Further tags

Στην γλώσσα των αυτιστικών οπαδών της επίπεδης γης, σφαιρούλης είναι ο κανονικός άνθρωπος, δηλαδή αυτός που πιστεύει πως η γη είναι σφαιρική. Στα μάτια των επιπεδιστών ο σφαιρούλης είναι ο καθημερινός χρήσιμος ηλίθιος, το πρόβατο της κοινωνίας, ο σκλάβος των εβραίων σιωνιστών, αυτός που δεν έχει "κάτσει να διαβάσει δεί βίντεο στο youtube να ξεστραβωθεί".

Συνήθως οι επιπεδιστές ρωτούν τον σφαιρούλη εαν "πονάει" από το κριντζ τα απίστευτα επιχειρήματα τους που κλονίζουν την ψεύτικη ζωή που ζούσε τόσα χρόνια

Γιατί το νερό δεν πέφτει προς τα νότια? Πονάς σφαιρούλη?

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι ο κακούργος, προφ από τον λήσταρχο Χρήστο Νάτσιο- Νταβέλη (1832-1856) με τη μυθιστορηματική ζωή που ενέπνευσε τη λαϊκή μούσα, γενόμενος ήρωας του Θεάτρου Σκιών, αλλά και πολλών θρύλων.

Ο λήσταρχος Χρήστος Νάτσιος- Νταβέλης, έργο του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου

Η μπατσαρία, άμα έβγαινε για παγανιά, έπρεπε ζορ ζορνά να τσακώσει κανένα κακομοίρη ή να ντουπάρει για να γουστάρει. Μπιζ και τζαζ. Μια δόση κάνουν οι ρούνες ένα ντου, τσακώνουνε δυο από μας, μας χώνουνε στο ρουνικό και μας πάνε στο Ηθών για ανάκριση. ΚουλάΚουλά. –Πιάσανε μαζί μου και την άχαλη, τη φίλη μου την Πόντια, τη μυταρού. Σούμη, το χαϊδευτικό της απ’ το Σουμέλα. Μας πήγαιναν συνοδεία κι αυτή έκανε την πλάκα της, η άτιμη. «Μάνα μου, θα γαμούνε μας και ντο πολλοί πα είναι», πέταξε την παροιμία της. Δεν είχα ξαναμπεί σε πούλμαν, έχω και κλειστοφοβία. Νόμιζα πως θα τεζάρω. Ταραγμάν-ταραχάν. Δε ρίξανε καθόλου ντουπ, πέσαμε σε καλά παιδιά, με τρόπους. Τελειώσανε τα τυπικά, κάνω να φύγω, «ελεύθερος, αγορίνα» μου λέει ο φρουρός και «πέρνα να μας βλέπεις και μας». Τον δικέλω, κούκλος, θεόλατσος. Τα φτιάχνω μ’ αυτόν, πολύ τον γουστάριζα, κόβω και λίγο απ’ την πιάτσα, με τάιζε. Όσο αρρενωπός ήτανε ο μπάτσος μου, άλλο τόσο παθιασμένος ήταν με την πάρτη μου. Δε λατσευότανε το κουραβάλιασμα. Βέρος τζιναβωτός ήτανε, μ’ είχε τρελάνει στα τσιμπούκια, αυτός σε μένα, όχι εγώ σ’ αυτόν. Φιλιά στο στόμα, άγριο κοντροσόλ με τη γλώσσα σα τριμπουσόν κι από κει τσιμπούκια συνέχεια, σε σημείο να μπουχτίζεις. Δε γουστάριζε κουραβέλτα. Μέσα στο περιπολικό τα κάναμε τα αίσχη μας, μας κοίταζε κι ένα μωρό από μια μικρή φωτογραφία δίπλα στο τιμόνι. Τελείωνε την πίπα ο καλός μου και άβελε κοντροσόλ από πάνω και στο παιδάκι του. Πατέρας, μικροπαντρεμένος ήτανε. Ποιος ξέρει τι μουσαντά θα μπέναβε στη γυναίκα του. Ε, δεν κρατάνε πολύ αυτά. Δεν είμαι δα και των δεσμών. Ούτε και της προστασίας, γιατί δε φοβάμαι. Είμαι πολύ δυνατή. Μας ζυγώνανε μερικοί και μας κάνανε τον κατελάνο. Ή τον νταβελάκη. Ε, δε σήκωνα τέτοια. Μια φορά έδειρα κάποιον νταγλαρά στο Βαρδάρι, ένα κωλόπαιδο, που μ’ έψαχνε με την πρόθεση να με χτυπήσει ο κατέ. Αδερφή είναι, σου λέει, μαθημένη να τις τρώει. Τώρα θα δεις ποια ειν’ η αδερφή και ποιος ειν’ ο μάγκας. (Από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη Ο Γύρος του Θανάτου, εκδ. Άγρα, 2010, δες εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες Νιτσών: Αυτές που βγαίνει από το πουτανίτσα και αυτές που βγαίνει από το μουνίτσα.

Στη δεύτερη περίπτωση, ως νίτσα μπορεί να χαρακτηριστεί νεαρό πιπινοειδές και λολιτοειδές μουνίδιον που είναι στις καύλες του απάνω. Ενίοτε σχηματίζεται πλήρες ονοματεπώνυμο Νίτσα Μουνίτσα, με ένα τσαχπινογαργαλιάρικο ζενεσεκουά, άλλοτε αναφερόμαστε σε κάποια σέξι Ελε-Νίτσα ως νίτσα, άλλοτε λολοπαιγνιωδώς χρησιμοποιούμε μια Γενική Κτητική Νίτσα μου Νίτσα μου, you get the idea. Από την άλλη, μια χρησιμοποιούσα το αρκετά απαρχαιωμένο υποκοριστικό Νίτσα μπορεί να είναι και ηλικιωμένη θειόκα, το οποίο δεν μας αποθαρρύνει, αλλά μάλλον μας παροτρύνει να χρησιμοποιήσουμε και στην περίπτωση της θειας το εν λόγω υπονοούμενο.

  1. Οπότε τα αντράκια μάλλον θα πρέπει ν’ αναλάβουν δράση αν θέλουν να συναντάνε γυναίκες έξω κι όχι μέτριες κορασίδες, μυξοπαρθένες που περιμένουν πότε θα παντρευτεί η Νίτσα Μουνίτσα για να κάνει μπάτσελορ και να ξεσπαθώσουν, ήτοι να γίνουν λιώμα απ’ τα σφηνάκια αλλά να γυρίσουν στεγνές ξανά πάλι στα όνειρά τους. (Εδώ).
  2. Αν ο Νίτσε μίλησε για την αιώνια επιστροφή του ιδίου, η Νίτσα μίλησε για την αιώνια επιστροφή του αιδοίου. (Από το Φέισμπουκ).
  3. Η Νίτσα μουνίτσα ρε παιδιά τι λέει; Ξέρει κανείς; Δυνατό κορμί φαίνεται αλλά δεν ξέρω αν είναι μούφα. (Από το μπου).
  4. Τι μουνί είναι αυτό! Πως έγινε έτσι;! Ε την Νίτσα! Νίτσα Μου Μουνίτσα! Θα φας πούτσο μωρή χλαπάτσα και θα είναι όλος δικός σου! (Από το εχθροπαθές Hate Speech Unlimited).

ΝITCA: EΡΩC- ΘΑΝΑΤΟC

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φανατική οπαδός του Σάκη Ρουβά. Είναι αυτή που ουρλιάζει «Σάκηηηη!!!!» σε κατάσταση υστερίας, όταν αυτός βγαίνει στη σκηνή και αρχίζει τα στριφογυριστά του. Αν και η κατάληξη -ίτσα υποδηλώνει μικρή ηλικία, ωστόσο οι ρουβίτσες ανήκουν σε όλα τα ηλικιακά στρώματα, γεγονός που αποτελεί σαφή ένδειξη της γενικότερης παρακμής στον χώρο των τεχνών και του πολιτισμού...

  1. (από το myWorld.gr)
    «Μία από τις πιο όμορφες στιγμές ήταν όταν τον πλησίασε μια μικρή «ρουβίτσα», που τυχαία περνούσε έξω από το κλαμπ με τη μαμά της και φυσικά εκείνος έσκυψε και τη φίλησε.»

  2. (από forum)
    «Ρε παιδιά τώρα που το σκέφτομαι, προτιμάτε το παιδί σας ρουβίτσα ή emo; εγώ χαλαρά emo!!!!»

  3. (από www.exedrasports.gr)
    «Μάλιστα, όταν τον είδε ο Ιγκόρ Σιμπνιέφσκι ξετρελάθηκε περισσότερο και από «Ρουβίτσα» που ουρλιάζει μπρος στο δερμάτινο παντελόνι του Sakis.»

(από Khan, 25/05/14)(από Khan, 09/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που οι κάτοικοι της Νότιας Ελλάδας εννοούν το σουβλάκι σε ξυλάκι (μιας και τα ξυλάκια ονομάζονται ΚΑΙ καλαμάκια). Οι δε κάτοικοι της Βορείου Ελλάδας και κυρίως της Θεσσαλονίκης επιμένουν κατηγορηματικά οτι καλαμάκι λέγεται μόνο αυτό του frappe, γι' αυτό προτείνεται η αποφυγή της χρήσης αυτής της λέξης όταν βρίσκεστε σε σουβλατζίδικο στην Βόρεια Ελλάδα ή αν ο ιδιοκτήτης του κατάγεται απο εκεί.

-Ναι... θα μου βάλετε σας παρακαλώ 4 καλαμάκια με πατάτες παρακαλώ; ....όχι, οχι του frappe, σουβλάκια εννοω....
...Ναι.. σουβλάκια αλλά χωρίς την πίττα...... ουφ.. ναι σκέτα ξυλακια. Οχι, να έχουν και κρέας επάνω τα ξυλάκια..... Καλά άστο, βάλε μια μερίδα γύρο καλύτερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο από τον γνωστό και μη εξαιρετέο Πρόεδρο της Ρωσίας Влади́мир Влади́мирович Пу́тин και το επίσης γνωστό και μη εξαιρετέο πουτανάκι.

Ορισμένες περιπτώσεις όπου εφαρμόζεται το λολοπαίγνιο:

  1. Πολιτικοί που συνεργάζονται με τον Πούτιν. Λ.χ. χρησιμοποιείται πολύ τελευταίως από αντιπολιτευόμενους τη συγκυβέρνηση ΣΑΝΕΛ οι οποίοι δηλώνουν έτσι ότι η προσπάθεια στρατηγικής συμμαχίας με τη Ρωσία σημαίνει απλώς ότι προσπαθούμε να ανταλλάξουμε μία εκπόρνευση με μια άλλη ενδεχομένως χειρότερη. Πουτινάκι είναι σε αυτήν την περίπτωση ο πολιτικός που μπορούμε με όχι πολύ μεγάλη φαντασία να τον φανταστούμε σε ερωτικές περιπτύξεις με τον Πουτινιάρη Βλαδίμηρο σε ρόλο Στέφανου Κορκολή να του λαγνοβοά "είσαι το πουτινάκι μου;". Επίσης, κάποιος που ο Πούτιν τον χρησιμοποιεί ως αχυράνθρωπο. Δεν χρειάζεται όμως να πηγαίνουμε τόσο μακριά: Σύμφωνα με τον πολύ εύστοχο σχετικό ορισμό, πουτανάκι είναι και ο "πολύ φανατικός θαυμαστής μίας μάρκας ή χρήστης ενός προϊόντος ή υπηρεσίας", οπότε πουτινάκι είναι το fanboy ή bitch του Βλαδίμηρου ή γενικά της Ρωσίας.

  2. Μια ειδικότερη σημασία είναι αυτός που γράφει υπέρ του Πούτιν και της Ρωσίας στα κοινωνικά μήντια. Ορισμένοι με έφεση στις θεωρίες συνωμοσίας θεωρούν ότι πρόκειται για τρόλια που πληρώνονται από τον Πούτιν, για πράκτορες με ψεύτικους λογαριασμούς κ.ο.κ. κάτι που δεν μπορεί βέβαια να αποδειχτεί και παραβλέπει εξάλλου το γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχουν πλείστοι όσοι αυτόβουλοι πουτινιάρηδες, χρήσιμοι ηλίθιοι ή και άχρηστοι ηλίθιοι. Τα εν λόγω πουτινάκια ανταπαντούν ότι είναι απαράδεκτο να στιγματίζεται ως τρόλι όποιος απλώς εκφράζει μια πολιτική άποψη αντίθετη στην κυρίαρχη μονοτροπία.

  3. Εναλλακτικώς, αποτελεί γουτσιστική προσφώνηση για τον ίδιο τον Βλαδίμηρο ή μειωτικός χαρακτηρισμός που δείχνει την αδυναμία ή την εκπόρνευση του ίδιου του Πούτιν.

  4. Σεξιστικώς, τα εκ της Ρωσίας του Πούτιν ορμώμενα πουτανάκια ή άλλα ρωσίδια.

1.α. Ο Τσίπρας είναι το πουτινάκι των Ρώσων. (Από το Τουίτερ).

β. Βλέπω κοτζιά πουτινάκι στα εξωτερικά, βλέπω βαρουφάκη στο finance, γατάκι με φαίνεται κάτι διάβαζα οτι ήδη έκανε πίσω, και λαφαζάνη στο broken μηχανοστάσιο. πιστεύω ότι αυτό εδώ είναι παγκοσμίου ενδιαφέροντος δηλαδή ο κύριος "αριστερή πλατφόρμα" στο πόστο της Πολυπόθητης Παραγωγικής Ανασυγκρότησης. (Εδώ)

γ. τρελεβαντεεεεεεεεεεεεεεεεέεεεεέέ΄ε εισαί όλα τα λεφτά αρχηγόπουλο ο Βολοκολάμσκ καί τά πουτινάκια (Από βρις-οφ μεταξύ εβλογημένων αγριοχρίστιανων εδώ).

2.α.Τα πουτινάκια προσπαθούν να μας πείσουν ότι αυτό το σαράβαλο απείλησε υπερσύγχρονο αμερικανικό πλοίο. (Εδώ).

β.Θέλουν τα πουτινάκια να κρυφτούν κι η χαρά δεν τα αφήνει. (Από το Τουίτερ).

3.α.Ζούμε έναν μεγάλο έρωτα με τον Βλαδίμηρο. Κι έτσι όπως είμαστε αγκαλιά, του λέμε «είσαι το Πουτινάκι μου». Κι αυτός μας απαντάει κάπως έτσι, αλλάζοντας τη λέξη... (Από Φέισμπουκ).

β.Είναι και ασχημομούρα και μας το πίκρανε διπλά το Πουτινάκι μας..... (Η πρόεδρος της Λιθουανίας συνέκρινε τον Πούτιν με τους Χίτλερ και Στάλιν).

4.α.Λεω τωρα να προσλαβω τη Σβετλανα!! ηδη εγκατεστησα το σωλήνα (inox 2'')και η pipa δωρο!!! ανθεκτικη στην πεινα στη διψα,στο πηδημα!!! σκετο πουτινακι!!! (Εδώ).

β.Εναρμονιζόμενοι με τους γεωπολιτικούς προσανατολισμούς της πολυχρονεμένης μας κυβέρνησης, επιλέξαμε να περάσουμε τη χθεσινή Ανάσταση στη ρωσική εκκλησία της οδού Φιλελλήνων. [...] Κατά τα άλλα στο εκκλησίασμα κοζάραμε ορισμένα ωραία πουτινάκια, με τα κολλητά τους κλπ, αλλά όχι τις εξτραβαγκάντσες που κάνουν οι δικές μας οι ξετσίπωτες - πολλές ρωσίδες, γριές και νιες, φορούσαν αυτό το τσεμπέρι που καλύπτει το κεφάλι, σε μας φυσικά αυτό αποκλείεται δια ροπάλου διότι πώς θα δείξω αγάπη μου ότι πήγα κομμωτήριο κλπ. Αυτά σε γενικές γραμμές, and the year's. (Ένας γνωστός από τα παλιά, -a blast from the past που λέμε και στο χωριό μου περιγράφει την εξπήριανς από την Ανάσταση στη Ρωσική Εκκλησία της οδού Φιλελλήνων).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο Πακιστανός κατά σύντμηση.

  2. Ο (Προκο)Πάκης Παυλόπουλος. Ενίοτε χρησιμοποιείται από δεξιούς που τον θεωρούν ενδοτικό στα θέματα μετανάστευσης. Αλλά είναι και γενικότερα μειωτικό ως προς την εμφάνιση του εν λόγω πολιτικού, που δεν παραπέμπει ακριβώς στο (ακρο)δεξιό ιδεώδες ενός καθαρού Έλληνα. Βλ. και την Φρικηπαίδεια.

  3. Δεν αποκλείεται βέβαια να χρησιμοποιηθεί ως χαϊδευτικό γενικότερα ανδρικών ονομάτων με χαρακτήρα πι, αλλά μάλλον παραπέμπει σε τάκη, δηλ. χαζούλη, μπουνταλά, δες και εδώ.

  4. Παλαιοπασόκος που είχε προλάβει να ανήκει στο Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (Π.Α.Κ.), που είχε δράσει επί χούντας, και έδωσε την θέση του στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. (βλ. σχόλιο Γκάτσμαν).

  1. Σήμερα το πρωί κάποιος αλλοδαπός(πακης) που καθάριζε τα τζάμια στην Σταδίου έκλεψε τον σταυρό από τον λαιμό μιας γιαγιούλας τραβώντας της τον..Ευτυχώς συνελήφθη άμεσα. (Εδώ).

  2. α. «O »Πάκης« και η παρεούλα του εν μια νυκτί καταργούν το δικαίωμα της κινητικότητας σε χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους». Εδώ.
    β. Αληθεύει πως ο Πάκης είναι τσιγγάνος στην καταγωγή; Πως ένας τσιγγάνος έχει δικαίωμα να καθορίζει ποιος είναι Έλληνας ή όχι; (stoxos.gr).

  3. Ο Πάκης όμως; Ο Πάκης ήταν ένας μαθητής που όπως λέει η κυρία μου έβαζε περισπωμένη στο όμικρον. (Εδώ).

  4. Πόσοι Πάκηδες έχουν μείνει πια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόσο πολύ γουστάρουν οι Χανιώτες κι όλοι οι Κρητικοί την κατάληξη -άκι, που έχουνε φτιάξει (= εντάξει στο ελληνικό κλιτικό σύστημα) αυτήν την, κατά πώς μου μεταφέρεται, εκ πρώτης ακατανόητη εκτός νησιού αλλά τόσο χρήσιμη λέξη: ναϊλάκι = το μικρό νάιλον σακουλάκι. Για την ράντομ ετυμολογία του ίδιου του nylon βλ. εδώ.

- Πού τό' εις το βιβλιάριο του γιατρού; - Εκειά στο ράφι ' ναι μέσα σ' ένα ναϊλάκι.

Got a better definition? Add it!

Published

Επίθημα που σχηματίζει ουδέτερα από ονόματα.

Η σημασία που προκύπτει είναι τυπικά υποκοριστική, που όμως, εντός αργκοτικών συμφραζομένων, καταλήγει ενίοτε να σημαίνει και ακριβώς το αντίθετο (βλέπε αν είναι δυνατέλι, ανατροπέλι, γυφτετέλι, μποτινέλι), ή απλά να προσδίδει μαγκίτικο ύφος (βλέπε νταματζέλι, πρωκτέλι, τραβέλι, καθώς και μπορέλι / και μπορέλι, που όμως ενδεχομένως να σχηματίζεται διαφορετικά).

Το επίθημα είναι ήδη μεσαιωνικό και παρότι μικρής χρήσης στην καθομιλουμένη (ο Τριαντά, εδώ, το λέει χαρακτηριστικά «ατονημένο»), στην αργκό γνωρίζει τα τελευταία χρόνια κάποια άλφα διάδοση.

το σκατο που μου εφυγε οταν μου την επεσε το πρωτο facehugger στο πρωτο AvP, θυμαστε που σου την επεφτε και ξαφνικα στην οθονη σου εβλεπες ενα αρχιδελι να κουνιεται

από φόρουμ

Ξεβίδωσα το εξάρτημα, συνέδεσα και πάλι την παροχή, πίεσα με το δάχτυλο τη βελονίτσα του, τίποτα! Νεκρό! Καμία ιδέα; Αυτό το παπαρδέλι, υπάρχει ως ανταλλακτικό; Υπάρχει κάτι που μπορώ να του κάνω, μπας και έρθει στα ίσια του;

από φόρουμ

ΕΙΣΤΕ ΤΟΣΟ ΗΛΙΘΙΟΙ ΠΙΑ!!!!ΔΕΝ ΞΕΡΕΤΕ ΤΙ ΘΕΛΕΤΕ… ΒΛΕΠΕΤΕ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΕΣ ΜΕ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑΡΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΒΡΙΖΕΤΕ (ΔΙΚΑΙΩΣ ΚΑΤ ΕΜΕ) ΒΛΕΠΕΤΕ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΜΕ ΕΝΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΕΛΙ ΤΗΣ ΠΛΑΚΑΣ….ΠΑΛΙ ΤΟΝ ΒΡΙΖΕΤΕ…!!!!!!ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!!!!!

από εδώ

- Έγω είχα φύγει αλλού. Λίγο που έβλεπα την Αλεξίου πρώτη φορά, λίγο που τα κατατόνια του προγράμματος ήταν ότι χρειαζόμουν για την ψυχική μου διάθεση εκείνη την εποχή, λίγο το δέντρο που μας πλήγωνε στο κέντρο της πίστας (αυτό που είχε φκιάσει ο Παπαιωάννου)... και λίγο (έως πολύ) το ουισκάκι που του ξηγιόμουν παλικαρίσια... είχαν σαν αποτέλεσμα να βρίσκομαι σε ένα υπέροχο σύννεφο καλλιτεχνικής θολούρας όπου όλα, οι φίλοι, τα τραγούδια, η θεά στην πίστα, ένα γκομενάκι απέναντι μπερδεύονταν γλυκά και γλυκομεθυσμένα.
- Το γκομενελι απο επαναντι ημουν εγω.

από ιστολόι

Λέξεις που έχουν ήδη καταχωριστεί στο σλανγκ τζι αρ: αν είναι δυνατέλι, ανατροπέλι, βουζέλι, γυφτετέλι, γυφτσέλι, και μπορέλι(;), καμπανέλια, καρκαντζέλι, μουναρδέλι, μπαρμαδέλι, μπρακατσέλι, νταματζέλι, παππουδέλι, πουσταρέλι, πουτανέλι, πρωκτέλι, πωπουδέλι, ρέλι, ταρζανέλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φράση «(δουλεύω με) μπλοκάκι» ή «δουλεύω μπλοκάκι». Εννοείται το μπλοκάκι των αποδείξεων παροχής υπηρεσιών.

Αναφέρεται στην σχετικά νέα μορφή ελαστικής εργασίας, κατά την οποία ο εργαζόμενος ουσιαστικά δουλεύει για μια εταιρεία (πλέον ακόμα και μικρού μεγέθους), δηλαδή βαράει ωράρια και στην ουσία είναι εργαζόμενός* της, της οποίας όμως δεν είναι προσειλημμένος υπάλληλος, αλλά κόβει απόδειξη παροχής υπηρεσιών.

Δουλειά με το κομμάτι, δηλαδή, και καπιταλισμός 19ου αιώνα, για πρώην καλομαθημένα παιδιά του συστήματος όπως μηχανικοί, ή απόλυτη εξαθλίωση και ακραία εργασιακή ανασφάλεια για εργαζόμενους πχ στην καθαριότητα, λέγε με Κούνεβα.

*απασχολείται κατά το Σημίτειο νιούσπηκ, λες και η δουλειά είναι παιδικός σταθμός, να απασχολείται δημιουργικά το παιδί, να μαθαίνει και τίποτα, όχι μόνο τηλεόραση και ύπνο.

- ...και πού δουλεύεις ρε συ; Εταιρεία ή γραφείο;
- Εταιρεία.
- Πρόσληψη κανονικά;
- Είσαι σοβαρός ρε; Μπλοκάκι. Ποιος προσλαμβάνει μηχανικό. Όλοι μπλοκάκι δουλεύουνε.

(από Vrastaman, 27/08/12)(από Vrastaman, 27/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified