Further tags

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πολυμέσων που αναρτώνται στην ιστιοσελίδα του slang.gr: το μύδι και το μήδι.

Μύδι αποκαλείται σλανγκιστί το διεστραμμένο δίδυμο του μηδιού και Θρασυμήδης αποκαλείται όποιος έχει το θράσος να αναρτά τέτοια εξεζητημένα και οιoνεί πορνογραφικά πολυμέσα στην ταλαίπωρη slang.gr, η οποία εσχάτως μορφοποιείται αναγραμματικά σε glans.gr.

Γλωσσολογικά, το μύδι –όπως και το ομώνυμο αφροδισιακό μαλάκιο που φέρει φτυστή ομοιότητα με το αιδοίο– ετυμολογείται εκ του μυίδιον, υποκοριστικού του μυός. Συνεπάγεται ότι το μύδι ανεβάζεται με τον ίδιο (μ)ηδυπαθή τρόπο που ο Richard Gere και οι συν αυτώ μετρό παραβιάζουν την φύση με άμοιρα ποντικάκια gerbil, εκεί που δεν πιάνει ήλιος. Η WWF, αλήθεια, τι κάνει; Αρχίδια-μύδια! Εμείς τουλάστιχον έχουμε τον Κώστα Καφάση που ξέρει από καλό ψάρι. Και την Άννα Βίσση που δεν θα μείνει ποτέ μπουκάλα. Αλλά ξεφεύγουμε από το θέμα μας.

Ο εκφυλισμός λοιπόν του μήδι σε μύδι έχει προκαλέσει τα χρηστά ήθη, και πολλοί κατηγορούν τους υπεύθυνους λημματοδότες για μηδισμό. Ο σκοπός όμως αγιάζει το μήδος, και όσοι διαμαρτύρονται μπορούν να πάνε να γαμηθούν φίδιν μύδιν chez les grecs.

Να σημειωθεί τέλος ότι στην υποσλανγκική, όσα μύδια δεν ανοίγουν, ή έχουν σβήσει, μαραθεί ή κυβερνοστροβιλιστεί, αποκαλούνται μπαγιάτικα μύδια.

Για μήδι βλ. εδώ.

- poniroskylo (30/11/08): Παίδες, κάντε κλικ στο μύδι του βράστα ... - xalikoutis (30/11/08): μηηηηη, μην τα ακούτε ανάποδα αυτά!

(Σχόλια από το λήμμα βλακ μέταλ)

Ποντικάκια δαμαρτύρονται εύλογα για τα uploads του Richard Gere (από Vrastaman, 15/01/09)Αν δεν βρέξεις κώλο, δεν τρως μύδι  (από Vrastaman, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του «καημένη» σε διάφορες ντοπιολαλιές , συμπεριλαμβανομένης της κερκυραϊκής.

Σλανγκικά, συχνά χρησιμοποιείται με αναφορά στο πέος, όπως και το Ελένη.

  1. Καλό το America, μα πιο γλυκό το Corfu..

Κέρκυρά μου αγαπημένη κι' απ' τον Agio ευλογημένη, σ' έχω χάσει, μου' χεις λείψει, τι να κάμω η τσαμένη;

Μα τι σκέδιο τώρα να' ρθω, που δουλεύω στο Manhattan, άμα μ' άφηνε το boss μου οπωπώ καλά που θα' ταν!

Πάνε χρόνια, παν ζαμάνια που ειμάστενε αλάνια, τώρα projects κι' όλο meetings και για break lunch λαζάνια..

(Μέτοικο παράπονο από forum)

  1. - Μπρε την τσαμένη!
    - Ποια τσαμένη;
    - Την πούτσα μου την καυλωμένη!

(Kλασσική στιχομυθία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που δεν το βλέπει ποτέ ο ήλιος. Κατά την Κοζανίτικη κουλτούρα, ο πρωκτός, η κωλοτρυπίδα, η σούφρα ή η ροδέλα.

Η τύπισσα πάντως, το είχε καλά δουλεμένο το ανήλιαγό της!!!

Βλ. και σκοτεινό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τη γνωστή έννοια, στην Κρήτη σημαίνει και στάχτη (από ξύλο) και χρησιμοποιείται στη ζύμη για τα κουλουράκια ώστε να γίνονται πιο αφράτα και κρατσανιστά. Τώρα γιατί το λένε έτσι, αφήνω τη φαντασία σας ελεύθερη. Εγώ νομίζω πως, για κάποιο λόγο, στο συλλογικό φαντασιακό των Κρητών το γκρίζο χρώμα της στάχτης παραπέμπει στα γκρίζα μαλλιά των γέρων που συνήθως είναι άλουστοι. Ίσως ο Χαλ να ξέρει να μας πει κάτι συγκεκριμένο.

- Στα κουλουράκια η μάνα μου βάζει πάντα αλουσιά, γι' αυτό γίνονται έτσι νόστιμα.
- Αλουσιά;;; Μπλιάξ!!!! Τι είν' αυτή η αηδία;
- Ηρέμησε ρε πούστη, στάχτη είναι.
- Καλά, άσε, δεν θα πάρω.
- Είσαι και πολύ μαλάκας, μη σώσεις να δοκιμάσεις. Λες και σου είπα ότι βάζει σκατά μέσα.

O Σκύλος απ\' την Ανδ αλουσιά (από Vrastaman, 20/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γρόθος από τη δυτική και την ανατολική Κρήτη αντίστοιχα.

- Τά 'μαθες; Οι Βησιγρόθοι και οι Οστρογρόθοι δικηγόροι έχουνε βάλει μεγάλο καυγά για το Εφετείο Κρήτης.
- Πιάσ' τον ένα, χτύπα τ' αλλουνού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισιώνω.

Να μην συγχέεται με το έγχορδο όργανο σαζ ή σάζι (τουρκική λέξη).

Από το μασάζ στη γιόγκα,
κι απ' τη γιόγκα στο μασάζ,
στό 'χω πει, και στο ξανάπα,
το στραβό κορμί δεν σαζ'!

-Εσύ δεν σιαζ' με τίποτα ρε παιδάκι μου!

Θα σε σιαξ' εγώ!

Να μην συγχέεται με το μουσικό όργανο! (από Dirty Talking, 28/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Σιγά το πράγμα, δεν τρέχει και τίποτα.

- Έμαθες; Χώρισε ο Χρήστος με την δικιά του...
- Κλάιν μάιν ρε μαλάκα, αύριο θα έχει καινούργια γκόμενα...
(κάπως έτσι τέλος πάντων)

(από Vrastaman, 29/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγο του ρ. μουνουχάω, αναφέρεται στο ευνουχισμένο νεαρό κριάρι, που αποτελεί εκλεκτό μεζέ.

Σε πολλά χωριά, ο ευνουχισμός του αρσενικού ζώου εφαρμόζεται με στόχο τον έλεγχο των ορμονών, οι οποίες ως γνωστόν, προσδίδουν έντονη και δυνατή γεύση - μυρωδιά στα αρσενικά σφαχτάρια. Το μουνούχι, ευνουχισθέν γαρ, έχει σφιχτό κρέας αλλά λιγότερο έντονη γεύση και μυρωδιά, κοινώς γνωστή και ως βαρβατίλα.

Απόσπασμα από blog:
Παραμονή τ’ Αι Λιά στη Σαρακινάδα και το μουνούχι που ξεκοκαλίσαμε εξαιρετικό. Εορτάζων και Αμφιτρύων, ο Λιας Τσαμάκος και το σφαχτάρι, από τη στάνη του Κώστα Μερκούρη. Στο μαγείρεμα όμως, απ’ ότι έμαθα, έβαλε το χεράκι του, ο Σωτήρης ο Νικολόπουλος και σκέφτομαι σοβαρά, να τον προτείνω για αρχισέφ, σε γνωστή χασαποταβέρνα. Όλα εξαιρετικά, και του χρόνου πατριώτη, μόνο που θα ξανάρθω, με αυτοκίνητο που θα έχει μουσική, γιατί η χορωδία που είχε στο πίσω κάθισμα ο αντιδήμαρχος, παραήταν φάλτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη της κρητικής για τα άνοστα, ανούσια και μη χορταστικά φαγητά.

Μήπως από το σαχλός;

Αν ήξερε η μάνα μου ότι τώρα τρώω σούσι, θα έσκαγε που μου αρέσουν αυτά τα σουχλοφάητα, έτσι τα λέει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ πρώτης όψεως λέξη που παραπέμπει σε λαρισινό «αξάν» (προφορά) της λέξης «έτσι».

Θα μπορούσε βέβαια να είναι και παραφθορά της λέξης «έιτζ» προφερόμενη από άτομο που η ακοή του δεν είναι σε άριστη κατάσταση, ή από άτομο που η διάταξη της οδοντοστοιχίας του δεν του επιτρέπει να προφέρει σωστά ορισμένα γράμματα.

  1. Λαρισινός επιστρέφει από την ξενητειά στην πατρίδα του και πατώντας στα πάτρια εδάφη αναφωνεί: Λάρ'σ Λάρ'σ σε είδα και λαχτάρ'σ!!

  2. Η γιαγιά στην εγγονή: τι κάνει παιδάκι μου εκιός ο φίλος σου που είχε εκείνη την αρρώστια... το ετς;

Βλ. και: έτσι-γιουβέτσι, ...κι έτσι., έτσι, έτσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified