Further tags

Ο τακτικός πελάτης των μπουρδέλων. Κατά τη μεταφορική σημασία είναι ο πονηρός/πρόστυχος. Πολλές φορές χρησιμοποιείται μέσα στα πλαίσια της φιλικής συζήτησης με εύθυμη και όχι προσβλητική διάθεση.

Βλέπε και το έχω ξεμπουρδελιάνει.

  1. - Αυτός ο Χρίστος από τότε που ξέμεινε από γκόμενα όλο στις πουτάνες πηγαίνει...
    - Μπουρδελιάρης έχει καταντήσει ο καημένος... Δεν του κάνουμε κονέ με καμιά φίλη σου;
    - Τώρα σώθηκες...

  2. - Άκου τον γέρο πώς μιλάει στις γκόμενες!
    - Μπουρδελιάρης ο γεροκαυλέας...

  3. - Πω ρε φίλε, έχω τρελαθεί με το γκομενάκι στο απέναντι τραπέζι... Τι μπουτάκια είναι αυτά; Για φάγωμα...
    - Μπουρδελιάρη...!

Δες και κερχανατζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπέρδεμα, το βραχυκύκλωμα που παθαίνει κάποιος όταν του έρχονται όλα μαζί κι ανάποδα. Σχετικό με το σουμουντρούκουλου.

- Κακομοίρογλου, φτιάξε εκείνο το ριπορτάκι και να το 'χω σε μία ώρα. Α, και πού 'σαι. Το βράδυ έχω βάλει μία συσκεψούλα στις 10:30 με έντεκα παρά για το budget, οπότε τελικά θα χρειαστώ όλους τους πίνακες σήμερα κι όχι στο τέλος του άλλου μήνα όπως είχαμε πει. - Μα...
- Κακομοίρογλου παιδί μου, τι μα και ξε μα; Έχεις 4 ολόκληρες ώρες. Εντάξει, μάλλον όχι 4 γιατί θέλω να πεταχτείς και μέχρι την τράπεζα για τις επιταγές. Τι έχεις πάθει ρε παιδί μου και με κοιτάς σα χάνος; Σκουρδουμπλούκου; Έλα, ξεκόλλα.
- Μα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κατακαημένος, ο κακομοίρης, ο τρισάθλιος. Αυτός του οποίου ο κώλος έχει συγκαεί (όπως παθαίνουν τα μωρά) από και γω δεν ξέρω ποια αιτία. Ωσεκτουτού υποφέρει και εκφέρει ηλίθιες απόψεις επί παντός επιστητού, μπας και ξεπεράσει τον γελοίο πόνο του.

- Τι λέτε ρε συγκαμένοι, ρε κακομοίρηδες... (από φράση του Κων/νου Τζούμα, στην πρωινή του εκπομπή στον Εν Λευκώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τιποτένιος, το μηδενικό. Από την γερμανική λέξη null (= μηδέν, προφέρεται νουλ). Το λέμε και για άντρα και για γυναίκα.

Άιντε γαμήσου μωρή νούλα, σήκω φύγε από δω χάμω, άειντε και στο διάολο, μαλάκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικοποιημένο επίθετο, παράγωγο της γλίτσας. Σημαίνει είτε τον άπλυτο/βρωμύλο, είτε τον γυμνοσάλιαγκα/σφουγγοκωλάριο, αυτόν δηλαδή που κολακεύει απροκάλυπτα, με αηδιαστικό τρόπο.

  1. - Πω ρε φίλε μπόχα... Τι γλίτσης ήταν αυτός που πέρασε;!
    - ...
    - Τι έπαθες;
    - Κρατούσα την ανάσα μου μέχρι να περάσει η βρώμα... Παλιό κόλπο!

  2. - Πάλι γλείφει τον διευθυντή αυτός ο σιχαμένος; Τι γλίτσης θεέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που γαμάει και δέρνει στον μικρόκοσμο της γειτονιάς του, που είναι δηλαδή πρώτη μούρη στο καβούρι. Η έκφραση χρησιμοποιείται είτε με την κυριολεκτική της σημασία, υποδηλώνοντας κάποιον που τον θέλουν όλες σε τοπικό επίπεδο, είτε μεταφορικά, οπότε σημαίνει τον πιο μάγκα, μορφέα ή νταή της γειτονιάς. Τέλος μπορεί να χρησιμοποιείται και ειρωνικά για να χαρακτηρίσει κάποιον που νομίζει ότι είναι τα παραπάνω.

  1. - Τά 'μαθες; Ο Κώστας πήδηξε χθες τη Σούλα.
    - Καλά, αφού προχθές είχε κουτουπώσει τη Βούλα...
    - Ε, και τι να λέει αυτό, αφού παραπροχθές τον σφύριξε στη Ρούλα!
    - Πω ρε φίλε, ο τύπος είναι ο γαμιάς της γειτονιάς... Στο τέλος θα μας γαμήσει και εμάς να πούμε!

  2. - Μην την πολυμπαίνεις στον Γιώργο τον Εξωγήινο γιατί είναι ο γαμιάς της γειτονιάς! Δεν είδες τι έπαθε ο Γαρδέλης στο «Καμικάζι αγάπη μου»;
    - Μην τρελαίνεσαι, θα φωνάξω τον Ψάλτη και θα τον στείλει για γαλατάκι στη μαμάκα του...

  3. - Άκου να σου πω, εγώ την Κικίτσα που μου κάνει τη δύσκολη θα τη γαμήσω... Δεν με ξέρει καλά εμένα!
    - Σιγά ρε ποιος είσαι, ο γαμιάς της γειτονιάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βρωμιάρης, ο σιχαμερός.

- Πχχ! Τι πας κοντά στον μπίχλα, δεν σιχαίνεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην γραφή λιοτριβιό σημαίνει λιοτρίβι, ελαιοτριβείο και είναι ιδιωματισμός (σε ακραίες καταστάσεις απαντά και ως λιτρουβιό). Στη γραφή λιοτριβyo και την αντίστοιχη προφορά περιγελά την απαραίτητη σε κάθε σύγχρονο μουσικό κομμάτι (από αρενμπί μέχρι Πέγκυ Ζήνα) παρέμβαση ενός μπλακ μπράδερ που ραπάρει λίγο, έτσι, για να σπάσει η μονοτονία, ή και την σχετική προσωρινή στροφή πολλών καλλιτεχνών. Η εκφορά της λέξης συνοδεύεται συνήθως από τις αντίστοιχες (λιοτριβ)yό χειρονομίες, με τις οποίες μπορεί κανείς να πάρει και απαλλαγή από το στρατό, τη γυμναστική, τα θρησκευτικά και άλλα. Κατ' επέκτασιν, χαρακτηρίζει και όσους συμπεριφέρονται ανάλογα με αυτό το είδος μουσικής, και συνεπώς δεν πηγαίνουν στρατό, δεν κάνουν γυμναστική και δεν παρακολουθούν θρησκευτικά.

- Την είδε ξαφνικά και ο Μαζώ λιοτριβyό, γέννημα θρέμμα Δυτικής Αττικής κ μια μάντρα αρχίδια να πούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που φοβάται πολύ, ο φοβιτσιάρης, ο δειλός.

- Ρε, πάμε αύριο να κάνουμε Extreme Snowboard;
- Έεεμμ, άστο καλύτερα, δεν...
- Άντε ρε κλανίκουλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αυτοϊκανοποιείται, κοινώς μαλακίζεται. Η λέξη προέρχεται από τον Αυνάν. Τον οποίο (σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη) είχε καταραστεί ο Θεός, γιατί επιδιδόταν σε συνεχή αυτοϊκανοποίηση!!

Βγες από το σπίτι ρε Μάριε αυνάνα... Όλη μέρα την παίζεις, την έχεις κάνει λάστιχο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified