Further tags

Όταν ο διακατεχόμενος από έντονο και σφοδρό σεξουαλικό πόθο βρίσκεται σε πλήρη και περήφανη στύση. Ο όρος απαντάται κυρίως στην Κρήτη και τυγχάνει κυριολεκτικής αλλά και μεταφορική χρήσης, εκφράζοντας ακατανίκητη επιθυμία.

Παραλλαγή: ολοκαύλωτος.

  1. - Ξαπλωμένος όλο το βράδυ δίπλα της και αυτή να τρίβεται συνέχεια πάνω στη γκλίτσα. Καταλαβαίνεις, να προσπαθώ όλο το βράδυ να κοιμηθώ, ολόκαυλος!

  2. - Θα κατέβουμε στον αγώνα ολόκαυλοι και δεν σας βλέπω να την βγάζετε καθαροί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που καυλώνει το μεσημέρι.

Στον Παγώνδα, μεγάλο χωριό της Σάμου, στις δεκαετίες του '50 και του '60 (ίσως και παλιότερα) λεγόταν καυλουμησ'μέρ'ς (καυλομεσημέρης) ο γεωργός που, αντί να πάρει μαζί του στο χωράφι το μεσημεριανό φαγητό του και να επιστρέψει μια και καλή το βράδυ, επιστρέφει στο χωριό το μεσημέρι, τρώει μεσημεριανό με τη γυναίκα του και τα παιδιά του και ξαναγυρίζει στο χωράφι για να συνεχίσει την εργασία του.

Τουν είδης; Πάει πάλι ου καυλουμησ'μέρ'ς να ξηκαυλώσ' στ' κυρά Μαριώ κι να ξαναγυρίσ' στου χουράφ'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιδεραστής, στὸ Πατρινὸ ἰδίωμα.

Ἡ ἐτυμολογία προέρχεται κατὰ τὴ γνώμη μου ἀπὸ σύγχυσι: Αὐτὸς ποὺ «τρίβει» ἢ «τρίβεται» μὲ τὰ παιδιά, ἐνῷ κανονικὰ εἶναι αὐτὸς «παρὰ τῷ ὁποίῳ διατρίβουσιν οἱ παῖδες», δηλαδὴ ὁ παιδαγωγός.

Ὁ Πανίτσας ἀπ' τὰ Ταμπάχανα (πλατεία λαϊκῆς συνοικίας τῶν Πατρῶν) ἐνδιεφέρετο γιὰ τὴν θέσι τοῦ ἐπιστάτου στὸ σχολεῖο. Σχολιάζει λοιπὸν κάποιος:

- Μὰ μπίτι μινάρηδες εἴστενε μωρέ! Αὐτὸς εἶναι παιδοτρίβης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντμησις (μὲ μετατροπὴ) τοῦ μουνόπανο, ὅταν αὐτὸ χρησιμοποιεῖται ὡς ὑβριστικὸς-ὑποτιμητικὸς χαρακτηρισμὸς προσώπου.

Πρόκειται γιὰ Πατρινὸ ἰδιωματισμό, τὸν ὁποῖον ἔμαθα ἐπὶ τόπου τὴν δεκαετία τοῦ ὀγδόντα, καὶ ὁ ὁποῖος ἐπιβεβαιώθηκε ἐν συνεχείᾳ στὴν καθ' ἡμέραν πρᾶξι ἀπὸ δύο εἰδικευομένους ποὺ εἶχα, μέχρι τὸ 1995.

Ἐπιμελητής: Παναγιώτη, εἶπε ὁ Σόλων (συνειδικευόμενος γιατρὸς μὲ τὸν Παναγιώτη) νὰ κατέβῃς ἐσύ στὰ ἐξωτερικὰ ἰατρεῖα, διότι τὸν θέλει ὁ διευθυντής.
Παναγιώτης: Τὸν θέλει ὁ διευθυντής, τὸ πανί, νὰ μὴ τοῦ γ... τὴν Π..., τὸ σκατόγλειφτα... ...Δὲν πάω πουθενά νὰ τοῦ πῇς. Σιγὰ μὴν κάτσω ἐγὼ νὰ γ...μαι κι αὐτὸς νὰ μινάρῃ. (Μετὰ ἀπὸ λίγο προσθέτει:) Καλὰ ρέ, θἄρθω νὰ σὲ βοηθήσω... (προσθέτει δὲ μουρμουρίζοντας:) Τὸ μουνόπανο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντά και ως ολιγονούσης και λιγονούστης. Αυτός που έχει λίγο νου, ο βλαξ. Για την ακρίβεια, ο αισθητά πιο βλαξ από το μωρόπιστο και τον αγαθό, η περίπτωση «ελαφράς νοητικής καθυστέρης».

Ο όρος κατά κανόνα χρησιμοποιείται ως εύσχημη περιγραφή των ατόμων αυτών αλλά μπορεί να είναι και ύβρη εναντίον ανθρώπων εγνωσμένης αλλά μη διαγνωσμένης ηλιθιότητας.

Από Δ. Κρήτη.

  1. — Ίντα μρε τον έχουνε τον ολιγονούση στο τζιπάκι;... Πράμα έκαμε;...
    — Κιαμέ! (=σιγά!)... Ψευτορουφιάνο τον έχουνε και τονε παίρνουνε πότες πότες βόλιτα και θαρρεί ο κακομοίρης πως κάνει πράμα...

  2. Όποιος όμως είναι μικροπρεπής και λιγονούσης και τιποτένιος και σκέφεται ότι η Κρήτη θα είναι αυτόνομη είναι σα να προσπαθεί να χωρίσει τα γράμματα από το τετράδιο ή το κεφάλι από το σώμα!!

(Απ' εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τη Δ. Κρήτη η παλιά αυτή λέξη (απαντά και σε ριζίτικα κ.λπ.) η οποία ακόμη και σήμερα ακούγεται και από τη νεολαία ακόμα, σπάνια βέβαια, και με συνειδητή επίγνωση ότι αποτελεί γλωσσικό πλούτο.

«Αναμαζωξιάρης» είναι ο ξένος, αυτός που μας ανεμαζωχτήκενε, για την ακρίβεια αυτός «που-δε-γατέω-ίντα-διαόλους-μας-ανεμαζώχτηκενε-απού-να-μην-τονε-πω-πράμα-γι΄-αναμαζωξιάρηδες». Είναι αυτός που μας κουβαλήθηκε, που μας φορτώθηκε, ο ανεπιθύμητος ξενομπάτης ή ξενομερίτης. Είναι ουσιαστικά ο πρόσφυγας ή, όπως λεγόταν στα Χανιά ο *πρόσφυγκας******.

Αναμαζωξιάρικα ήταν και τα έκθετα κι έπειτα υιοθετημένα παιδιά, ενώ ακόμη και σήμερα μπορεί να ακούσει κανείς τις μανάδες στα Σφακιά να φωνάζουν το βράδυ στα παιδιά που παίζουν στο δρόμο «αναμαζωχτείτε επιτέλους», μαζευτείτε, δηλαδή, και βρείτε καταφύγιο στο σπίτι μας.

Είναι πολύ υποτιμητικός όρος, ο πιο υποτιμητικός από τους υπόλοιπους για τους μέτοικους. Αναμαζωξιάρης σημαίνει και κουρελής, φτωχομπινές.

*****Τα οποία Χανιά μόλις πριν λίγες βδομάδες έφτιαξαν επιτέλους μνημείο για το σημαντικό προσφυγικό τους μικρασιάτικο πληθυσμό (κυρίως από την περιοχή Σμύρνης) που κατοίκησε τα Τουρκοπροάστια της πόλης (Μουρνιές, Περβόλια, Πασακάκι). Με την ευκαιρία συζητήθηκε και ένα άρθρο των Χανιώτικων Νέων που σιχυριζόταν ότι ένα 40% της πόλεως των Χανίων έχουν πρόσφυγα πρόγονο (και Κινέζο ξάδερφο)... Για τους Χανιώτες που μάλλον όλοι θέλουνε να Σφακιανοφέρνουν παρά να προσφυγοφέρνουν (πλην όσων έχουν προσφυγικό επίθετο και περηφάνια) ήταν ένα πλήγμα...

Ετερόκλητα παραδείγματα:

  1. Άμε μρε να βάλεις ένα ποκάμισο κι είσαι σαν τον αναμαζωξιάρη....

  2. Σ’ ένα τέτοιο μακελειό ο μπάρμπα Γιάννης ο Σισανές, ξερακιανός άντρας, μακρές, στιβαρός, με μεγάλη καρδιά μέσα ντου, όντενε εμακελεύανε μια τουρκική φαμελιά, του παντήχνει ένα τουρκάκι πέντε-έξι χρονών. Το μαχαίρι ντου έσταζενε το αίμα των Οικολογιών του και το κοπέλι έτρεμενε σύγκορμο χλωμιασμένο σαν τα κίτρινα φάδια. Το λυπήθηκενε και το πρεμάζωξενε στο κονάκι ντου και το ανάθρεφενε μαζί με τα δικά του κοπέλια. Τα ξεδιαφωτίσματα ο μπάρμπα Γιάννης έπαιρνενε το τουρκάκι στα οζά και το ‘χενε ουλημέρα κοντά ντου και έτρωενε ε’να κομμάτι ψωμί μαζί με τα δικά ντου στο μιτάτο… Τ’ αποσπέρας που απόσωνε στο σπιτικό ντου τ’ αποχύνεντονε η γυναίκα ντου για το αναμαζωξιάρικο: “Είντα μου τ’ αναμάζωξες, για να με ταραχάς, καεί η ψυχή ντου. Ανάθεμα τσι και δεν μπορώ να τσι θωρώ μπλιο τσ’ αναθεματισμένους”.

από δω.

  1. Μάς έχει φάει ο διάλογος με κάθε αναμαζωξιάρη σατανιστή, απο παπικό μέχρι μουσουλμάνο ... Το οτι έχουμε σχήσμα στο σώμα της εκκλησίας μας , πληγη αιμοραγούσα δεν είναι πρωτο Θέμα;

από δω με την ορίτζιναλ ορθογραφία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αδειοδότηση ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών στην Ελλάδα σήμανε την ίδρυση πλήθους σχετικών μαγαζακίων ανά την επικράτεια σε πόλεις και πολίχνες. Άλλωστε η τοπική αυτοδιοίκηση είχε παίξει μεγάλο ρόλο ως παράγων πίεσης στο άνοιγμα των συχνοτήτων στο δεύτερο μισό των ογδόνταζ, είτε με αμιγώς βλαχοδημαρχικά - αποκεντρωτικά κίνητρα τύπου Αλή Πασά της κακιάς ώρας, είτε ως δούρειοι ίπποι ντόπιων οικονομικών συμφερόντων, είτε και τα δυο και άλλα τόσα, άλλωστε η ήττα είναι πολυπαραγοντική και η δράση πολύμορφη.

Όχι ότι δε θα μπορούσαν τα μικρά μέσα ενημέρωσης να παίξουν ρόλο θετικό στις τοπικές κοινωνίες, αλλά στην Ελλάδα ήμασταν, που σημαίνει ότι τα τοπικά μέσα, ιδιωτικά και αυτοδιοικητικά, απ΄ αρχής υπήρξαν φτηνές απομιμήσεις των μεγάλων καναλιών, οχήματα μωροφιλοδοξιών, λαμογείωσης με τα πραγματικά προβλήματα του κόσμου, εκφραστές κομματικών βάσεων, προβολείς τοπικής βλαχογκλαμουριάς και γενικά επαρχιώτικου πολιτισμικού ζόφου.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, και όσο τα λαϊκίστικα ογδόνταζ απομακρύνονταν, τα περισσότερα και τα πιο φτηνά τοπικά ΜΜΕ άρχισαν να αντιμετωπίζονται γενικά με κυνισμό και κοροϊδία, και να περνάνε στην κατηγορία του καλτ, η επιρροή τους, ωστόσο, θα πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση και χωρίς υπεραπλουστεύσεις, γιατί η κοροϊδία από πλευράς των τηλεθεατών δε σημαίνει απουσία ισχύος του αντικειμένου της κοροϊδίας.

Η καρναβαλική παρονοματολόγια των καναλιών - αντικείμενο λαογραφίας του μέλλοντος το δίχως άλλο - έχει κι αυτή το γούστο της. Άλλα τα έλεγαν με το όνομα του ιδιοκτήτη τους, διάφορα ονόματα με λατινικούς χαρακτήρες διαβάζονταν λάθος, κλπ.

Το πιο ωραίο που έχω ακούσει είναι το κ΄ταβ΄ για το Καρπενήσι TV ή Κ-TV, κανάλι για το οποίο δυστυχώς δε βρήκα περισσότερες πληροφορίες. Ο Δήμος Καρπενησίου ακόμα το παλεύει με ένα είδος web tv.

Δε θα ήθελα να κακοποιήσω μια διάλεχτο που αγνοώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκαρφαλώνω, γραπώνομαι με κόπο, γαντζώνομαι, αγκομαχώντας, τρώγοντας νύχια, ματώνοντας πόδια, ιδρώτας με τους κουβάδες, τα χέρια μου έχουν βγάλει βεντούζες à la Spiderman ένα πράμα, το σώμα μου έγινε ένα με το βράχο, τα μάτια μου καθηλωμένα εκεί πάνω, θα ξοδέψω και την τελευταία σταγόνα ενέργειας και την τελευταία μου ανάσα, όσο πάει. Και να κατρακυλάω πίσω, δεν καταλαβαίνω Χριστό, συνεχίζω με περισσότερη ορμή.

Ο μαρτυριάρης Σίσυφος πρωταθλητής στο σπορ.

Τα αγριμάκια του Ψηλορείτη επιδίδονται με απαράμιλλο στυλ. Η φύσις γαρ...

Το' χω ακούσει και καρκατζαλώνομαι μάλλον για να μοιάζει με το γραπώνομαι που περιγράφει περισσότερο το φύλλινγκ του υποκειμένου (καρκατζάλωμα ή πιθανώς καρκάτζαλο).

Godfather: o Αυτοκτώ, η αφεντομουτσουνάρα μου κι ένας φίλο.

Άσε ρε Μπάμπουρα, είπα να κάτσω να δω τα exit polls 2009 στο σπίτι αλλά παπάρια Μήτσου τα δίδυμα καρκατζαλώνονταν συνέχεια πάνω μου και που... Ούτε πίτσες ούτε μπύρες.

(από gaidouragathos, 04/10/09)κι άλλο στυλάτο καρκατζάλωμα (από gaidouragathos, 04/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κεφάλι-μυαλό κάποιου. Συνώνυμο και με την γκλάβα.

Άκου να δεις τι κατέβασε η κούτρα του.

Ο τραγουδιστής Γιάννης Κούτρας (από allivegp, 03/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι εκείνος που, με τις ενέργειές του, τη συμπεριφορά του, τα λόγια του, το ντύσιμό του, προσπαθεί (ανεπιτυχώς) να πείσει τον κόσμο (και μαζί τον εαυτό του) ότι είναι πολύ καλύτερος - ομορφότερος - εξυπνότερος - ικανότερος από ό,τι πραγματικά είναι...

- Λίλιαν, σου αρέσει ο Ερνέστος; Κοίτα τι όμορφα που ντύνεται!
- Αν σου αρέσει Λάουρα, να τον πάρεις εσύ. Ο Βαγγέλας μου είναι πολύ πιο προικισμένος από αυτό το νιοράντε. Δεν τον βλέπεις; Μόλις δει καθρέφτη τσεκάρει τα μούτρα του να δει μην του χάλασε το μαλλί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified