Το μουνί. Από το παλιό σλόγκαν διαφήμισης του προϊόντος «ό,τι καλύτερο για τον άντρα». Ασφάλουσλυ, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τον κώλο.
- Μου προσέφερε το Axe της.
Το μουνί. Από το παλιό σλόγκαν διαφήμισης του προϊόντος «ό,τι καλύτερο για τον άντρα». Ασφάλουσλυ, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τον κώλο.
- Μου προσέφερε το Axe της.
Got a better definition? Add it!
Ομοφοβικός μειωτικός χαρακτηρισμός για ανοικτά ομοφυλόφυλους υπερήρωες. Είναι ο εναλλακτικός Μπάτμαν που έχει ιδιαίτερες διαδράσεις με τον Ρόμπιν.
Τι Μπάτμαν της Αριστεράς δήλωσε ότι είναι στους Πρωκταγωνιστές; Να έλεγε buttman να το καταλάβω.(ΦΒ)
Got a better definition? Add it!
Αυτολεξεί, «προφυλακτικό μέσα στον κώλο».
Το λογοπαίγνιο αυτό χρησιμοποιείται ευρύτατα από αγγλοσάξονες επιχειρηματίες που συνδιαλέγονται με τον άλλοτε πρόεδρο της Interamerican και μέχρι πρόσφατα δερβέναγα του τηλεοπτικού σταθμού ALPHA.
- Beware of Greek businessmen bearing a condom in ass!
Condom in ass - το μυστικό της επιτυχίας; (από Vrastaman, 03/09/08)
Got a better definition? Add it!
Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες Α.Τ.Μ.
Αφενός είναι το Automated Teller Machine, δηλαδή το ηλεκτρονικό μηχάνημα στις τράπεζες που βγάζει κασέρι και επιτρέπει και άλλες τραπεζικές συναλλαγές.
Αφεδύο είναι αρκτικόλεξο από τον μαγικό κόσμο της τσόντας για το Ass To Mouth. Γιατί υπάρχει ένα μόνο πράγμα χειρότερο από το πίπα-κώλο κι αυτό είναι το κώλο-πίπα. Όπως περιγράφει γλαφυρά ο slangprof στον σχετικό ορισμό, το κώλο-πίπα (ή Α.Τ.Μ.) έχει μια σπάνια προστυχιά και βρωμιά, γυναίκα που το κάνει "είναι να την πας νύφη στη μάνα σου", σύμφωνα με τον Προφέσορα, καθώς οι καφροσέξουαλ εραστές, που αρέσκονται στα παρόμοια, φαίνεται ότι ηδονjίζονται στη σκέψη ότι κερνάνε στην/ον ερωμένη/ο μεζέ από τον ίδιον αυτής/ού πρωκτό δίκην τσιμπούμεραγκ. (Για τους περισσότερους βέβαια κάτι τέτοιο παραμένει απλώς υγρό όνειρο κατά τη διάρκεια αριστερού ποντικώματος).
Το πίπα-κώλο βεβαίως εδώ και καιρό χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις όπου κάποιος κυριολεκτικά γαμιέται πολύ άσχημα, την πατάει γερά. Το Α.Τ.Μ. ως κώλο-πίπα είναι ακόμη χειρότερο. Δεν είχε περάσει μαζικώς στην αργκό, παρά ήταν μέχρι πρόσφατα γνωστό κυρίως στους μύστες του πορνό που το χρησιμοποιούσαν ως σεξουαλική κωδική ονομασία. Πλέον έχει δώσει λαβή για πολλά λολοπαίγνια μετά τα πρόσφατα capital controls, γύρω από τη διενέργεια του ελληνικού δημοψηφίσματος 2015, οπότε οι Έλληνες συνωστίζονται στα ΑΤΜ για να βγάλουν χρήματα, όσο υπάρχουν, μέχρι κάποιο μικρό όριο, λ.χ. 60 Ευρώ ή και λιγότερα. η κατάσταση αυτή βιώνεται από πολλούς ως άγρια τσόντα, με αποτέλεσμα πολλά λολοπαίγνια και υπονοούμενα τ. wink wink nudge nudge, τα οποία με τη σειρά τους κάνουν περισσότερο γνωστό το αγγλικάνικο αρκτικόλεξο ΑΤΜ (Ass To Mouth). Υπάρχουν βεβαίως και πολλοί ψυχανάλατοι συσχετισμοί μεταξύ πρωκτού και χρημάτων, σχετικοί με το πρωκτικό στάδιο ανάπτυξης, οπότε ήρθε κι έδεσε.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ιδιαίτερη κατηγορία γυναικών με ιδιαιτέρως μικρό στήθος (το επονομαζόμενο και «πλάκα») και με οπίσθια που δεν γεμίζουν ακριβώς το παντελόνι.
- Το είδες το Τζενάκι; Κουκλί μονάχο!
- Καλή φάτσα, δε λέω, αλλά αβύζου και ακώλου γωνία ρε παιδάκι μου.
Βλ. και κόντρα πλακέ, αβυζαλέο, το.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το απύθμενο βάθος αιδοίου γυναικείου ή κώλου unisex, και λέγεται πάντοτε με μπάσα βραχνή φωνή, μιμούμενη αυτή των πρωταγωνιστών στις καλτ ελληνικές τσόντες. Πολλές φορές χρησιμοποιείται στην τύχη, κατά την θέαση π.χ. καλλίγραμμων γυναικείων οπισθίων. Έχει και παραπλανητικό τύπο άπαράτατα!
- Τι έγινε με την Κική βρε μαλάκα, τη γάμησες;
- Τη γάμησα...
- Πώς ήταν;
- Άπατα...
- Πώω ρε, τι άλογο είναι αυτό;
- Άααπαράτατα!...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο δονητής. Που σε απαυτώνει.
Ο κώλος.
Αγαπάς τον σύντροφό σου; Είσαι ερωτευμένη μαζί του;
Αν απαντήσεις ναι και στα δύο, τότε γιατί σκέφτεσαι κάποιον άλλον; Μήπως τα θέλει ο απαυτούλης σου;
Got a better definition? Add it!
Σχηματίζεται όπως το απαυτούλης (πρβλ. και απαυτούλα και απαυτώνω).
Δηλαδή: επειδή δεν θέλουμε να κατονομάσουμε ένα πρόσωπο ή πράγμα, χρησιμοποιούμε μια δεικτική αντωνυμία, λ.χ. αυτός ή τέτοιος. Στη συνέχεια κοτσάρουμε και την πρόθεση από, που λειτουργεί όπως η Γενική Διαιρετική στα αρχαία. Δηλαδή εννοούμε ότι ο τέτοιος είναι ένας από ένα χαοτικό πλήθος ομοειδών τέτοιων. Οπότε αν εξαρχής είχαμε περιφρόνηση για τον τέτοιο, τώρα έχουμε ακόμη μεγαλύτερη, καθώς τον εντάσσουμε σε μια περιφρονητέα μη κατονομαστέα ομάδα. Αρκετές λέξεις μπορούν να σχηματιστούν έτσι, όντας στα όρια της καταχωρισιμότητας στα δόκιμα λεξικά, λ.χ. η λέξη αποδαύτος.
Επομένως, αποτέτοιος είναι:
Ένα πρόσωπο ή πράγμα που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε, α) επειδή δεν το γνωρίζουμε καλά, β) επειδή το περιφρονούμε ως τιποτένιο (και ίσως γι' αυτό δεν θέλουμε να το γνωρίσουμε), γ) επειδή είναι δυσώνυμο και η κατονομασία του θα επέφερε γρουσουζιά, βλ. και ακατονόμαστος.
Σχετικά με το πιο πάνω, αλλά ειδικότερα, είναι ο κώλος. Λ.χ. σε εκφράσεις, τον τρώει ο αποτέτοιος του, μου πιάσανε τον αποτέτοιο κ.τ.ό.
Πιο σπάνια κάποιο άλλο όργανο γενετήσιας πράξης, λ.χ. το πέος ή το αιδοίο. Κυρίως σε περιπτώσεις λογοκρισίας, ενώ ο κώλος έχει καθιερωθεί να ονομάζεται αποτέτοιος και σε μη λογοκριμένα περιβάλλοντα.
Πάσα: Πέρκινς.
Και πόσο θόρυβο κάνουν τα εξαεριστήρια αυτουνού του αποτέτοιου, του πωστονλέν, του Μότσαρτ ρε θείο; Εδώ
Καποιος που με ρωτησε αν το παιδι ειναι απο εξωσωματικη και απαντησα θετικα,τον ετρωγε ο αποτετοιος του και ρωτησε <ποιος ειχε προβλημα;> Η απαντηση μου ηταν <εσυ που ρωτας>. (Εδώ).
- τη δευτερη φορα δεν του σηκωνοταν απο το αγχος(ξανα ελεος)η κοπελα αρχισε να νιωθει ασχημα και οτι δεν του αρεσει...θελει να ξαναδοκιμασουν και πρεπει απο ο,τι φαινεται πρεπει να δρασει αυτη.ποια ειναι η καλυτερη σταση για πρωτη φορα;αν δεν μπαινει παλι τι μπορει να κανει;
- ποιο δεν μπαίνει;
- εσυ ποιο λες;το αποτετοιο του στο δικο της αποτετοιο
(Κάπου στο Νέτι).
Got a better definition? Add it!
Βρισιά με την οποία εννοούμε ότι το γαμήσι που ρίχνουμε σε κάποιον είναι τόσο παρατεταμένο, ώστε είναι σαν να του/της βάζουμε τον πούτσο μας και να τον αφήνουμε να μουλιάζει.
Και όπως έπεφτε η νυχτιά σε χάιδευε τ' αγιάζι,
τον πούτσο μου στο κώλο σου, έβαζα να μουλιάζει.
(Στίχος των Μετάληρα απ' το «Τον κώλο σου γάμαγα»).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified