Further tags

Είναι ο σκακιστής-ατζαμής που χρόνια παίζει σκάκι αλλά δεν μαθαίνει τίποτα. Παραμένει στάσιμος, παίζει βιαστικά, κάνει συχνά λάθη και αβλεψίες. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον αρχάριο παίχτη.
Λέγεται και πάτσερ.
Μεταφορικά σημαίνει αργόσχολος, άχρηστος στην κοινωνία.

-Έπαιξα χτες μια παρτίδα σκάκι με τον Σπύρο τον σκακιστή και έχασα...
-Είσαι τελείως άχρηστος... Αυτός είναι μαζέττας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός του Γιάννη Βαρδινογιάννη, γνωστού και ως «Τζίγκερ», ιδιοκτήτη της ΠΑΕ Παναθηναϊκός, με αφορμή το πρόσφατο παρελθόν του ως οδηγού αγώνων ταχύτητας.
Τον χαρακτηρισμό χρησιμοποιούν κυρίως φίλαθλοι του ΟΣΦΠ στα πέριξ του Πειραιά και της ευρύτερης περιοχής.

- Λες να τα κανόνισε φέτος η σωφεράτζα να πάρει το πρωτάθλημα, που κλείνει και ο βάζελος τα 100;
- Πολύ πιθανό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πιτσιρικάς που ενθουσιάζεται υπερβολικά και είναι συνέχεια στην τσίτα, λόγω της άγνοιας και των αντοχών της νεαρής του ηλικίας. Επίσης χρησιμοποιείται με τη μεταφορική του σημασία, ως χαρακτηρισμός για μεγαλύτερα άτομα που συμπεριφέρονται κατ'αυτόν τον τρόπο.

Επίσης λέγεται υποτιμητικά για άτομα μικρής/μικρότερης ηλικίας, με την έννοια του «μικρός και άπειρος».

  1. - Ε ρε λύσσα οι καυλοπιτσιρικάδες, περίμεναν μέσα στον ήλιο από το μεσημέρι για να πιάσουν θέση μπροστά στους Iron Maiden!

  2. - Έχω αγοράσει το «Dance of death» των Maiden σε βινύλιο, CD, κασσέτα, DVD και bootleg!
    - Ξεκόλλα ρε μαλάκα Ρένο, ολόκληρος μαντράχαλος και τους τα ακουμπάς για την κάθε παπαριά σαν καυλοπιτσιρικάς!

  3. - Γεμάτη καυλοπιτσιρικάδες είναι η Ίος να πούμε...
    - Ναι... Βέβαια πριν από πέντε χρόνια που ήμασταν κι εμείς, δεν μας πείραζε...
    - Πάει, πουρέψαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουρό που προσπαθεί να ντύνεται και να συμπεριφέρεται σαν καυλοπιτσιρικάς teenager και το μόνο που καταφέρνει είναι να γίνεται γελοίος. Κάτι σαν τον Κωνσταντάρα στον «Τρελοπενηντάρη» δηλαδή...

- Κοίτα ποζεριές ο πουρέιντζερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελεύθερος κατασκηνωτής στα ενδότερα της παραλίας Νας στην Ικαρία, μέσα στα καλάμια.

- Έχουμε τζιβάνα;
- Όχι, δεν πας να ζητήσεις από τους Βιετκόνγκ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά είδος βατράχου, όπως λέγεται στην Κέρκυρα. Μεταφορικά, η πολύ άσχημη γυναίκα.

- Μα είναι δυνατόν να μας το παίζει μουνάρα τώρα η ζάμπα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνω των 30 πού συνεχίζει να χαβαλεδιάζει ωσάν να ήταν πιτσιρικάς. Ο μεγάλος σε ηλικία μη σοβαροφανής.

- Σεβασμός στον κύριο Πέτρο... Πολύ γέλιο το άτομο! Είναι χαβαλώριμος!

Συνώνυμο: καυλοπιτσιρικάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μη έχων μία, ο άφραγκος, ο πένητας.

- Πάμε το βράδυ για κανά ποτό;
- Δεν παίζει φίλε, είμαι ντιντιλίνας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Εννοείται είμαι στον κόσμο μου) Είμαι αφηρημένος, έχω προβλήματα επικοινωνίας και εκτίμησης, έχω ψευδείς ή αφελείς (κοινωνικές ή άλλες) αντιλήψεις.

Επιτατικά: στην (καρα)κοσμάρα μου. Συνώνυμα: (είμαι) αλλού, δέν επικοινωνώ.

  1. Από τότε που μπήκαμε τον έχει φάει με τα μάτια της κι αυτός στον κόσμο του.

  2. Σε δύο μήνες δίνει πανελλήνιες και τώρα τού 'ρθε να ξεκινήσει μαθήματα πιάνου. Στον κόσμο του, κανονικά.

  3. Καλά, πού ζεις; Νομίζεις ότι με το που τέλειωσες τη σχολή και βρήκες δουλειά θα βγάζεις αρκετά να πιάσεις σπίτι μόνος; Στο κόσμο σου είσαι μου φαίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοναχικός οδηγός street μηχανής, συνήθως ευτραφής, με άσπρη κάλτσα, βλαχολαϊκής εμφάνισης, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να εξαντλήσει τις δυνατότητες της μοτοσυκλέτας του. Όρος που προέρχεται από τις ταινίες του Στάθη Ψάλτη της δεκαετίας του '80.

- Αμάν, μας πήρε τα αυτιά αυτός με την χαγιαμπούσα!
- Ε, τι περιμένεις; Δεν τον βλέπεις τι Στάθης είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified