Further tags

Ο τύπος του ανδρός που χαϊδολογιέται ασύστολα και βάζει σε κάθε λέξη που ξεστομίζει υποκοριστικό.

(ο γατούλης παραγγέλνει σε ντελίβερι)
- Nαι, τα σαντουιτσάκια με πατατούλες, ευχαριστώ… A! Nα βάλετε και μερικά κετσαπάκια εξτρά παρακαλώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστειατόρικη εκφορά για τα λαχανάκια Βρυξελλών, τα οποία κατά αντιστροφή λέγονται από πολλούς βρυξελλάκια λαχανών, από το οποίο μας μένει το βρυξελλάκια, μια ονομασία χαριτωμένη, όπως και το ίδιο το λαχανικό. Κατ' επέκταση, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως σκωπτικό δήθεν χαϊδευτικό προσωνύμιο και για βρυξελλιώτες, πολιτικούς ή άλλα στελέχη.

Πάσα (Δ.Π.): Σφυρίζων.

  1. Τα βρυξελλάκια λαχανών αντιθέτως, είναι δόλωμα του Οξαποδώ δι αδυνάτους και πεπλανημένας συνειδήσεις και να τα αποφεύγητε! (Εδώ).

  2. Σειρά για τα ζυμαρικά μας έχει η λευκή σάλτσα τυριών।
    Συνδιάζεται υπέροχα με τορτελίνι, ραβιόλια, απλά μακαρόνια και φυσικά φιλέτο κοτόπουλο ή μανιτάρια ή ακόμα διάφορα πράσινα λαχανικά που ψήσαμε στον ατμό, όπως το μπρόκκολο, το κουνουπίδι (ξέρω ότι είναι λευκό αλλά ταιριάζει!), σπανάκι, βρυξελλάκια κλπ... (Είναι μιαμ ή μπλιάξ;)

  3. λιγο δυοσμο, φετα λεμονι, λιγο λαδι ολα σε αλουμινοχαρτο και να βρασω και βρυξελλακια και καροτάκι ξεχωριστα (Εδώ).

  4. Οι πολιτικοί και τα πολλά Βρυξελλάκια. Πόσο μας κοστίζουν οι σωτήρες.
    Στα καθημάς οι μισθοί του Προέδρου και του πρωθυπουργού είναι συμβατοί με τις έκτακτες συνθήκες της χώρας – ο Λουκάς Παπαδήμος είχε επίσης εκχωρήσει την πρωθυπουργική αποζημίωση στο κράτος, 85.000 ετησίως λαμβάνει ο Πρόεδρος Κάρολος Παπούλιας, ενώ 110.000 ετησίως λαμβάνει ο πρωθυπουργός Αντ.Σαμαράς. (Εδώ).

Βρυξελλάκια λαχανών (από Khan, 07/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά της φυλακής για την ηρωίνη, δόση σε μικρό σακουλάκι μπαλάκι, τουτέστιν σα βυζάκι. Όσες και όσοι είδαν το oz, θα το καταλάβουν.

- Μάγκες ήρθε η καινούργια παραλαβή..
- Πιάσε δυο βυζάκια!

(από σφυρίζων, 18/06/13)gimme some fuckin tits (από bright, 18/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικό παρατσούκλι της ομάδας του Άρη. Εκ του Άρης> Αρούλης> Αρούλα> Ρούλα.

Πάσα: Πανκέλης.

Την άλλη Κυριακή παίζουμε με τη Ρούλα στο Χαριλάου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πετραδάκι, μικρή πέτρα στα Γιαννιώτικα. Επίσης κασκαρίκι και κατσκαρίκι.

Η λέξη φαίνεται να προέρχεται από το αρμένικο khachkar (խաչքար) που σημαίνει πέτρα με σταυρό. Βλ. επίσης και την οροσειρά Kaçkar στον Πόντο και την έκφραση κασκαρίκα.

- Πώς έγινες έτσι ρε;
- Έφαγα μια σαβούρδα σε κάτι κατσκαρίκια στο χωριό!
- Σε κάτι τί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τη λέξη αυτή χρησιμοποιούν άνθρωποι των παλαιότερων γενεών (60 και άνω) όταν θέλουν να αναφερθούν συλλήβδην στα κινούμενα σχέδια, αλλά και στις φιγούρες που υπάρχουν στα ηλεκτρονικά βιντεοπαιχνίδια. Υποθέτω ότι αυτή η λέξη προέκυψε καθώς οι μόνες κινούμενες φιγούρες τις οποίες γνώριζαν οι παλιοί ήταν αυτές του θεάτρου σκιών και μόλις είδαν τα κινούμενα σχέδια, αμέσως τα συσχέτισαν με τον καραγκιόζη.

Ο όρος αυτός βέβαια έχει και μία υποτιμητική χροιά καθώς οι παλιοί πάντοτε πίστευαν ότι τα κινούμενα σχέδια ή απασχολούν συνεχώς τα παιδιά και αυτά δεν κάνουν πιο σημαντικές δουλειές (όπως το διάβασμα) ή δε βγαίνουν στις αλάνες να παίξουν όπως έκαναν αυτοί παλαιότερα...

  1. Ο μικρός, αντί να ανοίξει κανένα βιβλίο, είναι όλη τη μέρα μπροστά στην τηλεόραση και βλέπει τα καραγκιοζάκια. Να δω τί θα κάνει αυτό το παιδί στη ζωή του...

  2. - Βγείτε και καμία βόλτα να πάρετε λίγο αέρα. Όλη τη μέρα είστε μπροστά στο κομπιούτερ και παίζετε με τα καραγκιοζάκια. Όταν ήμασταν στην ηλικία σας, ήμασταν στις αλάνες και παίζαμε όλη τη μέρα...
    - Αλλάζουν οι εποχές παππού... Αν είχατε κι εσείς τότε το WoW, δε θα ήσασταν στις αλάνες, το είπε και ο Mikeius.

(από Protoslangarios, 18/12/12)(από Protoslangarios, 18/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το συσσωρευμένο λίπος στο κάτω μέρος του μπράτσου μιας μεσήλικης και εύσωμης γυναίκας.

Προέρχεται από την εικόνα της εν λόγω κυρίας στην παραλία να φωνάζει στον γιο της τον Γιαννάκη να μην πάει στα βαθιά, και να του κουνάει το χέρι με αποτέλεσμα το λίπος να πηγαίνει δεξιά αριστερά.

Κοίτα έναν γιαννάκη που έχει αυτή η θειά. Είναι τεράστιος!

(από ironick, 06/12/12)(από ironick, 07/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φράση «(δουλεύω με) μπλοκάκι» ή «δουλεύω μπλοκάκι». Εννοείται το μπλοκάκι των αποδείξεων παροχής υπηρεσιών.

Αναφέρεται στην σχετικά νέα μορφή ελαστικής εργασίας, κατά την οποία ο εργαζόμενος ουσιαστικά δουλεύει για μια εταιρεία (πλέον ακόμα και μικρού μεγέθους), δηλαδή βαράει ωράρια και στην ουσία είναι εργαζόμενός* της, της οποίας όμως δεν είναι προσειλημμένος υπάλληλος, αλλά κόβει απόδειξη παροχής υπηρεσιών.

Δουλειά με το κομμάτι, δηλαδή, και καπιταλισμός 19ου αιώνα, για πρώην καλομαθημένα παιδιά του συστήματος όπως μηχανικοί, ή απόλυτη εξαθλίωση και ακραία εργασιακή ανασφάλεια για εργαζόμενους πχ στην καθαριότητα, λέγε με Κούνεβα.

*απασχολείται κατά το Σημίτειο νιούσπηκ, λες και η δουλειά είναι παιδικός σταθμός, να απασχολείται δημιουργικά το παιδί, να μαθαίνει και τίποτα, όχι μόνο τηλεόραση και ύπνο.

- ...και πού δουλεύεις ρε συ; Εταιρεία ή γραφείο;
- Εταιρεία.
- Πρόσληψη κανονικά;
- Είσαι σοβαρός ρε; Μπλοκάκι. Ποιος προσλαμβάνει μηχανικό. Όλοι μπλοκάκι δουλεύουνε.

(από Vrastaman, 27/08/12)(από Vrastaman, 27/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικός τύπος της έκφρασης πασά μου (πασόπουλό μου, πασόπλου' μ') στην περιοχή των Ιωαννίνων.

Χρησιμοποιείται από φιλολόγους στη λατινική του μορφή (pasoplum).

- Πασόπλουμ, τί φτιάνς; Καλά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση «δωματιάκι» συχνά αναφέρεται στον σύνδεσμο φιλάθλων της ΑΕΚ που βρίσκεται στους Αμπελόκηπους, λίγο πιο πέρα από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Το συναντάμε σε υποκοριστικό (αντί του ορθότερου «δωμάτιο») λόγω της περιορισμένης χωρητικότητας σε άτομα που μπορεί να φιλοξενήσει (φημολογείται πως είναι 20 τ.μ.).

Οι φίλαθλοι της ΑΕΚ συγκεντρώθηκαν στο δωματιάκι για να πάνε οργανωμένα στο γήπεδο λίγο πριν την έναρξη του αγώνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified