Further tags

Συνώνυμο του βαφτίζω τον μπέμπη, δηλαδή γαμώ, συνουσιάζομαι. Ο Αλβανός δηλαδή είναι μεταφορικώς το πέος -και η ένυδρη κολυμπήθρα είναι το αιδοίο.

Η έκφραση βγάζει μια ναϊντίλα, καθώς τότε έρχονταν πολλοί Αλβανοί και Βορειοηπειρώτες στην Ελλάδα, πολλοί εκ των οποίων ήθελαν να βαφτιστούν για να ενσωματωθούν στην ελληνική κενωνία, ή μπορεί να ήταν από παλιές ορθόδοξες οικογένειες και να ήθελαν να επαναλάβουν την οικογενειακή παράδοση την διακομένη από τον κομμουνισμό. Πάντως το θέαμα συχνών βαφτίσεων ενηλίκων από την Αλβανία ήταν παράδοξο για την ελληνική κοινωνία που έχει συνηθίσει στο νηπιοβαπτισμό, τώρα και στις γαμοβαπτίσεις.

Δεν είναι παράξενο που η κολυμπήθρα παρομοιάζεται με το αιδοίο, καθώς υποτίθεται κατά τον θρησκευτικό συμβολισμό ότι πρόκειται για γεννήτρια ζωής και ότι έχει ζωηφόρα νάματα / ύδατα. Ούτε είναι παράξενο που ο πέων παρομοιάζεται με τον κατά την ελληνική ρατσιστική αντίληψη άξεστο Αλβανό, καθώς πολλές φορές γίνεται αυτή η ταύτιση του πέοντα με τον ξένο, τον αλλοδαπό, τον απόβλητο, τον ανατροπέα.

Στην μορφή τον βαφτίζει τον Αλβανό χρησιμοποιείται και ως μπανεύκολο υπονοούμενο για γκέι του στυλ την τρίζει την όπισθεν, ωστόσο νομίζω ότι αξίζει ξεχωριστή καταχώρα, επειδή αναφέρεται συχνά σε ετεροφυλόφιλο σεξ.

  1. - Πώς πήγε με την Μαιρούλα; Τον βαφτίσατε τον Αλβανό;

  2. Ειμαστε καλά παιδία...
    Καθαρά ... γιατι ξεσκονίζουμε τον κουραμπιέ και το σακάκι οπως επίσης γυαλίζουμε το πόμολο.
    Αντιρατσιστές γιατι βαφτίζουμε τον Αλβανό
    Εξυπηρετικά γιατι το πάμε το γράμμα. (pisoglendis.blogspot.com).

(από Vrastaman, 09/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο Πακιστανός κατά σύντμηση.

  2. Ο (Προκο)Πάκης Παυλόπουλος. Ενίοτε χρησιμοποιείται από δεξιούς που τον θεωρούν ενδοτικό στα θέματα μετανάστευσης. Αλλά είναι και γενικότερα μειωτικό ως προς την εμφάνιση του εν λόγω πολιτικού, που δεν παραπέμπει ακριβώς στο (ακρο)δεξιό ιδεώδες ενός καθαρού Έλληνα. Βλ. και την Φρικηπαίδεια.

  3. Δεν αποκλείεται βέβαια να χρησιμοποιηθεί ως χαϊδευτικό γενικότερα ανδρικών ονομάτων με χαρακτήρα πι, αλλά μάλλον παραπέμπει σε τάκη, δηλ. χαζούλη, μπουνταλά, δες και εδώ.

  4. Παλαιοπασόκος που είχε προλάβει να ανήκει στο Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα (Π.Α.Κ.), που είχε δράσει επί χούντας, και έδωσε την θέση του στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. (βλ. σχόλιο Γκάτσμαν).

  1. Σήμερα το πρωί κάποιος αλλοδαπός(πακης) που καθάριζε τα τζάμια στην Σταδίου έκλεψε τον σταυρό από τον λαιμό μιας γιαγιούλας τραβώντας της τον..Ευτυχώς συνελήφθη άμεσα. (Εδώ).

  2. α. «O »Πάκης« και η παρεούλα του εν μια νυκτί καταργούν το δικαίωμα της κινητικότητας σε χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους». Εδώ.
    β. Αληθεύει πως ο Πάκης είναι τσιγγάνος στην καταγωγή; Πως ένας τσιγγάνος έχει δικαίωμα να καθορίζει ποιος είναι Έλληνας ή όχι; (stoxos.gr).

  3. Ο Πάκης όμως; Ο Πάκης ήταν ένας μαθητής που όπως λέει η κυρία μου έβαζε περισπωμένη στο όμικρον. (Εδώ).

  4. Πόσοι Πάκηδες έχουν μείνει πια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εισαγόμενος γυναικότυπος που έχει σλαβώσει την Ρωμιοσύνη.

Τα βασικά: Είναι ξανθή και δίμετρη με ατέλειωτα πόδια (βλ. και ξανθόν γένος). Αυτή είναι η φαντασίωση. Τώρα νταξ αν είναι μελαχρινή ή κοκκινομάλλα αλλά σλαβοφέρνει μπορεί οριακά να χαρακτηριστεί έτσι.

Δευτερεύοντα: Άλλα υποτιθέμενα σλαβικά χαρακτηριστικά, λ.χ. πολύ λείο φυσικώς άτριχο δέρμα, μήλα κ.ο.κ.

(Ορισμός του ουκρανάιζερ δίνεται επίσης εδώ: «Δίμετρη εργαλειόμπαρα με λευκόχρυσες ανταύγειες, γαλαζοπράσινη οθόνη, μπορδόροδα καυλομπουτόν, σε γούνινο περιτύλιγμα και μούνινο περιεχόμενο»).

Η κατάληξη παραπέμπει σε πολεμικά όπλα ή εργαλεία. Στον γούγλη κυριαρχούν δύο συμφραζόμενα:

  • Το ουκρανάιζερ υπάρχει κάπου σε μια τέλεια παραδεισιακή ουτοπία, ανάλογη με τα ουρί των μουσουλμάνων.
  • Σε εποχές κρίσης, συναντάται ως απάντηση στο ερώτημα τις πταίει για το πού πήγαν τα λεφτά που (υποτίθεται ότι) τα φάγαμε όλοι μαζί στις δύο τελευταίες δεκαετίες.

Τέλος, να σημειώσουμε ότι το ουκρανάιζερ δεν συχνάζει μόνο σε ουκρανιζερί, μην είμαστε και ρατσιστές...

1.α. Σε εναν τετοιο κοσμο οι αντρες θα ειχανε ολοι μεταναστευσει σε εναν πλανητη τιγκα στα ξανθα διμετρα ουκραναιζερ! (Εδώ)

β. Άλλοι - πολύ λίγοι - ονειρεύονται τον κήπο της Εδέμ γεμάτο δίμετρες ξανθές κουκλάρες (γνωστές και ως «ουκρανάιζερ») έτοιμες για όλα, αλλά κυρίως για threesome. (Δες).

  1. α. ΕΣΥ αγρότη που πήρες τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα και τα έκανες ουίσκια και Μερσεντές και Ουκρανάιζερ! (Δες).

β. Πιο καλά φτωχοί και χρεωμένοι και με τα Ουκρανάιζερ παραμάσχαλα… (Η κρίση και το σεξ. Οδηγός επιβίωσης)

  1. Και το ομώνυμο άσμα:

Όταν θα βγώ στη σύνταξη
και πάρω το εφάπαξ
θα αγοράσω μετοχές
σε Μέταλιστ και Άγιαξ

Θα φέρω Ουκρανάιζερ
από τη Σουηδία
Κάιζερ κι Energizer
σε ήπαρ και καρδία

Όταν χαλάσει η μύτη μου
θα ‘χω χρυσό ρουθούνι
θα έρχονται οι φίλοι μου
να κάνουν το μαϊμούνι

Κι όταν τελειώσουν τα €υρά
θα πάρω ένα Samara
και σαν τα κρύα τα νερά
κοπέλα απ’ το Sandanski.
(Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παραπληγικός, ο ανόητος, ο άχρηστος.

Ουσιαστικά, παραλλαγή του παραπλήγα.

Ημισκουμπρική διάλεκτος.

Μας ήρθε ένας καινούργιος στη δουλειά που ούτε το Excel δεν ξέρει να δουλεύει. Εντελώς παράπλας ο άνθρωπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το κάγκανος (ξερός / κατάξερος / κατάλληλος προς καύση) που είναι λέξη Ομηρική, η οποία διασώζεται στα βλάχικα (παρεμπιπτόντως «γκαγκάνι» αποκαλούν οι βλάχοι το γαϊδουράγκαθο).

«… ΠΕΡΙ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΘΗΚΑΝ ΑΥΑ ΠΑΛΑΙ ΠΕΡΙΚΗΛΑ ΝΕΟΝ ΚΕΚΕΑΣΜΕΝΑ ΧΑΛΚΩ ΚΑΙ ΔΑΙΔΑΣ ΜΕΤΕΜΙΣΓΟΝ...»
Οδύσσεια σ 309

«…ΥΠΟ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΚΕΙΤΑΙ ΩΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑ ΡΕΕΘΡΑ ΠΥΡΙ ΦΛΕΞΕΤΟ ΖΕΕ Δ ΥΔΩΡ…» Ιλιάδα Φ 364

Γκάγκανο σημαίνει:

  1. ξερό / κατάξερο / στεγνό ξύλο / κούτσουρο / λιανόκλαδο που χρησιμοποιείται για προσάναμμα.

  2. Όταν μιλάμε για φαγητό (κυρίως ψητό κρέας): το καμένο, το υπερβολικά ψημένο, αυτό που έχει τόσο στεγνώσει απ’ το ψήσιμο που δεν τρώγεται.

  3. Το λιοπύρι, τον καύσωνα, το καταμεσήμερο καλοκαιριάτικα, το μέρος που ενώ καίει ο τόπος απ’ τη ζέστη δεν προσφέρει σκιά.

  4. Όταν μιλάμε για πρόσωπα στην έκφραση «Έχω γίνει γκάγκανο!» σημαίνει πως έχω μαυρίσει υπερβολικά από τον ήλιο / την ηλιοθεραπεία, έχω γίνει κατάμαυρος / αράπης (, βλ σχόλια των Bubis, Ο ΑΛΛΟΣ).

  5. Σαν βρισιά με την έννοια του κούτσουρου σημαίνει: βλάκας, χαζός, αλλά χρησιμοποιείται παρομοίως και σαν ουσιαστικό με την έννοια της βλακείας, της λόξας, της ιδιοτροπίας.

  6. Το αρσενικό, γκάγκανος, εκτός από το κατάμαυρος (υπάρχουν και τα μαυρογκάγκανος και καραγκάγκανος, υπερ-υπερθετικός) εκτοξεύεται υποτιμητικά σαν χλεύη ή και βρισιά προς μαυριδερούς ή και μαύρους, οπότε και είναι καθαρά ρατσιστικό και σημαίνει όλα όσα υποτιμητικά αποδίδονται σε μαύρους και γύφτους από τους ντεμέκ ανώτερους λευκούς (πχ. βρώμικος, μπασκλασαρία, ανίκανος).

Προσοχή: το θηλυκό με την έννοια «μαυρισμένη» καλύπτεται από το γκάγκανο.

  1. Η γκαγκάνα σαν λέξη υπάρχει και σημαίνει:
  • το σαγόνι (κυριολεκτικά ζώου, αλλά και για άτομα με ασυνήθιστα μεγάλη γνάθο),
  • τη μεγάλη γαμψή μύτη,
  • το μεγάλο κεφάλι,
  • την πολύ ψηλή και άχαρη / άσχημη γυναίκα.

    1. Το ρήμα γκαγκανιάζω σημαίνει εκτός από «μαυρίζω» (μπορεί κι απ’ το κακό μου) και ξεραίνομαι / σταφιδιάζω / στεγνώνω από τη δίψα.
  1. - Τι ‘ναι αυτό το γκάγκανο μωρή; - Σουβλάκι. - Να το βάλεις ξανά στον πάτο σου. Γαμώ το σενιάν μου, γαμώ.

  2. Το άμοιρο το ζωντανό είναι δεμένο εκεί, στο γκάγκανο παρατημένο.

  3. - Μωρή, βάλε ταν-ταν κι έχεις γίνει γκάγκανο!! - Μωρό μου, πόσο με νοιάζεσαι!! Χύσε λίγο πάνω μου που με φτιάχνει. Έεελαα!! Ξες εσύ!!

5α. – Μπλα, μπλα, μπλα, … μπλι, μπλα, μπλο… – Σκάσε πια βρε γκάγκανο!!! Μας έπρηξες τ’ αρχίδια.

5β. ...Ποτέ δεν είχα το γκάγκανο να μετράω τα posts μου. Τελευταία όμως με έχει πιάσει συγγραφικός οίστρος… (από μπλογκ)

  1. …Μην ακούω για Γκοβού και Μπουμσόνγκ. Για τα μπάζα κι οι δύο τους. Μισό Σαλπι δεν κάνει ο γκάγκανος ο Γκοβού κι όσο για τον κίλερ, πιο σοφτ κι από βούτυρο είναι…» (από μπλογκ)

7β. – Είδες τη γκαγκάνα της; - Πρώτ’ αυτή έστριψε τη γωνία κι έπειτα η υπόλοιπη Σούλα. - Γουστάρησα ξαφνικά Αλμοδόβαρ. - Αν δε γούσταρα τη Ρόσσυ θα ‘λεγα πως τουκανίζεις.

  1. – Σιγά, θα νταλακιάσεις!! - Άσε ρε και γκαγκανιάσαμε τόσες ώρες στη βάρκα. - Καλά, γιατί, δεν είχατε νερό; - Το μαλάκα τον Χρήστο ρώτα, που πήρε τσίπουρο αντί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρωταρχική αργκό, που σημαίνει μαύρος (ή έγχρωμος). Προέρχεται από το τούρκικο arap, δηλαδή Άραβας.

Έχει κατά βάση αρνητική σημασία, και θεωρείται απαρχή του ρατσισμού. Στις μέρες μας όμως, τείνει να αποκτήσει και κάποια θετικά χαρακτηριστικά.

Συνώνυμο (εξίσου πρωταρχικό): νέγρος.

  1. (λευκό ζευγάρι κατά τη διάρκεια του σεξ)
    - Σκίσε με αράπη μου!
    - Τι λες μωρή ηλίθια;;

  2. - Κοίτα ρε πούστη τι γκομενάκια έχουν οι αράπηδες στα βιντεοκλίπ τους.
    - Ναι ρε φίλε, ώρες-ώρες εύχομαι να είχα γεννηθεί μαύρος.

  3. - Καλά, πώς μαύρισες έτσι;; Αράπης έγινες.

(από patsis, 26/03/11)Παρί αραπάδων ο λόγος (από joe909, 31/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για ανθρώπους που έχουν ιδιαιτέρως άσχημη εξωτερική εμφάνιση, είτε λόγω των φυσικών χαρακτηριστικών τους, είτε λόγω των προσωπικών τους επιλογών και της έλλειψης περιποίησης.

  1. - Πώς είναι έτσι ο κακομοίρης, σαν κινέζικη αποβολή!

  2. - Ρε μαλάκα, πως πήγε και κουρεύτηκε έτσι ο Τάκης;! Τον είδες πώς έγινε; - Γάμησέ τα, σαν κινέζικη αποβολή!

Got a better definition? Add it!

Published

Η έκφραση υποδηλώνει:

Α. Σοβαρότατη σωματική, αλλά κυρίως νευρο-ψυχική και ψυχολογική καταπόνηση ένεκα στέρησης, καρτερίας, ταλαιπωρίας, δοκιμασίας, αναμονής, υπομονής, βασανισμού κλπ.

Το μάτι μαυρίζει εξαπανέκαθεν από 3 αιτίες:

α) μακιγιάζ
β) μπουκέτο
γ) μυδρίαση

Η γ' περίπτωση είναι κυρίως αυτή που υπαινίσσεται η έκφραση μεταφορικά, καθ' όσον η μέτρια μυδρίαση (διαστολή της κόρης του ματιού) αποτελεί σύμπτωμα σοβαρής νευρο-σωματικής πάθησης, ενώ η πλήρης μυδρίαση αποτελεί τυπική εικόνα του νεκρού.

B. Πλήθος ατόμων, πραγμάτων κλπ με μαύρο ή σκούρο εξωτερικό χαρακτηριστικό χρώμα όπως μελαψοί, ιερείς, μαυροφορεμένοι, κοράκια κλπ, όπου το μάτι μαυρίζει είτε εξ ανακλάσεως είτε από μείωση της φωτεινότητας.

Ιστορικό ανάλογο: «Καλύτερα, θα πολεμάμε υπό σκιάν», απάντησε ο Λεωνίδας στους πολυπληθέστερους Πέρσες, όταν απείλησαν τους Σπαρτιάτες ότι θα κρύψουν τον ήλιο με τα βέλη τους.

Γ. Συγκέντρωση μεγάλου πλήθους γενικότερα, ασχέτως χρωματικής απόχρωσης ή διαβάθμισης φωτεινότητας.

Σημ:. Η έκφραση-έννοια «μαύρισε το μάτι μου, από μπουνιά» παραλείπεται ως πλέον τετριμμένη.

  1. - Μαύρισε το μάτι μας να περιμένουμε πότε θα μας προσλάβουν για δουλειά.

  2. - Πού να σ'τα λέω; Ανακάλυψα μπουρδελάκι με Αφρικανές. Μπήκα μέσα και μαύρισε το μάτι μου.

  3. - Μαύρισε το μάτι μου όταν είδα τις στίβες με τα χαρτιά στο γραφείο μου, όταν επέστρεψα απ την άδεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ινδο-Πακιστανο-Νεπαλεζο-Μπαγκλαντέζος. Συναντάται και σε αρσενικό και ουδέτερο γένος και η λέξη είναι αμετάβλητη στον πληθυντικό (ο/η/το/τα Dándiri).

  1. (σταματημένος σε κόκκινο φανάρι, στο συνοδηγό) - Έρχεται το ντάντιρι, έχεις ψιλά να μου κάνει τα τζάμια;

  2. Δεν πρόλαβα να πάω σε ανθοπωλείο να της πάρω λουλούδια, τα πήρα από ντάντιρι σε φανάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κακιασμένη ξινίχλα αδελφή. Που έχει υιοθετήσει την γυναικεία ξινίλα στα μούτρα του και στη συμπεριφορά του.

Συνήθως ο όρος χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε, όχι ντε και καλά για ομοφυλόφιλο (ίσως μάλιστα σπανιότερα), ακριβώς όπως και τα βρωμόπουστας, σκατίπουστα κττ. Έχει δηλαδή σκοπό πιο πολύ να υποβιβάσει τον άλλον (χρησιμοποιώντας την κατάληξη που δηλώνει ομοφυλοφιλία), παρά να υποδηλώσει ότι είναι πράγματι αδελφή. Κι αυτό γιατί, παρά τις κοινωνικοσεξουαλικές προόδους μας, εξακολουθεί η κατηγόρια αυτή (το να σε πουν αδελφή) να είναι βαριά κι ασήκωτη για ένα ντούρο σερνικό...

Απ' όσο ξέρω δε, το λένε κατά κόρον και οι ίδιοι οι γκέοι για άλλους τέτοιους -και δη με περισσότερη έμφαση.

Ηπιότερο και μάλλον χαριτωμένο συνώνυμο είναι και το «ξινομυζήθρα».

- Αν μη τι άλλο ο ΧΨΖ σαν πολιτικός έχει αρχίδια.
- Ίσα ρε με την ξινόπουστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified