Further tags

Παράφραση του «Απο φωνή ... φωνάρα».

Επίσης:

Από φωνή... κουκλάρα!
Από φωνή... κορμάρα!

Χρησιμοποιείται για όλες τις τραγουδίστριες που είναι ή θέλουν να γίνουν διάσημες και δεν έχουν ιδιαίτερη φωνή, αλλά αντίστοιχα έχουν τέλειο κορμί. Γενικά για όλες εκείνες που κανείς προσέχει το κορμί περισσότερο από τη φωνή τους.

- Καλά την βλέπεις αυτή... είναι που λέμε... και από φωνή... μουνάρα! χαχα

(από joe909, 08/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδευτικός προσδιορισμός που δηλώνει ότι κάποιος δεν γαμάει.

- Τι έκανε χθες ο Γιώργος με τη Μαρία;
- Τίποτα ο τρόμπας.

Δεν θέλει κόπο. Θέλει τρόπο. (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(δάσος + αγγλ. commando)
Δεν έχει τη σημασία του στρατιώτη των Ειδικών Δυνάμεων. Είναι απλά μια προσφώνηση-γλείψιμο αξιωματικού σε λελέ στρατιώτη για να κάνει μια ανεκδιήγητη αγγαρεία ή για να τον βοηθήσει στον Η/Υ, πράγμα που ποτέ δε θα μάθει να κάνει ο ίδιος.

  1. - Για έλα εδώ ρε δασοκομάντο, μάζεψε αν μπορείς τις γόπες από την ταράτσα (;) μην τις δει ο ταξίαρχος που έρχεται (με ελικόπτερο;;;) όπου να ναι...

  2. - Για έλα εδώ ρε δασοκομάντο, για γράψε μου αυτό το μικρό κείμενο (10 σελίδες) στο γουόρντ (όχι word).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοούμε το μαλθακό παιδί, το καλομαθημένο, που δεν αντέχει τις κακουχίες και γενικά δεν μπορεί να κουράζεται.

- Πώπω τι βουτυρόπαιδο είναι αυτός ο Κώστας! Παίζαμε χτες μπάλα με τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς και μόλις έπεσε και χτύπησε το γόνατο του, έφυγε τρέχοντας για τη μαμά του να του το δέσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γέρος που μπορεί ακόμα να πηδήξει και την πέφτει σε γκόμενες.

Είδες τον γεροκαυλέα με το μωράκι;

(από joe909, 24/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τεμπέλης, αυτός που δεν αξίζει το φαΐ που τρώει.

- Δεν έχει δουλέψει ούτε μία μέρα για να βγάλει το ψωμί του, ο χαραμοφάης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικά ο Ελλαδίτης, αποκαλούμενος έτσι από Ελληνοκύπριο.

- Καλά με πουστοκαλαμαράδες κάνεις παρέα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ντύνεται με γραβάτα-κοστούμι αλλά είναι ή εντελώς άσχετα και παράταιρα το παντελόνι με το σακάκι ή τη γραβάτα ή το πουκάμισο, ή είναι πολύ παλιάς μόδας, και γενικά τον φοράει το ρούχο και δεν το φοράει. Είναι ο τύπος που φοράει κουστούμι για να πάει στο σκυλάδικο και να το παίξει κάποιος ενώ στην καθημερινότητα ντύνεται με ό,τι βρει. Αυτός που προσπαθεί να το παίξει κυριλέ.

Ο Χ είναι γυφτοκυριλές, πάει στα μπαράκια με κολλημμένο μαλλί, κουστουμιά και άσπρη καλτσούλα και νομίζει ότι κάποιος έγινε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστική έκφραση που αναφέρεται απαξιωτικά σε αρσενικά άτομα. Ο ατημέλητος, ο βρωμιάρης, ο γλοιώδης τύπος.

- Έρχεται στο γραφείο και ο Μήτσος ο χλέμπουρας που έχει να πλυθεί ένα μήνα και ανοίγουμε μετά τα παράθυρα για να ξεβρωμήσουμε.

Χλέμπουρας. Αρκάς, Show Business. (από patsis, 21/04/10)(από Khan, 17/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που εκλιπαρεί και εξευτελίζεται προκειμένου να κάνει έρωτα ή μια οποιαδήποτε ερωτική σχέση με τον οποιονδήποτε, η τσούλα.

- Η Χ είναι γνωστή σπερματοζητιάνα, όπου δει κλαρί, ορμάει!

Συνώνυμο: τσιμπουκοζητιάνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified