Selected tags

Further tags

Η τελευταία ημέρα των διακοπών...

Θλημέρα σήμερα. Από αύριο δουλειά #%$&%@!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από το πασίγνωστο νησί, ο όρος χρησιμοποιείται και όταν θέλουμε να μιλήσουμε για την περισσότερο τουριστικά αξιοποιημένη περιοχή μιας περιφέρειας, ή για την περιοχή μιας περιφέρειας που χωρίς να είναι η περισσότερο τουριστικά αξιοποιημένη της περιφέρειας, εντούτοις έχει τους μεγαλύτερους ρυθμούς τουριστικής ανάπτυξης της περιφέρειας.
Εντύπωση δε και έκπληξη προκαλείται αν συμβαίνει η κατ' ευφημισμό Μύκονος να μη σχετίζεται με την original, ή να μη βρίσκεται σε νησί (βλ. παράδειγμα)
Αυτή η σημασία του όρου που αναφέρεται εδώ προέρχεται από την τουριστική υπερανάπτυξη της πραγματικής Μυκόνου.

Σημείωση:
Πολλές φορές μπορεί κάποιος να αναφέρει τον τόπο του ως Μύκονο μιας περιοχής, βασιζόμενος στην κάποια τουριστική ανάπτυξη που γνωρίζει η περιοχή του, με στόχο να την εξυψώσει στα μάτια κάποιων.

Αληθινά γεγονότα

  1. Στα πλαίσια τουριστικής εκδρομής στη Θεσσαλία το Πάσχα του 2002
    Ξεναγός πούλμαν:
    - Και τώρα φτάνουμε στην περισσότερο τουριστικά αξιοποιημένη περιοχή της Θεσσαλίας, στην Καλαμπάκα!
    Έκπληξη στο ακροατήριο!

  2. - Όταν γεννήθηκα, η περιοχή μου, η Κουρούτα Αμαλιάδος ήταν ένα απλό χωριό της Ηλείας και τώρα η περιοχή μου θεωρείται η Μύκονος της Πελοποννήσου. Έχει την... τουριστική ανάπτυξη!

(από GATZMAN, 29/05/09)(από GATZMAN, 29/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λοξή στάση που παίρνουν οι γκόμενες στην παραλία όταν θέλουν να δείξουν κορμάρα. Προσπαθούν επί ματαίω να τεντώσουν το σώμα (μπούτια, κοιλιά, δίπλες γενικώς) αλλά να δείχνουν, συνάμα, χαλαρές και φυσικές.

Η λέξη έχει αρχίσει να μπαίνει στην αργκό των γυμναστηρίων.

... και μη μου κάθεστε τώρα όλες σε στάση παραλίας, σηκωθείτε όρθιες, μέσα η κοιλιά, σφιχτοί οι γλουτοί, έξω το στήθος, τα πόδια καλά να πατάνε στο έδαφος, κάτω οι ώμοι!

(από ironick, 17/09/08)(από ironick, 17/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πόρτο-Ράφτιγκ είναι οι διακοπές στο Πόρτο-Ράφτη, για τους Αθηναίους που δεν έχουν χρόνο και χρήμα να πάνε μακρύτερα!

- Πω πω, τι ωραία που ήταν στο ράφτιγκ στον Αχελώο! Εσύ πώς πέρασες;
- Γαμάτα! Έκανα Πορτο-Ράφτιγκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με αυτό πάμε διακοπές τα τελευταία χρόνια, ή κάνουμε Χριστούγεννα. Νομίζω ότι και αυτή η λέξη είναι σλανγκ, όσο και τα άλλα δάνεια, που αναφέρθηκαν, γιατί η λέξη δεν υπάρχει στα λεξικά, είναι πρόσφατη. Και, κυρίως, η έννοια είναι απαράδεκτη. Γιατί να χρεωθείς για να πας στην Πάρο ή στο Παρίσι, όταν μπορείς να περάσεις τις διακοπές σου κάνοντας ράφτινγκ;

Διακοποδάνειο ή Λούτσα; Ιδού η απορία!

Σχετικά λήμματα: δανειοδάνειο, μπουζουκοδάνειο, πουτανοδάνειο, ψοφοδάνειο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός τύπος, εμφανίζεται κυρίως σε ανύποπτο χρόνο στις παραλίες τα καλοκαίρια χωρίς μπλουζάκι, με μαγιώ που του μαζεύεται ανάμεσα στα πόδια ενώ περπατάει, ενώ ταυτόχρονα προβάλει νοερά από πίσω η τριχωτή κωλοχαράδρα...

Ρε μαλάκα, σταμάτα να σαβουριάζεις λες και δεν υπάρχει αύριο, έχεις γίνει βόδι. Έχεις δει πρόσφατα τη κοιλάρα σου πως κουνιέται σα ζελεδάκι Γιώτης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός ατόμων που επισκέπτονται ένα συγκεκριμένο νησί του Αιγαίου (Ικαρία, αλλιώς Τζαμάικα) και οι οποίοι σεληνιάζονται καθ’ όλη την περίοδο παραμονής τους εκεί.

Για τους κατοίκους: ο όρος παραπέμπει σε φρικιό που κάνει τις άπειρες καγκουριές (κυκλοφορεί μέσα στην φρίκη, λερώνει παντού, κλέβει και φαίνεται αποφασισμένος να φέρεται σαν νεάντερνταλ όσο βρίσκεται εκεί).

Για τους ίδιους: σημαίνει εναλλακτικός, ένας μεταλλαγμένος χίππυ που το παίζει αντεξουσιαστής.

Τελευταία είναι είδος προς εξαφάνιση λόγω της ανάπτυξης του νησιού, αλλά ακόμα εμφανίζονται κάποιοι την καλοκαιρινή περίοδο.

Από Ικαριώτικο λεξικό:

γκρούβαλος = όρος για τον τουρίστα που κατασκηνώνει για μήνες στην Ικαρία, κάνει επιδρομή στα φαγητά που υπάρχουν στα τραπέζια στα πανηγύρια όταν ο υπόλοιπος κόσμος χορεύει, ενώ συνηθίζει να χοροπηδά σε ρέιβ ρυθμούς κατά τη διάρκεια του ικαριώτικου

ξένος = κάθε επισκέπτης στο νησί, Ελληνας ή μη, που όμως δεν ανήκει στην κατηγορία των «γκρούβαλων» και γι' αυτό μπορεί να απολαύσει απλόχερα την ικαριώτικη φιλοξενία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

παπαροτούλι)

Η εσωτερική επένδυση του ανδρικού μαγιού (που μίσεψε) ή αθλητικού σορτσακίου, συνήθως καμωμένη από κάποιο συνθετικό πολυμερές και διάτρητο υλικό, προκειμένου να μην αιωρούνται ή να μην τσουγκρίζουν μεταξύ τους τα καμπανέλια, που όμως αποτελεί τον κύριο λόγο δημιουργίας τοπικών εκζεμάτων (μαζί με την απλυσσά)…

Αν το υλικό είναι καλύτερης ποιότητας (δηλ. στη σπάνια περίπτωση που δεν εισάγεται από κάποια μακρινή Λαϊκή Δημοκρατία), υποτίθεται ότι διευκολύνει την ομαλή εφίδρωση, ώστε να μην ζέχνουν τραγίλα τα αχνίζοντα γκογκόβια, π.χ. ιδίως μετά από ένα κοπιώδες μάτς ποδοσφαίρου το θέρος (εμένα μου λές;)

Εκ του ισπανικού ταυτοσήμου: Huevera (<huevo = αβγό, τομπολίνι).

Ρε συ τι περπατάς έτσι σαν καουμπόης; — Ναι ρε καλά σου λέει, τώρα ξεπέζεψες απ’ τη Ντόλη;
— Τους έφαγες όλους τους Ινδιάνους ρε;
Άει γαμηθείτε μαλάκες, όρεξη έχετε! Μ’ έκοψε το ρημάδι το λάστιχο της αρχιδιέρας…

Σκληρή αρχιδιέρα για μποξέρ (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 29/05/10)Κλαπαρχιδιέρα (από Stravon, 08/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην θάλασσα καθώς παίζουμε και γελάμε... πιάνουμε κάποιον φίλο μας από το κεφάλι και τον βουτάμε μέσα, καθώς αυτός βουλιάζει έχουμε την ευκαιρία να πατήσουμε και με τα πόδια μας πάνω του ώστε να τον κρατήσουμε πιο πολύ ώρα μέσα στο νερό μπας και πιει λίγο και κλάσουμε στα γέλια.

  2. Τζούρα από μπάφο, όταν αυτός είναι στα τελευταία του.

  1. - Θα κάτσεις να σου κάνω μια πατητή; Δεν είμαι βαρύς..
    - Για μαλάκα ψάχνεις;

  2. Δεν μου σκας καμιά πατητή από αυτόν τον μπάφο; Δεν την έχω ακούσει ρε φίλε.

Στο 8:01. (από vikar, 10/06/11)

βλ. και πατητή μάρκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος βουτιάς, όπου ο βουτηχτής πέφτει από μεγάλο ύψος με τα πόδια οκλαδόν, τα χέρια μαζεμένα, και τον κορμό σχετικά κουρνιαστό. Σηκώνει πάρα πολύ νερό, γι' αυτό άλλωστε και ονομάστηκε έτσι, καθώς μετά το πέρας ο χώρος θυμίζει βομβαρδισμένο τοπίο. Για μια πλήρη καταλογογράφηση των βουτιών, δες το χότζειο πατσά.

- Καλά τι μπόμπα ήταν αυτή, λούτσα μας έκανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified