Ο κακάσχημος άντρας νεαρής ηλικίας 18~21 χρόνων περίπου, γεμάτος καυλόσπυρα, που νομίζει και συμπεριφέρεται σα να είναι ο ωραιότερος στον κόσμο.
Σιγά να μην πάω μ' αυτόν, σαν ψωλόχυμα είναι.
Ο κακάσχημος άντρας νεαρής ηλικίας 18~21 χρόνων περίπου, γεμάτος καυλόσπυρα, που νομίζει και συμπεριφέρεται σα να είναι ο ωραιότερος στον κόσμο.
Σιγά να μην πάω μ' αυτόν, σαν ψωλόχυμα είναι.
Got a better definition? Add it!
Εμφάνιση που αγγίζει τα όρια της γελοιότητας.
Αν δεις πώς είναι ο αδελφός μου τώρα που ξύρισε το μούσι, θα πάθεις, είναι σα μουνί καλλιγραφία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαρακτηρισμός ανθρώπου με αρνητικό (κατά τα άλλα αρκετά νεφελώδες όμως) νοηματικό περιεχόμενο. Συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιο άτομο είναι εκτός θέματος σε μια συζήτηση (ενίοτε & σε όλες τις πιθανές συζητήσεις...).
- Έχει τον Αλέφαντο στην tv!
- Τι λέει πάλι ο άκυρος;
- Κάτσε να σου εξηγήσω ρε!
- Όχι ρε φίλε, είσαι άκυρος, είσαι άκυρος...
Got a better definition? Add it!
Ο ανεπρόκοπος, αυτός που δεν έχει χαΐρι.
— Ψήσε ρε μάνα έναν καφέ να ανοίξει το μάτι μου...
— Ουναμ'χαθείς παλιορεμπεσκέ, χαράματα γύρισες πάλι εχτές;
Δες και rembesqieu.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που χρησιμεύει μόνο για να κρατάει κάτι, έχοντας δευτερεύοντα ρόλο σε μια κατάσταση, πράξη, κίνηση ή διαδικασία.
- Κράτα τον φακό να βλέπω...
- Πάλι εσύ θα σπάσεις το λουκέτο; Θέλω κι εγώ...
- Εσύ αγόρι μου είσαι γεννημένος βαστάντζος. Φέγγε τώρα...
Got a better definition? Add it!
Ο τυπάκος που γυρνάει από πλατεία σε πλατεία, από καφετέρια σε καφετέρια κι από στέκι σε στέκι, χαιρετάει τους πάντες, ανταλλάζει 2-3 κουβέντες, και γενικά τσεκάρει αν όλα είναι καλά.
-Τι έγινε μάγκες, καλά;
- Καλά φίλε...
- Ποιος ήταν αυτός; Γιατί μας μίλησε; Τον ξέρεις;
- Ο Τάκης ο τσεκαρέος μωρέ... δεν τον ξέρω ιδιαίτερα, αλλά έτσι κάνει αυτός...
Got a better definition? Add it!
Τσιγκούνης σε υπερθετικό βαθμό, τόσο που σε έχουν πάρει χαμπάρι όλοι και σε κράζουν. Χρησιμοποιείται κυρίως όταν δεν είσαι μπροστά.
- Πήγατε χθες γήπεδο;
- Πού να πάμε μωρέ... Αφού ο Α. είναι ταλιροφονιάς!
Got a better definition? Add it!
Ο κασμάς είναι αγροτικό εργαλείο, ο γκασμάς είναι άτομο αργόστροφο, που το μυαλό του δουλεύει με κάρβουνο.
-Χίλιες φορές σου τόχω πει, αλλά είσαι τελείως γκασμάς. Ήτανε κουβέντα αυτή που πέταξες μπροστά στον άνθρωπο;
Βλ. και γκαζμάς
Got a better definition? Add it!
Ο απατεώνας, ο κομπιναδόρος. Η λέξη πιθανολογείται ότι προέρχεται από την ισπανική έκφραση «la moya» που σημαίνει «η τάδε».
Τράβα να κάνεις δουλειά με τα λαμόγια και μετά έλα να μου κλαφτείς που σε δαγκώσανε. Θα φας κάτι κλωτσές.....
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δεν γνωρίζει πράγματα, γιατί και χαζός είναι αλλά και δεν ενδιαφέρεται να μάθει.
- Πάρε τον ξεχαμπέρωτο για συμβουλάτορα, κονόμησες στα σίγουρα. Αυτός δεν έχει ιδέα ρε κοροϊδίσιε, πού πας;
Got a better definition? Add it!