Ο στενόχωρος. Κατά μια άλλη έννοια οι συχνά εναλασσόμενες καιρικές συνθήκες.
- Ρε παιδί μου τι καιρός είναι αυτός; Τη μια συννεφιά με κρύο, την άλλη ζέστη και υγρασία...
- Ναι μουνόχωρος.
Ο στενόχωρος. Κατά μια άλλη έννοια οι συχνά εναλασσόμενες καιρικές συνθήκες.
- Ρε παιδί μου τι καιρός είναι αυτός; Τη μια συννεφιά με κρύο, την άλλη ζέστη και υγρασία...
- Ναι μουνόχωρος.
Got a better definition? Add it!
Ο ζιλ ζουρνά γκαϊντατζής του Έβρου, στο πρώτο παράδειγμα, ξεκίναγε τη μέρα του με μάλλον ανήπαρκτο τρόπο. Δεν έχω ιδέα αν η φράση λέγεται ( ή λεγόταν ) με αυτήν ή με κάποια άλλη, παρεμφερή έννοια. Το όποιο σλανγκοζούμι, αν υπάρχει, εκεί βρίσκεται. Ας μιλήσουν οι βόρειοι, ή όποιος άλλος τεσπα. Ρωτήστε και κάνα παπού, κακό δεν κάνει.
Η ετυμό : Aραβ. αρχής οθωμ. üşür > τουρκ. öşür vergisi / aşar = φόρος της δεκάτης.
Ξεκίναγε τη μέρα του μ' ένα μεγάλο νεροπότηρο ούζο, ουσούρ, δηλαδή γεμάτο ως τα πάνω, ξεχειλισμένο - έβαζε το δάχτυλό του στα χείλια του ποτηριού για να δει αν το ακουμπάει η επιφάνεια του πιοτού. Τόλεγε ουσούρ γιατί, παλιότερα, πριν τους ξεριζώσουν απ' τον Μαΐστρο της Μικρασίας, όταν έρχονταν οι Τούρκοι φοροεισπράκτορες στ' αλώνια για να πάρουν τον φόρο, γέμιζαν με το στάρι που αναλογούσε γκαζοντενεκέδες ως τα πάνω, ξεχειλισμένους, ύστερα έσερναν έναν χάρακα χείλι με χείλι στον κάθε ντενεκέ να ισιώσει ξέχειλα η επιφάνεια του σταριού - κι αυτό τόλεγαν ουσούρ.
Γ. Σκαμπαρδώνη «Ουσούρ», από την «Ψίχα της Μεταλαβιάς», εκδ. τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1990.
Και διά τούτο από τον καιρόν του αοιδίμου Σουλτάν Μεχμέτη [...] όσοι είναι εις τους τόπους των, και εις τα κτήματά των (μούλκια) οπού εξουσιάζουσι και ευρίσκονται εις τα Καλάβρυτα, και Βοστίτζαν, και παλαιάν Πάτραν, και εις το Χλουμούτζιον, και τα Τρυπία, ωρίσθη να δίδωσι δι' αυτά [...] δεκαπέντε χιλιάδες άσπρα, κατ' έτος, αντί του ουσουρίου και ρεσμίου και των άλλων τεκιλιφίων [...] burada
ΒΑΜΒΑΚΟΧΟΡΤΟΝ, Xylon Herbaceum, είναι [...] το γνωστόν εις ημάς Βαμβάκι [...] λαμβάνει και διάφορα ονόματα, ή από του τόπου, καθ' όν γίνεται [...] ή από του τόπου, από τον οποίον στέλλεται [...] ή από τον τρόπον της εκλογής, ως Ουσούρι (το δέκατον), ή από τον τρόπον της πρώτης κατασκευής, ως δεμένον με άχυρον ή λυτόν, ή και από το μέγεθος των σακίων [...] şurada
Η Οθωμανική φορομπηχτική πολιτική εν Μολδοβλαχία και οι γλωσσολογικές της συνέπειες orada
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
«Κουβάδες»: δείχνει τεράστια ικανοποίηση η και απόλαυση και αποτελεί τμήμα της έκφρασης «χύνω κουβάδες». Επίσης δεν αναφέρεται μόνο σε σεξουαλικά αντικείμενα αλλά και σε οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει απόλαυση η ευχαρίστηση. Επίσης χρησιμοποιείται ως παραίνεση.
1) Συζήτηση μεταξύ φίλων.
Ερώτηση: είναι καλό το τελευταίο π.χ. (ταινία, δίσκος, παιχνίδι, βιβλίο);
Απάντηση: Καλά μιλάμε, κουβάδες!
2) Πήγαινε να φας στο τάδε εστιατόριο, το φαγητό είναι κουβάδες.
Got a better definition? Add it!
Καταρχάς, δεν έχει καμία σχέση με τον Μπακούνιν.
Η σημασία της είναι παρόμοια με τη λέξη μπουκιά, κανονικά αναφέρεται στη μεγάλη μπουκιά, όμως στα χωριά της Λευκάδας δεν υπάρχουν τέτοιες μικροδιαφορές, και χρησιμοποιείται κυρίως για την φέτα ψωμί.
- Καθόμ'να κι εχάλευα να φάω ένα μπ'κούν' ψωμί σαν άνθρωπος, και αρχινάνε τα τ'λέφωνα. Δε μπόραγα να βρω λίγη ησυχία!
Got a better definition? Add it!
μπλαθρώνω/-ομαι
Ανήκει στη Λευκαδίτικη διάλεκτο, και σημαίνει λερώνω ή λερώνομαι.
(γυρνάει το παιδάκι απ' το σχολείο, το βλέπει η γιαγιά)
- Πώς εγίν'κες έτσι μωρέ σκατόπαιδο; Πού μπλαθρώθ'κες;
Got a better definition? Add it!
Μούγκλαβος ή αλλιώς μαμούχαλος, βαριέται να κάνει πράγματα, και όταν κάνει κάτι, το κάνει με πολύ αργή ταχύτητα. Γενικά είναι κοιμισμένος.
- Το βλέμμα του είναι κολλημένο στην τηλεόραση, δεν ακούει καν όταν τον φωνάζω, έχει αποβλακωθεί τελείως.
- Αφού είναι μούγκλαβος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το κρεσενταριστό φραπέ που χτυπάς μόνος σου, ή που σου σερβίρει κάποια πρόθυμη φραπεδιάρα ψυχή. Κρητικός ιδιωματισμός που έχει παρεισφρήσει για τα καλά και στην μπουρδελοσλάνγκ.
Πέραν του φραπουτσίνο, τα αλάνια επίσης αποκαλούν καταχτύπι...
Τους τρελούς κραδασμούς που νοιώθει ο πωπός του ωτομοτά σε ανώμαλο δρόμο με σκληρές αναρτήσεις και κωλοφτιαγμένο κινητήρα (βλ. παρ. 6)
Σ.ς.: αφιερούται στον Αγνωστο Φραπελημματοδότη του σλανγκρρ ἐπ' εὐκαιρίᾳ τση 7ης *Παγκόσμιας Ημέρας Frappernité.*
1.
Το καταχτύπι παίζει πολύ στην Κρήτη, μην πω ότι είναι κρητικό και ακουστώ τοπικιστικιστικιστής (xalikoutis)
2.
- xalikoutis: την κα αρνού κι εγώ πολύ νάρα τη φαντάζομαι, φανταστείτε τριαντάρα γαλλίδα κρύσταλλο σεξουαλικά σχετικά αχρησιμοποίητη σε σημείο επιπολής στατικού ηλεκτρισμού και ηφαιστιακών υποσχέσεων... για πολύ καταχτύπι αν μου επιτρέπετε...
- Hank: ...κι εγώ είχα τραβήξει πολλές μαλακίες για πάρτη της, όταν ήμουν μικρός...
3.
Η μαλακία είναι θείο δώρο, ευγενές sport, δημιουργική απασχόληση, πράξη βαθιάς αυτογνωσίας και αυτοεκτίμησης, ενέργεια με πολυσήμαντο πολιτικό συμβολισμό. Συνίσταται να λαμβάνει χώρα μπροστά σε ολόσωμο καθπέπτη ώστε να μεγιστοποιούνται τα ωφέλη που προκύπτουν από το καταχτύπι (strongly recommented).
4.
Δακτυλάκι και εκεί, χωρίς το παραμικρό όχι ή μη, και καταχτύπι για άλλα 5-7 λεπτά. Μια και δεν με έβλεπα να τελειώνω έτσι, της ζήτησα να γυρίσουμε σε 69, όπου και ολοκλήρωσα μετά από έντονο γλύψιμο.
5.
Slayer - Silent Scream - Τελειωτικό καταχτύπι...Αν προλάβεις τον ντράμερ...
6.
Δεν είμαι ικανοποιημένος όμως. Το σασμάν θυμίζει Yamaha (πολύ καταχτύπι και τα σχετικά), ούτε το δούλεμα του κινητήρα μου αρέσει ειδικά στις μεσαίες στροφές και σαν να μου μυρίζει και καΐλα...:alien
Got a better definition? Add it!
Πρωί-πρωί.
Σε περιοχές, όπου η ντοπιολαλιά μετατρέπει το «ου» σε «ο» (π.χ. «θείο θέλω κολόρι» από παλιό ανέκδοτο). Σε άλλες περιοχές συμβαίνει το ανάποδο, όπως στη γνωστή ιστορία με τον Καραμανλή (θείο) στα εγκαίνια του χιονοδρομικού στον Παρνασσό, που είπε: «Μπράβο. Σαμουνί το κάνατε!» και μείνανε όλοι κάγκελο, μέχρι να καταλάβουν πως εννοούσε το Σαμονί (Chamonix-Mont-Blanc) των Άλπεων!
Έχω επίσης υπ' όψιν μου και τον αϊ-Γιάννη, τον 'πορνιαστή, ο οποίος δεν έχει καμιά σχέση με αυτό που βάζετε στα βρώμικα μυαλά σας. Απλώς τυχαίνει να γιορτάζει στις 24 Ιουνίου, την εποχή που απορνιάζουν δηλ. βγάζουν τον ορνό απ' τις συκιές. Η ντοπιολαλιά της Κύθνου αφαιρεί το στερητικό «α» από την αρχή των λέξεων κι έτσι ο «απορνιαστής» έγινε... πουτανιάρης. (Αλλού τον λένε Κλήδονα).
Θα κινήσομε το πορνό-πορνό να μη μας φάει η κάψη.
Μου 'πες πως του 'πορνιαστή θε να 'σουνε φερμένος.
Got a better definition? Add it!
Ο στεγάς, αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει στέγες, στα Ελληνοαμερικάνικα.
Απο το «roof» (στέγη) και το «φκιάνω».
-Μετά τα τελευταία μπηλοζήρια στάζει το ταβάνι.
-Οκέυ. Θα φωνάξω το ρουφιάνο να το φκιάσει.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που τρώει κώλους με τη μεταφορική σημασία του τρώω, ήτοι γαμεί. Ο κολομπαράς δηλαδή, ή ο κωλάκιας. (Θα μπορούσε θεωρητικά να έχει και την πιο κυριολεκτική σημασία του επιδιδόμενου σε πρωκτολειχία, αλλά δεν το έχω συναντήσει). Το βρίσκουμε σήμερα με αυτή τη σημασία του κολομπαρά ως τοπικό ιδιωματισμό στον κάμπο της Θεσσαλίας.
Το ενδιαφέρον της σλανγκιάς έγκειται, όμως, κυρίως στο ότι υπάρχει από τον καιρό της εθνικής παλιγγενεσίας και επανάστασης του 1821! Την διασώζει ο αγωνιστής Νικόλαος Κασομούληςστα απομνημονεύματά του με τίτλο «Ἐνθυμήματα στρατιωτικὰ τῆς Ἐπαναστάσεως τῶν Ελλήνων 1821 -1833» ότι υπήρχε ως παρατσούκλι στη Ρούμελη, όπως διαπιστώνεται σε σχετικούς καταλόγους στρατεύσιμων (χιλιαρχίες) το 1826. Ο Κασομούλης προβαίνει σε μια διάκριση μεταξύ Ρουμελιωτών και Μοραϊτών, παρατηρώντας ότι μόνο στη Ρούμελη υπήρχε αυτή η συνήθεια να δίνονται χυδαία παρατσούκλια σεξουαλικής υφής και να τα φέρουν κιόλας οι ούτως επονομαζόμενοι αγογγύστως, ενώ αντιθέτως οι Μοραϊτες ήταν υπερβολικά περήφανοι για να δεχτούν κάτι τέτοιο. Δέον, λοιπόν, να προστεθεί και το μουνοφάγος μαζί με τα υπόλοιπα που διασώζει ο Κασομούλης στις σλανγκιές του 1821.
2. exo ego enan fragkato apo mozambiki...megalo paketo! alla mayros katrami kai kolofagos! ti les egkrineis; (Οπαδοί από Βόλο).
Got a better definition? Add it!