Θα μπορούσε να είναι μια περίτεχνη αρχαιοπρεπής τροπή του μαλάκας, κι όμως είναι μία από τις τουλάστιχον 79 λέξεις που διέθεταν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι για να χαρακτηρίσουν τον γκέι. Ναι, οι δύο θεμελιώδεις ελληνικές ύβρεις, μαλάκας και πούστης, έχουν υποστεί ένα ροκέ μέσα στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Μαλακία στην κλασική και ελληνιστική περίοδο ήταν η εκθηλυμένη τρυφηλότητα και μαλακότητα, οπότε μαλακός ήταν αυτός που τον σήκωνε τον χιτώνα.
«Φιλοκαλούμεν μετ' ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας», δηλαδή φιλοσοφούμε χωρίς να κάνουμε πουστιές (Περικλής δια χειρός Θουκυδίδου). Βέβαια, η μαλακία σταδιακά συνδέθηκε με την εξασθένηση (βλ. δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν) και εντέλει με τον αυνανισμό.
Όταν, λοιπόν, οι άλλοι δεν είχαν ακόμη ανακαλύψει τις ηδονές της εναλλακτικής τρύπας, εμείς οι Έλληνες διαθέταμε όχι μία και δύο, αλλά τουλάστιχον 79 λέξεις για να ονομάσουμε τον γκέι, τις οποίες θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας, προτού τις καταχωρίσω στο οικείο λήμμα (ορισμένες υπάρχουν ήδη εκεί, όπως και στο απάνθισμα αρχαίων μπινελικίων υπό Βραστανδρός). Μπορεί οι Νεοέλληνες να έχουμε περί τις 500 λέξεις, αλλά κι οι αρχαίοι μας πρόγονοι έκαναν ό,τι μπορούσαν. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα επιχείρημα κόλαφο εναντίον του Φαλλμεράϋερ και των συν αυτώ, ένα επιχείρημα που θα δικαίωνε πανηγυρικά τον Παπαρρηγόπουλο και τους δίκαιους υποστηρικτές της συνέχειας του ελληνισμού διά μέσου των αιώνων: το εξαπανέκαθεν αδιάπτωτο εθνικό μας πουστριλίκι ως πανηγυρική απόδειξη της υπερτρισχιλιετούς ιστορικής μας συνέχειας.
Πηγή: Βερέττας, Μάριος. Τα Βρωμόλογα των Αρχαίων Ελλήνων. Αρχαίες χυδαιότητες, προστυχιές και βωμολοχίες. Αθήνα, 2007.
(σ.ς. του οποίου το παρόν λήμμα ας λειτουργήσει ως μια ανιδιοτελής διαφήμιση ότι πρόκειται για εξαιρετικό εορταστικό δώρο, μέρες πού 'ναι).
- αβροβάτης: θηλυπρεπής άντρας με γυναικείο βάδισμα [< αβρός + βαίνω]
- αβροβόστρυχος: θηλυπρεπής άντρας με γυναικείες κοτσίδες [< αβρός + βόστρυχος]
- αβροείμων: θηλυπρεπής άντρας με γυναικείο ντύσιμο [αβρός + είματα = ρούχα]
- αβροκόμας: θηλυπρεπής άντρας με γυναικεία κόμμωση [< αβρός + κόμη]
- αβρόπους: θηλυπρεπής άντρας με γυναικείο βάδισμα [αβρός + πους = πόδι] (σ.ς.: ουκ αβρόχειρ τις αλλά αβρόπους τις).
- αΐτας / αΐτης: νεαρός ερωμένος στις δωρικές κοινωνίες, γκόμενος. [<άω = πνέω].
- ανδροβάτης: εραστής ανδρών [< άνδρας + βαίνω = προχωρώ, εισχωρώ, μπαίνω, πηδάω]
- ανδρόγυνος: ερμαφρόδιτος (σ.ς.: o όρος αυτός έχει μεταφερθεί και σε άλλες γλώσσες, και οι ξένοι αισθάνονται πολλές φορές αμήχανα όταν ακούνε να χρησιμοποιούμε οι νεοέλληνες την λέξη για να περιγράψουμε το ετερόφυλο ζευγάρι. Αν και άργκιουαμπλυ, ένας γκέι πετυχαίνει μόνος του την ισορροπία και σύνθεση που χρειάζονται δύο ετερόφυλοι στρέιτ για να πετύχουν, πρβλ. και τον αριστοφανικό μύθο του ανδρογύνου στο πλατωνικό Συμπόσιον).
- ανδροθήλυς
- ανδροκοίτης
- ανδροκόμος [< κομέω = προσφέρω ερωτικές φροντίδες]
- ανδρολάγνος
- ανδρομανής
- ανδροπόρνος
- αρρητοποιός [< άρρητον + ποιώ = αυτός που διαπράττει ακατονόμαστες ασελγείς πράξεις] (σ.ς.: τύφλα νά 'χει ο Wittgenstein).
- αρρητουργός (ομοίως)
- αρρενομίκτης: αυτός που σμίγει με άντρες
- αρρενοφθόρος: αυτός που (δια)φθείρει άντρες, που τους παίρνει την άλλη παρθενιά (όπως ο Βάγγελας του Πέρι).
- βάτταλος [< πάτταλος = πάσσαλος = πέος]
- γλούτης: ο εύκωλος [< γλουτός = κωλομέρι]
- γονοπότης: αυτός που πίνει το σπέρμα (γόνος < γίγνομαι).
- γυναικανήρ
- γυναικίας
- γυναικόμιμος
- γυναικόφωνος
- γυναικοφυής
- γύνανδρος
- γύννις: ο άνδρας με γυναικεία συμπεριφορά.
- εθελόπορνος: ο εκδιδόμενος με την θέλησή του κίναιδος.
- εδρόστροφος : ο κίναιδος που κουνάει προκλητικά τον κώλο του έδρα + στρέφω]
- ημίγυνος
- ημιθήλυς
- θηλάρσην
- θηλυδρίας [< θηλυδριώ = φέρομαι ως θηλυκό]
- θηλυμίτρης: τραβεστί [< θήλυ + μίτρα = σκούφια] (σ.ς.: πρβλ. και τις μίτρες των αγαμιδίων).
- θηλυπρεπής
- θηλύστολος: τραβεστί [< στολή = ενδυμασία] («κράτος θηλυστόλων και πεσμένων κώλων, κωλοέλληνες» για να παραφράσω τον Σαββόπουλο).
- θρυπτικός [< θρύπτω = ζω θηλυπρεπώς < θραύω]
- κατάπρωκτος
- καταπυγόσυνος [< κατά + πυγή = κώλος]
- καταπύγων [< πυγή]
- κέλωρ: νεαρό πουστράκι, τεκνό, πουστρίγκος [κέλωρ = παιδί]
- κίναδος: πονηρόπουστας [κίναδος = αλεπού]
- κίναιδος [< κινέω = γαμιέμαι, ή πιθανόν πατρετυμολογία < κινώ (προκαλώ) την αιδώ]. (Σ.ς.: σήμερα χρησιμοποιείται ως η πιο λάιτ, επίσημη ονομασία, κι όμως η ετυμολογική σημασία ως «γαμημένος» δεν είναι και τόσο πολιτικά ορθή).
- κινησίας [< κινέω = γαμιέμαι]
- κεκινημένος
- κοπραγωγός: ο επιβήτωρ ανδρών [κολομπαράς] [< κόπρος + αγωγός]
- λαικαστής [< ληκώ = πέος]
- λακαταπυγών : ο πούσταρχος < λίαν + κατά + πυγή
- λάσταυρος < λάσιος = μαλλιαρός + ταύρος = πέος
- λάστρις < λάσιος + ταύρος
- μαλακίας: ο εκθηλυσμένος < μαλακός
- μαλακίων: ο εκθηλυσμένος < μαλακός
- μαλακός: ο εκθηλυσμένος και τρυφηλός (ο όρος που χρησιμοποιεί ο απόστολος Παύλος για τους ομοφυλόφιλους)
- οπισθοβάτης < όπισθεν + βαίνω (μπαίνω)
- οπισθοβατικός
- παθικός < πάθος
- παιδεραστής
- παιδίσκος: εκπορνευμένο ανήλικο αγόρι, τσιμπούκ-ογλάν
- παιδοκόραξ
- παιδομανής
- παιδοπίπης < οπιπτεύω = κάνω μπανιστήρι
- παιδοφιλής
- παιδοφθόρος
- παρατετλιμένος: ο πουστοσέξουαλ με αποτριχωμένα γεννητικά όργανα < παρατίλλω = αποτριχώνω
- πρωκτόσοφος (σ.ς. κι ο Σωκράτης ο πρωκτοσοφός, πούστης ήτανε κι αυτός)
- πυγαίος < πυγή = κώλος (σ.ς.: άρα το πυγαίο χιούμορ είναι το χιούμορ του κώλου).
- πυγαλγής: αυτός που τον πονάει η πυγή του.
- πυγιστής: ο κολομπαράς
- πυγοστόλος: ο ευτρεπίζων προκλητικά την πυγή του εύκωλος
- σαυκρόπους: ο κίναιδος με θηλυπρεπές βάδισμα < σαυκρός = τρυφερός + πους
- σαύλος < αύω = ανάβω
- σίφνιος / σιφνιαστής < σιφνιάζω = χώνω κωλοδάκτυλο, όπως οι κάτοικοι της νήσου Σίφνος, που τους είχε βγει το όνομα.
- συβαρίτης: φιλήδονος και τρυφηλός, αλλά συχνά του γκεϊλικίου συμπεριλαμβανομένου
- σφίγκτης: όχι ο σφίχτης, αλλά ο πρωκτικάντζας < σφιγκτήρ του πρωκτού.
- φίληβος: ο εραστής εφήβων
- φιλομείραξ: ο εραστής μειρακίων
- φοινικιστής: ο κίναιδος που κάνει γκρουπ σεξ, επειδή στους Φοίνικες είχε βγει το όνομα ότι κάνουν ομοφυλοφιλικά πάρτυ με ούζα.
- χαλκιδεύς: και στους χαλκιδιώτες τους είχε βγει το όνομα.