Selected tags

Further tags

Παλιά μαγκίτικη μεταφορά για το προφυλακτικό, την καπότα, που καλύπτει εξ ολοκλήρου τον πέοντα, όπως ξερωγώ ένας φερετζές καλύπτει εξ ολοκλήρου μια χανούμισσα. Σύγκρινε με: κελεμπιοφόρος. Έχει κυκλοφορήσει και ως ψευτο-τουρκικό ότι το προφυλακτικό και καλά λέγεται στα τούρκικα τσουτσού φερετζές, αλλά νομίζω ότι η μαγκίτικη χρήση είναι παλαιότερη.

  1. Η καπότα όμως, κοινώς το προφυλακτικό, ο φερετζές, το καπελάκι, η μόντα του πέους τέλος πάντων μπορεί να τροποποιηθεί ανάλογα με τη μαλάκυνση που έχεις στο κεφάλι και δεν σου αρέσουν τα απλά, κοινά θνητά duo, durex κλπ. Θες να τον μετράς όσο τον χώνεις? Το χουμε. Θες να φωτίζει για να βρίσκεις το δρόμο για το σπήλαιο? Τοοοοο 'χουμε. Θες να χει τη φάτσα σου πάνω το καποτάκι για να έχεις την ψευδαίσθηση ότι είσαι κάποιος ρε κλαπάρχιδο? Το 'χουμε γαμώ το μουνί της catwoman. Anyway, τσεκάρετε τι είναι πιο fail για την πάρτη σας παλιοσαβουρογάμηδες και ενημερώστε με για παραγγελίες. Over. (Εδώ).
  2. Ενω αμα ειχες βαλει φερετζε, δεν θα ειχες αγχος ουτε θα μας ζαλιζες τωρα. (Εδώ).

Προφυλακτικό φερετζές σε άγαλμα, αρρωστούργημα στο Σίδνεϋ με σκοπό την ευαισθητοποίηση των πολιτών για τη χρήση προφυλακτικών.

Γενικότερα τη λέξη φερετζές τη χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να πούμε ότι κάτι κρύβει κάτι άλλο λειτουργώντας ενίοτε και ως εύσχημη βιτρίνα ή όμορφο πέπλο που κρύβει κάτι άλλο. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση το γνωμικό το μουστάκι είναι ο φερετζές του πούστη. Φτιάχνονται όμως και άλλες φράσεις πάνω σε αυτό το παράδειγμα.

  1. Το 'αντί' είναι ο φερετζές του φασίστα χουντικού. (Μακελειό).
  2. ...αυτού τού φερετζέ τής φθίσης τής ψυχής πού είναι ό Ρομαντισμός... (Ανιχνεύσεις).
  3. Τα ροζ στριγκάκια... κρύβουν ως φερετζές τα παντελόνια. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξιστική λέξη παλαιάς κοπής για τη γυναίκα που έχει πολλούς εραστές και θεωρείτο εύκολη και ανυπόληπτη, για την ψαροκασέλα, ψωλαποθήκη κ.τ.ό. Ως ψωλοκασέλα εννοείται ειδικότερα το μουνί, η ψωλότσεπη, αλλά μετωνυμικώς και η όλη γυναίκα.

Τι ήτανε; Μια ψωλοκασέλα ήτανε, αλλά από όταν τύλιξε τον Τιμόθεο μπήκε στα σαλόνια της καλής κοινωνίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που έχει σεξουαλικές σχέσεις με πάρα πολλούς άντρες. Πρόκειται για κάτι σαν ψωλαποθήκη, μόνο που όχι μόνο αποθηκεύει τις ψωλές, αλλά είναι και φύλακάς τους, βγάζοντας και κάτι το κυριαρχικό επί των ψωλών. Ας πούμε, ένα είδος φαροφύλακα που οργανώνει τα καράβια που σέρνει το μουνί της.

Πρόκειται για μια από τις προσφιλείς λέξεις του Μάκη Τσίτα, του οποίου το έργο Μάρτυς μου ο Θεός (Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014) έχει μεγάλη σλανγκική σημασία, καθώς, όπως παρατηρεί ο Φοίβος Δεληβοριάς, είναι ένα από τα πρώτα λογοτεχνήματα που έχουν γραφτεί σχεδόν σαν να είναι παραθέσεις ποσταρισμάτων μιας τρολοπερσόνας στο Φέισμπουκ, μόνο που ο αφηγητής είναι ένας εξωδιαδικτυακός τρολός, που δεν παύει όμως να τρολάρει και να αυτοτρολάρεται ασύστολα, δείχνοντας έτσι κρυμμένες αλήθειες της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και ανοίγοντας πιθανόν τον δρόμο για ένα νέο είδος τρολογοτεχνίας (το επόμενο στάδιο μετά τη μπλογοτεχνία). Το έργο είναι ασφαλώς σλανγκοπεριβόλι, αν και οι πολλές σλανγκιές του υπάρχουν ήδη στο σάη μας.

  1. Σκέφτομαι πως αν η Ευμορφία και η Ρωρώ αποφασίσουν κάποια στιγμή να γίνουν πλούσιες, θα τα καταφέρουν μια χαρά. Η πρώτη θα μπορούσε να βρει καμιά δεκαριά μαλάκες παύλα θύματα σαν κι εμένα. Η δεύτερη εάν είχε φάρο σε ένα ακρωτήρι κι έβαζε ανακοίνωση στον Τύπο που να λέει ότι από την τάδε μέχρι την τάδε ημερομηνία μπορείτε να 'ρθείτε να με πηδήξετε, θα έβλεπες κάθε μέρα απ' έξω να συνωστίζονται βάρκες, βαρκούλες, καίκια, κρουαζιερόπλοια στη σειρά. Θα τους έδινε και στίγμα ναυτιλιακό. Αυτή είναι γεννημένη για ψωλοφύλακας. Θέλει να καταμετρήσει τις αντρικές αντοχές. Αναλυτικώς. (Μάκης Τσίτας, Μάρτυς μου ο Θεός, Αθήνα: εκδ. Κίχλη, 2013, σ. 198).
  2. Ο Χρυσοβαλάντης, για να υπάρξει, σιχαίνεται τους Πακιστανούς, τα «πορνώδη γερόντια», τις λεσβίες, τους Αλβανούς, τους Ρώσους, τα κυκλώματα, τους μασόνους, τους άθεους, τους συναδέλφους του, τις γυναίκες-«ψωλοφύλακες», τις τράπεζες, τα ριάλιτι, τους πουλημένους δημοσιογράφους. (Φοίβος Δεληβοριάς για Μάκη Τσίτα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γεννητικά όργανα του παχύσαρκου άνδρα: το υπερβολικό πάχος τα περιβάλλει και τα κρύβει, οπότε η "σχισμή" (ανάμεσα στα μπούτια - παρουσία σκεμπέ) μέσα απο την οποία ίσα που φαίνονται (ή δεν φαίνονται καν), τα κάνει να μοιάζουν με γυναικεία γεννητικά όργανα.

(απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού dickpussy)

Πω ρε, πως πάχυνε έτσι ο μαλάκας... Θέλει και γκόμενα, λεεί, να γαμήσει... Που πας ρε Καραμήτρο με το πουτσομούνι;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τον ανεγκέφαλο, τον πανίβλακα, τον εντελώς ηλίθιο. Ισοδύναμο της έκφρασης άι κιού ραδικιού. Η προέλευση της φράσης είναι προφανής: το άτομο για το οποίο μιλάμε, έχει τόσο μυαλό στο κεφάλι του όσο μυαλό έχει ένα κεφάλι πούτσας, δηλαδή καθόλου.

Καλά ρε συ, τι κάθεσαι και συζητάς μαζί του; Αυτός έχει μυαλό πούτσας, είναι πανηλίθιος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γουγούτσικο υποκοριστικό του πέοντος, της κρεμοταΐστρας δηλαδή που τρέφει τις ψωλογλειφίδες με άφθονη, παχύρρευστη και λιπαρή ψωλόκρεμα στην ιδιόλεκτο του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

- Πούτα!... Χονδροπουπούτσα!... Γλυκοπούτσα!... Πούτσα!... Ώωωωωχ!... Ἀααααχ!... Ψώλα!... Ψωλή!... Ψωλάρα!... Ἀλογόπουτσα!... Κρεμοταΐστρα!...Σπερμοπιτσίλα!... Πούτσα!... Πουπούτσα!... Ἀααααχ!...Ώωωωωχ!... Ἀααααχ!...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Τόμος Β', Μέρος Πρῶτον, Κεφ. 13, σελ. 40)

Το έργο του Εμπειρίκου γέμει από εξελίξεις της πουπούτσας, όπως χοντροπουπούτσα, γλυκοπουπούτσα κ.ταλ. Βλ. επίσης: μουμούνα, καυλομουμούνα, πουπούτα, κ.ταλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προφυλακτικό, μειωτικά, με την έννοια ότι είναι και αυτό ένα πλαστικό, που αφαιρεί από τον ρομαντισμό της ερωτικής πράξης.

  1. Βγάζω την σαμπρέλα ζητώντας της να "καθαρίσει" ότι απέμεινε πάνω μου.
  2. Μην κάνετε στοματικό χωρίς σαμπρέλα, θα κολλήσετε τίποτα. (Από σάη για ενήλικες).
  3. πω μιλαμε φρίκαρα! τα αφροδίσια τα κολλαμε ολοι ακομα και με εναν να εχει παει μπορει να της κολλησει το οτιδηποτε! αυτες οι αποψεις ειναι ντροπη και επικινδυνες για ολους μας και στην υγεια κ στα μυαλα! και εμεις για να ειμαστε κιμπάρηδες θα πρεπει να πηγαινουμε ακάποτοι μη και μας πουν τζούφιους οι "μερακλήδες"? θα θελα πολυ να δω εναν "κιμπαρη" να του καιγεται το απαυτο του απο κανα κονδυλωμα, καμια μολυνση, να δω ποσο μαγκας ειναι!
    -Μα τι λετε μανδάμ! Τι ικανοποιηση να απολαυσει με τη σαμπρελα ! Ο κιμπαρης διαλεγει τη γυναικα δεν παει με ό,τι να 'ναι. Υπαρχουν και χορτασμενοι. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς η ψωλαρπάχτρα, αυτή που αρπάζει ψωλές στο άρπα-κόλλα, η αρπακώλα, είτε γυναίκα, είτε κόρη.

  1. Δεν πίστευε στα αυτιά του ο Παντελής αυτά που άκουσε. Ότι η Βούλα, αυτό το κοντοστούπικο, άσχημο, άβυζο κοριτσάκι, είναι γαμιάρα. Όπως δεν τον πίστευαν οι άλλοι ότι δεν είχε κάνει τίποτα με την αρπαψώλα Βούλα.
  2. ΣΚΑΡΦΑΛΩΣΕ ΣΤΗΝ ΓΑΜΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ΜΟΥΝΑΡΑ ΚΑΙ ΦΑΤΗΝ! ΔΕΝ ΘΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕΙΣ ΝΑ ΤΗΝ ΓΛΕΙΦΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΠΙΝΕΙΣ ΤΑ ΨΩΛΟΧΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝ ΔΕΝ ΣΟΥ ΠΩ ΕΓΩ! ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΕΛΕΕΙΝΗ ΑΡΠΑΨΩΛΑ?» Τι να καταλάβω? Τι να πρωτονιώσω? Βρέθηκα ξαφνικά ανάμεσα στις μπουτάρες της να με έχει αρπάξει από το μαλλί και να τρίβει την μουνάρα της στην μούρη μου! (Αμφότερα από σάη για ενήλικες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό πέος στην πελοποννησιακή σλανγκ. Διακρίνεται από τα κρεμαστάρια που σημαίνουν τους όρχεις. Δημιουργική υπογράμμιση της ιδιότητας του πέους να κρέμεται όταν το ανδρικό σώμα είναι όρθιο. Στην αιτιατική ενικού και στη γενική πληθυντικού παίρνει την απαραίτητη εύηχη αύξηση -νε (τον κρεμαστόνε, των κρεμαστώνε).

1) Έφαγα μια γερή κλωτσιά στη μπάλα και με πονάει ο κρεμαστός μου!
2) Τόση ώρα σου μιλάω και δεν απαντάς.. Σταμάτα να με γράφεις στον κρεμαστόνε σου πια!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκασίστ από ψωλάρπαγας.

Η ασχολουμένη με την συλλογήν πεών. Η πεοσυλλέκτρια.

Συνώνυμο πουτσομαζώχτρα. Κατά το Παπαδιαμάντειο "Ἡ Σταχομαζώχτρα"

Ἡ ψωλομαζώχτρα

Τὸν Ἰούλιον κατ᾽ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Μύκονον. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾽ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη. Ἐκεῖ, μετ᾽ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τά πέη τῶν γυμνιστῶν, ἀδιαφορούσα διά τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱ π᾽τάνες! μᾶς ἦρθαν πάλιν οἱ π᾽τάνες!»

Ας με συγχωρήσουν όσοι, όπως κι εγώ άλλωστε, αγαπούν τον κοσμοκαλόγερο των ελληνικών γραμμάτων, για το "πείραγμα" της θαυμάσιας γραφής του. Αν και τύποις "ασεβές", δεν θέλει με κανένα τρόπο να μειώσει την αξία του κειμένου ή του συγγραφέα. Απεναντίας μάλιστα κρύβει απέραντη αγάπη και θαυμασμό για το συγγραφέα και το έργο του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified