Selected tags

Further tags

Υποδηλώνει στάση του σώματος κατά την οποία τα οπίσθια προτείνονται προς χρήση. Είναι το αποτέλεσμα του ρήματος τουρλώνω, όταν βέβαια αναφέρεται στα οπίσθια (βλ. κώλος). Ορθόκωλα μπορεί να βρεθεί κάποιος / κάποια, είτε ηθελημένα (σεξουαλική στάση), είτε παρά τη θέλησή του (κωλονοσκόπηση, μπρρρρ !!!!).

  1. Καλά ρε φίλε, όλο τον ιεραπόστολο παίζεις; Βάλε ρε κανένα μαξιλάρι και στήσε την ορθόκωλα να πει τον δεσπότη Παναγιώτη.

  2. Πανάγος: - Καλημέρα Μήτσο. Πώς πάει η σπορά;
    Μήτσος: - Καλά ρε Παναγή. Με βοηθάει και η γυναίκα μου.
    Πανάγος: - Είναι εδώ ρε; Και πού έχει πάει;
    Μήτσος: - Δεν την βλέπεις; Ορθόκωλα στο χωράφι, μαζεύει χόρτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια σειρά από μπανεύκολα (=μπανάλ και εύκολα) λολοπαίγνια λαμβάνουν χώρα αν αντικατασταθούν τα πρώτα συνθετικά πρωτο- και προ- από το πρωκτο- με υπονοούμενο για πρωκτική σεξουαλική δραστηριότητα. Το πρωκτο- καθίσταται έτσι οιονεί πρόθημα της γαμοσλανγκοτέτοιας (το ίδιο συμβαίνει και με το πρόθημα μουνο- αντί μονο- και το επίθημα -φλώρος αντί -φόρος). Για να μην πελαγώσουμε με ξεχωριστά λήμματα, τα παραθέτω όλα εδώ, επιτελώντας το καβουρικό μου λειτούργημα:

  1. το ΠΡΩΚΤΕΚΤΟΡΑΤΟ αντεπιτίθεται...σε όλα τα μέτωπα ,με μπροστάρη τον ΣΥΡΙΖΑ και πνευματικό Ηγέτη τον διαβοΛΑΚΗ , απ'τα οχυρά του.. (εδώ).

  2. ...χωρις να καταπνιγει την πρωκτοβουλια των ιδιωτων και χωρις να ενοχοποιει το κερδος ρε αδερφε,... (εκεί).

  3. Και για να τελειωνει αυτο το παραμυθι αν ειμουν Ολυμπιακος δεν θα το ηθελα αυτο το πρωκταθλημα γιατι τα πρωταθληματα (και οχι τα πρωκταθληματα του κώλου )κερδιζονται στα γηπεδα και οχι στα δικαστηρια με κολλητιλικια στυλ Γκαγκάτση.. (παραπέρα).

  4. Αυτό σημαίνει «πρωταθλητισμός» και όχι πρωΚταθλητισμός που έκανε τόσα χρόνια ο διορισμένος του λιμανιού. ακόμη πιο πέρα.
    Κ.ο.κ.

πρωκτοδίκης (από Khan, 16/03/10)(από komikotragiko.blog, 05/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σχισμή του κώλου όταν αυτή εξέχει από μισοκατεβασμένο παντελόνι και εμπνέει για την κλασική φάρσα «κάρφωμα-μολυβιού-ανάμεσα-στα-κωλομάγουλα».

- Τον μαλάκα τον Γιάννη, πάλι ξέχασε να βάλει ζώνη.
- Και δεν χαίρεσαι ρε μαλάκα; Βρήκαμε μολυβοθήκη!

(από Galadriel, 01/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μια «ιδιαίτερη» σεξουαλική στάση κατά την οποία ο ένας χμμμ... ποπός ακουμπήσει (και φιλάει) στενότατα στον άλλον (και προφανώς όχι γιατί έχουν καιρό να ειδωθούν) κυρίως χρησιμοποιούμενο από τους ομοφυλόφιλους. Η αντίστοιχη στάση στο λεσβιακό σεξ είναι ο λεγόμενος τριβαδισμός, κοινώς το πλακομούνι.

- Πως τον βλέπεις τον κωλαρά μος; Τελικά πρέπει να είναι μεγάλη αδερφάρα ο τύπος έτσι;
- Ωωω μόνο; Στα πλακοκώλια έχει master!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλάκιας είναι ο άντρας που γουστάρει περισσότερο τον κώλο στη γυναίκα, ενώ βυζάκιας αυτός που γουστάρει περισσότερο τα βυζάκια (ε ναι, αυτό το υποκοριστικό με έδωσε ήδη στεγνά, το ξέρω, αλλά δε μπορούσ' αλλιώς).

Λέγεται προφανώς για ετεροφυλόφιλους (ή άντε, αμφιφυλόφιλους) άντρες, αλλά ίσως και για ομοφυλόφιλες γυναίκες (δεν το ξέρω, ούτε και αν υπάρχει θηλυκός τύπος σ' αυτήν την περίπτωση).

Ο μέγας κοινωνιολογικός νόμος της διχοτόμησης εφαρμόζεται λοιπόν εδώ στο υπερπανίσχυρο φύλο. Και δεν πρόκειται βέβαια απλά για διάκριση σε τουρκόφιλους και ισπανόφιλους, αλλά για ζήτημα μεγάλου βάθους (ή όγκου, ανάλογα) που μπορεί να παρασύρει τον πιο πολλά βαρύ και όχι άντρα σε λυρικές ποιητικές εξάρσεις που θα ζήλευε κι' ο Λουντέμης, ή τον πιο σμπόκο κάγκουρα σε εμβριθείς αναλυτικές επιχειρηματολογίες που θα ζήλευε κι' ο Καστοριάδης, και όλα αυτά στα πλαίσια ενός αρχικού αντρικού δεσίματος ή ενός κατοπινού, με αμείωτη ένταση επανερχόμενου λάιτ μοτίφ, απ' αυτά που συχνά χαρακτηρίζουν τις αντρικές φιλίες.

Κάποιες αλήθειες για τους κωλάκηδες και τους βυζάκηδες:

  • Μπορεί να μην είσαι ούτε Πάοκ ούτε Άρης, ούτε Νουδού ούτε Πασόκ, ούτε κιθαρίστας ούτε ντράμερ, ούτε Μαντόνα ούτε Μάικολ Τζάκσον· αλλά είσαι είτε κωλάκιας είτε βυζάκιας.
  • Ο κολλητός σου ξέρει αν είσαι κωλάκιας ή βυζάκιας· η γκόμενά σου όχι απαραίτητα.
  • Ο σωστός κωλάκιας ξέρει τον καλό κώλο ακόμα κι' αν η γκόμενα στήνεται στα τέσσερα· ο σωστός βυζάκιας ξέρει τα καλά βυζάκια ακόμα κι' αν η γκόμενα ξαπλώνει τ' ανάσκελα.
  • Αν δεν είσαι ούτε κωλάκιας ούτε βυζάκιας είσαι αδερφή· αλλά όχι και αντίστροφα.
  1. Βυζάκηδες VS Κωλάκηδες...: Λοιπόν το προαιώνιο δίλημμα έρχεται να χτυπήσει την πόρτα και του αγαπητού μας φόρουμ! Το πράγμα είναι απλό. Ψηφίστε τι προτιμάτε περισσότερο, στήθος ή οπίσθια ΚΑΙ αιτιολογήστε! Χαζές επιλογές τύπου «και τα δύο» η «εγώ κοιτάω τον εσωτερικό της κόσμο» δεν υπάρχουν, κρίνονται απαράδεκτες και γενικά δεν μας απασχολούν. Γράψτε τις αλλού. Εδώ είναι καθαρά σαρκικού περιεχομένου θρεντ. (από φόρουμ)

  2. — Ποιά είναι η στάση που προτιμάτε στο σεξ;
    — Έχω την εντύπωση ότι για τους άντρες ισχύει το εξής: Αν είσαι βυζάκιας, από πάνω η γυναίκα. Αν είσαι κωλάκιας, στα 4. Αν είσαι μαλάκας, ιεραποστολικό.
    (από το μπουρδέλα τι βι)

(από patsis, 06/06/13)

Δες και Βυζιγότθοι και Οστρογόφοι. Ακόμη: μουνάκιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη παραπέμπει σε κάποιον που, προσπαθώντας να κάτσει πάνω σε βελόνες, ανασηκώνεται συνέχεια, γιατί τον τσιμπούν και δεν μπορεί να καθίσει ήσυχα στη θέση του.

Άρα αποκαλώντας κάποιον κωλοβελόνη, αναφερόμαστε σε κάποιον:

  • Τσιγκούνη, σε κάποιον τσίπη που ανησυχεί συνεχώς και διακαώς για τη διαχείριση των εξόδων του. Αυτός είναι μόνιμα σφιγμένος και μαζεμένος, λες και τα νώτα του βάλλονται συνεχώς από βελόνες που τον τσιμπάνε θέλοντας να ανοίξουν τρύπες από τις οποίες θα αποδράσει το χρήμα του. Αισθάνεται πως τον κυνηγάει μονίμως το τέρας της σπατάλης, γι' αυτό κι αυτός δεν χαλαρώνει ποτέ, προσπαθώντας σε μόνιμη βάση να βρίσκει νέους τρόπους οικονομικής διαχείρισης. Κάνει το σκατό του παξιμάδι, αλλά όπου βρεθεί κι όπου σταθεί κοιτάει να μην πάει ούτε ένα λεπτό τού ευρώ ανεκμετάλλευτο. Έτσι ζει μιζερομίζερα και στερημένα, φυλακίζοντας τα θέλω του σε ακραίο βαθμό (βλ. παρ. 1).Σχετικά λήμματα: καβούρια έχει στις τσέπες - καβουράκιας, Σπαγκάϊ Λάμα, σπαγγοράμα, πυρετό να 'χει, δεν σου δίνει, μαντζίρης, καρφώνω τη δεκάρα στον τοίχο.
  • Πολύ νευρικό και τσιτωμένο άνθρωπο που μη μπορώντας να ηρεμήσει και να χαλαρώσει με τίποτα λόγω εσωτερικής αναστάτωσης, πετάγεται συχνά από τη θέση του, τρέχοντας πάνω κάτω, λες και χίλιες βελόνες τον τρυπούν, ωθώντας τον σε διαρκή κινητικότητα. Μπορεί να μιλάμε είτε για μόνιμη, είτε για συγκυριακή κατάσταση (π.χ: ένα πρόβλημα που έχει πάρει γιγάντιες διαστάσεις στο μυαλό του) (βλ. παρ. 2).

    Σημείωση: Για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί πως η ονομασία Κωλοβελόνης αποδίδεται επίσης και σε τύπο καλικαντζάρου. Αυτός ο τύπος καλικάντζαρου είναι λεπτός, σουβλερός και ψηλός σα μακαρόνι και μπορεί να τρυπώνει απ’ τις κλειδαριές, αλλά κι απ’ τις τρύπες του κόσκινου... Λέμε τώρα Δες εδώ

  1. - Ρε τι κωλοβελόνης είναι αυτός;
    - Γιατί το λες;
    - Πήγε και έβγαλε από τον ηλεκτρικό πίνακα, άκουσον άκουσον, τα ενδεικτικά λαμπάκια, για να καταναλώνει λέει... λιγότερη ενέργεια. Τώρα σκέπτεται τι πατέντα να κάνει, ώστε τα νερά του μπάνιου να τροφοδοτούν το καζανάκι της τουαλέτας...
    - Μαζεύτε τον βρεεε!

  2. Στη δουλειά:
    - Ωπ... Πάλι έφυγε ο Πέτρου; Καλά τι κωλοβελόνης είναι ρε συ αυτός; Μα να μη μπορεί να κάτσει ήσυχος σε ένα σημείο; Λες και του βάζουν νέφτι στον κώλο... χα χα χα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαρμπαδισμός που δεν αναφέρεται στο σεξ. Η έκφραση αναφέρεται στο συνωστισμό και στο στρίμωγμα της μαρίδας σε ένα κρεβάτι.

Σε οικογενειακές διακοπές, ή σε επισκέψεις σε γιαγιάδες και παππούδες στο χωριό, δεν υπάρχει επαρκής αριθμός κρεβατιών. Οπότε, τα παιδιά κοιμούνται όλα μαζί, και επειδή είναι και ζωηρά, πολλές φορές καταλήγουν μύτη-κώλο σε ένα κρεβάτι.

- Τηλεφώνησε ο αδελφός σου. Θα φέρουν και τα παιδιά στη Ραφήνα.
- Ωραία να δούμε με τι τρόπο θα χωρέσουμε.
- Οι μεγάλοι στα δύο μονά κρεβάτια, και τα παιδιά μύτη-κώλο στην κουκέτα. Όπως παλιά...

(από electron, 09/10/09)(από electron, 09/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ούτη λέξη προέρχεται παρά του κλασσικού ανεκδότου (απαράδεκτον δια πράκτορας εάν δεν γιγνώσκεται παρά τα μέλη του σλανγκ.γρ) και υποδηλεί το ξαφνικό και επίπονο πρωκτικό σεξ ή μεταφορικώς την ξαφνική απειλή. Συνδυάζεται δε μετά της σχετικής χειρονομίας η οποία τελείται ως εξής: ο ομιλητής σφίξει γροθιά το αριστερό του χέρι και το κρούει με την δεξιά του παλάμη ίνα ακουσθεί ο γνωστός ήχος «πλατς!».

Α' Ανέκδοτο:

Δεγαμίων: Ω Ρουφοκώλων, πες μου, μετά της γυναικός σου πράττεται όλες τας στάσεις;
Ρουφοκώλων: Βέβαια!
Δεγαμίων: Ακομα και την «κεμπάπ»;
Ρουφοκώλων: Όχι, πως πράτεται ούτη;
Δ.: Λες της γυναικός σου να γδυθεί και στηθεί εις τα τέσσερα, βαίνεις σιγά-σιγά από πίσω της ίνα μη σε αντιληφθεί, και μπάπ!

Β' Πραγματικότις

Καυλαγόρας: Ήλθον το αφεντικό μου ύστερον από τας εκλογάς και φόρτωσέ με πλείστη εργασίας άνευ λόγου και αιτίας! Φαίδων: Αντελήφθην... κεμπάπ!

Λογοπαίγνιο «και μπάαααπ!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί. Από το παλιό σλόγκαν διαφήμισης του προϊόντος «ό,τι καλύτερο για τον άντρα». Ασφάλουσλυ, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τον κώλο.

- Μου προσέφερε το Axe της.

Από το ΤΕΙ Μάρκετινγκ Ιεράπετρας (από poniroskylo, 28/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και κωλοφεράτζα . Επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου: Χρησιμοποιείται με το ρήμα παίρνω + αντικείμενο + κωλοφεράτζα.

Εκ του κώλος + φεράτζα (αγνώστου ετύμου).

Έχει σεξουαλικές παρά φύσιν προεκτάσεις και εις την παθητικήν φωνήν απεικονίζει κάποιον που τρέχει ενώ τον γαμούν καθ' οδόν (!)

Σημαίνει νικώ κατά κράτος και μτφ. γαμώ.

Συνώνυμα: παίρνω σβάρνα, πάω κάποιον γαμιώντας, πάω κάποιον πίπα κώλο (εμπλοκή) κ.τ.λ.

Έπαιξε χτές ο γαύρος με το βάζελο και τον πήρε κωλοφεράτζα. 3-0 παρθένα! Δε σταυρώσανε σέντρα, τα τσουρέκια. Τζίγγερ πούλο!

Βλ. και παραμάζωμα (παίρνω κάτι/κάποιον)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified