Further tags

Καθημερινή έκφραση που δηλώνει την έκπληξή μας σχετικά με μη αναμενόμενες ενέργειες. Την χρησιμοποιούν κυρίως κάτοικοι της Βορείου Ελλάδας, χωρίς αυτό να αποτελεί κανόνα.

(μεταφορά από δηλώσεις εργαζόμενης σε super market στην τηλεόραση...)

-Και μπήκε μέσα και μου λέει ληστεία και του λέω.... πλάκα με κάνεις.

Ωραίο μπανεράκι του Μουσείου της Τράπεζας της Ελλάδος. Πλάκα μας κάνετε ρε παιδιά... (από patsis, 18/11/11)(από Khan, 19/11/11)

Δες ακόμη: θεσσαλονικιώτικα, σε λέω, με λες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαινομενικά αθώο ρήμα της νεοελληνικής, το οποίο δεν προσφέρεται για λημματογράφηση, λέτε εσείς τώρα...

Για τους Σαλονικιούς εξ ημών, το ρήμα κατεβαίνω έχει, μεταξύ των γνωστών κυριολεκτικών σημασιών, δύο ακόμα:

  • πηγαίνω στο κέντρο της πόλης - απ' οπουδήποτε βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη. Δεν έχει σημασία αν είμαι στην Καλαμαριά (ανατολικά) ή στην Πολίχνη (δυτικά), αν πηγαίνω κέντρο και είμαι Σαλονικιός, τότε «κατεβαίνω κέντρο».
  • πηγαίνω στην Θεσσαλονίκη από τη Χαλκιδική. Αν το προηγούμενο έχει κάποια λογική (πχ αν είμαι στο Πανόραμα, από το οποίο το κέντρο είναι όντως κάτω), αυτό εδώ είναι εντελώς σουρεάλ διότι στο φινάλε η Χαλκιδική (ο νομός όλος) είναι κάτω από τη Θεσσαλονίκη. Εν πάσει περικυκλώσει όμως, αν πρέπει να πας Θεσσαλονίκη από Χαλκιδική, «κατεβαίνεις Θεσσαλονίκη».
  1. - Κατεβαίνει κανείς κέντρο ρε δερβίσια να με πετάξει στη μάνα μου; Έχει κάνει γεμιστά και δεν είναι να τα χάνω.
    - Χαλαρά δικέ μου. Πάμε να τσιμπήσουμε και μετά πάμε για καμιά φραπεδιά στο Θερμαϊκό.

  2. - Πώς περάσατε το σουκού στη Χανιώτη;
    - Νταξ, μιά χαρά, δε λέω... Αφού σαν τη Χαλκιδική δεν έχει ρε φιλαράκι, το ξέρεις. Αλλά το απόγευμα της Κυριακής που είπαμε να κατέβουμε Θεσσαλονίκη, φάγαμε ένα παλτό από την κίνηση, κάτσε καλά... Τρεις ώρες... Τους κωλοαθηναίους μου μέσα ρε πούστη, ένα δρόμο δε μπορούν να κάνουν εδώ πάνω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν στο slang.gr κάποια λήμματα (τέσσερα, προς το παρόν) με κοινό τους χαρακτηριστικό ότι περιέχουν τη λέξη μπουγάτσα. Συγκεκριμένα, είναι τα:

Στη Βόρεια Ελλάδα, που ξέρουμε τι είναι μπουγάτσα, εννοείται ότι αυτές τις φράσεις δεν τις λέμε. Τις θεωρούμε παραδείγματα του λεγόμενου Αθηναϊκού χιούμορ που, βασικά, δεν το καταλαβαίνουμε και όταν το καταλαβαίνουμε δεν το βρίσκουμε αστείο αλλά, επειδή είμαστε πολιτισμένοι άνθρωποι (ξέρεις, δεύτερη πόλη σε δυο αυτοκρατορίες, η Μεσευρώπη είναι η ενδοχώρα μας κλπ), χαμογελούμε συγκαταβατικά. Νταξ, και το μπουγάτσα με τουρίστα έχει μια πλάκα, ωσαύτως και το μπουγάτσα με λεφτά που δεν υπάρχει ως λήμμα αλλά να μη σας βάζω ιδέες τώρα.

Τέσπα, εμείς που τρώμε μπουγάτσα - Σαλονικιοί, αλλά και οι Σερραίοι είναι ακόμα πιο δυνατοί και Βερροιώτες, Καβαλιώτες, Δραμινοί επίσης γνωρίζουν - όταν λέμε μπουγάτσα εννοούμε αυτό που τρώμε - με κρέμα, με τυρί, με σπανάκι, με κιμά η και σκέτη.

Εδώ ήρθαμε.

Σκέτη μπουγάτσα είναι η μπουγάτσα χωρίς γέμιση - τίποτα. Στη σοφτκόρ έκδοση βάζεις από πάνω ζάχαρη άχνη και κανέλα. Στο πιο χαρκόρ βάζεις λίγη ζάχαρη χοντρή. Και σε καταστάσεις μόνο μπλακ δε βάζεις τίποτε - τρως το φύλλο κι αν είναι σωστό ως φύλλο κωλολέει.

Σκέτη μπουγάτσα, εξ αυτού, είναι ευρύτερα και ο,τιδήποτε το γουστάρουμε χωρίς ψιμμύθια, φρου φρου αρώματα και φραμπαλάδες - το γνήσιο, το απέριττο, αυτό που η ποιότητα του δεν χρειάζεται support act για να αναδειχθεί. Σκέτη μπουγάτσα, καφές σκέτος, ούζο ανέρωτο - όλα αυτά ζουν στο ίδιο μεταφορικό, μυθολογικό σύμπαν όπου οι άντρες είναι άντρες και οι γυναίκες ξέρουν να τηγανίζουν μελιτζάνες.

Η συγκεκριμένη έκφραση είναι μάλλον και το μόνο παράδειγμα όπου η λέξη μπουγάτσα γνησίως εμπλέκεται σε μεταφορικές περιπέτειες.

ΟΚ, φτάνει. Όποιος θέλει να μάθει περισσότερα για τη μπουγάτσα να πάει σε αυτό το Σερρέικο σάιτ. Οι άνθρωποι έχουν κάνει παγκόσμιο ρεκόρ στη μπουγάτσα κι εσείς τους λέτε ακανέδες.

- Φίλιππα, στη μπριζόλα σου θέλεις λεμόνι; Βούτυρο; Κάποιο σως;
- Όχι ρε, τίποτα ... σκέτη μπουγάτσα ... αφού με ξέρεις εμένα ...
- Να την ψήσω;

Focaccia σκέτη (από Vrastaman, 31/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όλο θέμα ξεκινά σε παλαιότερες εποχές, με την κατάργηση της δοτικής, οπότε και γεννιέται η ανάγκη να βρεθεί νέα λύση εκεί που μέχρι πρότινος χρησιμοποιούταν η συγκεκριμένη πτώση. Έτσι, καθημερινές φράσεις, όπως π.χ. το «λέγεις μοι», παύουν να υφίστανται και η γλώσσα αναζητά έναν νέο τρόπο έκφρασης.

Στην Βόρειο Ελλάδα προτιμήθηκε η αιτιατική ενώ στην Νότιο Ελλάδα η γενική για να δώσουν (σε νεώτερα ελληνικά) «με λες» και «μου λες», αντίστοιχα. Και οι δύο αυτοί τύποι είναι σωστοί καθώς χρησιμοποιούνται κανονικότητα μέσα στους αιώνες από τους Έλληνες. Κατά μίαν άποψη η αιτιατική είναι πιο κοντά στην δοτική οπότε, όσο παράξενο και να ακούγεται, ο βορειοελλαδίτικος τύπος (με λες) θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι πιο δικαιολογημένος.

Ο βασικότερος λόγος που σήμερα η σύνταξη με γενική θεωρείται ορθότερη (μου λες), είναι μάλλον επειδή η Νότιος Ελλάδα απελευθερώθηκε πρώτη και η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στο νέο κράτος ήταν αυτή που μιλούσαν σε εκείνα τα μέρη. Σήμερα, ειδικά μέσω των μέσων μαζική ενημέρωσης, έχει καθιερωθεί γενικότερα ο τύπος με την γενική. Το βέβαιο είναι πως έχει περάσει στο υποσυνείδητό μας ως ο ορθός τρόπος, αν και αυτό όπως είδαμε δεν στέκει πραγματικά.

Παρεμπιπτόντως, δυο από τους λογοτέχνες που έχουν γράψει με τον συγκεκριμένο τρόπο είναι ο Κώστας Π. Καβάφης και ο Αθανάσιος Χριστόπουλος. Ας μην ξεχνάμε το εξής σημαντικό: οι νοτιοελλαδίτες, που εκφράζουν τη δοτική μέσω γενικής λέγοντας «θα σου πω κάτι», «θα της δώσω κάτι», στον πληθυντικό διαπράττουν ακριβώς το «σφάλμα» που καταλογίζουν στα εκ Βορρά αδέλφια τους, και λένε: «θα σας πω κάτι», «θα τους δώσω κάτι». Χρησιμοποιούν δηλαδή αιτιατική! Επομένως, καθαρά από απόψεως ομοιογένειας, τα βόρεια ιδιώματα είναι πιο συνεπή διότι χρησιμοποιούν αιτιατική και στον ενικό και στον πληθυντικό.

- Και με λέει ότι δεν σε έδωσε το κινητό της.
- Τι να με πει και αυτή ρε, πλάκα σπας;

Δες ακόμη: σελεμελές / σελεμελού, θεσσαλονικιώτικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «είμαι Θεσσαλονικιός και μένω σε πολυκατοικία».

Πολλοί Θεσσαλονικείς απορούν γιατί η έκφραση αυτή προκαλεί χαμόγελα στην υπόλοιπη Ελλάδα.

- Ενοικιαζόμενα Επιπλωμένα Φοιτητικά Διαμερίσματα στη Θεσσαλονίκη (...) Εδώ και δύο χρόνια μένω στην οικοδομή αυτή. Οι εντυπώσεις και οι εμπειρίες που έχω μόνο θετικές είναι. (εδώ)

- Μένω στη Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα απέναντι από το Δημαρχείο Συκεών. Η οικοδομή μας αποτελείτε από 3 οροφοδιαμερίσματα μια πυλωτή και ένα μαγα ...
(εκεί)

- Εγω παλι εχω καταγωγη απο Κρητη αλλα δεν παω συχνα..Το πρωτο που ακουσα ηταν προσεχε με ποιους κυκλοφορεις και πως ντυνεσαι γιατι εδω δεν ειναι θεσσαλονικη, θα σε προσβαλλει κανενας..Κι εγω αφελεστατα..μα γιατι,τι του κανα; Προσβαλλω τελικα σημαινει φλερταρω..και αλλες 2 λεξεις που θυμαμαι ειναι το διερμιζομαι(συμμαζευω)..ειναι δυνατον παθητικη φωνη;και μην αγλακας μπρε παραουλε...χαχα(μην τρεχεις ρε βλακα)Και επισης εκει ηταν που γελουσαν για το οτι μενω σε οικοδομη..γκρρρρ...
(παραπέρα)

- ΕΙΣΑΙ ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΔΙΟΤΙ:
(...)
50. ... λες ότι μένεις σε πολυκατοικία και όχι σε οικοδομή
(...)
(παραδίπλα)

Μαντέψτε σε ποια πόλη βρίσκεται αυτή η πινακίδα :-) (από Vrastaman, 17/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για κλασσική ελληνοαμερικλανιά που σημαίνει «τηλεφώνησε στον μάστορα να φτιάξει την στέγη».

Υπάρχει ανεξάντλητος θησαυρός τέτοιων γλωσσολογικών κομψοτεχνημάτων και η παρακάτω λίστα δεν αγγίζει παρά την κορυφή του παγόβουνου.

Βλ. και φρηζάραν τα λέκια και πλάκωσαν τα μπηλοζήρια.

Αλάρμι, το: Ξυπνητήρι (< alarm)

Aρονόου: Δεν ξέρω (< I don't know)

Βακέσιο, το: Διακοπές (< vacations)

Βοήθησε τον εαυτόν σου: Τσίμπα ένα μεζέ (< help yourself)

Γκαντέμης, ο: Αναθεματισμένος (παρατυμολογικά συνδέεται με το goddamn).

Γκρίλα, η: Σχάρα ή ψητοπωλείο (< grill)

Δώσε κώλο: Τηλεφώνησε (< give a call)

Κάρο, το: Αυτοκίνητο (< car)

Καρπέτο, το: Χαλί (< carpet)

Κέκι, το: Κέικ (< cake)

Κομπιούτα, η: Υπολογιστής (< computer)

Κοντρακταδώρος, ο: Κατασκευαστής (< contractor)

Κοντράκι, το: Συμβόλαιο (< contract)

Κόρι(α), το(α): Νόμισμα των 25 σεντ (< quarter)

Λέκι, το: Λίμνη (< lake)

Λέρωσε το μέρος: Ντομάτα και μαρούλι (< lettuce and tomatos)

Μαρκέτα, η: Μαγαζί / αγορά (< market)

Μασίνι, το: Μηχάνημα (< machine)

Μένω στους 4 δρόμους: Η διεύθυνσή μου είναι στην 4η Οδό (< I live in 4th Street)

Μονεώρα, η: Τραπεζικό έμβασμα (< money order)

Μουβαίνω: κινούμαι (< move)

Μούφλα, η: Εξάτμιση (< muffler)

Μπαγκανότα, η: Χαρτονόμισμα (< bank note)

Μπάνκα, η: Τράπεζα (< bank)

Μπασίκλα, η: Ποδήλατο (< bicycle)

Μπίζνα, η: Επιχείρηση (< business)

Μπίλι(α), το(α): Λογαριασμός (< bill)

Μπιλοζίρια, τα: Θερμοκρασίες υπό το μηδέν (< below zero)

Μπόξι, το: Κουτί (< box)

Μπόσης, ο: Αφεντικό (< boss)

Μπούκο, το: Βιβλίο (< book)

Μπουτσέρης, ο: Κρεοπώλης (< butcher)

Μωροβίκος, ο: Υπηρεσία μεταφορών (< Motor Vehicle Department)

Ντάινα, η: Εστιατόριο (< diner)

Οπερέτα, η: Τηλεφωνήτρια (< operator)

Πασαπόρτι, το: Διαβατήριο (< passport)

Πίσω υάρδα, η: Αυλή (< back yard)

Πίτσα, η: Ροδάκινο (< peach)

Ραδιέρα: Ψυγείο αυτοκίνητου (< radiator)

Ρούφι(α), το(α): Στέγη (< roof)

Ρουφιάνος, o: Αυτός που επισκευάζει τις στέγες (< roof repairman)

Σάινα, η: Πινακίδα (< sign)

Σαμίτσα, η: Σάντουιτς (< sandwich)

Σέντζι(α), το (α): Το σεντ (νόμισμα) (< cent)

Σήπια, τα: Τα καράβια (< ships)

Σπρίνκλα, η: Περιστρεφόμενο σύστημα ποτίσματος (< Sprinkler)

Στέκι, το: Η μπριζόλα (< steak)

Στόφα, η: Φούρνος (< stove)

Σωμ θυρών: Κάτι δεν πάει καλά (< something wrong)

Τάλαρο, το: Δολάριο (< dollar)

Τρόκι, το: Φορτηγό (< truck)

Τσέκι, το: Επιταγή (< check)

Τσίπης, o: Τσιγγούνης (< cheap)

Τσούνγκα, η: Τσίχλα (< chew gum)

Τυρούμι, το: Tεϊοποτείο (< tea room)

Φαγιαδώρος, o: Πυροσβέστης (< fire fighter)

Φάνα, η: Ανεμιστήρας (< fan)

Φένα, η: Ανεμιστήρας (< fan)

Φένι, το: Ανεμιστήρας (< fan)

Φλώρι, το: Πάτωμα (< floor)

Φρίζα, η: Κατάψυξη (< freezer)

Φρίζι, το: Κατάψυξη (< freezer)

Χαντόγκι, το: Λουκάνικο (< hot dog)

Χήτα, η: Καλοριφέρ (< heater)

Χοτέλι, το: Ξενοδοχείο (< hotel)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του «στην υγειά σου», με ιδιαίτερη σημασία στην Κρήτη, όπου συνοδεύει ένα ολόκληρο τελετουργικό για πιώματα μέχρι λιποθυμίας.

Το «στην αφεντιά σου» είναι πιο σοβαρό απ' το «στην υγειά σου», το οποίο είναι γενικότατο. Δηλώνει ρισπέκ, και δείχνει ότι θεωρείς τον άλλον κύριο του εαυτού του - να κάτι που δεν ισχύει για όλους.

Το τελετουργικό έχει ως εξής. Παρεάκι μαζεύεται στην αυλή (σπίτι, μπαλκόνι, νυχτερινό κέντρο, οπουδήποτε), με το μπουκάλι / κανάτα / νταμιτζάνα κρασί στη μέση. Στην αρχή, ο κόσμος κερνάει και πίνει κανονικά, βάζοντας στα ποτήρια των άλλων και στο ποτήρι του (ο κεραστής, τελευταίος) και λέγοντας «γεια μας, μ'ρε παιδιά!» ή κάτι τέτοιο πριν τσουγκρίσει και πιει. Ως εδώ καλά. Αργά ή γρήγορα όμως, κάποιος θα κάνει τη μαλακία και θα «καλέσει». Έτσι ξεκινάει ένας κατήφορος που θα τελειώσει ανυπερθέτως με ένα τσούρμο λιώματα, χυμένους ο ένας πάνω στον άλλον.

Ο καλεστής, πρώτ' απ' όλα, σκώνεται όρθιος να τον βλέπουν. Μετά παίρνει το δικό του ποτήρι και το γιομίζει μέχρι πάνω πάνω, ξέχειλο που λένε. Μετά το σηκώνει προς τη μεριά αυτού που θέλει να καλέσει (παναπεί να προκαλέσει...), λέει σοβαρά-σοβαρά «στην αφεντιά σου», και το κατεβάζει κούπα (παναπεί μονορούφι). Αμέσως μετά το ξαναγιομίζει, πάλι ξέχειλο, και το δίνει σ' αυτόν που κάλεσε. Ο οποίος διαλέγει κάποιον άλλον στην παρέα να καλέσει, λέει κι αυτός «στην αφεντιά σου», πίνει την κούπα, ξαναματαγιομίζει, και ούτω καθ' εξής.

Οι κανόνες του παιχνιδιού:
1. Απαγορεύεται να καλέσεις χωρίς να πιεις. Πρώτα θα κατεβάσεις την κούπα σου, και μετά θα τη δώσεις στον άλλον. Το παιχνίδι είναι μια πρόκληση (dare που λένε στα εγγλέζικα), και δε νοείται να προκαλείς κάποιον να κάνει κάτι που εσύ δεν μπορείς.
2. Όλοι πίνουν απ' το ίδιο ποτήρι. Δεν έχει «σιχαίνομαι» και «μα η Κατερίνα φοράει κραγιόν» και αηδίες. Είναι παιχνίδι τση παρέας, και η παρέα κάνει bonding έτσι. 3. Απαγορεύεται να αρνηθείς κάλεσμα. Στην καλύτερη περίπτωση θα γίνεις ρεζίλι των σκυλιών, και θα 'σαι για πάντα πλέον ο ξενέρωτος που δεν πίνει όταν τον καλούν. Στη χειρότερη, ο καλεστής θα το πάρει προσωπικά και θ' ανάψει καβγάς. Εδώ ένα απλό τσούγκρισμα να αρνηθείς, ο άλλος παρεξηγιέται. Πόσο μάλλον ένα επίσημο κάλεσμα κι ένα αρχοντικό «στην αφεντιά σου». Όπως και να' χει, αν κάποιος δεν πιει, το παιχνίδι χαλάει, προς μεγάλη απογοήτευση της ομήγυρης.
4. Μπορείς να καλέσεις όποιον θέλεις στο τραπέζι, ακόμα κι αυτόν που σε κάλεσε αμέσως πριν, κάτι το οποίο έχει παρενέργειες. Αφενός, μπορεί να εξελιχθεί σε μονομαχία, όταν δύο στην παρέα καλούν συνέχεια ο ένας τον άλλον, συνήθως για να δουν ποιος αντέχει να πιει περισσότερο. Αυτή η εκδοχή συχνά συνοδεύεται από ανταλλαγή σκωπτικών μαντινάδων, όπου ο ένας προσπαθεί να πικάρει τον άλλον. Αφετέρου, μπορεί να οργανωθεί (εκ προμελέτης ή επιτόπου) ομαδική στοχοποίηση ενός από την παρέα, και όλοι μα όλοι οι υπόλοιποι να καλούν αυτόν, με γέλια και πειράγματα. Αυτή η εκδοχή συχνά συνοδεύεται από ενέσεις καφεΐνης στο νοσοκομείο, ώρες αργότερα.
5. Τέλος του παιχνιδιού δεν προβλέπεται. Θεωρητικά, τελειώνει όταν τελειώσει το κρασί. Φυσικά, όταν μιλάμε για σπίτια εξοπλισμένα με βαρέλια, μέχρι να τελειώσει το κρασί, ο κόσμος έχει αρχίσει να σωριάζεται.

Παραλλαγές:
1. Κούπα όχι σε κρασοπότηρο, αλλά σε υπερδιπλάσιας χωρητικότητας νεροπότηρο. Τα πράγματα βγαίνουν εκτός ελέγχου πολύ γρηγορότερα έτσι.
2. Κούπα σε ακόμα μεγαλύτερο, αυτοσχέδιο σκεύος. Έχω δει σε γλέντι γάμου κόσμο και λαό να βγαίνει εκτός μάχης σε dt, αφού ξεκίνησαν αφελώς τα «στην αφεντιά σου» με ένα πλαστικό εναμισόλιτρο μπουκάλι νερού, κομμένο λίγο κάτω απ' τη μέση. Μονορούφι πάνω από μισό λίτρο κρασί τη φορά...
3. Κούπα σε νεροπότηρο, με ρακή αντί για κρασί. Αυτά, λογικά, τα κάνουν μόνο οι βοσκοί, που ως γνωστόν έχουν υπεράνθρωπες αντοχές.

Παραλληλισμοί:
Το να πίνεις κρασί απ' το ίδιο σκεύος είναι μάλλον παγκόσμιο σύμβολο φιλίας ή/και αγάπης. Βλέπε τον καθολικό γάμο, όπου νύφη και γαμπρός έπιναν συμβολικά μια γουλιά απ' το ίδιο ποτήρι (το «διπλό» ποτήρι, που είδαμε στον Ελαφοκυνηγό, είναι νεότερη επινόηση βέβαια). Βλέπε το ορθόδοξο μυστήριο της θείας ευχαριστίας, όπου όλοι οι πιστοί μεταλαμβάνουν με το ίδιο κουτάλι. Βλέπε και το αρχαιοελληνικό έθιμο του κότταβου, όπου ο συμποσιαστής έπινε κι άφηνε μια γουλίτσα κρασί, την οποία γυρνούσε παιχνιδιάρικα στα χείλη του ποτηριού πριν το πασάρει στον εραστή. Ah, l' amour, l' amour!

Ετυμ. : < μσν. αφεντία < αφέντης < αρχ. αυθέντης

- Ώφου κι ώφου! Η τσεφαλή μου!
- Ηντά 'παθες, μ'ρε Μανολιό;
- Οψέ μαζωχτήκαμε παρέα στου Ψαρονίκου, κι είχε φέρει το καλό το κρασί απ' το χωριό, κι εξεκίνησε ο κουζουλός ο Νεκτάριος τα «στην αφεντιά σου», κι εγινήκαμε σύσκατοι ούλοι. Ώφου η τσεφαλή μου!
- Ε, και δεν αντέεις το πιώμα, μ'ρε Μανολιό; - Κούπες με το κανάτι πίναμε, Ζαχάρη!
- Χίλιοι μαύροι διαόλοι!

- Στην αφεντιά σου, Γιώργη! Κουτελοβαρίσκω σου! (γκλουπ)
- Στην αφεντιά σου, Μιχαλιό! Κι εγώ αντιστέκομαί σου! (γκλουπ)
- Στην αφεντιά σου, Γιώργη! (...ad nauseam. Κυριολεκτικώς.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναντάμ παπαντάμ οι καπάτσες γυναίκες έλεγαν ότι το μυστικό για να κατακτήσεις την καρδιά ενός άντρα είναι να κατακτήσεις πρώτα το στομάχι του. Και μετά, αφού ερωτευτεί τα σουτζουκάκια σου, για να τον κρατήσεις, πρέπει να του στέκεσαι σαν μια καλή μαμά, να τον προσέχεις, να του μαγειρεύεις, κ.λπ. (η κατσαρόλα – κατσαρόλα).

Εύκολο να γίνει κατανοητό μέσα από τις εξής υποθετικές εικόνες:

Εικόνα 1 (χάλια): Τον έχεις και τρέχει όλη μέρα να σου φέρει λεφτά για τα γκούτσι σου και τα ντιόρ σου, δεν τρώει, πίνει πέντε καφέδες χωρίς ζάχαρη και σκάει σπίτι με νεύρα τεντωμένα και στην τσίτα και τον ταΐζεις σουβλάκια ντιλίβερι με πατάτες πανιασμένες που 'χουν μείνει στον σουβλατζή από χτες: τι κουνήματα να του κάνεις ρε κοπελιά, χαμπάρι δεν θα πάρει ότι φοράς το κόκκινο σιθρού βρακί αυτοκινήτου. Θα πάρει το τηλεκοντρόλ να δει τον αγώνα και θα τον τσαντίζει ακόμα και το που αναπνέεις.

Εικόνα 2 (αυτή!!! –κρατηθείτε, ακολουθεί η κεντρική ιδέα του ορισμού): Αντιθέτως με την προηγούμενη εικόνα, σκέψου, τι αποτέλεσμα έχει να του μαγειρέψεις ένα καλό γεύμα: τον περιμένεις με τα κεράκια αναμμένα, το τζάκι να καίει νωχελικά, το σπίτι ευωδιάζει νόστιμο φαγάκι, τον ταΐζεις στο στόμα με τον τρυφερό σολομό που η υφή του παραπέμπει σε βελούδινο γυναικείο δέρμα, τον κερνάς ένα μεθυστικό κρασί με φρουτώδες άρωμα, του σερβίρεις τις κατακόκκινες μοσχοβολιστές φραουλίτσες (σχήμα καρδιάς)... όλα παραπέμπουν ενδόμυχα στο σεξ σε όλο το σκηνικό... χαλαρώνει και του 'ρχεται. Σε κοιτάει και γλείφεται κι ας φοράς και το περιοδόβρακο (λέμε τώρα).

Σο, το να μαγειρέψεις ένα καλό γεύμα είναι καλό για σένα κοπέλα του σήμερα.

Για ενισχυμένα αποτελέσματα μπορεί να γίνει επιλογή από γνωστά αφροδισιακά όπως:

  • Χαβιάρι ή / και στρείδια (ο ψευδάργυρος τεντώνει / την γαμοτεστοστερόνη –έκανα ποίμα, έκανα ποίμα),
  • Ραπανάκια (τα 'τρωγε ο Φαραώ που του αρέσαν τα πικάντικα και χαίρονταν οι σκλάβες),
  • Μπανάνες (έχει και το σχήμα έχει και την χάρη –μαγικά ένζυμα που τον κάνουν ζαγοράκη),
  • Σαμπάνια (ε, καλά, αυτό το ξέρει κι η κουτσή Μαρία),
  • Σοκολάτες (επίσης το ξέρει ο κόσμος όλος, παραγωγή ενδορφινών στον εγκέφαλο κάργα),
  • Σύκα (τι λες τώρα!αυτό λοιπόν προσωπικά δεν το ήξερα, το βρήκα όμως στο νετ, το 'χαν λέει οι αρχαίοι Έλληνες για πολύ καυλωτικό αλλά κρατάω επιφυλάξεις γιατί αυτοί γαμιούνταν μεταξύ τους...),

και τέλος πάντων διάφορα τέτοια μαγικά.

Να σημειωθεί πάντως ότι τα όρια είναι πολύ δυσδιάκριτα και πρέπει να είμαστε προσεκτικές. Στο καλό γεύμα που θα μαγειρευτεί, πρέπει να επικρατούν γεύσεις και αρώματα φινετσάτα, αέρινα, πλούσια και όπως και δήποτε να αποφεύγονται τα τσιγαριστά, τα σκόρδα και τα όσπρια.

Επίσης, οι ποσότητες σε ένα καλό γεύμα πρέπει να είναι σχετικά μικρές (όπως σε κάτι γκουρμέ εστιατόρια που σου σερβίρουν μια υπέροχης γεύσης κοτσιλιά σε ένα τεράστιο πιάτο στολισμένο με σάλτσα από σπάνιο σμέουρο), αλλιώς, άμα τον παραταΐσεις, θα ρευτεί σαν μοσχάρι και θα πάει κατευθείαν για ύπνο.

Ασίστ: στο ΔΠ από τον Χαλικού.

Παράδειγμα 1 - Το σχόλιο της υπογράφουσας σε αυτό το λήμμα:

Ε: Ο άντρας μου φτάνει πάντα σε οργασμό, μετά τον παίρνει ο ύπνος και δεν μου προσφέρει εμένα έναν.

Α: Δεν είμαι σίγουρος πως καταλαβαίνω το πρόβλημα. Ίσως ξεχάσατε να του μαγειρέψετε ένα καλό γεύμα.....

Παράδειγμα 2:
(Η Ευφροσύνη το πήρε απόφαση και χωρίζει τον Μπάμπη. Αυτός απελπισμένος τραγουδάει:)

Μπάμπης: Μ' αφήνεις τώρα που έμαθα κοντά σου
και ζω μονάχα για το μουσακά σου
και το στιφάδο και τα γεμιστά σου
όχι όχι άλλος πια λαπάς όχι όχι ούτε τραχανάς

Μείνε μαζί μου και μη μ' αγαπήσεις
μόνο πατάτες να μου τηγανίσεις
και λίγο λίγο να τις ξεροψήσεις
όχι όχι όλες μην τις φας όχι όχι άσε και για μας

Τι θα γίνω μες στη ζωή, αν ξυπνήσω ένα πρωί
και κοιτάξω στην κατσαρόλα, από μέσα να λείπει το φαΐ...

Ευφροσύνη:

Α ρε Μπάμπη, σου μαγείρευα ένα καλό γεύμα κάθε βράδυ γιατί διάβασα το κόλπο στο www.slang.gr, αλλά δεν το εκτίμησες ούτε αυτό, την γλώσσα σου στο αιδοίο μου δεν είδα... Έχε γεια αγαπημένε...

clopyright άσματος από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που ετυμολογικά δεν συνδέεται με τον Μέλβιν Τσίτουμ, αν και η εμφάνιση του τελευταίου στο ελληνικό μπάσκετ έδωσε σαφή ωθηση στην λέξη.

Στην ορίγκιναλ εκδοχή του, όπως και το τσου ρε, συνοδεύεται από επίθεση προς την περιοχή των γεννητικών οργάνων με μία ιδιαίτερη χειρονομία: δείκτης και αντίχειρας ενωμένοι, τα υπόλοιπα δάχτυλα μαζεμένα, όπως στη χειρονομία για τα γκαφρά, αλλά χωρίς τριβή των δακτύλων.

Πρόκειται για παιδικό παιχνίδι κατά το οποίο είτε όντως προσπαθείς να βλάψεις την οικογένεια του άλλου, είτε απλά να τον κάνεις να σκιαχτεί (no fear = δε σκιάζομαι είχα δει σε τοίχο) με σαφή την πρόθεσή σου να μην τον χτυπήσεις. Ενίοτε, βέβαια, το παιχνίδι καταλήγει σε γαλλικό μυθιστόρημα του 19ου.

Όταν δεν συνοδεύεται από την χειρονομία, όπως συμβαίνει μετά το πέρας της λυκειακής περιόδου, αποτελεί έκφραση κατάφωρης ειρωνείας ως αντίδραση στα άρτι ρηθέντα και συνοδεύεται σχεδόν πάντα από το ρε. Εναλλακτικά, σε αυτήν την περίπτωση μπορούμε να κλίνουμε την κεφαλή απειλητικά, προσποιούμενοι κεφαλιά.

Αυτονομημένο είναι ισοδύναμο με το τσου ρε Λάκη, αλλά δεν απευθύνεται σε κανέναν Λάκη, όπως και το ίσα ρε.

Λεγόταν τα ενενήνταζ στη λευκάδα, δεν ξέρω αν παίζει ακόμα.

Παράρτημα προφοράς κατά τα κλασσικά στο κάνε.

- πάω 'α χωθώ σ' Στέησ'.
- Τσίτου ρε, έ'εις δει τ' κεφάλ' κ'βαλάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα της Κυπριακής Ελληνικής που ενδέχεται να ακουστεί σε συναναστροφές με Κύπριους φοιτητές ανά το παγκόσμιο. Το ρήμα περικλείει διάφορες συνειδητές αλλαγές στον τρόπο ομιλίας οι οποίες θα αναλυθούν αμέσως μετά το σύντομο ετυμολογικό διάλειμμα.

Το ρήμα προέρχεται από τον χαρακτηρισμό «καλαμαράς» που στην καθομιλουμένη κυπριακή σημαίνει Έλληνας της Ελλάδας, σε αντιδιαστολή με τον ελληνόφωνο πληθυσμό της Κύπρου.

Όταν κάποιος (κύπριος) καλαμαρίζει, σημαίνει ότι (συνήθως) συνειδητά προβαίνει σε αλλαγές στο λεξιλόγιο, την σύνταξη και την φωνολογία ώστε να μοιάζει με την Κοινή Νέα Ελληνική. Πρόκειται για φαινόμενο μαζικής υπερδιόρθωσης (hypercorrection)

Ο όρος έχει υποτιμητική χροιά αλλά το φαινόμενο καθεαυτό γίνεται όλο και πιο αποδεκτό καθώς παρατηρείται σύγκλιση των κυπριακών διαλέκτων σε μια κοινή Κυπριακή που αποτελεί μείγμα χαρακτηριστικών της κυπριακής διαλέκτου και της κοινής Ελληνικής.

Οι Αλλαγές:

Α. Φωνολογικά

  • Στα κυπριακά ιδιώματα επιβιώνουν τα διπλά σύμφωνα των αρχαίων (πχ άλλος: /'alːos/ αντί /'alos/) αλλά αναπτύσσονται και σε άλλες θέσεις που δεν υπήρχαν αρχικά (πχ σκύλος: /'ʃilːos/ αντί /'/'scilos/). Όταν κάποιος καλαμαρίζει, δεν προφέρει τα διπλά σύμφωνα.
  • Στα κυπριακά ιδιώματα διατηρείται και η προφορά των δασέων [pʰ], [tʰ] και [kʰ], τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις έχουν και λεξιλογική σημασία (πχ κούπα (δοχείο) /kupʰa/ VS κούπα (έδεσμα) /kupa/). Και αυτά είναι πιθανόν να απουσιάσουν από το λόγο κάποιου που καλαμαρίζει.
  • Στο κυπριακό ιδίωμα παρατηρούνται τα σύμφωνα [ʃ], [ʧ] (και τα μακρά/δασέα/ηχηρά variants τους) που υποκαθιστούν τα [ç] και [c] σε συγκεκριμένα φωνητικά περιβάλλοντα. Και πάλι, αυτά τα σύμφωνα θα αποφευχθούν από αυτόν που καλαμαρίζει. Μερικές λέξεις όπως ο σύνδεσμος «και» /ʧe/ (αν είναι ήχηρο: /ʤe/) αντιστέκονται στον τύπο της Κοινής /ce/.
  • Αντιστροφή της αποσιώπησης των β, δ, γ, πχ η κατάληξη ουσιαστικόν -ούδιν προφέρεται συνήθως -ούιν. Κάποιος που καλαμαρίζει όχι μόνο θα προφέρει αυτά τα σύμφωνα, αλλά θα τα προφέρει και σε θέσεις που δεν υπήρχαν αρχικά.

    O γράφων δεν έχει παρατηρήσει άλλα φωνολογικά χαρακτηριστικά της κυπριακής να διορθώνονται από τους καλαμαρίζοντες.

Β. Μορφολογία/Σύνταξη

Στην Κύπρο η κυπριακή γραμματική και η γραμματική της Κοινής βρίσκονται σε σύγκρουση. Διάφορα κλιτά μέρη του λόγου σχηματίζονται διαφορετικά.

  • Το ρήμα «είναι» στα κυπριακά κλίνεται ως: είμαι, είσαι, ΈΝΙ/ΕΝ, είμαστεΝ, είσαστεΝ/είσαστΙΝ, ΈΝΙ/ΕΝ. Ο καλαμαρίζοντας πιθανόν να αντικαταστήσει το ένι με το είναι σε μια καθόλα κυπριακή πρόταση προκαλώντας μια awkward κατάσταση.
  • Οι προσωπικές αντωνυμίες είναι: εγιώ/εγιώνι /e'ʝo/ /~ni/, εσού, τζείνος/η/ο /'ʧinos/ /~i/ /~o/, εμείς, εσείς, τζείνοι/ες/οι. Όπως και πιο πάνω.
  • Οι καταλήξεις των ρημάτων -ούμεν(τε), -όννετε για α' και β' πληθυντικού αντικαθίστανται από αυτές της κοινής.
  • Περιφραστικοί χρόνοι. Παρόλο που αποφεύγονται στην Κυπριακή, οι καλαμαρίζοντες τείνουν να τους χρησιμοποιούν, ωστόσο σχηματίζονται διαφορετικά: Κυπριακή | Ελληνική | Καλαμαρισμός Είπα της |Της είχα πει| Είχα της πει. <- παρατηρείστε ότι το «της» αντιστέκεται και παραμένει μετά το κυρίως ρήμα αντί να πάει μπροστά από αυτό.

    Παρατηρείται και υπερδιόρθωση άλλων δομών σύνταξης για τις οποίες ο γράφων επιφυλάσσεται να γράψει αφού μελετήσει εις βάθος.

Γ. Λεξιλογικά

Απάνθισμα Κυπριακών λημματουθκιών.

Αρκετές λέξεις στο πιο πάνω λινκ είναι απαρχαιωμένες και δεν χρησιμοποιούνται πλέον, άλλες χρησιμοποιούνται καθημερινά και αρκετές από αυτές θεωρούνται μιάσματα από τους καλαμαριστές.

Ο Κύπριος που χρησιμοποιεί αδιάκριτα την κοινή γλώσσα λέγεται ότι «ελληνικουρίζει» ή «καλαμαρίζει». http://greeksurnames.blogspot.com/2010/06/blog-post.html

(από perkins, 23/06/10)(από perkins, 23/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified