Further tags

Ο πάσχων από χρόνια ταπηροκρανίαση. Όχι αυτός που τα πήρε στο κρανίο μία φορά ή έστω περιστασιακά. Εδώ μιλάμε για τον τύπο ο οποίος παίρνει ανάποδες γενικώς και τα χώνει αδιακρίτως. Κάθε μέρα. 24/7.

Η κατάληξη -ογλου για το συγκεκριμένο χαρακτηρισμό δεν είναι τυχαία επιλογή και εκτιμώ ότι δεν αποτελεί κάποιου είδους μομφή για τους εξ Ανατολών γείτονές μας. Δεδομένου ότι η κατάληξη -ογλου σημαίνει ο γιος του, η επιλογή καταδεικνύει την γονιδιακή κληρονομικότητα της ιδιότητας της ταπηροκρανίασης από πατέρα σε γιο. Η γενετική στην υπηρεσία της γλώσσας.

Κατ' άλλους, το επώνυμο πάει γάντι σε διάφορα λαμόγια που μιζάρονται, δηλαδή τα παίρνουν ή τα πιάνουν. Κι αυτό καλό.

Στην περίπτωση δε που μιλάμε για λαμόγιο με χρόνια ταπηροκρανίαση, η έμφαση στο άρθρο ο και όχι στο Ταπαίρνογλου ξεκαθαρίζει την κατάσταση.

1 - Γαμώ την πουτάνα μου πρωί πρωί με τους μαλάκες πού 'μπλεξα, γαμώ την καταδίκη μου μέσα. Να κρατάνε το ασανσέρ για τρία λεπτά σταματημένο στον όροφο για να βάλουν λέει τη γιαγιά με το αναπηρικό... Και μετά μ' έπιασαν και 4 κόκκινα στο δρόμο για το γραφείο. Το φελέκι μου μέσα γαμώ...
- Ρε καλώς τον Ταπαίρνογλου. Κούλαρε ρε δικέ μου...

2 - Ρε συ, ο Βρασίδας έσκασε μύτη με Μερτσέντα κάμπριο προχθές και μού 'φυγε ο τάκος. Του λέω ρε Βρασίδα, πόθεν έσχες, και μου λέει ότι τού 'πεσε το Λαϊκό και καλά.
- Ποιο Λαϊκό ρε μαλάκα... Ο Βρασίδας ο Ταπαίρνογλου... Σε ποιον τα πουλάει αυτά ρε; Εδώ έχει βουίξει η αγορά ότι τα 'χει πιάσει κανονικά κι αυτός κάνει τον Κινέζο. Μη χέσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος είναι τόσο βολικός ώστε αγγίζει την υπερβολή.

- Δεν είσαι καθόλου υπερβολικός, όλο κουνιέσαι! Δεν θα ξανακοιμηθώ μαζί σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μικρή αδελφούλα που ποτέ δεν είχες και που θα την έβαζες να κάνει όλες τις δουλειές που σε διέταζε η μαμά σου.

- Και ξύπνησα στις 8 το πρωί να πάω λαϊκή με τη μαμά μου. Αν είχα όμως μια αδερδούλα θα πήγαινε εκείνη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε κάτι που δεν μας αρέσει η δεν συμφωνούμε. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πληθώρα εκφράσεων με ευρεία έννοια από καθημερινές στιγμές μέχρι ακραίες όπου μπορείς να πεις ότι ταυτίζεται με το το μαλακία και το για τον πούτσο.

Από το Φούτσιν > Φου-τσιν > τσιν.

  1. - Η συμπεριφορά του Νίκου είναι απαράδεκτη, είναι εντελώς τσιν!

  2. - Πω πω μαλακίες μας έλεγε ο Πάνος για την κρεπερί, τσιν η κρέπα!

  3. - Η μουσική σε αυτό το club είναι τσιν... (= Η μουσική δεν είναι του γούστου μου ή είναι άθλια...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που έχει ασπασθεί τον βουδισμό και κυκλοφορεί ντυμένο με πορτοκαλί μαντίλες και περπατοτραγουδεί το «χάρε κρίσνα», χαρούμενο και γελαστο, χτυπώντας καμπανάκια και κουδουνάκια.

- Η συναυλία ήταν άθλια. Και το συγκρότημα τελείως χαρεκρίσνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο το οποίο δεν έχει ιδέα για τι μιλάει, δεν μπορεί να μιλήσει καν. Η γραμματική και η σύνταξη είναι ανύπαρκτες στις προτάσεις του. Μπορεί να μιλάει 3 λεπτά συνεχόμενα χωρίς να εννοεί κάτι και να έχει και το θράσος να κλείνει την διάρροια του λόγου του τοιουτοτρόπως: «Αυτό ακριβώς, τίποτε άλλο».

- Εμείς γιατί κοίταξε στην ετέτοια αρχή, ούτε, ούτε και κοιτάξτε αυτοί, δεν ήθελαν απλώς για να κάν-γίνει αυτό το παιχνίδι, αλλά ύστερα μόλις μόλις όπως είπαμε ότι αυτό εμείς δεν καν-θέλαμε, αυτοί είπανε όχι λέει θέλουμε να γίνει, ε κι εμείς μετά είπαμε όχι λέμε, όχι λέμε, δε θα γίνει... Αυτό ακριβώς, τίποτε άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός Ελληνίδας οι οποία είναι ελεεινή όσον αφορά τη συμπεριφορά, το ντύσιμο, το στυλ γενικότερα.

- Η Κατερίνα χθες φορούσε ένα φόρεμα ελεεινό.
- Ναι; Αφού είναι Ελλεεινίδα, τι άλλο θα μπορούσε να βάλει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πομάκος είναι ο μουσουλμάνος της Θράκης. Όμως πλέον χρησιμοποιείται εκεί πέρα με την έννοια του βλάκα, του ηλίθιου.

- Πω δεν πήρα λεφτά για το σινεμά...
- Α ρε πομάκο... (=α ρε βλάκα...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επίρρημα: (α) τέλεια, πολύ καλά. Συνώνυμα: γαμάτα, μπόμπα, σούπερ, τζάμι, τζιτζί, φίνα. (β) (επιτατικό) πολύ, εντελώς. Συνώνυμα: κάργα, φουλ. Χρησιμοποιείται και ως επίθετο (βλέπε γαμάτος).

Συντάσσεται είτε ως κατηγορούμενο, είτε συνηθέστερα με το ουσιαστικό έναρθρο, στον πληθυντικό και σε αιτιατική: (και) γαμώ τους/τις/τα <ουσ. σε πληθ.>. Συγκεκριμένα, η κανονική σύνταξη <επίθ.> + <ουσ.> αποφεύγεται.

  1. (απο συνέντευξη του Evnus, εδώ)
    Την τελευταία φορά που πέρασα και γαμώ ήταν ένα πρωί που είχα πάρει ένα τόξο με βεντούζα και σημάδευα σκατόφατσες [...] στην τηλεόραση.

  2. (από το διαδίκτυο)
    Πρέπει να ομολογήσω ότι ο τύπος είναι και γαμώ τα άτομα. Παρ' όλο που έχασε την πτήση από το Λονδίνο και έφτασε στις 1 μετά τα μεσάνυχτα, βγήκε στην σκηνή [...] και έδωσε και γαμώ τις συναυλίες.

  3. (από το διαδίκτυο)
    Αυτό πρέπει να το πω. Οι Γερμανίδες είναι και γαμώ τις γκόμενες. Σταμάτα να είσαι Στάθης Ψάλτης και να τις σκέφτεσαι με σαντάλι και ξεπλυμένο σορτς. Ντυμένες κανονικά είναι φα-ντα-στι-κές. Και γδυμένες ακόμη περισσότερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο «ελαφρύς» τύπος που δεν καπνίζει, δεν πίνει και δεν γαμάει. Κάνει αθλητική ζωή και τραγουδάει Άννα Βίσση (προαιρετικά). Παθαίνει αλλεργικές κρίσεις μετά την επαφή με οποιονδήποτε καπνό τσιγάρου και ποτού και περιορίζεται στην ασκητική ζωή.

- Πάλι τον φρουλάιτ φώναξες; Πάλι θα μας τα πρήξει με τις αλλεργίες του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified