Further tags

Κυριολεκτικά:
κατιμάς ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :τουρκ.λ. katma = συμπληρωματικός] μικρό κομμάτι κρέας κατώτερης ποιότητας που προσθέτει ο κρεοπώλης στο ζύγισμα του καλού, για να καταναλωθεί κι αυτό. Αλλιώς κατμάς.

Μεταφορικά και σλαγκικά: Ό,τι μας περίσσεψε, με όλες τις εκφάνσεις της φράσης. Κάτι που σου πασάρουν υπούλως (σαν τον χασάπη ανωτέρω) ή επιλέγεις εξ ανάγκης (επειδή δεν έμεινε τίποτα καλύτερο, ή δεν σε παίρνει να ψωνίσεις καλύτερη ποιότητα λόγω τιμής). Κανείς δεν είπε ότι ο κατιμάς δεν τρώγεται - απλά είναι υποτιμημένος. Συχνά αναφέρεται σε ερωτικούς συντρόφους (Παραδείγματα 1, 2) ή σε παίκτες για διάφορα αγωνίσματα (Παράδειγμα 3).

Στον ερωτικό τομέα, η επιλογή του κατιμά λόγω ανάγκης, δεν αποτελεί απαραίτητα απόδειξη ότι κάποιος είναι σαβουρογάμης / σαβουρογάμα. Ίσα ίσα αποτελεί ένδειξη ότι το υποκείμενο είναι ευέλικτο και έχει αντιληφθεί ότι, λόγω νομοτελειακών καταστάσεων όπως η φυσική επιλογή, όποιο είδος δεν προσαρμόζεται στις συνθήκες είναι καταδικασμένο να εκλείψει.

Ο λαός είναι σοφός και το να ακολουθεί κανείς τις λαϊκές ρήσεις είναι σοφία. Στην περίπτωση επιλογής του κατιμά ακολουθείται το ρητό «Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι».

Το υποκείμενο, για να αποφύγει τις συνέπειες των επιλογών του και την κοινωνική κατακραυγή μπορεί να ισχυριστεί ότι διετέλεσε μια εξυπηρέτηση, οπότε τελικά από δακτυλοδεικτούμενος με την κακή έννοια, γίνεται ήρωας.

Σχετικά λήμματα (μη εξαντλητική λίστα): σαβούρα, πατσαβούρα, πλέμπα, διπλοσάκουλο, τελειωμένος, γαμίκος κ.λπ.

Δεν πρέπει να συγχέεται με έννοιες όπως: Καπαμάς (φαγητό από κρέας με λάχανα), καπλαμάς (επικάλυμμα), κάτι μας... (-συνέβη, -βρήκε, -έτυχε κλπ ρήματα).

Παράδειγμα 1
- Καλά μωρέ Κατερίνα, είναι δυνατόν, πήγες με τον κουασιμόδα, τον τελειωμένοπου τα χει ρίξει σε όλες μας και έφαγε από όλες τον χυλό;
- Σοφία, δείξε σοφία κι άσε την κριτική. Αφού το ξέρεις, τα μισά καλά παιδιά είναι πιασμένα από πουτάνες και τρελές και τα μισά από τα υπόλοιπα είναι λούγκρες. Έκανα και 'γω τον συμβιβασμό μου με τον κατιμά, μέχρι να 'ρθει ο πρίγκιπας.
- Τον έβαλες να φοράει κολάν και καβάλα σε κανα άλογο για να σου 'ρθει η όρεξη;
- Ήπια πριν όλο το Βόσπορο και μετά περιορίστηκα στην ανάποδη καβαλαρία και στο πισωκολλητό. - Τι να σου πω ρε φιλενάδα, άντε και εις ανώτερα.

Παράδειγμα 2
- Γάμησες;
- Γάμησα...
- Λέγε ρε.
- Άσε.
- Λέγε λέμε! Ποια;
- Την Ποπάρα...
- Ε, όχι ρε πούστη εκεί ξέπεσες, στον κατιμά; - Μια εξυπηρέτηση ρε φίλε...
- Είσαι ήρωας κολλητέ, θα πας στον παράδεισο...

Παράδειγμα 3
Ο κατιμάς στον πάγκο, εκτός από τον Βάγγο. (από εδώ)

(από pavleas, 22/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω τσαντίλα σημαίνει πως συφιλιάζομαι, τα παίρνω στην κράνα (γκρρρ..), έχω εκνευριστεί τα μάλα, έχω μεγάλη τσαντίλα. Τούρκικη λέξη που στα ελληνικά σημαίνει την μεγάλη οργή, τον μεγάλο θυμό κάποιου.

Τσαντίλα λέμε και το είδος εκείνο του υφάσματος που χρησιμοποιούμε για να φιλτράρουμε το γάλα από ξένα σώματα. Το τουλουπάνι όπως το λένε αλλιώς. Η τσαντίλα, το τουλουπάνι έχει έναν μεγάλο εχθρό. Την γιδότριχα. Αυτή η ρημάδα η γιδότριχα είναι που έδωσε στο ύφασμα το όνομα τσαντίλα επειδή όσες φορές και να φιλτράρεις το γάλα, όσες τσαντίλες και να το περάσεις αυτή η καταραμένη η γιδότριχα θα βρει τρόπο να περάσει.

Τα καταστήματα που πωλούν τσάντες, έχουν εξ ορισμού τσαντίλα η οποία μεγαλώνει σε περιόδους οικονομικής ύφεσης και τσαντίλες αν απασχολούν πέραν του ενός υπαλλήλους.

Οι νήσοι Αντίλλες δεν έχουν σχέση με τα παραπάνω...

Δε μου φτάναν οι άλλοι, ήρθες και συ να με τσαντίσεις..

playing god (από pavleas, 21/02/09) Νευράκια, νευράκια;;; (από Galadriel, 21/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπόμπα αλκοολούχο ποτό, το Θήβας Ρήγκαλ!

Από την ομώνυμη εταιρία εμπορίας (;) οινοπνεύματος (και για εξωτερική χρήση) στο Ηράκλειο Κρήτης.

Κάτσαμε σε ένα καφενέ στο Καμαράτshι, τshαι αντί για κονιάκ μας έφερε κονιόρδο ο τshερατάsh!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για βρισιά από τη Δ.Κρήτη. Το κερατάς εδώ δεν έχει την έννοια του ρούντολφ, αλλά του καθάρματος, του παλιάνθρωπου κλπ.

Αυτό που είναι το περίεργο φυσικά είναι αυτό το «μπίνι» (το γράφω με την πιο απλή ορθογραφία) το οποίο δεν έχω ακούσει σε καμία άλλη περίπτωση, να συνοδεύει κανένα άλλο όνομα. Προφανώς είναι επιτατικό, και αναρωτιέμαι αν μπορεί το ντιπ που στην Κρήτη λέγεται «ντίπι» να έχει παραφθαρεί τόσο.

Αν κανείς γνωρίζει, εικάζει...

- Θα τονε δέσεις μωρέ συ το σκύλο, γ-ή θα μου κυνηγά τσι θυγατέρες να τσι δαγκάσει κιαμιάν ώρα...;
- Στ' αρχίδια μου οι κόρες σου...
- Μωρέ μπίνι κερατά, έβγα όξω να δεις ποιος έχει αρχίδια και ποιος δεν έχει....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναντάμ παπαντάμ οι καπάτσες γυναίκες έλεγαν ότι το μυστικό για να κατακτήσεις την καρδιά ενός άντρα είναι να κατακτήσεις πρώτα το στομάχι του. Και μετά, αφού ερωτευτεί τα σουτζουκάκια σου, για να τον κρατήσεις, πρέπει να του στέκεσαι σαν μια καλή μαμά, να τον προσέχεις, να του μαγειρεύεις, κ.λπ. (η κατσαρόλα – κατσαρόλα).

Εύκολο να γίνει κατανοητό μέσα από τις εξής υποθετικές εικόνες:

Εικόνα 1 (χάλια): Τον έχεις και τρέχει όλη μέρα να σου φέρει λεφτά για τα γκούτσι σου και τα ντιόρ σου, δεν τρώει, πίνει πέντε καφέδες χωρίς ζάχαρη και σκάει σπίτι με νεύρα τεντωμένα και στην τσίτα και τον ταΐζεις σουβλάκια ντιλίβερι με πατάτες πανιασμένες που 'χουν μείνει στον σουβλατζή από χτες: τι κουνήματα να του κάνεις ρε κοπελιά, χαμπάρι δεν θα πάρει ότι φοράς το κόκκινο σιθρού βρακί αυτοκινήτου. Θα πάρει το τηλεκοντρόλ να δει τον αγώνα και θα τον τσαντίζει ακόμα και το που αναπνέεις.

Εικόνα 2 (αυτή!!! –κρατηθείτε, ακολουθεί η κεντρική ιδέα του ορισμού): Αντιθέτως με την προηγούμενη εικόνα, σκέψου, τι αποτέλεσμα έχει να του μαγειρέψεις ένα καλό γεύμα: τον περιμένεις με τα κεράκια αναμμένα, το τζάκι να καίει νωχελικά, το σπίτι ευωδιάζει νόστιμο φαγάκι, τον ταΐζεις στο στόμα με τον τρυφερό σολομό που η υφή του παραπέμπει σε βελούδινο γυναικείο δέρμα, τον κερνάς ένα μεθυστικό κρασί με φρουτώδες άρωμα, του σερβίρεις τις κατακόκκινες μοσχοβολιστές φραουλίτσες (σχήμα καρδιάς)... όλα παραπέμπουν ενδόμυχα στο σεξ σε όλο το σκηνικό... χαλαρώνει και του 'ρχεται. Σε κοιτάει και γλείφεται κι ας φοράς και το περιοδόβρακο (λέμε τώρα).

Σο, το να μαγειρέψεις ένα καλό γεύμα είναι καλό για σένα κοπέλα του σήμερα.

Για ενισχυμένα αποτελέσματα μπορεί να γίνει επιλογή από γνωστά αφροδισιακά όπως:

  • Χαβιάρι ή / και στρείδια (ο ψευδάργυρος τεντώνει / την γαμοτεστοστερόνη –έκανα ποίμα, έκανα ποίμα),
  • Ραπανάκια (τα 'τρωγε ο Φαραώ που του αρέσαν τα πικάντικα και χαίρονταν οι σκλάβες),
  • Μπανάνες (έχει και το σχήμα έχει και την χάρη –μαγικά ένζυμα που τον κάνουν ζαγοράκη),
  • Σαμπάνια (ε, καλά, αυτό το ξέρει κι η κουτσή Μαρία),
  • Σοκολάτες (επίσης το ξέρει ο κόσμος όλος, παραγωγή ενδορφινών στον εγκέφαλο κάργα),
  • Σύκα (τι λες τώρα!αυτό λοιπόν προσωπικά δεν το ήξερα, το βρήκα όμως στο νετ, το 'χαν λέει οι αρχαίοι Έλληνες για πολύ καυλωτικό αλλά κρατάω επιφυλάξεις γιατί αυτοί γαμιούνταν μεταξύ τους...),

και τέλος πάντων διάφορα τέτοια μαγικά.

Να σημειωθεί πάντως ότι τα όρια είναι πολύ δυσδιάκριτα και πρέπει να είμαστε προσεκτικές. Στο καλό γεύμα που θα μαγειρευτεί, πρέπει να επικρατούν γεύσεις και αρώματα φινετσάτα, αέρινα, πλούσια και όπως και δήποτε να αποφεύγονται τα τσιγαριστά, τα σκόρδα και τα όσπρια.

Επίσης, οι ποσότητες σε ένα καλό γεύμα πρέπει να είναι σχετικά μικρές (όπως σε κάτι γκουρμέ εστιατόρια που σου σερβίρουν μια υπέροχης γεύσης κοτσιλιά σε ένα τεράστιο πιάτο στολισμένο με σάλτσα από σπάνιο σμέουρο), αλλιώς, άμα τον παραταΐσεις, θα ρευτεί σαν μοσχάρι και θα πάει κατευθείαν για ύπνο.

Ασίστ: στο ΔΠ από τον Χαλικού.

Παράδειγμα 1 - Το σχόλιο της υπογράφουσας σε αυτό το λήμμα:

Ε: Ο άντρας μου φτάνει πάντα σε οργασμό, μετά τον παίρνει ο ύπνος και δεν μου προσφέρει εμένα έναν.

Α: Δεν είμαι σίγουρος πως καταλαβαίνω το πρόβλημα. Ίσως ξεχάσατε να του μαγειρέψετε ένα καλό γεύμα.....

Παράδειγμα 2:
(Η Ευφροσύνη το πήρε απόφαση και χωρίζει τον Μπάμπη. Αυτός απελπισμένος τραγουδάει:)

Μπάμπης: Μ' αφήνεις τώρα που έμαθα κοντά σου
και ζω μονάχα για το μουσακά σου
και το στιφάδο και τα γεμιστά σου
όχι όχι άλλος πια λαπάς όχι όχι ούτε τραχανάς

Μείνε μαζί μου και μη μ' αγαπήσεις
μόνο πατάτες να μου τηγανίσεις
και λίγο λίγο να τις ξεροψήσεις
όχι όχι όλες μην τις φας όχι όχι άσε και για μας

Τι θα γίνω μες στη ζωή, αν ξυπνήσω ένα πρωί
και κοιτάξω στην κατσαρόλα, από μέσα να λείπει το φαΐ...

Ευφροσύνη:

Α ρε Μπάμπη, σου μαγείρευα ένα καλό γεύμα κάθε βράδυ γιατί διάβασα το κόλπο στο www.slang.gr, αλλά δεν το εκτίμησες ούτε αυτό, την γλώσσα σου στο αιδοίο μου δεν είδα... Έχε γεια αγαπημένε...

clopyright άσματος από εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοινός κάβουρας σαρώνει την λυματολάσπη του βυθού, κατασπαράσσοντας κάθε οργανικό καλούδι που βρίσκει στο διάβα του. Συντελεί έτσι στην οικολογική ισορροπία των θαλασσών.

Ο καβουροσλανγκόσαυρος αντίστοιχα επεξεργάζεται την λημματολάσπη, προσφέροντας τα μάλα στο νοικοκύρεμα του σλανγκοσιφονιού μας.

Παραθέτω όχι δύο, αλλά πέντε παραδείγματα μορφών διαχείρισης λημμάτων από μετα-ποιητές καβουροσλανγκόσαυρους:

1. Διαχείριση σλανγκομανάδων

Σλανγκομάνες αποκαλούνται τα εμπνευσμένα λήμματα που επιτρέπουν στους καβουροσλανγκόσαυρους να σολάρουν δημιουργικά, πλημμυροδοτώντας το σλανγκοσιφόνι με μύρια παράγωγα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το λήμμα φραπέ, το οποίο διυλίστηκε μέχρι θανάτου (ποδοφραπέ, φραπεδιάρα, φραπεδιόλα, φτιάχνω φραπέ, φραπενές, φραπενείο, περσόνα νον φράπα, κλπ κλπ ad infinitum).

2. Το ευρύτερο Δημόσιο Πρόχειρο

Ο πεφωτισμένος αυτός θεσμός σλανγκασίστ επιτρέπει στους χρήστες να ταΐζουν τους πεινασμένους καβουροσλανγκόσαυρους με πνευματική τροφή!

3. Επεξεργασία λημματολάσπης

Σε αντίθεση με τον έρωτα και τα αστικά λύματα, η λημματολάσπη είναι αιώνια. Πολλοί ρυπαίνουν ούτως το σλανγκοσιφόνι και ουδείς αναμάρτητος! Και εδώ οι καβουροσλανκόσαυροι ξηγιούνται μερακλαντάν, σαρώνοντας αενάως την λημματολάσπη. Εάν ανακαλύψουν ξεχασμένο διαμάντι, το απαστράπτουν, προσάπτοντας και σχόλια τύπου «γιατί το θάψατε αυτούνο, ωρέ κλεφτόπουλα;»

4. Αντιμετώπιση ρυπογόνων λημμάτων και συμπεριφορών

Με δεδομένο το laissez-faire μοντέλο διοίκησης της Ρουμανικής αρχής , οι καβουροσλανγκόσαυροι αποτελούν την πρώτη γραμμή αμύνης κατά των σπαστήρων, μπαγαποντοδοτών και πανοποντοδοτών που συχνά ρυπαίνουν το σλανγκοσιφόνι με αναερόβιες παθογένειες, βακτήρια και ιώσεις. Μόνο τους όπλο, το κράξιμο.

5. Επεξεργασία δευτερογενών λημμάτων

Εδώ οι καβουροσλανγκόσαυροι αξιοποιούν δημιουργικά τις μη επεξεργασμένες ατάκες συσλανγκιστών που αιωρούνται στο σλανγκοσιφόνι κάνοντας αλλαξολημματιές. Η λημματοποίηση τέτοιων παπαρολογισμών ενισχύει το esprit de corps (βλ. την συλλογική μαλακία που μας δέρνει) του σλανγκοσιφονιού. Πολλά εύσημα σε αυτή την κατηγορία κερδίζουν ο Khan και το Kitty Darling.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται στην Κρήτη, συνήθως ως ερώτηση: «εφυρομυάλιασες;» που σημαίνει: «εχάζεψες;», «εμπουντάλιασες;», «εκουρκούθιανες;» κ.λπ.

Εκ του «φύρα + μυαλό».

- Μωρή Λίλιαν, μού πλυνες το σώβρακο;
....
- Μανώλη, εφυρομυάλιασες μωρέ; Ίντα Λίλιαν μωρέ Μανώλη μου λέεις; Μανώλη, με απατάς μωρέ σκύλε;
- Όχι Ζαμπία μου, όχι, κάτι εδιάβαζα στο ιντερνέτι κι εμπερδεύτηκα...
- Τσι γδυμνές μωρέ εξάνοιγες πάλι...;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κλασικό όνομα Βλάχας στις κλασικές ταινίες, είτε είναι υπηρέτρια σε αστικό σπίτι, είτε πρωταγωνίστρια βουκωλικού πηδυλλίου.

Παγώνα μ', τήτοιου πράμας δην τού 'χαμη ματαξαναπάθει!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του «στην υγειά σου», με ιδιαίτερη σημασία στην Κρήτη, όπου συνοδεύει ένα ολόκληρο τελετουργικό για πιώματα μέχρι λιποθυμίας.

Το «στην αφεντιά σου» είναι πιο σοβαρό απ' το «στην υγειά σου», το οποίο είναι γενικότατο. Δηλώνει ρισπέκ, και δείχνει ότι θεωρείς τον άλλον κύριο του εαυτού του - να κάτι που δεν ισχύει για όλους.

Το τελετουργικό έχει ως εξής. Παρεάκι μαζεύεται στην αυλή (σπίτι, μπαλκόνι, νυχτερινό κέντρο, οπουδήποτε), με το μπουκάλι / κανάτα / νταμιτζάνα κρασί στη μέση. Στην αρχή, ο κόσμος κερνάει και πίνει κανονικά, βάζοντας στα ποτήρια των άλλων και στο ποτήρι του (ο κεραστής, τελευταίος) και λέγοντας «γεια μας, μ'ρε παιδιά!» ή κάτι τέτοιο πριν τσουγκρίσει και πιει. Ως εδώ καλά. Αργά ή γρήγορα όμως, κάποιος θα κάνει τη μαλακία και θα «καλέσει». Έτσι ξεκινάει ένας κατήφορος που θα τελειώσει ανυπερθέτως με ένα τσούρμο λιώματα, χυμένους ο ένας πάνω στον άλλον.

Ο καλεστής, πρώτ' απ' όλα, σκώνεται όρθιος να τον βλέπουν. Μετά παίρνει το δικό του ποτήρι και το γιομίζει μέχρι πάνω πάνω, ξέχειλο που λένε. Μετά το σηκώνει προς τη μεριά αυτού που θέλει να καλέσει (παναπεί να προκαλέσει...), λέει σοβαρά-σοβαρά «στην αφεντιά σου», και το κατεβάζει κούπα (παναπεί μονορούφι). Αμέσως μετά το ξαναγιομίζει, πάλι ξέχειλο, και το δίνει σ' αυτόν που κάλεσε. Ο οποίος διαλέγει κάποιον άλλον στην παρέα να καλέσει, λέει κι αυτός «στην αφεντιά σου», πίνει την κούπα, ξαναματαγιομίζει, και ούτω καθ' εξής.

Οι κανόνες του παιχνιδιού:
1. Απαγορεύεται να καλέσεις χωρίς να πιεις. Πρώτα θα κατεβάσεις την κούπα σου, και μετά θα τη δώσεις στον άλλον. Το παιχνίδι είναι μια πρόκληση (dare που λένε στα εγγλέζικα), και δε νοείται να προκαλείς κάποιον να κάνει κάτι που εσύ δεν μπορείς.
2. Όλοι πίνουν απ' το ίδιο ποτήρι. Δεν έχει «σιχαίνομαι» και «μα η Κατερίνα φοράει κραγιόν» και αηδίες. Είναι παιχνίδι τση παρέας, και η παρέα κάνει bonding έτσι. 3. Απαγορεύεται να αρνηθείς κάλεσμα. Στην καλύτερη περίπτωση θα γίνεις ρεζίλι των σκυλιών, και θα 'σαι για πάντα πλέον ο ξενέρωτος που δεν πίνει όταν τον καλούν. Στη χειρότερη, ο καλεστής θα το πάρει προσωπικά και θ' ανάψει καβγάς. Εδώ ένα απλό τσούγκρισμα να αρνηθείς, ο άλλος παρεξηγιέται. Πόσο μάλλον ένα επίσημο κάλεσμα κι ένα αρχοντικό «στην αφεντιά σου». Όπως και να' χει, αν κάποιος δεν πιει, το παιχνίδι χαλάει, προς μεγάλη απογοήτευση της ομήγυρης.
4. Μπορείς να καλέσεις όποιον θέλεις στο τραπέζι, ακόμα κι αυτόν που σε κάλεσε αμέσως πριν, κάτι το οποίο έχει παρενέργειες. Αφενός, μπορεί να εξελιχθεί σε μονομαχία, όταν δύο στην παρέα καλούν συνέχεια ο ένας τον άλλον, συνήθως για να δουν ποιος αντέχει να πιει περισσότερο. Αυτή η εκδοχή συχνά συνοδεύεται από ανταλλαγή σκωπτικών μαντινάδων, όπου ο ένας προσπαθεί να πικάρει τον άλλον. Αφετέρου, μπορεί να οργανωθεί (εκ προμελέτης ή επιτόπου) ομαδική στοχοποίηση ενός από την παρέα, και όλοι μα όλοι οι υπόλοιποι να καλούν αυτόν, με γέλια και πειράγματα. Αυτή η εκδοχή συχνά συνοδεύεται από ενέσεις καφεΐνης στο νοσοκομείο, ώρες αργότερα.
5. Τέλος του παιχνιδιού δεν προβλέπεται. Θεωρητικά, τελειώνει όταν τελειώσει το κρασί. Φυσικά, όταν μιλάμε για σπίτια εξοπλισμένα με βαρέλια, μέχρι να τελειώσει το κρασί, ο κόσμος έχει αρχίσει να σωριάζεται.

Παραλλαγές:
1. Κούπα όχι σε κρασοπότηρο, αλλά σε υπερδιπλάσιας χωρητικότητας νεροπότηρο. Τα πράγματα βγαίνουν εκτός ελέγχου πολύ γρηγορότερα έτσι.
2. Κούπα σε ακόμα μεγαλύτερο, αυτοσχέδιο σκεύος. Έχω δει σε γλέντι γάμου κόσμο και λαό να βγαίνει εκτός μάχης σε dt, αφού ξεκίνησαν αφελώς τα «στην αφεντιά σου» με ένα πλαστικό εναμισόλιτρο μπουκάλι νερού, κομμένο λίγο κάτω απ' τη μέση. Μονορούφι πάνω από μισό λίτρο κρασί τη φορά...
3. Κούπα σε νεροπότηρο, με ρακή αντί για κρασί. Αυτά, λογικά, τα κάνουν μόνο οι βοσκοί, που ως γνωστόν έχουν υπεράνθρωπες αντοχές.

Παραλληλισμοί:
Το να πίνεις κρασί απ' το ίδιο σκεύος είναι μάλλον παγκόσμιο σύμβολο φιλίας ή/και αγάπης. Βλέπε τον καθολικό γάμο, όπου νύφη και γαμπρός έπιναν συμβολικά μια γουλιά απ' το ίδιο ποτήρι (το «διπλό» ποτήρι, που είδαμε στον Ελαφοκυνηγό, είναι νεότερη επινόηση βέβαια). Βλέπε το ορθόδοξο μυστήριο της θείας ευχαριστίας, όπου όλοι οι πιστοί μεταλαμβάνουν με το ίδιο κουτάλι. Βλέπε και το αρχαιοελληνικό έθιμο του κότταβου, όπου ο συμποσιαστής έπινε κι άφηνε μια γουλίτσα κρασί, την οποία γυρνούσε παιχνιδιάρικα στα χείλη του ποτηριού πριν το πασάρει στον εραστή. Ah, l' amour, l' amour!

Ετυμ. : < μσν. αφεντία < αφέντης < αρχ. αυθέντης

- Ώφου κι ώφου! Η τσεφαλή μου!
- Ηντά 'παθες, μ'ρε Μανολιό;
- Οψέ μαζωχτήκαμε παρέα στου Ψαρονίκου, κι είχε φέρει το καλό το κρασί απ' το χωριό, κι εξεκίνησε ο κουζουλός ο Νεκτάριος τα «στην αφεντιά σου», κι εγινήκαμε σύσκατοι ούλοι. Ώφου η τσεφαλή μου!
- Ε, και δεν αντέεις το πιώμα, μ'ρε Μανολιό; - Κούπες με το κανάτι πίναμε, Ζαχάρη!
- Χίλιοι μαύροι διαόλοι!

- Στην αφεντιά σου, Γιώργη! Κουτελοβαρίσκω σου! (γκλουπ)
- Στην αφεντιά σου, Μιχαλιό! Κι εγώ αντιστέκομαί σου! (γκλουπ)
- Στην αφεντιά σου, Γιώργη! (...ad nauseam. Κυριολεκτικώς.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μύθος λέει ότι στο χωριό Τζώρι, κάπου στα βάθη της νότιας Πελοποννήσου, οι περισσότεροι χωριανοί, οι Τζωραίοι, ήντουσαν σταφιδοπαραγωγοί. Η σταφίδα, τώρα, ήταν άτιμο πράμα. Αν, όσο είχες σταφίδα απλωμένη, έκανε καλοσύνη και λιακάδα, όλα μέλι γάλα. Αν έβρεχε... τρέχα να τη μαζέψεις, και πάει η παραγωγή, και κλαυθμός και οδυρμός και τριγμός οδόντων.

Οι Τζωραίοι λοιπόν, τις χρονιές που τύχαινε να βρέξει, κακομοίριαζαν. Αν τους ρώταγε κανείς από πού κατάγονται, παίρναν ένα περίλυπο ύφος, και βαριαναστενάζαν: «Ααααπό το κατακαημένο Τζώρι.» Γιατί δεν είχαν να φάνε οι άνθρωποι.

Τις χρονιές, όμως, που έκανε καλό καιρό, οι Τζωραίοι, κύριοι! Κι αν τους ρώταγε κανείς από πού κατάγονται, κορδώνονταν και φωνάζανε ν' ακούσει όλος ο κόσμος: «Απ' το Τζώρ' Τζώρ' Τζώρι!» Γιατί είχανε βγάλει σταφίδα πολλή και κονομάγανε καλά και ήταν περήφανοι - αίφνης - για το χωριό τους.

Απ' αυτή την ιστορία - αλήθεια, ψέματα, γύρευε - επικράτησε ο χαρακτηρισμός «Τζωραίος» για κάποιον που χαίρεται και καμαρώνει για μια πρόσκαιρη, οικονομική συνήθως, καλή τύχη. Φερ' ειπείν, τη μέρα που του καταβάλλεται ο μισθός. Κατ' επέκταση, Τζώρας ή Τζωραίος λέγεται και όποιος πληρώνεται γενικώς (ασχέτως αν καμαρώνει) ή όποιος καμαρώνει γενικώς (ασχέτως αν πληρώνεται).

Όσο για την ομοιοκαταληξία του Τζωραίου με τον σσσωραίο, ο μόνος λόγος που δεν την έχουμε εκμεταλλευτεί για ένα (ακόμα!) συνώνυμο του ωραίου - σωραίου - Ζαγοραίου, είναι ότι η πρώτη έκφραση είναι τοπική, αγροτική και άλλης δεκαετίας, ενώ η δεύτερη - καμία σχέση.

  1. - Η μάνα σου είναι Τζωραία σήμερα. Πληρώθηκε και πήγε για ψώνια. Να την έβλεπες, μες στην τρελή χαρά ήτανε.
    - Άντε να δούμε πόσο θα κρατήσει η χαρά αυτό το μήνα...

  2. - Τον έκοψεςτον Παντελή; Γέννησε η γυναίκα του και καμαρώνει σα γύφτικο σκεπάρνι. Τζώρας!

  3. - Σου μπήκε ο μισθός;
    - Μου μπήκε που να μη μου έμπαινε, με τα ψίχουλα που μας δίνουν, γαμώ το ξεσταύρι μου.
    - Εμ Τζωραίος είσαι, εμ παραπονιέσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified