Further tags

Αναφέρεται σε καταστάσεις όπου απουσιάζει ο συντονισμός, ο σχεδιασμός, η οργάνωση, η συνεκτικότητα. Για άτομα, δηλώνει και αναξιοπιστία. Χρησιμοποιείται και χαϊδευτικά, σε καταστάσεις παρεΐστικης ευεξίας.

  1. — Σκέτο κωλοχανείο ήταν το γραφείο, ευτυχώς που την έκανα.
    — Τόσο χάλια;
    Ό,τι νά 'ναι ρε σύ. Το αφεντικό αναλάμβανε ότι του καθόταν χωρίς να το σκεφτεί κάν, η γραμματέας καλή μόνο για πίπες, και έπρεπε εγώ να βγάζω το φίδι απ' την τρύπα συνέχεια.

  2. — Στον Φίφη το ανέθεσες;... Σωθήκαμε.
    — Γιατί ρε;
    — Ο τύπος είναι ό,τι νά 'ναι ρε σύ. Άλλα του λες, άλλα καταλαβαίνει. Στον κόσμο του.

  3. Λέει άλλη μία γύρα;
    — Ρε μαλάκα, είμαστε ήδη λιάρδα να πούμε.
    — Έλα, μη μασάς, το πρότελευταίο...
    — Καλά ε, ό,τι νά 'ναι...

Δες ακόμη: λόγια της καραβάνας, οτινάνας, ράντομ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τις, ο οποίος δεν νιώθει... Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για εξαιρετικά τολμηρούς, εξαιρετικά ανόητους και εξαιρετικά χοντρόπετσους...

- Πω, φίλε κρύο...
- Ναι καλά, κόψε τον Κώστα... Άνοιωστος... Με το κοντομάνικο βγήκε...

Βλ. και ανιωθίλα, νιώθω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που βαριέται να κάνει οτιδήποτε διαφορετικό από αυτά που κάνει κάθε μέρα. Συνώνυμο των μούχλας και μουντρούχος.

- Έλα ρε μαλάκα, ξεκόλλα από το σπίτι και πάμε για καμιά μπύρα! - Άστο καλύτερα, θέλω να κοιμηθώ νωρίς απόψε. - Μα τι μαμούχαλος που είσαι ρε πούστη μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βαρετός άνθρωπος που δεν διαθέτει φαντασία να κάνει τίποτε άλλο εκτός από πράγματα ρουτίνας. Είναι συνώνυμο των μαμούχαλος, μούχλας και μονόχνωτος.

Η Κατερίνα κουβάλησε με τα χίλια ζόρια τον μουντρούχο τον αρραβωνιαστικό της στο πάρτυ, αλλά μάταιος κόπος... Αυτός καθόταν σε μια γωνιά και δεν μιλούσε σε κανέναν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπίπτει απόλυτα και με το γνωστό φάκαμπλ, εξ ολοκλήρου αγγλικό, εκ των fuck και την κατάληξη -able.

- Τσέκαρε εκεί ρε απέναντι αυτά τα γκομενάκια!
- Ε όχι ρε φίλε είπαμε!
- Γιατί ρε μαλάκα σε χάλαγαν; Μια χαρά φάκαμπλ τις κόβω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περαιτέρω ανάλυση του ορου παλτό! Χρησιμοποιείται κυρίως στο ποδόσφαιρο... Εμπνευσμένο απο το γνήσιο παλτό με γούνα Μ.Κωνσταντίνου...

- Βγάλ'το έξω το γουνάκι ρεεεε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ρουφογκαβλέτα/ ρουφοκαβλέτα/ ρουφοκαυλέτα:
Γυναίκα που εύκολα συνάπτει σεξουαλικές σχέσεις. Ενίοτε αναφέρεται και επιτιμητικά.

(Teo) - Πω πω μανάρα μου, τι ντύσιμο έχει αυτή, όλα έξω τα'χει!

(Sakis) - Nαι ρε φιλάρα μου κοίτα τη, θα είναι πολύ ρουφογκαβλέτα αυτή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε άτομα μικροαστικών οικογενειών, που δύσκολα βγάζουν τα προς το ζην (αλλά και το σχολειό, γιατί για αυτούς είναι καταναγκαστικά έργα από εμπαθείς ανθρώπους, βλ.καθηγητές), οι οποίοι όμως πάντα ονειρεύονται έξτρα εξαρτήματα για το γυμνό παπάκι τους... Διακρίνονται από μια προκλητική συμπεριφορά προς οτιδήποτε διαφορετικό και μια ομιλία γεμάτη ύβρεις... Αγαπημένες ασχολίες: κόντρες, ξύλο, γήπεδο, tuning...

- Πάρε άναν κάβουρα...
- Ποιον λες ρε;
- Θέλει και ρώτημα; Αυτόν με το παπάκι και τη χαίτη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή αλλιώς πάκι-boy... Αναφέρεται σε άτομα προερχόμενα από το Πακιστάν...

- Τι παρήγγειλες;
- 3 πίτσες...
- Στα φέρανε κιόλας;
- Ναι, ένα πάκι-boy...

βλ. και πακίνι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified