Ονομάζεται ο μεθυσμένος ως «χεσμένος απ' το αλκοόλ».
Πάλι ξέρναγες χθες το βράδι βρε χεζμεντέν!
Ονομάζεται ο μεθυσμένος ως «χεσμένος απ' το αλκοόλ».
Πάλι ξέρναγες χθες το βράδι βρε χεζμεντέν!
Got a better definition? Add it!
Θηλ: η κατσιβέλα. Ο αθίγγανος. Ο γύφτος με καταγωγή από τη Βόρεια Ελλάδα.
Σε κάποιες περιοχές της χώρας ο πληθυντικός έχει μόνο θηλυκό και είναι άκλιτο ενώ γράφεται και προφέρεται κατσβέλ'.
Μεταφορικά χρησιμοποιείται όπως και το γύφτος.
- Τι είναι αυτό το σπίτι ρε Μάκη; Πώς ζούν έτσι εδώ μέσα στην μπίχλα;
- Γάμσε τα... Σαν τις κατσβελ'...
Got a better definition? Add it!
Published
Λέξη ρωσικής προελέυσεως υποδηλούσα τον μαλάκα. Εναλλακτικά, ο Ρωσοπόντιος ανώνυμος. Συνήθως, απευθυνόμενος σε κάποιον άλλο, οφείλει κανείς να τραβήξει το τελικό άλφα.
- Εεεε... Μπινταράαα... Εμένα κοίταξες έτσι... Να 'ρθω εκεί να παίξουμε τις γροθιές;
- Εμένα ρε; Μπλιαάατ... Έλα εδω κανονίσω σε...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είμαι κίναιδος, ελληνιστί gay.
- Ρε συ Μάκη; Τ' ειν' τούτος ρε; Πώς κυκλοφορεί έτσι...
- Αφού τον βλέπεις ρε... Τη σιδερώνει τη γραβάτα...
Βλ. και πνίγω το λαγουδάκι, το και την τρίζει την όπισθεν για περισσότερες αντίστοιχες εκφράσεις.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γυναίκα με την οποία υπό φυσιολογικάς συνθήκας δεν θα συγχρωτιζώσουν αλλά αγαμίας ένεκα αναγκάζεσαι. Το αποτέλεσμα της σεξουαλικής πράξεως είναι μηδαμινό. Διεκόρευσες αλλά είναι σαν να μην διεκόρευσες διότι ντρέπεσαι να το πεις.
– Καλά ρε Μάκη, πώς κοιτάς έτσι; Πόσον καιρό έχεις να γαμήσεις ναούμ;
– Άστα... 6 μήνες... Εξόν τις νηστίσιμες...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είμαι πολύ αρρενωπός. Έχω καλή επαφή με τη φύση. Στον ελεύθερό μου χρόνο κυνηγάω αρκούδες...
- Αχ τι άντρακλας Νίτσα μου αυτός ο Μπέκαμ...
- Άσε βρε Ρίτσα... Άμα δεν χέζει στο δάσος ο άντρας τι να τον κάνω; Να πλέκουμε μαζί για να τον βάφω τα νύχια;
Συνώνυμο: είμαι μάτσο. Βλέπε σχόλιο στο πετάει ο γάιδαρος;.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τοπική παραλλαγή της λέξης καυλιάρης στο βόρειο μέρος της Έλλαδας.
Επίσης: γκαυλιάρα, γκαυλιάρικο.
- Ρε συ Τάκη... άσε τη μπουγάτσα σε λέω και κοίτα εκεί τη Μαιρούλα με το min-άκι της! Πωωωωώ!
- Ναι ρε, πολύ γκαυλιάρα η γκόμενα! (Τσομπ-τσομπ...)
Got a better definition? Add it!
Εκ του βραζιλιανικού ροκ εν ρολ συγκροτήματος Sepultura.
Ο έχων μηδαμηνινή κουλτούρα. Κάνει τον ακούλτουρο να μοιάζει Γιώργος Βέλτσος μπροστά του. Συνήθως φημίζεται για τις γνώσεις του πάνω στην μέταλ ροκ μουσική.
- Είδες Μάκη την καινούρια ταινία του Αλμοδόβαρ;
- Καλά ρε, αυτός δεν είναι η αλλαγή του Χαβίτο; Κάνει και ταινίες; Α ρε παιχταράδες που 'χουμε...
- Ντιπ σεπούλτουρος είσαι αγόρι μου...
Δες και σεπουλτουριάρης, ο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ηλίθιος, ο γκαφατζής, ο μαλάκας απλούστερα.
Ο όρος προέρχεται απ' τη γνωστή συνέντευξη τύπου του Μαλεζάνι κατα την διάρκεια της οποίας έβριζε τους πάντες χρησιμοποιώντας την ιταλική λέξη cazzo.
-Που πάει ανάποδα ο γκάτσος, αυτός ειναι μονόδρομος!
Got a better definition? Add it!
Published
Ο γυμνασμένος, συνήθως αντιπαθής άνδρας που αρέσκεται να επιδυκνείει τα μούσκουλά του σε νεαρές κορασίδες στις παραλίες το καλοκαίρι.
Η λέξη προέρχεται απο τις δημοφιλείς ρακέτες, κατεξοχήν σπορ των ατόμων αυτών στην παραλία.
Τσέκαρε πώς κορδώνεται ο μπρατσορακέτας για να τον δει η γκόμενα!
Βλ. και σφίχτερμαν, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified