Selected tags

Further tags

Ψωλούμπα (η): Αντικαθιστά επάξια τον ξενέρωτο όρο «γυμνισμός».

  1. - Πάμε στο λιβάδι για μπάνιο;
    - Ναι αμέ, εκεί παίζει και ψωλούμπα ε;
    - Ναι ρε, εκεί τίγκα ψωλούμπα είναι..
  2. (Παρατηρώντας τύπο ψωλούμπα που είναι ομοιόμορφα μαυρισμένος, χωρίς το χαρακτηριστικό σημάδι από το μαγιό)
    - Καλά, αυτός όλο το καλοκαίρι ψωλούμπας θα ήταν...

Άλλες χρήσεις:

Υπάρχουν και άλλα συνθετικά / συνώνυμα κλπ του όρου:

Γεροψωλούμπας (συνηθισμένο είδος), δειλοψωλούμπας (ο φοβιτσιάρης, μοιάζει και με τον πρωτοψωλούμπα), κωλούμπα (η μπρούμυτη ψωλούμπα), hardcoreψωλούμπας (αυτός που κάνει ψωλούμπα σε παραλία με μη-ψωλούμπες) κλπ κλπ..

Δες και -ούμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταστικό προϊόν, εν είδει υπερβολής και χλευασμού.

- Ο Κώστας μου είπε ότι είστε επιχειρηματίας. Τι ακριβώς εμπορεύεστε;
- Χαλβαδόπουτσες, είμαι αποκλειστικός εισαγωγέας.

Βοήθειά σας! (από Vrastaman, 29/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσιάζομαι, η σεξουαλική πράξη παρομοιάζεται σαν βάφτιση τέκνου, με το αιδοίο σαν κολυμπήθρα.

Πώς πέρασες στην Κω Νικολή, τον βάφτισες τον μπέμπη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουλί του Βασίλη Λογοθετίδη από την ταινία Οι Γερμανοί ξανάρχονται. Συνώνυμο του πέους.

Πώς έγινες έτσι ρε μαλάκα; Ρούφα την κοιλιά σου και δες τον τζιτζιφρίγκο σου..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ μεγάλη, χοντρή και χορταστική πούτσα.

- Κοίτα τα μαλακισμένα μόνο να διαμαρτύρονται ξέρουν. Να πάνε να ανοίξουν κάνα βιβλίο ούτε λόγος. Α ρε βοϊδόπουτσα που σας χρειάζεται...

Μετά το 1.30 (από Khan, 17/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλοβαράμε , ψωλαρμενίζουμε , την παίζουμε. Γενικώς μαλακιζόμαστε.
Προέρχεται από τη λέξη πούτσα, η οποία στο γερούνδιο της ενεργητικής φωνής προσλαμβάνει την κατάληξη -ing (όπως λέμε κλάμπινγκ, όχι όμως κάμπινγκ) και δηλώνει την αποκλειστική ενασχόληση με αυτήν (ναι ρε την πούτσα εννοώ). Προσοχή, δεν έχει καμία σχέση με τον Ρώσο άρχοντα Πούτιν, αλλά μάλλον με τον Αμερικανό πρόεδρο Μπους που έχει αναγάγει το πούτσινγκ σε επιστήμη.

- Πού έχεις χαθεί ρε μαλάκα σήμερα όλη μέρα; Πάλι για πούτσινγκ είχατε πάει με την κωλοπαρέα σου; Πότε ρε θα διαβάσεις για την εξεταστική;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας και υποψήφιος βουλευτής. Το επώνυμό του μάλλον στέκεται τροχοπέδη στις πολιτικές του φιλοδοξίες, αν και το παιδί μπήκε από νωρίς στα μπετά: έπαιζε τον μικρό Μητσοτάκη ήδη από το 1977, στην ΟΝΝΕΔ... Όποιος θέλει να θαυμάσει αυτήν την χαρισματική πολιτική φυσιογνωμία, ας επισκεφθεί το site του.

Πάντως η ιστορία τον δικαίωσε: από τότε που το όνομά του έγινε γνωστό, είναι πλέον συνώνυμο των εκφράσεων παίρνω τον πούλο και την πουλεύω, δηλαδή φεύγω (βιαστικά). Αν και στο βιογραφικό του δεν γράφει τίποτα γι' αυτό... Περίεργο...

- Τι ώρα πήγε ρε παιδιά;
- Εντεκάμιση.
- Ωχ, θ' αργήσω... Τομπούλογλου!

(από Cunning Linguist, 22/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι μαλακίες, τα ανούσια και περιττά λόγια.

- Και πώς περιμένεις να την ρίξεις ρε ηλίθιε, όταν για μία ώρα της μιλάς για τα ζώδια; Άσ' τις πούτσες και μπες στο ψητό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη ψωλή, στα καλιαρντά. Είναι η προτελευταία βαθμίδα της πεο-κλίμακας μεγέθους:

φίφα --> μεσίκ -> μπάρα -> γούδα.

Ντικ μπάρα το σολντό! (=Κοίτα μεγάλη πούτσα [που έχει] ο φαντάρος!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επιβήτορας που αποθέωσε η Έφη Σαρρή στο αξέχαστο άσμα της.

- Τι είχαμε τι χάσαμε ψωλέο σε ξεχάσαμε.

Έφη Σαρρή uncensored! (από Hank, 14/02/09)(από Hank, 14/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified