Selected tags

Further tags

Ο άβγαλτος, ο αφελής κι ο εύπιστος, ο επαρχιώτης στην Ομόνοια που θα έλεγε κι ο Νιόνιος.

Η χαρά του πάσης φύσεως αετονύχη παπατζή, νταβατζή, πολιτικού, έμπορου: θα τον γδάρει στα ζάρια, θα του πουλήσει μαϊμού iPhone, θα τον πείσει εύκολα να κάνει χρήση ναρκωτικώνε.

Εκ του ψιμάρι, το όψιμο κατσικίδιο και ωσεκτουτού, κορόιδο. Βλ. επίσης: ψάρι, νουμπάς.

[1.](3.
Την άλλη μέρα ξαναστήνανε τη «μηχανή τους» για να βρούνε καινούρια ψημάρια.

4.
μερικοί παπατζήδες και «μαύρο-κόκκινο κερδίζει» τη βγάζουν στα πεζοδρόμια με κράχτες, περιμένοντας τα ψημάρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη ευρέως χρησιμοποιούμενη εις την κρητικήν, ιδίως κατά τα παιδικά παιχνίδια, αλλά και γενικότερα: ζαβολιά, απάτη, κλεψιά, cheat - κατά τους φίλους μας τους Αμερικανούς.

Χιλετζιάρης είναι αυτός που κάνει χιλετζιές.

- Όταν ο Κωστάκης «τα φυλάει» κάνει χιλετζιές, όλο κοιτάζει και βλέπει που κρυβόμαστε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φωτοσοπιά, δηλαδή η επεξεργασία φωτογραφίας με photoshop, που λειτουργεί ως σουπιά, δηλαδή πονηρά, ύπουλα και «θολώνοντας τα νερά» και καλλιεργώντας ψεύδη.

Μεγάλη φωτοσουπιά η Πάμελα Άντερσον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φωτογραφία ή εικόνα που έχει υποστεί επεξεργασία στο Photoshop (άλλως γνωστό και ως φωτομάγαζο) ή οποιοδήποτε αντίστοιχο πρόγραμμα, όπως Corel.

Συνήθως αναφέρεται σε φωτομοντάζ (είτε για πλάκα, είτε στεγνά για παραπλάνηση του κοινού), ή σε διορθώσεις που αποκοπούν στο να φαίνεται ομορφότερο το εικονιζόμενο πρόσωπο/κορμί (από μοντέλες και τραγουδιάρες μέχρι δημοσιογράφους και πολιτικούς) - και όχι σε αθώα επεξεργασία τύπου «διόρθωση κόκκινων ματιών».

Ετυμ. (εν μέρει αντιδάνειο) < αγγλ. photoshop <
photo (= φωτογραφία) < photograph < ελλ. φως + γράφειν
+ shop (= μαγαζί) < παλ. αγγλ. sceoppa (= πάγκος πωλητή).

- Χαχα, την είδες την τελευταία φωτοσοπιά στη Σαλάτα Εποχής; Κολλήσανε τη μούρη του Κακλαμάνη σε πόστερ του Σχιζοφρενή δολοφόνου με το πριόνι. Μιλάμε, έκλασα στο γέλιο.

(κοιτάζοντας φωτογραφία περιοδικού)
- Πωωω, πολύ παιδί αυτή η Δούνια... Τούμπανο...
- Φωτοσοπιά είναι ρε στόκε, ξέρεις τι κυτταρίτιδα έχει αυτή κανονικά;
- Δηλαδή, άμα σου κάτσει, θα της πεις όχι, ε;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος παραπέμπει σε μια απ' τις τελευταίες πρωτόγονες φυλές του πλανήτη, τη φυλή των Μασάϊ (Δες εδώ αλλά και εδώ), φυλή που κατοικοεδρεύει σε περιοχές της Κένυας και της Τανζανίας.

Τι όμως θέλει να πει ο Σικελιανός εδώ;

Ο όρος προκύπτει εκ του όρου «Φυλή των Μασάϊ» και εκ της λέξης μασάει και στη συγκεκριμένη περίπτωση συνδέεται με συνδηλώσεις αγριότητας (εκ της φυλής Μασάϊ) και με μάσα. Συνδέεται δηλαδή με άγρια μάσα.

Οταν εδώ μιλάμε για φυλή των Μασάει αναφερόμαστε σε:

1) διαπλεκόμενα ντόπια & ξένα λαμόγια, σε μιζαδόρους (Δες κι εδώ αλλά κι εδώ), κλπ. που μασάνε αγρίως χρήμα με ουρά, χρήμα που θα μπορούσε να βελτιώσει την ποιότητα της ζωής, της φυλής των Αφελίμ.

Πολλές φορές δε, κάποιοι της φυλής των Αφελίμ, γίνονται Μασάει με στόχο το εύκολο κέρδος. Θυμόμαστε σχετικά τον Αλεξαντράκη στο ρόλο του προλεφτάριου στο «Ξύπνα Βασίλη» και τον Κούρκουλο, που περιστασιακά έπαιξε αυτό το ρόλο, στο «Ορατότης μηδέν».

Σχετικά λήμματα: νόμος είναι το δίκιο του Σωκράτη, βιοπαλαιστής, στη μάσα ενωμένοι στον αγώνα χωριστά, δημοσιοκάφρος, παραθυρομουρμούρα.
Στα συγκεκριμένα λήμματα εικονίζονται διάφοροι φύλαρχοι.

2) Σε φαγοπότες που μασώντας αγρίως, χτίζουν ακάματα κοιλιακούς και σαγωνιαίους, ρίχνοντας τις μάσες της αρκούδας σε φεστιβάλ χοληστερίνης.

Σχετικό άσμα: Μασάϊ (Ερμηνεία: Ελλη Κοκκίνου, Συνθέτης/Στιχουργός:Φοίβος)

  1. - Αμάν πια! Εχουμε πλαντάξει με τη φυλή των Μασάει. Αντί την οικονομική στύση να την πληρώσουν αυτοί, θα την πληρώσουν οι Αφελίμπάλι.

Στο συγκεκριμένο λίνκ υπάρχει απόσπασμα σχετικό με τη Φυλή Μασάει αυτής της έννοιας.

  1. Σάββατο, αργά το απόγευμα. Ενας ιδιοκτήτης εστιατορίου απευθύνεται στον σέφ, λίγο πριν την επέλαση των πελατών (σαββατοπαρέες, κλπ)
    - Είμαστε έτοιμοι να καλύψουμε τις μασητικές ανάγκες της βραδιάς; Αντε γιατί από στιγμή σε στιγμή, προβλέπεται να καταφτάσει η άγρια φυλή των Μασάει. Δε θα μείνει κολυμβηθρόξυλο πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος αρρωσταίνει μυστηριωδώς όταν φυλακίζεται ή πρόκειται να φυλακιστεί...

- Τι έγινε τελικά με το Μητσάρα;
- Άσε! Έπαθε φυλακίτιδα και την γλύτωσε μέχρι νεοτέρας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το Γαλλικό faux bijoux το οποίο και σημαίνει ψευδοκόσμημα.

Κρατώντας την λέξη faux που σημαίνει ψεύτικος, συμπληρώνουμε την λέξη vijoux (αλλάζοντας στην ουσία το πρώτο γράμμα της λέξης bijoux, έτσι ώστε να εξυπηρετεί ηχητικά) και η οποία προφέρεται βιζού, παραπέμποντας στο βυζί-βυζιά.

Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι κάποια γυναίκα έχει ψεύτικο στήθος από σιλικόνη.

- Κοίτα ρε Ξενοφώντα κάτι βυζόμπαλα που έχει το μωρό στο ταμείο!!!
- Τι να δώ ρε μαλάκα; Αυτή είναι faux vijoux!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Β. Ελλάδα, με έναν μηχανισμό διχτυών - παράνομο πια - πιάνουμε ζωντανά πουλιά όπως καρδερίνες, φλώρους, σκαθιά, κλπ.

Για ζωντανό δόλωμα στα περαστικά πουλιά, χρησιμοποιείται η φίντα, ένα δεμένο ζωντανό πουλί, πχ. καρδερίνα, το οποίο με την βοήθεια ενός μηχανισμού, πεταρίζει όταν περνούν τα κοπάδια των πουλιών που μας ενδιαφέρουν και τα προσελκύει στα δίχτυα μας.

Σήμερα, η λέξη χρησιμοποιείται από τους γνωρίζοντες το παλιό αυτό σπορ, για τις κοπέλες που δουλεύουν ως υποδοχή στα cafe, bar, κλπ.

Αυτές οι κοπέλες λειτουργούν ως φίντα στην πραγματικότητα, προσελκύοντας τους λιγούρηδες περαστικούς κάγκουρες με τον ίδιο τρόπο.

Παιδιά αυτό το πεδίο το βαριέμαι, δεν γράφω τίποτα. Sorry.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάνει τσαλίμια. Από το τουρκικό çalım που σημαίνει προσποίηση ή επίδειξη. Τον τσαλιμακά προσδιορίζουν και οι δύο αυτές ιδιότητες. Είναι ο κολπατζής, παιχνιδιάρης - λαδοπόντικας και φτηνιάρης τύπος που εποφθαλμιά κάθε είδους αρπαχτή ενώ ταυτόχρονα είναι ψώνιο και ιστορίας - όλο κομπάζει και σε πειράζει. Ο τύπος χρωστάει της Μιχαλούς αλλά κυκλοφορεί με μερτσέντα. Συνήθως βρίσκεται μεταξύ χωριού (εκεί δηλαδή που τον παίρνει να πουλάει φούμαρα) και πόλης (για να το παίζει πετυχημένος-προχώ-πρωτευουσιάνος) , ενώ τις παλιές καλές εποχές τσίμπαγε και κάνα διακοποδάνειο να πάει για καφέ στο Μιλάνο για τη μόστρα.

Το συγκεκριμένο παρατσούκλι θα μπορούσε κάλλιστα να καταλήξει σε επίθετο, εάν δεν υπάρχει ήδη.

-Πάρε ρε τον Γιώργο τον τσαλιμακά να του πεις ότι κατεβαίνουμε χωριό.
-Εδώ είναι ρε, πούλησε σ' έναν αγρότη ένα οικόπεδο που 'ναι μπλεγμένο στα δικαστήρια, πήρε τα λεφτά και τώρα κρύβεται.

τσαλιμακάς

Got a better definition? Add it!

Published

Τρακαδόρος τσιγάρων.

Πάλι τρακαστράτο καπνίζεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified