουμε , την παίζουμε. Γενικώς μαλακιζόμαστε.
Προέρχεται από τη λέξη πούτσα, η οποία στο γερούνδιο της ενεργητικής φωνής προσλαμβάνει την κατάληξη -ing (όπως λέμε κλάμπινγκ, όχι όμως κάμπινγκ) και δηλώνει την αποκλειστική ενασχόληση με αυτήν (ναι ρε την πούτσα εννοώ). Προσοχή, δεν έχει καμία σχέση με τον Ρώσο άρχοντα Πούτιν, αλλά μάλλον με τον Αμερικανό πρόεδρο Μπους που έχει αναγάγει το πούτσινγκ σε επιστήμη.

- Πού έχεις χαθεί ρε μαλάκα σήμερα όλη μέρα; Πάλι για πούτσινγκ είχατε πάει με την κωλοπαρέα σου; Πότε ρε θα διαβάσεις για την εξεταστική;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified