Further tags

Οι Μανιάτες, ειδικά όσοι μένουν στον Πειραιά.

Ο Πειραιάς, ως αναπτυσσόμενο λιμάνι, μάζεψε κάθε καρυδιάς καρύδι από κάθε γωνιά της χώρας. Ορισμένοι από αυτούς τους εσωτερικούς μετανάστες, προερχόμενοι από την ίδια περιοχή, εγκαταστάθηκαν στην ίδια περιοχή και δημιούργησαν κλίκες.

Τα μανιαούρια μαζεύτηκαν στην περιοχή που πήρε τ' όνομά τους (Μανιάτικα). Μαζί με τους πολυάριθμους κρητικούς (άλλη πειραιώτικη ομάδα με παρόμοια χαρακτηριστικά), τα μανιαούρια θεωρείται ότι γαμούν και δέρνουν, δε σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους, δε μασάν το μπούτσο τους κ.ο.κ

- Έμαθες τι έγινε με το Μανωλάκη τις προάλλες;
- Όχι ρε συ, για λέγε...
- Να, είχανε στήσει τα μηχανάκια με τον Κώστα το Γιατράκο, έφαγε ήττα, δεν τον πλήρωσε, κι έσκασε ο τύπος με τα μανιαούρια και τον κάνανε ασήκωτο...
- Μια ζωή μαλάκας ήτανε...

Αντζελα Γκερέκου. Στο ξεκίνημα της καριέρας της έιχε πάιξει το μανιαούρι (το α με ου), στην ταινία:το κορίτσι της Μάνης (από GATZMAN, 13/05/09)Α. Γκερέκου (από GATZMAN, 13/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με μεγαλύτερη προσήλωση στους κανόνες της Γραμματικής, γράφεται «Τ'ς έντ'σαν τ'ς άλλοι» και σημαίνει «Τους έντυσαν και τους άλλους», που πάει να πει τους στράτευσαν, τους πήραν φαντάρους. Η προέλευση της φράσης ανάγεται στο μακρινό Σουρδιστάν (περιφέρεια Κοζάνης) και οι ρίζες της χάνονται στα βάθη των πρώτων ΕΣΣΟ του ΕΣ.

Στο παράδειγμα που ακολουθεί, αναγράφονται και οι δύο τύποι φωνημικής γραφής, καθώς και η απόδοση του σουρδο-διαλόγου στην καθομιλουμένη.

- Σεν τσαν; (Σ΄έντ'σαν; - Σε έντυσαν;)
- Μεν τσαν (Μ΄έντ'σαν - Με έντυσαν)
- Τσάλι τσεν τσαν; (Τ'ς άλλοι τ'ς έντ'σαν; - Τους άλλους τους έντυσαν;)
- Τσεν τσαν τσάλι (Τ΄ς έντ΄σαν τ΄ς άλλοι - Τους έντυσαν (και) τους άλλους)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυθικό και υπέρτατο χτύπημα στους τσαμπουκάδες της Κρήτης. Πρόκειται για το λεγόμενο και κουτουλίδι, με το κεφάλι στο κεφάλι του αντιπάλου, το οποίο σύμφωνα με τον θρύλο έχει σταθεί σε ξυλίκια όχι μόνο αναγκαίο, αλλά και ικανό να επιφέρει νοκ άουτ.

Καύκαλο ή μάλλον καυκί λέγεται το κρανίο (στην Κρήτη πιο ειδικά το πίσω μέρος του κρανίου, αλλά αυτό δεν αφορά εδώ). Σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη:

καύκαλο το [káfkalo] O41 : 1. το όστρακο της χελώνας. || (επέκτ.) το κέλυφος των οστρακοδέρμων 2. (λαϊκότρ.) απογυμνωμένο κρανίο. [μσν. καύκαλον < αρχ. καῦκ(ος) `κύπελλο΄ -αλον].

Την εμβληματική της σημασία στους τσαμπουκάδες, η κεφαλιά την αντλεί από το ότι, για να έχει αποτέλεσμα ως χτύπημα, προϋποθέτει κτηνώδη δύναμη αλλά και θάρρος, θράσος και μεγάλη αυτοπεποίθηση - λόγω έκθεσης του κρανίου σε κίνδυνο - από την πλευρά του πλήττοντος.

Ειδικά στην Κρήτη και γενικά σε αγροτοκτηνοτροφικές περιοχές, οι κουτουλιές ή τα κατακαυκαλίδια είναι το χαρακτηριστικό χτύπημα στις συγκρούσεις των κριαριών, συγκρούσεις που είναι χαρακτηριστικές για τη βαρβατίλα, την συντριπτικότητα των πληγμάτων και την αυτοκαταστροφική άγνοια κινδύνου των μαχητών. Αρκετές φορές το κρανίο των κριών ανοίγει και φαίνεται μυαλό, ενώ αν βρεθεί άνθρωπος ή ζώο μεταξύ κεφαλιών έχει πάει στο διάολο.

- Δε με νοιάζει ... δε με νοιάζει να σου παίξω το κατακαυκαλίδι να πάεις από κεια που 'ρθες....

(από Vrastaman, 11/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαμίδι είναι το χαστούκι, η μπάτσα με την παλάμη.

Στραβοπαλαμίδι είναι η ανάποδη, το χαστούκι όχι με την παλάμη, αλλά με το καπάκι του χεριού ή/και το παλαμίδι (με την παλάμη ή το καπάκι) που δεν πετυχαίνει ακριβώς μάγουλο, λόγω πολύ μεγάλης ορμής και δύναμης, και γι' αυτό πονάει και ταπεινώνει υπέρμετρα, αφού εξ ορισμού γίνεται στα πλαίσια χτυπήματος combo. Το «στραβό-» δλδ. μάλλον δηλώνει εδώ ότι πρόκειται για το «ανορθόδοξο» παλαμίδι.

Τοπικός ιδιωματισμός από Δυτική Κρήτη μέχρι αποδείξεως του εναντίου.

- Με το που μου λέει για τον ξάδερφο και μα μου σου του τον αρχίζω στα παλαμίδια και τα στραβοπαλαμίδια ... τον ουρανό σφοντύλι είδε... - Πάλι δε γαμήσαμε το Σάββατο;

Παλαμήδι (από Jonas, 11/05/09)~ πλακί (από xalikoutis, 11/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μακαρίτισσα η γιαγιά μου, η Πολίτισσα, όταν έκανα σκανδαλιές στην παλιά ΣαΛονίκη, με φώναζε εκτός από μουσίτσα, σαψάλη, τεβεκέλη (any αηδία;), πεζεβένγκη (να το πάλι το νγκ...) αλλά και μισκίνη.

Έπιασα που λέτε τον εαυτό μου προχθές να επαναλαμβάνω τις ίδιες λέξεις στο παιδί μου!

Για να μαθαίνουν οι νέοι λοιπόν αλλά και να ενθυμούνται οι παλιοί, το μισκίνης προέρχεται από το Τούρκικο miskin που σημαίνει λεπρός αλλά και γενικά βρωμιάρης και ακατάστατος (αλλά και λέπρα και λεπροκομείο).

Αχ, τι ωραίες εποχές που ακόμα και το μπινελίκι ήταν αθώο, μάθαινες ξένες γλώσσες και αποκτούσες και ιατρικές (αλλά όχι ανατομικές) γνώσεις!

  1. Γιαγιά: Δεν θα σε πιάσω στα χεριά μου βρε μισκίνη, θα σου κόψω τα πόδια!

  2. Εγώ: Δεν θα σε πιάσω στα χέρια μου βρε μισκίνη, δεν θα σου αγοράσω τίποτα από το Jumbo το Σάββατο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικός χαρακτηρισμός από Δυτική Κρήτη, μάλλον. Η λέξη Τζουγκρί σημαίνει απόκρημνος και αιχμηρός βράχος, στην πλαγιά ή την κορυφή βουνού

(υπάρχει και το ριζίτικο: Τ’ αγρίμι στέκει στο τζουγκρί κι οι σκύλοι στ’ς αλυσίδες / κι’ ο Μυργιολής χαροκοπά σε δίπορτη ταβέρνα...).

Στην κούργιαλο - σλανγκ τζούγκρος είναι ένας πολυσήμαντος χαρακτηρισμός: σημαίνει βλάκας, άσχετος, ξεροκέφαλος, ατζούμπαλος, ψωροπερήφανος, ιδιότροπος, γκαφατζής, άνιωθος και άχρηστος άνθρωπος.

Παρ' όλ' αυτά δεν είναι και πολύ δυνατή βρισιά και μπορεί να λέγεται απλά αντικαθιστώντας το μαλάκας ή και το γρόθος.

Πέρα από το ότι είναι λέξη που γεμίζει κάργα το στόμα, η αντίληψη για το τζουγκρί ως κάτι το αρχέγονο, ακλόνητο, αλλά και ακαλλιέργητο και αφιλόξενο, ευθύνεται μάλλον για τη μεταφορική αυτή χρήση του τζούγκρου.

  1. - Σούζες κάνετε;
    - Εγώ δεν κάνω γιατί είμαι τζούγκρος...
    - Τι είσαι λέει
    (από τούτο το μοτο-φόρουμ).

  2. - Μωρέ τζούγκρε, το ρούφηξες πάλι το τόνερ; Δε σου δείξα μωρέ απροχθές ίντα να πατείς;
    - Δε γατέω εγώ τέθοια, το πράσινο πατώ κι ό,τι βγει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τ' αρχίδια. Τρικαλινή έκφραση. Ενδεχομένως προέρχεται από τα πετσάκια, με αποβολή της αρχικής συλλαβής.

- Πω πω ρε φίλε, εδώ στο τρίκαλο όλες οι γκόμενες είναι πολύ κυριλάουα. Απ' το πρωί φτιαγμένες βαμμένες...
- Ε και;
- Ε να ρε φίλε, ήρθα εδώ από Αθήνα κι είμαι με τις φόρμες και τα σπορτέξ και δεν κολλάω με το όλο θέμα...
- Στα τσάκια σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ξεμουνιάστηκα στην Κυπριακή patois. Χρησιμοποιείται με την έννοια του ξεπατώθηκα ή ξεκωλώθηκα και αναφέρεται σε υπερβολές στο σεξ, στο φαγητό ή και σε άλλες ηδονές.

Εκ του Κυπριακού σσιήστοςμουνί») > σχιστό > σχισμή.

Διάλογος Α’

Gatzman: - Πέρι, εσύ που έζησες κάποιον καιρό στην Κύπρο, το πισωκολλητό εκεί τι θεωρείται: α) Οθωμανικό, β) Greek Style, γ) Κυπριακό, δ) Ελληνοκυπριακό, ε) Τουρκοκυπριακό, ή ζ) Αγγλικό ;

Πέρι: - Κανένα από τα παραπάνω. Το πλέον ευρύπρωκτο αποσσιήστωμα θεωρείται το Αφρικανικό, όλα τα άλλα είναι κοινές οδοντόκρεμες!

Διάλογος B’

Πιέρ:- Αποστηιστωθήκαμε στα κουπέπια το χαλούμι και την λούντζα!

Πανίκος: - Σταμάτα να μιλάς τζιέ πέσε τσαχμέ να αποσηιστωθούμεν στην κκαρκόλλαν, μελαψέ μου Γαλάτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαρισινή παροιμία που λέγεται όταν κάποιος άθελά του αποκαλύπτει μυστικό.

- Άσε, ήμουν σε μεγάλη παρέα και μου ξέφυγε μία.... Τί να κάνω, λέω στο γιο μου:
«Κωστάκη, τί έκανες μπροστά στον ξένο κόσμο;» «Όχι εγώ μπαμπά, εσύ την αμόλησες...»
Κρύψ' και βρόντα δηλαδή...

(από πραγματικό περιστατικό!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το glitter που βάζουν οι γυναίκες στα χείλη ή και αλλού για να προσδώσει λάμψη (σημαίνει λάμψη στα αγγλικά) προφέρεται γκλjίτερ με χαρακτηριστική πελοποννjησιακή προφορά για μεγαλjύτερο χαβαλέ.

Βλ. και «Αντζελjίνα Τζόλjι», «η αλjήθεια αλjήθεια», μαλλjί, γυαλjί και παντελόνjι Ljee κ.ο.κ. (λήμμα γραμμένο από προσωπική εμπειρία).

- Ου να μου χαθείς, που μου θες και γκλjίτερ! Έχεις δει τη μούρη σου στο facebook;

(από Khan, 24/07/13)Επανάληψη στο ορθό χρώμα! (από Khan, 11/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified