Further tags

Ο καρα-γκιόζης.

- Κοίτα ρε κάτι ζάντες που του φόρεσε ο γκιόζης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάνει/βγάζει γκάλοπς.

(p196.ezboard.com) Μεταξύ μας, με 5% που του δίνουν (λέει) οι γκαλοπατζήδες, ο μόνος που ζητάει εκλογές...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεαρός άντρας. Προέρχεται από τα «γκαλιαρντά», τη διάλεκτο του αδερφάτου.

Τι να σου λέω μωρή, ένα τεκνό μούρλια. Μούσκεψα την κυλότα μου σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τα σπάει σε όλους δημοσιεύοντας συνέχεια απαντήσεις σε κάποιο forum, ή στέλνοντας email, χωρίς τα οποία όλοι θα μπορούσαν να ζήσουν το ίδιο καλά, αν όχι καλύτερα.

Προκύπτει από το σπαμ (spam) + σπασαρχίδας.

- Απάντα του ρε!
- Δε μπαίνω καν στο τριπάκι ν' απαντήσω στο σπαμαρχίδα! Θα με πρήξει στα PM μετά...

για να μην ξεχνάμε τις ρίζες μας (από jesus, 28/06/08)Το ορίτζιναλ σπαμ (από poniroskylo, 28/06/08)

βλ. και σπαμστικός, Spamστικός, σπαμεράς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που βρίσκεται στην 3η, αλλά συνήθως 4η και πάνω, δεκαετία της ζωής του.

τρια-ντάρης, σαρα-ντάρης κτλ, ενώ εικοσ-άρης, εικοσιεννι-άρης κτλ...

- Πσσς, τρελλό το γκομενάκι ε;
- Τι τρελλό ρε, αυτή είναι ντάρα και βάλε!
- Η γριά κότα έχει το ζουμί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν αισθάνεσαι ένα συνδυασμό σκοτεινού συναισθήματος κι απόγνωσης. Σε σημείο που να μη μπορείς να κάνεις τίποτα ώστε να το αλλάξεις / διορθώσεις. Όση προσπάθεια και να κάνεις, πάλι «ζόφος» θα 'ναι.

Επίσης, η κατάσταση που συναντάς σε μαζικούς χώρους, π.χ. στο Πανεπιστήμιο, η οποία ναι μεν είναι αφόρητη κι απάλευτη, αλλά και πάλι δεν κάνεις τίποτα, παραμένεις εκεί προσκολλημένος.

Ο τύπος που βαριέται αφόρητα... που στέκεται εκεί στο σημείο μηδέν χωρίς να σαλεύει. Ο τύπος που είναι σε φάση μη κατανόησης του τί συμβαίνει γύρω του.

Προσοχή! Όχι για καταστάσεις μεταφυσικές, που έτσι κι αλλιώς ψιλοχρησιμοποιείται, αλλά για τη καθημερινότητά μας.

Χρησιμοποιείται με το ρήμα: «κάνω».

Είσαι ζόφος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Sexy θηλυκό που προκαλεί σεισμό στο πέρασμά του.

- Πήγα με μια σεισμομούνα όλα τα λεφτά. Μου τον πήρε λαμπάδα και μου τον επέστρεψε καμένο φιτίλι!

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρόσωπο που συμπεριφέρεται σαν διακοσμητικό είδος.

Χρησιμοποιείται πολύ για κάποια μοντέλα και άλλες όμορφες παρουσίες στα τηλεοπτικά πλατό, που δεν μιλάνε και δεν κάνουν κάτι άλλο. Είναι εκεί μόνο για να ομορφαίνουν τον χώρο.

Πλέον το λέμε γενικά για κάποιον, που δεν μιλάει και δεν συμμετέχει.

- Θα πάω για καφέ με την Μαρία, θες να έρθεις; - Τι να έρθω να κάνω, θα λέτε πάλι ιστορίες για τις διακοπές σας, θα κουτσομπολεύετε άτομα που δεν ξέρω και εγώ θα κάνω την γλάστρα.

(από spirtulis, 21/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα προχωρημένης ηλικίας που της αρέσουν οι νεαροί άντρες.

- Θα βγω με την Κική, που γνωρίσαμε της προάλλες, σήμερα το βράδυ. - Μα αυτή έχει τα διπλά σου χρόνια. Κατάλαβα, πάλι σε τεκνατζού έπεσες, θα σε ρουφήξει κανονικά, μισός θα μείνεις!

Δες και τεκνό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπανιστιρτζής, ο ηδονοβλεψίας, αυτός που παίρνει μάτι.

-Έχουμε πάει με την Ελένη στον Λυκαβηττό και εκεί που έχει ζεσταθεί το πράγμα και ετοιμαζόμαστε για την τελική ευθεία, βλέπω στα 2 μέτρα πίσω από τους θάμνους έναν ματάκια. -Έλα ρε; Και τι έκανες; -Ε, τι να κάνω, του φώναξα για να φύγει αλλά και τι άλλο να κάνω; Να τον κυνηγήσω με κατεβασμένα τα παντελόνια όπως ήμουν;

Από ομώνυμη τσόντα (από Khan, 12/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified