Further tags

Λίλιαν, η / το.

Το γυναικείο μικρό όνομα Λίλιαν έχει αναδειχθεί, μέσα από την προτίμηση που του δείχνουν διάφοροι λημματοδότες και Σλάνγκοι Δράκοι του slang.gr, σε συνώνυμο του αμαρτωλού θηλυκού γι' αυτό το site, της γκόμενας ανάφτρας και καντηλανάφτρας, της γκόμενας ονείρωξης με άλλα λόγια.

Για να φανεί το πόσο καυλερή είναι αυτή η τύπα, πέρα από το πρώτο λήμμα στο οποίο έκανε την εμφάνισή της, θα πρέπει να συμβουλευτείτε διάφορα άλλα, μεταξύ άλλων αυτό, όπου η συνουσία μαζί της θεωρείται θρίαμβος της ανθρωπότητας, αυτό, στο οποίο για χάρη της γίνεται μέγας μανικουλές, αυτό, στο οποίο το να έχει βαρεθεί κάποιος να πηδά τη Λίλιαν αποδεικνύει την πολυγαμική ανδρική φύση, αυτό, στο οποίο η Λίλιαν σεξεζουμίζει τον εκλιπαρόντα για ανάπ(κ)αυλα πρωταγωνιστή, και πολλά άλλα.

Το όνομα Λίλιαν επέλεγη ως συνώνυμο της καύλας, ερχόμενο να προστεθεί σε μια μακρά σειρά εξωτικών ονομάτων που έχουν περάσει στην ελληνική σλανγκ ακριβώς ως συνώνυμα της καύλας. Σταχυολογώντας και χωρίς να είμαστε σε θέση να μιλήσουμε για την slang-προέλευση των περισσότερων λημμάτων θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τα Τζέσικα, Σούζη, Λάουρα, Δεβόρα, Μαριλού (τα δυο τελευταία από τους Απαράδεκτους), Λόλα φυσικά και πολλά άλλα...

Η επιλογή, το εύστοχο και η δημοτικότητα του Λίλιαν μάλλον οφείλεται στην συνεργεία διάφορων παραγόντων: είναι μεν αρκούντως εξωτικό, ωστόσο, είναι και πολιτογραφημένο στα Ελληνικά εδώ και βιβλικό φαντάζομαι καιρό, ώστε ταιριάζει/παραπέμπει στις εμφανώς αναβαθμισμένες τα τελευταία χρόνια νεοΕλληνίδες και τα καβλωτικά θήλεα νέας κοπής που έχουν κατακλύσει δρόμους και πλατείες. και που έχουν και ψιλομυστήρια ονόματα, εδώ που τα λέμε.

Το όνομα ενδεχομένως παραπέμπει και σε σέξαλλο πλουσιοκόριτσο ή μπουζουκομούνι. Ασφαλώς, η Λίλιαν δε θα μπορούσε να υπάρξει ως τέτοια αν δεν είχε γίνει και η πολιτογράφηση του Αναστασία στο γνωστό σίριαλ, ως ονόματος με φλογερές συνδηλώσεις, πολιτογράφηση η οποία, αξίζει να αναφερθεί, αποενοχοποίησε σ' ό,τι αφορά το βαφτιστικό τους όνομα πολλές καυτές Ευαγγελίες, Γεωργίες, Ευανθίες κλπ της διπλανής πόρτας.

Στο βάθος όμως, το Λίλιαν κρύβει μέσα του πολύ αμαρτία, όσο πάει, βασικά: ποιος ξεχνά τη Λιλί Μαρλέν, το OST του Β' ΠΠ για τους φαντάρους και των δυο στρατοπέδων; Ποιος ξεχνά κυρίως τη μυθική Λιλίθ (βλ. εδώ, όπου και οι στίχοι ενός αγαπημένου τραγουδιού για αυτήν);

- Τι θα ήταν η Λίλιαν αν είχε λιλί;
- Τραβελίλιαν...ουαχααχαχαχα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ίδιο και στην Κύπρο...

Ίντα γάρος εν τούτος;

Τζιπρεϊκος γάρος (από GATZMAN, 27/09/10)

Δες και γάρος στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες συνομοταξίες γουρνάρηδων, με διαφορετική ετυμολογική προέλευση:

1. Ο χοιροβοσκός. Η ορθή προφορά είναι γουρνάρς.

Εκ του γουρουνιού (< αρχ. γρώνα, η γουρούνα).

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε που πήγε η δεύτερη συλλαβή ου, οέο. Εξερευνώντας την επαρχία μας θα διαπιστώσετε ότι πάμπολλες ταβέρνες δελεάζουν τους περιηγητές με μια μαγική επιγραφή: γουρουνόπουλο σούβλας. Φτάνοντας όμως στην Πελοπόννησο, και προχωρώντας νότια προς Αρκαδία και Μεσσηνία, οι πιο οξυδερκείς καλοφαγάδες θα παρατηρήσουν μια ειδοποιό διαφορά που θα διεγείρει τους σιελογόνους αδένες τους: στις πινακίδες των ταβερνείων το γουρουνόπουλο μεταλλάσσεται σε γουρνοπούλα.

Εγκαταλείπεται δηλαδή η πλεονάζουσα συλλαβή ου και πέφτουμε πάραυτα στο ψητό.

Με την ίδια λοιπόν αφαιρετική λογική ο γουρουνιάρης χοιροβοσκός γίνεται γουρνάρης. Ο έχων την ετυμολογία του χοίρου γουρνάρης έχει, εκ του προχείρου, δύο σλανγκικές εφαρμογές:

α) Ο μηχανόβιος aficionado της γνωστής γουρούνας.

β) Έτσι ακοκαλείται, με βουκολική διάθεση, οποιαδήποτε μορφής ανθρώπινο γουρούνι: - Όργανα της τάξης - Σοβινιστής φαλλοκράτης (ήτοι οιοσδήποτε άνδρας δεν το σφίγγει το μπουλόνι) - Ακατάστατος και εν γένει λιγδιάρης (γράφε, μη μητροφυλόφιλος).

2. Παραδοσιακό παιχνίδι του παρελθόντος

Εκ της γούρνας (< αρχ. γρώνη, η κοιλότητα) του οποίου οι κανόνες μπορείτε να διαβάσετε εδώ, αρκεί να σντικαταστήσετε ως συνήθως το ερωτηματικό.

Γουρνάρης, the pig farmer:

Ο μόνος που δεν ψήφισε ακόμη είναι ο Τζίμος ο γουρνάρης. Βλέποντας ότι η ψήφος του είναι καθοριστική τρέχουν να τον παρακαλέσουν να διαλέξει την μία ή την άλλη παράταξη. Ο Τζίμος ανένδοτος δεν αποδέχεται τις προτάσεις αλλά τους εκβιάζει λέγοντας να ψηφίσουν αυτόν για πρόεδρο. (Από τοπική εφημερίδα της Ημαθίας)

Γουρνάρης, the male chauvinist pig

Λίλιαν: Είσαι ένας αισχρός άθλιος γουρνάρης!
Πέρι: Γουρνάρης, χρου;;;

Γουρνάρης, the game:

Για μπάλα είχαν το σκλεπατάρι,
πηδούσαν σαν καλλικατζάροι,
στη γούρνα έπρεπε ν’ αράξει
ο γουρνάρης για ν’ αλλάξει.
(Από λαογραφική ιστιοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπαστήρ –εκ του Συνδρόμου Π**ολλαπλής **Αυτομπαγαποντοδοτικής Στήριξης (Σ.Π.Α.Στηρ.)– αποκαλείται η νεοδιαγνωσθείσα μετάλλαξη του κλασσικού μπαγαποντοδοτισμού, με έντονα όμως στοιχεία σπασαρχιδισμού και σπαμαρχιδισμού.

Οι σπαστήρες συνήθως χαρακτηρίζονται από τα εξής κοινά χαρακτηριστικά:

1. Εγγράφονται με δύο ή περισσότερους κωδικούς,

2. Οι πολλαπλές τους περσόνες πρωτοεμφανίζονται την ίδια μέρα και πλημμυροδοτούν το σάιτ με λήμματα,

3. Ανταλλάσουν σπέκια, φιλοφρονήσεις και μπαγαποντοδοτούν υπέρ αλλήλων,

4. Συχνά αποκαλύπτονται, μέσα στον ενθουσιασμό τους, καθώς ταυτόχρονα βάζουν το ίδιο λήμμα με πανομοιότυπο σχεδόν ορισμό.

Η βιβλιογραφία αναφέρεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες σπαστήρων:

1. Οι Ψυχοσπαστήρες:
Αυτοί πάσχουν από παραλλαγή του συνδρόμου MPD (Multiple Pagapontic Disorder). Zούνε σ’ ένα όνειρο που τρίζει, είναι παντελώς για δέσιμο, αλλά συνήθως δεν είναι επικίνδυνοι παρά μόνο για τον εαυτό τους. Με την πάροδο του χρόνου συνήθως εκφυλίζονται σε τρολ και ωσεκτουτού αποχωρούν από το σάιτ μόλις νοιώσουν την παρατεταμένη περιφρόνηση των θαμώνων.

2. Οι Ξενεροσπαστήρες:
Οι σπαστήρες αυτοί δεν είναι ψυχασθενείς. Ενδέχεται μάλιστα να είναι γνωστοί, ακόμα και διακεκριμένοι λημματοδότες , οι οποίοι για λόγους που μόνο εκείνοι γνωρίζουν υιοθετούν δύο περσόνες και πλημμυροδοτούν το σάιτ με λήμματα τα οποία πολλές φορές είναι καλά έως και ευφυέστατα. Τα κίνητρα τους είναι λιγότερο αυτονόητα από εκείνα των ψυχοσπαστήρων. Μερικοί έχουν οι ίδιοι πέσει θύματα τραυματικής μπαγαπονοτοδοσίας στα παιδικά τους χρόνια, και βάζουν στοίχημα ότι φορώντας την μάσκα του εκδικητή μπορούν να ανέλθουν στο τοπ 10 της βαθμολογίας σε χρόνο dt, παραδίδοντας μάλιστα και μάθημα σε μερικούς μερικούς. Άλλοι πάλι απλούστατα το κάνουν για πλάκα. Στη τελευταία ανάλυση οι ξενεροσπαστήρες καταφέρνουν να ξενερώνουν τόσο τους ενάρετους θαμώνες του σάιτ, όσο και τον εαυτό τους.

Οι γνώμες των ειδικών διίστανται για την ταξινομία των κρουσμάτων που πρόσφατα (24/11/2008) εκδηλώθηκαν στο σλάνγκ ντοτ τζιάρ. Ωστόσο, όλες οι αποχρώσες ενδείξεις συνηγορούν ότι πρόκειται για ξενεροσπαστήρες.

Είπαν για τους σπαστήρες:

«...μια εν δυνάμει βόμβα στα θεμέλια του σάιτ. Ίσως, ίσως μια βόμβα στα ίδια τα θεμέλια του πολιτισμού μας όπως τον ξέρουμε. Τι απέγινε άραγε η Τιμή, η Ειλικρίνεια, τι απέγινε η Αγνότητα, τι απέγινε το πτώμα του Jimmy Hoffa;...»

«....πιστεύω πως (...) πίσω από δαύτους είναι ένας δικός μας...»

«μπορεί νά 'ναι κολλητάρια που παίζουνε μαζί στο σλάνγκ. Μπορεί... Άς το ψάξει ο ρουμάνος

«...τέτοιοι λογαριασμοί αργά ή γρήγορα έστω και ανεπίσημα, γίνονται αντιληπτοί! (...) Πάντως μου έβαλες ψύλλους στ' αφτιά!»

«...αυτός ο πραγματικά προικισμένος νέος θα ασυδοτεί δίχως αντίδραση από μένα τουλάχιστον, λόγω του ότι είναι προικισμένος λημματοδότης... αν όμως αποδειχθεί βραχύβια αυτή του η εποχή της ακμής και συνεχίσει τη λοβιτούρα, θα πέσει πέλεκυς!»

αποκαλύπτουμε! (από xalikoutis, 27/11/08)(από Vrastaman, 30/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκλιτη λέξη, η οποία υπάρχει στο λεξιλόγιο των ψαράδων της Ανατολικής Χαλκιδικής, απ' όπου και «αλιεύτηκε». Χαρακτηρίζει καταστάσεις που εξελίσσονται ομαλά. Προφέρεται και μπζβι από τους πολύ βαριεστημένους.

Όλα μπίζιβι! (όλα καλά)

Δε ξέρω τι έπαθε η μηχανή. Χθες ακόμα δούλευε μπίζιβι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο (νεαρός, αρσενικός) κάτοικος των Εργατικών Κατοικιών της περιοχής Φοίνικα Θεσσαλονίκης (Προσοχή, να μην συγχέεται με του Βότση).

Εναλλακτικός, τοπικής εμβέλειας, χαρακτηρισμός για: τον κάγκουρα, το ταγκαλάκι κτλ.

- Καλά, τι φώναζε ο τύπος με το μηχανάκι;
- Άντε μωρέ τον φοίνικα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντί για Μεταξουργείο (τη γνωστή περιοχή της Αθήνας). Συνήθως αυτός που το λέει αναφέρεται στους οίκους ανοχής της περιοχής.

- Άσε ρε Γιάννη, είμαι τόσο καιρό χωρίς γκόμενα, πάλι με έχουν πιάσει καύλες!
- Δεν πάμε κανα Μετάξι να γαμήσεις μπας και ξελαμπικάρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην κυριολεξία, το γόνιμο χώμα, η κοπριά.

Λέγεται μεταφορικά για το αυτοκίνητο που είναι χρέπι, κουβάς, σαράβαλο που δεν παίρνει από επισκευή, σουλούπωμα ή μάζεμα, και αξίζει το βάρος του σε κοπριά.

(Σε αντιπροσωπεία αυτοκινήτων)

- Πόσα πιάνει να αφήσω Lada Samara ρε λεβέντη για ανταλλαγή;
- Περίπου 100 ευρώ και να δούμε.
- Τι είπες ρε φίλε; '92 μοντέλο καταλυτικό είναι. Μόνο 100; Με σφάζεις!
- Το αυτοκίνητο είναι φουσκή κύριε μου. Ένας τόνος φουσκή κάνει 100 άντε 150.

(από slangprof, 01/12/08)(από slangprof, 01/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ατζαμής, ο ζημιάρης, αυτός που έχει την δεξιότητα σκιάχτρου.

- Πάλι έσπασες πιάτο; Έχει μείνει το μισό σερβίτσιο. Μα αχυρένιος είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπίμπα ονομάζεται το μέρος που είναι γεμάτο, φουλαρισμένο. Συναντάται κυρίως στην Νότια Ελλάδα.

- Άντε ρε φίλε, θα πάμε σ' εκείνο το μπαράκι που λέγαμε;
- Μπα ρε συ, θα στριμωχτούμε άσχημα. Μπίμπα θα είναι.

βλ. και τίγκα, φίσκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified